Δημητρίου Ἐ. Περσυνάκη ἱεροψάλτου
Κατὰ τὸ παρὸν ἔτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν σύσταση τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ διαμόρφωσε, σὲ διάστημα δύο περίπου ἐτῶν (1814-1816), τὴν νέα ἐν χρήσει σημειογραφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Αὐτὴ συνήθως καλεῖται «Νέα Μέθοδος». Οἱ ἀπαιτήσεις πολυετοῦς ἐκμαθήσεως τῆς παλαιᾶς σημειογραφίας (στὸ ἑξῆς «Παλαιὰ Γραφή») καὶ τὸ διαρκῶς αὐξανόμενο πλῆθος τῶν μουσικῶν συνθέσεων, ἀπέτρεπαν τοὺς πολλοὺς ἀπὸ τὴν μύηση στὴν ψαλτικὴ τέχνη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχη ἔντονο πρόβλημα ἐπανδρώσεως τῶν ἱερῶν ἀναλογίων. Τὸ ἔτος 1814, ὥριμη πλέον ἡ Ἱεραρχία καὶ ἡ τάξη τῶν ἱεροψαλτῶν ἀπὸ τὶς ἕως τότε1 ζυμώσεις καὶ διεργασίες πρὸς ἁπλο ποίηση τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς, βαίνουν πρὸς ὁλοκλήρωση τῆς τάσεως αὐτῆς. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀναθέτει τὴν εὐθύνη τοῦ ἔργου αὐτοῦ στοὺς τρεῖς διακεκριμένους μουσικούς: τὸν Ἱερομόναχο Χρύσανθο (μετέπειτα Μητροπολίτη Δυρραχίου), τὸν Λαμπαδάριο (μετέπειτα Πρωτοψάλτη) τῆς Μ.τ.Χ.Ε. Γρηγόριο, καὶ τὸν Χουρμούζιο (μετέπειτα τιμηθέντα μὲ τὸ ὀφίκκιο τοῦ Χαρτοφύλακος τῆς Μ.τ.Χ.Ε.). Τὸ 1815, ἱδρύεται ἡ Δ΄ Πατριαρχικὴ μουσικὴ Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου διδάσκουν οἱ τρεῖς Διδάσκαλοι. Ὁ Χρύσανθος ἀναλαμβάνει κατὰ βάσιν τὸ θεωρητικὸ μέρος, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Χουρμούζιος τὸ πρακτικό. Ἡ Νέα Μέθοδος ἀρχίζει νὰ διαδίδεται μὲ καθολικὴ ἐπιτυχία καὶ πλῆθος μαθητῶν ἀποφοιτοῦν ἀπὸ τὴν Σχολή. Μετὰ ἀπὸ διετῆ ἐκπαίδευση οἱ μαθητὲς ἀποκτοῦν ἱκανοποιητικὴ γνώση ὅλων τῶν «μαθημάτων», ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν «δεινῶν θέσεων», ἐνῶ μὲ τὴν Παλαιὰ Γραφὴ ἀπαιτοῦνταν δεκαπέντε καὶ πλέον ἔτη.
Οἱ τρεῖς Διδάσκαλοι γι’ αὐτό τους τὸ ἔργο θεωρήθηκαν ἐθνικοὶ εὐεργέτες. Μιὰ νέα περίοδος ἀρχίζει γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, χαρακτηριζόμενη ἀπὸ τὴν συνεχῶς αὐξανόμενη διάδοση τῆς ἱερᾶς μουσικῆς καὶ τὴν ἀναζωογόνηση τῶν ἱερῶν ἀναλογίων. Πλέον, πολὺ εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ καταγράψη τὶς μουσικὲς ἐμπνεύσεις του χωρίς περιορισμοὺς καὶ νὰ τὶς διαδώση. Ἡ νέα μελοποιητικὴ τακτική, ποὺ εἶχε ἤδη ἐγκαινιασθῆ στὰ παπαδικὰ μέλη (κυρίως Χερουβικὰ καὶ Κοινωνικά) ἀπὸ μουσικοὺς τῆς τελευταίας περιόδου τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς (Ἰωάννης Τραπεζούντιος, Δανιήλ Πρωτοψάλτης, Πέτρος Λαμπαδάριος κ.ἄ.), ἐπικρατεῖ σχεδὸν ὁλοκληρωτικὰ μὲ τὴν Νέα Μέθοδο Βαθμηδὸν ἐπεκτείνεται καὶ σὲ συντομώτερα μέλη, ἐνῶ οἱ τρεῖς Διδάσκαλοι καὶ οἱ μαθητές τους ἀκολουθοῦν καὶ αὐτοὶ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς τους. Ὡς κα- τ᾿ ἐξοχὴν Διδάσκαλος τῆς Νέας Μεθόδου ἔμεινε γνωστὸς ὁ Χουρμούζιος, καθὼς ὁ μὲν Χρύσανθος προβιβάστηκε τὸ 1820 σὲ Μητροπολίτη Δυρραχίου ἐγκαταλείποντας τὴν Πόλη καὶ τὴν Σχολή, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος ἀπεβίωσε ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐξ αἰτίας λοιμώδους νόσου. Ὁ Χουρμούζιος μένει μόνος του, σηκώνοντας τὸ βάρος τῆς διαδόσεως ἀλλὰ καὶ τελειοποιήσεως τῆς Νέας Μεθόδου. Μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο, ἐπιμονὴ καὶ ἐπιμέλεια διδάσκει, ψάλλει, ἐκδίδει μουσικὰ βιβλία καὶ ἐργάζεται στὴν βελτίωση τῆς θεωρητικῆς ὑποδομῆς τοῦ νέου συστήματος. Γιὰ ἐμᾶς ὅμως, ποὺ δὲν γνωρίζουμε «κατὰ παράδοσιν» τὴν Παλαιὰ Γραφή, ἡ σπουδαιότερη προσφορὰ τοῦ Χουρμουζίου ποὺ συνόδευσε τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Νέας Μεθόδου, ἀναφαίνεται στὶς ἡμέρες μας καὶ εἶναι τὸ «ἐξηγητικό» του ἔργο.
Ὁ χαλκέντερος Διδάσκαλος, προβλέποντας ὅτι σὲ μερικὰ χρόνια οὐδεὶς θὰ γνωρίζη τὴν Παλαιὰ Γραφὴ, θεώρησε ὑποχρέωσή του νὰ μᾶς παραδώση ἕνα «σύνδεσμο» μὲ αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, «ἐξηγεῖ» στὴν Νέα Μέθοδο τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ μέλη ποὺ κατεγράφησαν στὴν Παλαιὰ Γραφή. Ἔργο ὀγκωδέστατο καὶ κοπιῶδες, περικλειόμενο σὲ ἑβδομήντα χειρογράφους κώδικες, οἱ ὁποῖοι ἀγοράστηκαν τὸ 1838 ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιο καὶ ἀποθησαυρίσθηκαν στὸ Μετόχιον τοῦ Παναγίου Τάφου (ΜΠΤ) στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔτυχαν φιλοκάλου μερίμνης καὶ συνεπήχθησαν σὲ τριανταπέντε τόμους. Τὰ ὀνόματα τῶν μελοποιῶν (τὰ περισσότερα ἄγνωστα) ποὺ συναντῶνται στὰ ἐν λόγῳ χειρόγραφα, ξεκινοῦν χρονολογικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ ἐκτείνονται γιὰ χίλια καὶ πλέον ἔτη. Μελετῶντας καὶ ψάλλοντας κανεὶς τὰ μέλη αὐτά, ἀπαντᾶ δεσπόζουσα τὴν «διὰ θέσεων» μελοποιΐα. Tὸ ἁπλόν, τὸ περιεκτικὸν καὶ τὸ ἱεροπρεπὲς, εἶναι συναρμοσμένα ἐντέχνως μὲ τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ γνησίως πανηγυρικὸν, ἀποπνέοντας ἕνα διαφορετικὸ ἄρωμα ἐκκλησιαστικῆς μελοποιΐας ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε συνηθίσει στὴν σύγχρονη ψαλτικὴ προφορικὴ παράδοση. Ὁ «ἐξηγηματικὸς» ἄθλος τοῦ Χουρμουζίου προκαλεῖ θαυμασμό καὶ ἀπορία. Ἐμφανίζεται ἕνας Χουρμούζιος ποὺ ἀπὸ τὸ 1814 ἕως τὴν κοίμησή του τὸ 1840, διδάσκει, ψάλλει καὶ συνθέτει κατὰ τὸν νεώτερο μελοποιητικὸ τρόπο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀσχολούμενος ταυτόχρονα καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ μουσική. Ἐνῶ παράλληλα, τὴν ἴδια περίοδο (1817-1832), ὁλοκληρώνει ἀθόρυβα τὸ «ἐξηγητικό» του ἔργο. Μιὰ ἐργασία ποὺ ξεπερνᾶ τὶς εἰκοσιπέντε χιλιάδες σελίδες χειρογράφου, καὶ ἡ ὁποία γιὰ τὰ σημερινὰ ἔντυπα βιβλία ἀντιστοιχεῖ τουλάχιστον σὲ τριανταπέντε χιλιάδες σελίδες.
Παραδόξως ὅμως τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ μέλη αὐτὰ τέθηκαν σὲ ἀχρησία ἀπὸ τοὺς τότε ἱεροψάλτες, ἐνῶ ἀπὸ πολλοὺς ἀπεδοκιμάσθησαν ὡς μονότονα καὶ κουραστικά. Γιατί ἆραγε ἐμφανίζεται αὐτὴ ἡ στάση ἡ ὁποῖα παγιώθηκε γιὰ ἀρκετὲς δεκαετίες ἔπειτα; Πολλὲς αἰτίες μπορεῖ νὰ ἐντοπίση κανείς, χωρὶς νὰ εἶναι εὔκολο νὰ τὶς ἱεραρχήση. Ὁπωσδήποτε ἡ συνεχῶς ἐξελισσόμενη ἀναλυτικοποίηση τῆς παρασημαντικῆς ποὺ στιγμάτισε ὁλόκληρο τὸν 18ο αἰῶνα διαδραμάτισε πολὺ σημαντικὸ ρόλο. Ὁ μελοποιὸς εἶχε πλέον τὴν δυνατότητα νὰ καταγράψη ὁποιαδήποτε προσωπικὴ ἔμπνευση, χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ τὰ προϋπάρχοντα μουσικὰ πλαίσια. Ὁ πειρασμὸς ἦταν μεγάλος καὶ δύσκολα κάποιος μπορούσε νὰ τὸν ἀποφύγη. Παράλληλα, ὁ ρυθμὸς τῆς παλαιᾶς μελοποιΐας ὡς κύριο δομικὸ συστατικό της, φαίνεται πὼς δὲν κατοχυρώθηκε θεωρητικὰ καὶ μεταδόθηκε ἀπροσδιορίστως στοὺς μαθητὲς μέσα στὰ γενικώτερα πλαίσια τῆς ἐκμαθήσεως τῶν θέσεων. Οἱ νέοι μελουργοὶ συνεπῶς δὲν εἶχαν οὔτε κάποια ἰδιαίτερη ἀναστολὴ οὔτε τὸ πιθανώτερο ἐπίγνωση στὴν ἀγνόησή του. Ἐπιπλέον, οἱ κανόνες ποὺ διέπουν τὴν παλαιὰ μελοποιΐα καὶ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύση τῆς παλαιᾶς παρασημαντικῆς δὲν ἔχουν ξεκάθαρη ὑπόσταση. Ἔτσι, ἡ ὁλοένα καὶ πιὸ ἀναλυτικὴ γραφὴ ἀρχίζει νὰ ἀποδεσμεύεται σταδιακὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀδιαμόρφωτα ἢ ἀκαθόριστα συστατικὰ τῆς παλαιᾶς σημειογραφίας, χαράσσοντας μιὰ δική της πορεία. Καί βέβαια δὲν μπορούσε νὰ ἔχει συνοδοιπόρους, τὰ «συντηρητικά» μέλη τῆς Παλαιᾶς Γραφής. Οἱ μουσικοὶ στὴν Νέα Μέθοδο, εὑρίσκονται ἐνώπιον μιᾶς νέας προοπτικῆς. Οἱ καλλιφωνότεροι ἐξ αὐτῶν μποροῦν τώρα στὸ ἀναλόγιο νὰ ἐπιδείξουν τὰ προσόντα τους χωρὶς τοὺς περιορισμοὺς τῶν παλαιῶν θέσεων. Ἡ ἐξ ἀνάγκης γενικὴ ἔλλειψη χορῶν εὐνοεῖ τὴν ὁποιαδήποτε τάση αὐτοσχεδιασμοῦ.
Ὁ συγχρωτισμὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσικῶν μὲ τοὺς Ὀθωμανούς προκαλεῖ ἕναν ἄτυπο, ἐνίοτε καὶ ἀπροκάλυπτο, συναγωνισμό. Ἡ καινοτομία καὶ ἡ ἐπιδίωξη προσωπικῆς σφραγίδος στὴν σύνθεση ἀρχίζει νὰ γίνεται ὄχι μόνο ἀποδεκτή, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένο κριτήριο ἐπιτυχίας. Καὶ φθάνουμε στὸ 1820, ὁπότε ἡ νεοεφευρεθεῖσα μουσικὴ τυπογραφία ἐπιβάλλει τὰ νέα μέλη, καθὼς ὄχι μόνο ὑπογράφονται παρὰ τῶν πλέον ἀνεγνωρισμένων πρωτοψαλτῶν, ἀλλὰ συχνὰ καὶ ἐκδίδονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Ἀπὸ τὸ καθολικὰ ἐπιβεβλημένο ρεῦμα τῆς ἐποχῆς τους θὰ ἦταν παράδοξο νὰ ἐκφύγουν καὶ οἱ τρεῖς Διδάσκαλοι. Τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ὁ στόχος τους –καὶ ὁ πόθος τους– ἦταν νὰ ἑδραιωθῆ καὶ ἐξαπλωθῆ ἡ Νέα Μέθοδος, δηλαδή νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο ἡ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἂν κάποιος ὅμως ἐρευνήση τὸ θέμα βαθύτερα, θὰ ἐντοπίση στὴν ὅλη παρουσία τους καὶ μιὰ διαίσθηση διαφορετική. Τὴν φωνὴ μιᾶς συνειδήσεως ποὺ ὑπεδείκνυε τὴν ἀστοχία τῆς ταφόπλακας ποὺ ἔτεινε νὰ ἐξαφανίση ὁλόκληρη τὴν παλαιὰ δημιουργία. Γιὰ ποιὸν ἄλλο λόγο ὁ Χουρμούζιος (ἀλλὰ καὶ ὁ Γρηγόριος στὰ λίγα χρόνια ποὺ ἔζησε) ἀφιερώνει ὁλόκληρη τὴν ζωή του στὴν «ἐξήγηση», ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἤλπιζε νὰ προσποριστῆ ἀπολύτως τίποτα; Σὰν νὰ κατέθετε σιωπηρὰ τὴν ἔνστασή του καὶ τὴν ἄφηνε κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενεὲς ὥστε νὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ νεωτεριστικὸ καὶ καινοφανὲς ποὺ παρεισέφρυσε στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του καὶ ἐξαπλώθηκε παράλληλα μὲ τὴν Νέα Γραφή. Ὁ δὲ Χρύσανθος περιγράφει γραπτῶς τὸ ἀνερχόμενο ρεῦμα. Στὸ θεωρητικό2 του ἱστορεῖ ὅτι ὁ Παναγιώτης Χαλάτζογλου (†1748) ἄρχισε νὰ συντέμνη καὶ νὰ μεταβάλλη «τινὰς μελωδίας τῶν θέσεων» πρὸς τὸ «ἡδονικὸν καὶ καλλωπιστικόν», διαφοροποιῶντας τὴν ἐπαγγελία τῶν μελῶν ὅπως τὴν παρέλαβε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὴν μαθητεία του ἐκεῖ. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ διαδίδει ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ ὁ μαθητὴς–διάδοχός του Δανιὴλ Πρωτοψάλτης, συνεχίζοντας τὴν αὐτὴ πορεία καὶ εἰσάγοντας καινότροπα καὶ ἐξωτερικὰ μέλη.
Ἀποτιμῶντας κανεὶς τὰ παραπάνω, συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας, ὑπέστη κάποια ταλαιπωρία κατὰ τὴν μετάβασή της ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Γραφὴ στὴν Νέα. Σὰν νὰ χάθηκαν κάποια «κομμάτια» της στὸ διάβα τοῦ χρόνου. Ὄχι ἐσκεμμένα καὶ πολὺ περισσότερο κακοπροαίρετα, ἀλλὰ ἀπὸ συγκυρίες, ἱστορικὰ γεγονότα, ἀνθρωπίνους παράγοντες κ.ἄ. Ἡ «κρίση» αὐτὴ ἔπληξε κυρίως τὰ ἀργὰ μέλη, τὰ ὁποῖα τυγχάνουν ὑψίστης σημασίας γιὰ μιὰ ὁλοκληρωμένη μουσικὴ παιδεία, στερῶντας ἔτσι ἀπὸ τοὺς Ἱεροψάλτες ἕνα ἀπαραίτητο ἐφόδιο. Αὐτὸ προσυπογράφουν παλαιότεροι ἀλλὰ καὶ σύγχρονοι σοβαροὶ μουσικοδιδάσκαλοι, ὑποστηρίζοντας ὅτι στὰ ἀργὰ στιχηραρικὰ καὶ στὰ παπαδικὰ μέλη ἀποθησαυρίζεται τὸ κάλλος καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Ἐλπίζουμε μὲ τὴν σειρὰ «Ψαλτικὴ Παράδοση» νὰ προστεθῆ ἀκόμη ἕνα λιθαράκι στὸ βάθρο ποὺ πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε ὥστε νὰ ἀτενίσουμε ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ἱερᾶς μουσικῆς καὶ νὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ γευθοῦμε τὴν ἔκφραση τῆς Χάριτος ποὺ ἔζησαν οἱ ἐμπνευστές της. Τῷ συνεργοῦντι Θεῷ ἡμῶν, δόξᾳ καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
1. Πρωτεργάτης τῶν λεγομένων «ἐξηγή- σεων» θεωρεῖται ὁ Ἱερεύς Μπαλάσης (17ος αἰών), ἐνῶ ὁ σημαντικώτερος καινοτόμος στὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἦταν ἀναμφίβολα ὁ Λαμπαδάριος Πέτρος (†1777).
2. §62, ὑποσ. (ε) καὶ §74 κ.ἑ.