Να Πάρουμε Καιρό;

π. Δημητρίου Μπόκου

   Ὁ χρόνος ποὺ προηγεῖται τῆς Θείας Λειτουργίας ἀποσκοπεῖ στὴν ἐπιμελημένη πνευματικὴ προετοιμασία τοῦ ἱερέως. «Μέλλων ὁ ἱερεὺς τὴν θείαν ἐπιτελεῖν μυσταγωγίαν, ὀφείλει προηγουμένως μὲν κατηλ-λαγμένος εἶναι μετὰ πάντων καὶ μὴ ἔχειν τί κατὰ τινος». (Ὅταν πρόκειται ὁ ἱερεὺς νὰ ἐπιτελέσει τὴ θεία μυσταγωγία, ὀφείλει προηγουμένως νὰ εἶναι συμφιλιωμένος μὲ ὅλους καὶ νὰ μὴν ἔχει κάποια ἔχθρα μὲ κα-νέναν).

  Ἡ καταλλαγὴ μὲ ὅλους, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀνεξικακία, εἶναι ἡ απολύ-τως ἀπαραίτητη συνθήκη γιὰ τὸν ἱερέα, ὥστε νὰ κατατολμήσει τῆς φρικτῆς ἱερουργίας. Ἡ ἀγάπη εἶναι θυσία ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη θυ-σία. «Ταύτης ἄνευ, οὐδὲ ἐκείνην προσδέχεται». (Χωρὶς τὴν ἀγάπη, οὔτε τὴ λατρεία δέχεται). Τί νόημα θὰ εἶχε μιὰ λατρευτικὴ (δηλ. ἀγαπητικὴ) ἐκδήλωση πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον; Ὁ ὑπέρτατος σκοπὸς εἶναι ἡ ἑνότητα. «Ἶνα,Ἵνα πάντες ἕν ὦσιν».(Ὅλοι νὰ εἶναι ἕνα) (Ιω. 17, 21). «Δια γὰρ τοῦτο πάντα ἐγένετο. Δια τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γέ-γονε, καὶ πάντα ἐκεῖνα ἐπραγματεύσατο, ἶνα,ἵνα ἡμᾶς συναγάγη». (Γι’ αὐτὸ ἔγιναν τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα, γιὰ νὰ μᾶς συνάξει (σὲ μιὰ ἑνότητα) (Ιω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΙΣΤ’ Εἰς Ματθαῖον). Ἐπιπλέον ὁ ἱερεὺς ὀφείλει νὰ προσέχει τὴν καρδιά του, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, νὰ νηστεύει λίγο απο-βραδίς καὶ νὰ αγρυπνάει προσευχόμενος μέχρι τὴν ὥρα τῆς Λειτουρ-γίας.

  Ὁ Θεὸς χαρίζει ἄφθονο χρόνο στὸν κάθε ἄνθρωπο γιὰ πνευμα-τική πρόοδο. Τὸ ἴδιο καὶ στὸν ἱερέα, ὥστε νὰ εὑρίσκεται «καθαρὸς ὡς ἄγγελος» (αγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς) στοὺς λογισμοὺς καὶ στὰ ἔργα του καὶ συμ-φιλιωμένος μὲ τὸν κάθε συνάνθρωπό του, προκειμένου νὰ τελέσει τὴ Θεία Λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ δέουσα προετοιμασία, «τοῦ καιροῦ επιστάντος», ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς Λειτουργίας, ὁ ἱερεὺς «παίρνει καιρό». Δὲν τολμᾶ νὰ λειτουργήσει, ἂν δὲν τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴν εὖ-καιρία νὰ μετάσχει καὶ αὐτὸς στὸν «καιρὸ» τῆς Θ. Λειτουργίας, στὴν ἄχρονη πραγματικότητα τῆς ὄγδοης ἡμέρας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ζητάει θεία ἐνίσχυση γιὰ τὴ μεγάλη διακονία ποὺ ἔχει νὰ περαιώσει καὶ τὴν ἄδεια τοῦ Κυρίου νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παραστεῖ ἀκατακρίτως μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα του.

   Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἱερεὺς δὲν ζητάει παράταση τῆς ζωῆς του γιὰ κάτι δευτερεῦον. Ὁ χρόνος του εἶναι πολύτιμος, γιατί πρέπει νὰ φέρει εἰς πέρας τὴ Θεία Λειτουργία. Ζητάει νὰ «λάβει καιρό», μόνο γιὰ νὰ τελειώσει τὰ «φρικτὰ μυστήρια». Ἄν μείνει στὴ μέση ἡ Θεία Λειτουργία, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ τελειώσει ὁ χρόνος τοῦ ἱερέως ξαφνικά, οὔτε ἄγγελος δὲν μπορεῖ, δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ τῇ,τή συνεχίσει. Ὁ χρόνος δὲν εἶναι στὸ χέρι μας. Πόσα σπουδαῖα πράγματα χάνονται κάποτε, γιατί λείπουν λίγες στιγμὲς γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή τους!

   Ἄρα ὁ χρόνος ἀποκτᾶ ἀξία ἀπὸ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦμε μέσα σ’ αὐτόν. Μιλᾶμε καὶ γιὰ χαμένο χρόνο κάποτε. Μποροῦμε συνεπῶς νὰ ποῦμε ὅτι ὁ χρόνος ἢ ἀξιοποιεῖται ἤ, ἀντιστρόφως, χαραμίζεται. Ἄν συμβαίνει τὸ δεύτερο, τίθεται τὸ ἐρώτημα: Μπορεῖ κανεὶς νὰ ζητάει παράταση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς του, ὅταν δὲν σκοπεύει νὰ τὸν αξιο-ποιήσει γιὰ κάτι σημαντικό; Γιὰ νὰ τὸν χαραμίσει ἁπλῶς σὲ ἀσήμαντα, ἀνούσια, ἄχρηστα ἢ καί, τὸ χειρότερο, σὲ ἐπιβλαβῆ πράγματα;

   Καὶ τί πιὸ ἐπιζήμιο πρᾶγμα μποροῦμε νὰ κάνουμε κατὰ τὸν χρόνο ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, ἀπ’ τὸ νὰ ἁμαρτάνουμε; Γιατί νὰ μὴ ζοῦμε «ἔ-ξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν» (Ἐφ. 5, 16); Πότε θὰ προλάβουμε νὰ πετύ-χουμε τὴν καταλλαγὴ πρὸς ὅλους, τὴν ἀγάπη μὲ τὸν ἀντίδικό μας, ώ-στε νὰ παραστοῦμε «ἀκατακρίτως» ἐνώπιον «τοῦ φοβεροῦ βήματος» καὶ νὰ ποῦμε μὲ παρρησία «τὸν δρόμον τετέλεκα» (Β’ 4, 7);

   Πρὶν ζητήσουμε λοιπὸν ὅλοι μας στὴν ἀρχὴ τοῦ νέου ἔτους νὰ «πάρουμε καιρό», ἂς σκεφτοῦμε ἕναν πραγματικὰ καλὸ λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀξίζει νά μας τὸν παραχωρήσει ὁ Θεός.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 414, Ιαν. 2018)