Δεσποτίδη Μάρκου
Μοναξιά, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος.” Τὰ λόγια τοῦ Παπαδιαμάντη, ἂν καὶ ἔχει περάσει πάνω ἀπὸ ἕνας αἰώνας, παραμένουν διαχρονικά, πρωτότυπα, ἐπίκαιρα. Ἀκόμα δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι εἶναι κακοὶ κι ἀνάλγητοι ἀλλὰ καὶ πιὸ μόνοι ἀπὸ ποτέ. Κι αὐτὸ γιατί δὲν καταφέραμε νὰ γίνουμε συνάνθρωποι, μὰ παραμείναμε ἀπάνθρωποι. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴν εἶσαι μόνος, πρέπει νὰ συμβιώνεις, νὰ μοιράζεσαι, νὰ συμπάσχεις καὶ ὄχι μόνο νὰ συγχαίρεις ἀλλὰ καὶ νὰ σὺνχαίρεσαι. Δὲν ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος, πρέπει νὰ εἶσαι καὶ συνάνθρωπος.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, λοιπόν, κατατρύχεται ἀπὸ τὸ θλιβερὸ αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς ποὺ στοιχειώνει τὰ ὄνειρά του καὶ τοῦ προκαλεῖ παράλληλα φόβο καὶ ἀνία. Σήμερα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλαπλασιάσει τὶς “ἐπαφές” του μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπομακρυσμένα μέρη τῆς γῆς, κι ὡστόσο ἡ μοναξιὰ του ἐντείνεται, τὸν περικυκλώνει, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει “πλέον νὰ ζήσει, νὰ αἰσθανθεῖ, νὰ χαρεῖ”. Ὅσο περίεργο κι ἀντιφατικὸ κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, ἀποτελεῖ μιὰ πραγματικότητα. Σήμερα, μετρᾶμε τοὺς φίλους μέσα ἀπὸ τὶς ἐπαφὲς τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης, ἀποδεικνύουμε “ἔμπρακτα” τὴ φιλία μας μὲ μερικὰ “Like” καὶ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸ “πρωτότυπο”, “Τί κάνεις; Καλά; Κι ἐγώ. Τί ἄλλα;” Ὁπότε, τελικά, ἂν καὶ ταυτόχρονα μὲ ἐμᾶς στὸ ἴδιο κοινωνικὸ δίκτυο σερφάρουν χιλιάδες ἄλλα ἄτομα, ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦμε νὰ πείσουμε τὸν ἑαυτό μας πὼς δὲν νιώθουμε μόνοι, πάντα στὸ τέλος, ἔστω καὶ ὑποσυνείδητα, ἡ αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς καταλαμβάνει τὸ “εἶναι” μας.
Ἀπομονωμένοι, ἑπομένως, στὴν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ μας, παρέα ἴσως μὲ τὸ ἀγαπημένο μας video game ἀναζητοῦμε φίλους, ἐνδιαφέρον, οὐσία στὸν γενναῖο ἥρωα καὶ τὴν ὡραία βοηθό του, ποὺ ὅμως τελικὰ οὔτε αὐτοὶ μᾶς ἱκανοποιοῦν. Ζωὴ δίχως νόημα, τυποποιημένη, βαρετή, “καρδιὰ ρημαγμένη”. Οἱ ὧρες φεύγουν, κυλοῦν καὶ ἡ μοναξιὰ γίνεται ὅλο καὶ ἐντονότερη. Ὁ τελευταῖος φίλος μας, ὁ ἴδιος μας ὁ ἐαυτός, δὲν ἀντέχει ἄλλο τὴν πλήξη τῆς μοναξιᾶς μας καὶ ἀποκοιμιέται μέσα μας, ὁπότε κι ἐμεῖς τὸν ξεχνᾶμε. “Μέρα περνᾶ καὶ φέρνει ἄλλη μέρα / αὐτὰ ποὺ ἔρχονται κανεὶς εὔκολα τὰ εἰκάζει / εἶναι τὰ χθεσινά, τὰ βαρετὰ ἐκεῖνα / καὶ καταντᾶ τὸ αὔριο πιὰ σὰν αὔριο νὰ μὴ μοιάζει”. Καὶ πῶς νὰ γίνει διαφορετικά, ὅταν τίποτα δὲν διαφοροποιεῖται στὴ μόνη καὶ ἀλλοτριωμένη καθημερινότητά μας. Μέχρι καὶ οἱ λέξεις χάνουν τὸ νόημά τους, ἀφοῦ πιὰ κανεὶς δὲν τὶς θέλει, δὲν τὶς χρησιμοποιεῖ. Στὴ μοναξιά, ἐξάλλου, δὲν ἀρέσουν οἱ λέξεις, γιατί οἱ λέξεις διευκολύνουν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ τὸν αὐτοστοχασμό, ἄρα διαλύουν τὸ πέπλο της. Ὅλα γίνονται λεπτομέρειες, ἀσήμαντες πληροφορίες καὶ μιὰ νέα γλώσσα κάνει τὴν ἐμφάνισή της: “τὰ ἑλληνικά τοῦ περίπου”.
Ποιὸς νὰ δώσει σημασία, λόγου χάρη, στὸ γεγονὸς ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ μοναξιὰ κι ἄλλο ἡ μοναχικότητα; Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν μοναχικός, τοῦ ἄρεσε ἡ ἡσυχία. Ἀλλὰ δὲν ἐφησύχαζε οὔτε ἒνιωθε καθόλου μόνος. Ο Kostas τοῦ facebook μᾶλλον ἔχει περισσότερους φίλους, δὲν εἶναι μοναχικός, μολαταῦτα οὐσιαστικὰ εἶναι πολὺ μόνος. Τὸ σιγουρότερο, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης δὲν τοῦ φαίνεται καθόλου καλὸς γιὰ παρέα. Προτιμάει τὴ Mary ὄχι μὲ τὰ κίτρινα, ἀλλὰ μὲ τὰ μίνι καὶ τὸν Gianni, ὄχι βέβαια τὸν Μακρυγιάννη, ἀλλὰ τὸν Χατζηγιάννη. Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ μὲ αὐτὴν τὴν “καλὴ” παρέα νιώθει τὴ μοναξιὰ νὰ τὸν βασανίζει. Τὸ χειρότερο εἶναι, ὅμως, πὼς ὁ Κώστας δὲν εἶναι ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ κάτοικοι, ὄχι τῆς ἄγριας ζούγκλας, ἀλλὰ τοῦ “ἄγριου μπετόν”. Ἡ μοναξιὰ μας εἶναι ἀνυπόφορη καὶ σιγὰ-σιγά, ἂν καὶ καθυστερημένα, ἀρχίζουμε νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε. Προσπαθοῦμε μάταια νὰ κάνουμε κάτι, ἀλλὰ ἀγνοοῦμε τὴν πραγματικὴ λύση.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν συνάνθρωπο. Κυρίως ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Προτίμησε μιὰ κίβδηλη ἐλευθερία δίχως ὅρια, ὁπότε ἔγινε τελικὰ δοῦλος τῆς ἀσυδοσίας. Ἀρκεῖ, ἑπομένως, νὰ ἀποκαταστήσουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Καὶ τότε ἀναμφίβολα θὰ ἀγαπήσουμε καὶ τὸν συνάνθρωπο, θὰ τὰ βροῦμε καὶ πάλι μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θὰ ξαναμείνουμε ποτὲ μόνοι, ἀκόμα κι ἂν εἴμαστε μοναχικοὶ ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης…