ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

 

ΑΧ. Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ

Ρω­μα­νι­στῆ – Βαλ­κα­νο­λό­γου

Δρ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν

τ. Chargé de cours á lasorbonne

(Paris IY)

Κου­τσού­φλια­νη εἶ­ναι ἡ ση­με­ρι­νὴ κω­μό­πο­λη Πα­να­γί­α, κε­φα­λο­χώ­ρι τῆς ὀ­ρει­νῆς Δυ­τι­κῆς Θεσ­σα­λί­ας, σὲ ἀ­πό­στα­ση 60 χλμ. ἀ­πὸ τὰ Τρί­κα­λα, ἀ­πι­θω­μέ­νο στὶς πλα­γι­ὲς τῆς ἀ­να­το­λι­κῆς ὀ­ρο­σει­ρᾶς τῆς Πίν­δυο σὲ ὑ­ψό­με­τρο 800μ., στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ πλευ­ρὰ τοῦ Πη­νει­οῦ μα­ζὶ μὲ τὰ ἰ­σά­ξια σὲ ὀ­μορ­φιὰ καὶ ἱ­στο­ρί­α Ὀρ­θο­βοῦ­νι, Τρι­γό­να, Πεύ­κη, Κο­ρυ­δαλ­λὸ, Μα­λα­κά­σι, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ με­γά­λου Θεσ­σα­λι­κοῦ πο­τα­μοῦ, ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τὴν ὁ­μο­ει­δῆ οἰ­κι­στι­κὴ πλειά­δα τὸ Ἀμ­πε­λο­χώ­ρι, τὸ Μα­το­νέ­ρι καὶ ἡ Κα­λο­μοί­ρα, Βλα­χο­χώ­ρια τῆς ὀ­ρει­νῆς πε­ρι­ο­χῆς τῆς Κα­λαμ­πά­κας.

Οἱ κά­τοι­κοί τους, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τῆ­ς τρί­της ἡ­λι­κί­ας, ἐ­κτό­ς τῆ­ς κύ­ριας γλώσσας, τῆ­ς Ἑλ­λη­νι­κῆς, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­ν σέ πε­ρι­βάλ­λον οἰ­κο­γε­νεια­κὸ καί

στε­νά  φι­λι­κό  ἢ  σὲ στε­νό­τα­το οἰκο­γε­νεια­κό κύ­κλο  ἕνα  γλωσ­σι­κό  ἰ­δί­ω­μα λα­τι­νο­γε­νές, ρω­μα­νι­κό, συ­νη­θέ­στε­ρα λε­γόμε­νο Βλά­χι­κο καί κα­τὰ νε­ο­λο­γι­σμὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ ἀ­ρω­μου­νι­κὸ ἢ ὀρ­θό­τε­ρα ἀρ­μα­νι­κό, ἀ­φοῦ οἱ Βλά­χοι τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν χω­ρῶν, ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ποι­κι­λώ­νυ­μοι  κα­τὰ πε­ρι­ο­χές, π.χ. στὴ Θεσ­σα­λὶ­α Κου­τσό­βλα­χοι, στὴν Ἀλ­βα­νί­α Τζι­ο­βάν, στὴ Βό­ρεια Μα­κε­δο­νί­α, ἡ ὁ­ποί­α με­τὰ τὸ 1912 πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ Σερ­βί­α, με­τέ­πει­τα Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α καὶ ἤ­δη στὸ κρά­τος τῶν Σκο­πί­ων, Τσιν­τσά­ροι, αὐτο­α­πο­κα­λοῦν­ται Ἀρ­μά­νοι, ὄ­νο­μα, ποὺ θυ­μί­ζει τὴν Ἀρ­μα­νί­α, τῶν με­σαι­ω­νι­κῶν-βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων, σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­πι­στώ­σεις τῶν Βυ­ζαν­τι­νο­λό­γων Α.Α. Vasiliev καὶ Δ.Α. Ζα­κυν­θι­νοῦ.

Ἐ­ξ ἄλ­λου Βυ­ζαν­τι­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, κα­θη­γη­τή­ς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κων-­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἐ­πὶ Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ καί δι­οι­κη­τή­ς τῆς Εὐ­ρώ­πης, ὅ­πως τό­τε ἔ­λε­γαν τὰ ση­με­ρι­νὰ Βαλ­κά­νια, ὁ Ἰω­άν­νη­ς Λυδός, ἔ­χει ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες τῆς δι­οι­κη­τι­κῆς πε­ρι­φέ­ρειάς του, οἱ ὁ­ποῖ­οι μά­λι­στα ὑ­πε­ρεῖ­χαν δη­μο­γρα­φι­κά, ἦσαν χρῆ­στες τῆς λα­τι­νι­κῆς γλώσ­σας, δη­λα­δὴ προ­γό­νοι τῶν συγ­χρό­νων μας Βλά­χι­κων, δο­θέν­το­ς ὅ­τι Βλά­χος ση­μαί­νει λα­τι­νό­φω­νο. Τὴν δὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψή του ἀ­σπά­στη­καν εἰ­δι­κοὶ ἐ­πι­στή­μο­νες, Ἕλ­λη­νες καὶ ξέ­νοι. Με­τα­ξὺ τῶν πρώ­των συγ­κα­τα­λέ­γε­ται καὶ ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἱ­στο­ρι­κός τοῦ 20ου αἰ­ῶνα, ὁ Ἀπ. Βα­κα­λό­που­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει συγ­γρά­ψει καὶ με­λέ­τη γιὰ τὸν ἐ­κλα­τι­νι­σμὸ τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Ἠ­πει­ρω­τι­κῆς Ἑλ­λά­δας, μὲ ἀ­πο­δο­χὴ τῶν θέ­σε­ων τό­σο τοῦ Ἰ­ω­άν­νου Λυ­δοῦ ὅ­σο καὶ τοῦ Κων­σταν­τί­νου Μ. Κού­μα, κα­τὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο οἱ Βλά­χοι εἶ­ναι «Ἕλ­λη­νες τὸ γέ­νος». Ἐν τού­τοις λό­γῳ τοῦ δευ­τε­ρεύ­ον­τος καὶ ἰ­δι­ά­ζον­τος γλωσ­σι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος κα­τὰ και­ροὺς δι­α­τυ­πώ­θη­καν εἰ­κα­σί­ες γιὰ προ­έ­λευ­σή τους ἀ­πὸ Ρου­μα­νί­α, Ἰ­τα­λί­α, Περ­σία­.

Ὡ­στό­σο­ ὁ πλέ­ο­ν πλα­νη­μέ­νος καὶ ἐ­θνι­κὰ ἐ­πι­βλα­βέ­στα­τος, δι­ό­τι­ πα­ρα­σύ­ρει  ἀ­κό­μη  πολ­λού­ς  ἐ­ρα­σι­τέ­χνε­ς  ρω­μα­νι­στὲς-Βλα­χο­λό­γους, ὑ­πῆρ­ξε ὁ  χρο­νι­κὰ προ­γε­νέ­στε­ρος συμ­πα­τρι­ώ­της τοῦ Ἀπ. Βα­κα­λό­που­λου,  Ν. Γε­ωρ­γιά­δης, πο­λι­τευ­ό­με­νος Ἰα­τρὸς καὶ Δή­μαρ­χο­ς  Βό­λου, σχε­δὸν σύγ­χρο­νος τοῦ Γερ­μα­νοῦ Gustav Weigand,  τοῦ ὁ­ποί­ου τὴν προ­πα­γάν­δα δι­ο­χέ­τευ­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, ἀ­γνο­ών­τας ἴ­σως ὅ­τι ὁ Γερ­μα­νὸς ἦ­ταν μί­σθαρ­νο ὄρ­γα­νο τῆς Ρου­μα­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρω­θη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν Ἀψ­βουρ­γι­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δι­εκ­δι­κοῦ­σε σὰν Ρου­μά­νους τοὺς ἑλ­λη­νο­γε­νεῖς Βλά­χους σ᾿ ἀν­τι­στάθ­μι­σμα  τῆς ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­ως τῶν Ρου­μά­νων τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Ὁ Γε­ωρ­γιά­δης καὶ ὁ Weigand δὲν ἀ­να­φέ­ρον­ται κα­θό­λου στὶς θέ­σεις τοῦ Κού­μα, ἂν καὶ εἶ­ναι δι­δά­κτο­ρας τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου Λει­ψί­ας, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Weigand ἦ­ταν κα­θη­γη­τής. Τὸ δὲ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὕ­πο­πτο ἔγ­κει­ται στὸ ὅ­τι, ἐ­νῶ πα­ρα­πέμ­πουν στὶς Ἱ­στο­ρί­ες τῶν ἀν­θρω­πί­νων πρά­ξε­ων τοῦ Κού­μα, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐκ­δό­θη­καν στὴ Βι­έν­νη, οὔ­τε ψί­θυ­ρο γιὰ τὴν κα­τὰ Κού­μα ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα τῶν Βλά­χων. Ἀ­πὸ χει­ρό­τε­ρο ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ στρα­βι­σμὸ πά­σχουν ἀμ­φό­τε­ροι προ­σποι­ού­με­νοι ἄ­γνοι­α τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ ἐ­πι­τεύγ­μα­τος τοῦ Πη­λι­ο­ρεί­τη Alexandru Plilippide, ὁ ὁ­ποῖ­ος στα­δι­ο­δρο­μών­τας στὴ Ρου­μα­νί­α ὡς θε­με­λι­ω­τὴς τῆς Γλωσ­σο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Ἰ­α­σί­ου καὶ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κό­ς σὲ ὀγ­κω­δέ­στα­το δί­το­μο συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο ἀν­τὶ κα­θό­δου Δα­κῶν στὴ Θεσ­σα­λί­α ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἄ­νο­δο ἀ­πὸ τὴν Εὐ­ρώ­πη τοῦ Λυ­δοῦ στὴν πέ­ρα τοῦ Δου­νά­βε­ως Δα­κί­α. Ὁ Γε­ωρ­γιά­δης στὴ συγ­γρα­φή του, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­γρά­φε­ται Θεσ­σα­λί­α, γρά­φει ἀ­τεκ­μη­ρί­ω­τα τὰ ἑ­ξῆς ἀ­βά­σι­μα: «Κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴν δὲ ἐ­κεί­νην (ἐ­πὶ Βα­σι­λεί­ου Βουλ­γα­ρο­κτό­νου) ἤρ­ξα­το ἐ­πι­φαι­νο­μέ­νη ἐν τῇ Θεσ­σα­λί­ᾳ καὶ ἑ­τέ­ρᾳ βάρ­βα­ρος φυ­λή, ἡ τῶν Βλά­χων, οἵ­τι­νες, κα­τερ­χό­με­νοι ἐκ τοῦ Αἵ­μου ἐ­πὶ τῶν συ­νε­χῶν ὀ­ρέ­ων, προ­έ­βη­σαν μέ­χρι τοῦ Ὀ­λύμ­που καὶ τῆς Πίν­δου, ἔν­θα καὶ ἀ­θρό­α ἐγ­κα­τα­στά­θη­σαν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀ­ρει­νὴ ἐ­κεί­νη χώ­ρα ἐ­κα­λεῖ­το πα­ρὰ τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν Με­γα­λο­βλα­χιά». Κα­τὰ τὴν ἐ­πα­νέκ­δο­σή της στὴ Λά­ρι­σα τὸ 1995, ὅ­ταν ἀ­κρι­βῶς στὸ Νο­μὸ της μαί­νε­ται ἡ ρου­μα­νι­κὴ καὶ ὄ­χι μό­νον προ­πα­γάν­δα, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται τὰ ψέ­μμα­τα. «Εἶ­ναι δὲ οὗ­τοι (οἱ Βλά­χοι) λεί­ψα­να τῆς με­γά­λης τῶν Βλά­χων ἐ­ποι­κί­σε­ως ἐκ τῆς Ρου­μα­νί­ας …».

Ὁ Ἀν­τώ­νιος Κε­ρα­μό­που­λος στὸν προ­ε­δρι­κὸ λό­γο του στὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν μὲ πι­κρό­χο­λη εἰ­ρω­νί­α εἶ­χε ἐ­κτο­ξεύ­σει καὶ τὰ ἑ­ξῆς: «εἰς τὴν  Θεσ­σα­λί­α­ν του­ (ὁ Γε­ωρ­γιά­δης) ὀ­νει­ρευ­θείς, βε­βαι­οῖ πε­ρὶ τοῦ χρό­νου, καθ᾿ ὅν τὸ βάρ­βα­ρον ἔ­θνος τῶν Δα­κῶν, κα­τῆλ­θεν ὑ­πὸ μορ­φὴν Κου­στο­βλά­χων εἰς τὴν Πίν­δον! Οὕ­τως ἀ­τα­λαί­πω­ρος ἐ­στίν ἡ ζή­τη­σις τῆς ἀ­λη­θεί­ας εἰς τοὺς πολ­λούς». Ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὸ φρό­νη­μα καὶ οἱ πο­λυ­σχι­δεῖς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν Βλά­χων ἀ­πο­στο­μώ­νουν τὴν προ­πα­γάν­δα. Ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως κα­τὰ τὴν ἐ­ξά­πλω­ση τῶν Τούρ­κων στὰ Βαλ­κά­νια οἱ Βλά­χοι τῆς Πίν­δου σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Κων­σταν­τῖνο Πα­λαι­ο­λό­γο, Δε­σπό­τη τοῦ Μυ­στρᾶ καὶ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἀν­θί­σταν­ται νι­κη­φό­ρα ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­πι­δρο­μέ­ων, ὅ­πως ἱ­στο­ροῦν οἱ Miller, Ἀπ. Βα­κα­λό­που­λος κ.ἄ. Ἐν συ­νέ­χειᾳ πρω­το­στα­τοῦν στὰ προ­ε­πα­να­στα­τι­κὰ κι­νή­μα­τα καί στὴ με­γά­λη Ἐ­θνι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821. Ὁ Ε. Bouchie de Belle το­νί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια.   «Κτη­νο­τρό­φοι τῆς Ἄ­νω Βλα­χιᾶς (τῆς Πίν­δου) εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ ἀρ­χί­ζουν τὸν ἀ­γῶ­να τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας. Ἐ­φε­ξῆς αὐ­τοὶ πα­ρέ­χουν στὴν Ἑλ­λά­δα ὀ­νο­μα­στοὺς ἀρ­χη­γούς. Οἱ πλού­σιοι Βλά­χοι μὲ τὶς δω­ρε­ὲς τους συμ­βάλ­λουν στὴν ἐ­ξά­πλω­ση τῆς «Με­γά­λης Ἰ­δέ­ας».

Κα­τά τίς προ­ε­τοι­μα­σί­ε­ς τοῦ συ­νε­δρίου τοῦ Βε­ρο­λί­νου, ἡ Ρου­μα­νί­α ἔ­στει­λε στή Θεσ­σα­λί­α ἐ­πί­λε­κτη καί ἐ­πι­δέ­ξια ἀν­τι­προ­σω­πί­α τη­ς γιά προ­σε­ται­ρι­σμὸ καί ἐπη­ρε­α­σμό τῶ­ν Βλά­χων, ὥ­στε νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν καί ἐνό­πλω­ς στό  ἐν­δε­χό­με­νο πα­ρα­χω­ρή­σε­ως τῆ­ς Θεσ­σα­λί­α­ς στήν Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λὰ ἀ­πο­πέμ­φθη­κε παν­τε­λῶς ἄ­πρα­κτη. Γιά αὐ­τὸ με­θο­δεύ­τη­κε πε­ρίτε­χνη ἀ­πό­πει­ρα ἐ­πι­θυ­μη­τῆς πα­ρα­πλα­νή­σε­ω­ς καί ἐν­δε­δειγ­μέ­νου δε­λε­α­σμοῦ τῶ­ν Βλά­χων μὲ πολ­λα­πλέ­ς  καί ποι­κίλες  δι­ευ­κο­λύν­σεις,  κα­θώ­ς  καί  βά­σι­με­ς  προ­ο­πτι­κὲς τα­χύ­τε­ρη­ς  οἰκο­νο­μι­κῆς  ἀ­να­πτύ­ξε­ως στά  πλαί­σια  ἀλ­βα­νο­βλά­χι­κου  κρά­τους ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α τῆς Ρου­μα­νί­ας, Ἰ­τα­λί­ας καὶ ἄλ­λων χω­ρῶν. Ὅ­μως οἱ Βλά­χοι ἀ­πέρ­ρι­ψαν τὰ πάν­τα, μο­λο­νό­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ πλευ­ρὰ κα­τὰ τὴν ὑ­πο­γρα­φὴ τῶν πρω­το­κόλ­λων πα­ρα­δό­σε­ως δι­έ­πρα­ξε, ὅ­πως ἄλ­λως τε προ­έ­βλε­ψε καὶ προ­ει­δο­ποί­η­σε ἡ ρου­μα­νι­κὴ προ­πα­γάν­δα, σω­ρεί­α σο­βα­ρῶν λα­θῶν καὶ με­γά­λων πα­ρα­λεί­ψε­ων, ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ὁ­ποί­ων οἱ Βλά­χοι τὸ 1881, κα­τὰ τὴν κα­το­χι­κὴ με­τα­κί­νη­σή τους, κα­τατα­λαι­πω­ρή­θη­καν στὰ με­θό­ρια.

Πάν­τω­ς ὁποι­α­δή­πο­τε ἀ­πο­δο­χή τῶν δε­λε­α­στι­κῶ­ν ρου­μα­νι­κῶν καί ἰτα­λο­ρου­μα­νι­κῶ­ν προ­σφο­ρῶν ἢ ἔν­τε­χνη ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τῆς δι­και­ο­λο­γη­μέ­νης ἀ­γα­να­κτή­σε­ως ἀ­πὸ τὴν ἀ­βελ­τε­ρί­α τῶν δῆ­θεν ἁρ­μο­δί­ων τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους θὰ εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα, κα­τὰ τὸν Victor Berard, τὴν δι­αι­ώ­νι­ση τῶν βο­ρεί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν συ­νό­ρων στὸν …. Δο­μο­κὸ! Στὸν Δο­μο­κὸ θὰ εἶ­χαν ἐ­πα­νέλ­θει πά­λι τὰ σύ­νο­ρα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ἂν με­τὰ τὴν κα­τα­πτό­η­ση τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ Ἑλ­λή­νων ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ Ἀ­τυ­χοῦς Πο­λέ­μου τοῦ 1897 δὲν ἐ­κώ­φευα­ν οἱ Βλά­χοι στὶς σει­ρῆ­νες τῆς τουρ­κο­ρου­μα­νι­κῆς προ­πα­γάν­δας, ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἀ­φή­νει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τη τὴν ἐ­πώ­δυ­νη ἐμ­πει­ρί­α τους ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κρα­τι­κὴ ἀ­νορ­γα­νω­σιά, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να ἀ­να­νέ­ω­σε καὶ ἐ­παύ­ξη­σε βελ­τι­ω­μέ­να τὰ σα­γη­νο­βό­λα κη­ρύγ­μα­τα. Δι­α­πι­στώ­νον­τας δὲ τὴν ἀ­τα­λάν­τευ­τη προ­σή­λω­ση τῶν Βλά­χων στὴν πα­τρί­δα τους, τὴν Ἑλ­λά­δα, μη­χα­νεύ­τη­καν καὶ πρω­τό­φαν­τη στὰ δι­ε­θνι­κὰ χρο­νι­κὰ κα­τα­δο­λί­ευ­ση. Συγ­κε­κρι­μέ­να κυ­κλο­φο­ρή­θη­κε εὐ­ρύ­τα­τα πλα­στὸ ἔγ­γρα­φο μὲ ἕν­δε­κα χι­λιά­δες  (11.000) ὑ­πο­γρα­φὲς Βλά­χων τῆς Θεσ­σα­λί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι τά­χα ζη­τοῦ­σαν ἀ­πὸ τοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων νὰ μὴν ἐ­πα­νέλ­θουν στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια, ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν προ­τι­μοῦ­σαν τὴν …τουρ­κι­κὴ!

Τὸ­ ψέ­μμα ποὺ δι­α­δό­θη­κε­ γορ­γά, δὲ­ν εἶ­χε διά­ρκεια. Δι­ό­τι πάραυ­τα ἀν­τέ­δρα­σε δυ­να­μι­κά ὁ Ἰ­τα­λὸς ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν Βι­σκόν­τι Βεν­τό­σα, ὁ ὁ­ποῖ­ος αἰφ­νι­δι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴν «ἄ­ψο­γον ὀρ­θό­τη­τα τοῦ γαλ­λι­κοῦ κει­μέ­νου» τῶν Κου­τσο­βλά­χων, ὅ­πως ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­ση­μα μὲ ἀρ­κε­τὴ δό­ση εἰ­ρω­νί­ας, ἐκ­φρά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τὴν πε­ποί­θη­σή του ὅ­τι ἦ­ταν χαλ­κευ­μέ­νο ἀ­πὸ τὶς τουρ­κι­κὲς ἀρ­χές. Στὶς πραγ­μα­τι­κὲς δὲ δι­α­στά­σεις του ἔ­σπευ­σαν ἐγ­και­ρό­τα­τα καὶ ἐγ­κυ­ρό­τα­τα νὰ δι­α­ψεύ­σουν οἱ ἴ­διοι οἱ Βλά­χοι τῆς Κου­τσου­φλια­νῆς, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους μὲ τὸ ἀ­σφα­λέ­στε­ρο μέ­σο ἐ­νη­με­ρώ­θη­κε καὶ ὁ ἁρ­μό­διος ὑ­πουρ­γὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ ἱ­κέ­τευ­σαν γιὰ τὴν ἐ­πί­σπευ­ση τῆς δι­α­ψεύ­σε­ως πρὸς ὅ­λες τὶς κα­τευ­θύν­σεις. Πρὸ πάν­των ἔ­θε­σαν ὑπ᾿ ὄ­ψιν του ὅ­τι ἡ Τουρ­κί­α ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Κου­τσο­βλα­χι­κοῦ στοι­χεί­ου ζη­τεῖ τὴν ἀ­να­προ­σάρ­τη­σίν της πρὸς βορ­ρᾶν τοῦ Πη­νει­οῦ Θεσ­σα­λι­κῆς χώ­ρας καὶ ὅ­τι οἱ Ἑλ­λη­νό­βλα­χοι δῆ­θεν ζη­τοῦν νὰ ἐ­πα­νέλ­θουν ὑ­πὸ τὴν τουρ­κι­κὴν ἐ­ξου­σί­αν, οὐ­δὲν τού­του ψευ­δέ­στα­τον καὶ ἀ­νυ­πό­στα­τον καὶ νῦν ἐκ τοῦ νε­ω­στὶ γε­γο­νό­τος ἐ­δεί­χθη ἡ­λί­ου φα­ει­νό­τε­ρον, δι­ό­τι μό­νοι ἐγ­κα­τα­λει­φθέν­τες πα­ρὰ τοῦ στρα­τοῦ μας εἰς τὴν τύ­χην, ἅ­παν­τες ἐν με­γά­λῃ σύμ­πνοι­α, ἥν ἔ­χο­μεν πρὸ ὀ­φθαλ­μοῦ καὶ ἕ­να σκο­πὸ ἐ­πι­δι­ώ­κο­μεν πῶς νὰ δι­α­τη­ρή­σω­μεν τὴν ἰ­δι­αι­τέ­ρα μας πα­τρί­δα ἀ­μό­λυν­του τουρ­κι­κῶν ἀ­τι­μώ­σε­ων καὶ ὕ­βρε­ων ἐ­ναν­τί­ον τῶν δι­η­νε­κῶς ἀ­πει­λούν­των ἡμᾶς ἐκ Βορ­ρᾶ τουρ­κι­κῶν ἐ­κεῖ­θεν ὁ­ρί­ων, καὶ τοῦ­το ἐ­πι­τύ­χο­μεν, ἀ­πο­κρού­σαν­τες πολ­λά­κις διὰ τῶν ὅ­πλων τὸν ἐ­χθρὸν». Πα­ρα­κα­λοῦ­μεν ὅ­θεν τὸν κύ­ριον ὑ­πουρ­γὸν ἐ­ὰν ἐγ­κρί­νει νὰ δώ­σει πλή­ρη δη­μο­σι­ό­τη­τα τῆς πα­ρού­σης, ἵνα πει­σθῇ τό­σον ἡ Εὐ­ρώ­πη ὅ­σον καὶ ὁ κό­σμος μι­κρὸς τε καὶ με­γά­λος, ὅ­τι οἱ ὁ­μι­λοῦν­τες τὴν Κου­τσο­βλά­χι­κην κά­τοι­κοι τῶν πέ­ριξ χω­ρί­ων τῆς Πίν­δου δὲν εἶ­ναι οὔ­τε Ρω­μοῦ­νοι (Ρου­μά­νοι) οὔ­τε τουρ­κό­φρο­νες, ὡς θέ­λου­σι  νὰ τοὺς πα­ρα­στή­σω­σιν οἱ δι­ά­φο­ροι προ­πα­γα­δι­σταὶ καὶ ἡ Ὑ­ψη­λὴ Πύ­λη, ἀλ­λ᾿ εἶ­ναι οἱ γνη­σι­ό­τε­ροι τῶν Ἑλ­λή­νων».

Ἀν­τίστοι­χη ἐ­νη­με­ρω­τι­κή  ἀνα­φο­ρά  ὑ­πέβα­λαν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Κου­τσού­φλια­νης καὶ στὰ μέ­λη τῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­κα­νο­νι­σμοῦ Συ­νό­ρων. Ἐ­κτὸς δὲ τῆς προι­οι­μια­κά θερ­μῆς πα­ρα­κλή­σε­ως γιὰ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τῆς γε­νέ­τει­ράς τους στὴν Ἑλ­λά­δα, οἱ Βλά­χοι τῆς Κου­τσού­φλι­α­νη­ς πρε­πόν­τως κα­τέ­στη­σαν γνω­στὴ καὶ τὴν ἀ­με­τά­κλη­τη ἀ­πό­φα­σή τους, ὅ­τι σὲ πε­ρί­πτω­ση πα­ρα­χω­ρή­σε­ώς της στὴν Τουρ­κί­α θὰ προ­βοῦν σὲ πυρ­πό­λη­σή της. Ὅ­περ καὶ ἔ­πρα­ξαν. Τὴν 13η Μαΐου 1898 ἕ­νας τα­πει­νό­τα­τος καὶ ἄ­ση­μος Ἱε­ρέ­ας ἑ­νὸς ἀ­γνώ­στου ἕ­ως τό­τε χω­ρί­ου σὲ ἀ­πό­λυ­τα πα­τρι­ω­τι­κὴ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τοὺς το­πι­κοὺς ἄρ­χον­τες καὶ τὸ σύ­νο­λο τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν ἀ­να­πτέ­ρω­σε τὸ φρό­νη­μα τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ Ἑλ­λή­νων, κα­τα­πτο­η­μέ­νων ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ Ἀ­τυ­χοῦς Πο­λέ­μου τοῦ 1897 καὶ κα­τα­φώ­τι­σε τὴν Οἰ­κου­μέ­νη μὲ τὸ ὁ­λο­καύ­τω­μα τῆς Κου­τσού­φλια­νης. Ἑ­νω­μέ­νοι καὶ ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι ἀ­πέρ­ρι­ψαν κά­θε εἴ­δους δε­λε­α­στι­κὲς ὑ­πο­σχέ­σεις γιὰ ἀ­πο­δο­χὴ ἐ­πα­νεν­τά­ξε­ώς της στὴν τουρ­κι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια, ἀ­πέ­κρου­σαν νι­κη­φό­ρα τὶς ἐ­ναν­τί­ον τους ἐ­πι­δρο­μὲς τοῦ τα­κτι­κοῦ τουρ­κι­κοῦ στρα­τοῦ, τε­λι­κὰ δὲ δὲν ἀ­πέ­μει­νε πα­ρὰ νὰ πα­ρα­δώ­σουν στοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων ἀ­πο­κα­ΐ­δια καὶ στά­χτες τοῦ χω­ριοῦ τους.

Τό Ὁλο­καύ­τω­μα τοῦ Βλα­χο­χω­ριοῦ Κου­τσούφλια­νη (ση­με­ρι­νὴ Πα­να­γί­α) Κα­λαμ­πά­κας ὑ­πῆρ­ξε ὕ­ψι­στο πει­στή­ριο ἑλ­λη­νο­πρέ­πειας. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­νοιω­σαν σύγ­κορ­μη συγ­κί­νη­ση οἱ παν­τα­χοῦ Ἕλ­λη­νες καὶ Φι­λέλ­λη­νες, ὅ­πως ὁ πρίγ­κη­πας τοῦ Μαυ­ρο­βου­νί­ου, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­δει­ξαν οἱ Κου­τσου­φλι­α­νί­τες Βλά­χοι πρὸς τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ τὰ δε­λε­α­στι­κὰ προ­νό­μια, ἀ­πο­νε­μό­με­να ἀ­πὸ Τουρ­κί­α, Ἰ­τα­λί­α, Ρου­μα­νί­α μὲ ἀν­τάλ­λαγ­μα ἁ­πλὴ δή­λω­ση προ­τι­μή­σε­ως τῆς τουρ­κι­κῆς ἀν­τὶ τῆς ἕ­ως τό­τε ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­κρά­τειας. Δὲν ἐ­δί­στα­σα­ν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν καὶ τὸν τα­κτι­κὸ τουρ­κι­κὸ στρα­τὸ ποὺ μό­λις τὸ 1897 ἐ­πα­να­κα­τέ­κτη­σε τὴ Θεσ­σα­λί­α. 

«Ἡ πρά­ξη προ­κά­λε­σε παν­τοῦ τὸν θαυ­μα­σμὸ». Ἂς χαι­ρε­τή­σου­με λοι­πὸν τῶν γεν­ναί­ων χω­ρι­κῶν τὸ ὁ­λο­καύ­τω­μα τοῦ χω­ριοῦ των ὡς οἰ­ω­νὸν ἀ­να­γεν­νή­σε­ως τῆς πα­τρο­πα­ρα­δό­του τῇ ἡ­με­τέ­ρᾳ φυ­λὴ φι­λο­πα­τρί­ας», ἀ­να­φώ­νη­σε ὁ ἀρ­θρο­γρά­φος τῆς ἐ­φημ. Πα­λιγ­γε­νε­σί­α­ ­σὲ πρω­το­σέ­λι­δο ἄρ­θρο, ἐ­πι­γρα­φό­με­νο Πα­ρή­γο­ρο­ν ἀν­δρα­γά­θη­μα, προ­σθέ­τον­τας καὶ τὰ ἑ­ξῆς: «Τὸ συ- γ­κι­νη­τι­κό­ν τοῦ­το δρά­μα, ὅ­περ θέ­λει συγ­κι­νή­σει ὁ­λό­κλη­ρον τὸν πε­πο­λι­τι­σμέ­νον κό­σμον, εἶ­ναι ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­μεν, ἡ μό­νη γεν­ναί­α καὶ ἔν­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κὴ πρά­ξις κα­τὰ τὸν οἰ­κτρὸν τοῦ­τον πό­λε­μον (1897), ἀλ­λὰ καὶ ἡ μό­νη ἐλ­πὶς καὶ πα­ρη­γο­ριά, ὅ­τι πλή­ρης ἐκ­φυ­λι­σμὸς δὲν κα­τέ­λα­βεν εἰ­σέ­τι τὸν ἑλ­λη­νι­κὸν λα­όν».

Σέ πρω­το­σέ­λι­δο πά­λι ἄρ­θρο, ἐ­πι­γρα­φό­με­νο Κά­τι Με­γά­λο, ὁ ἀ­κα­δη­μαϊ­κὸς Ζα­χα­ρί­ας Πα­παν­τω­νί­ου με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἔ­γρα­ψε: «Ἀ­πὸ τὸν ὠ­κε­α­νὸ τῆς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σε­ως πῶς ἀ­νε­πή­δη­σε αὐ­τὸς ὁ πα­τρι­ω­τι­σμὸς καὶ ἀ­πὸ τὸν με­γά­λο μα­ρα­σμὸ πῶς ἀ­νε­βλά­στη­σε αὐ­τὸ τὸ συ­ναί­σθη­μα? Πῶς εὑ­ρέ­θη­καν Ἕλ­λη­νες, ὄ­χι ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­οῦ­χοι, ὄ­χι μορ­φω­θέν­τες, ἀλ­λὰ Ἕλ­λη­νες ἀ­γρό­τες, ἄν­θρω­ποι τῆς σκα­πά­νης καὶ τοῦ χω­ρα­φιοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­λάμ­πρυ­ναν τὴ μαύ­ρη αὐ­τή­ ἱ­στο­ρί­α (τοῦ Ἀ­τυ­χοῦς Πο­λέ­μου τοῦ 1897) μὲ τὶς φλό­γες τῶν ἑ­στι­ῶν των. …Τώ­ρα πιὰ ξέ­ρω ὅ­τι καὶ ἂν ἤ­μουν ὁ ἀ­παι­σι­ο­δο­ξό­τε­ρος τῶν ἀ­παι­σι­ό­δο­ξων γιὰ τὸν δυ­στυ­χῆ αὐ­τὸ τό­πο, με­τὰ τὶς φλό­γες τῆς Κου­τσού­φλια­νης θὰ γι­νό­μου­να τῶν αἰ­σι­ο­δό­ξων ὁ αἰ­σι­ο­δο­ξό­τε­ρος. Ἀ­πο­κα­λυ­πτό­με­νοι, πρὸ τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς θυ­σί­ας των, ἐ­μεῖς οἱ ἄλ­λοι Ἕλ­λη­νες, καὶ λαμ­βά­νον­τας μα­θή­μα­τα ἐ­θνι­κῶν κα­θη­κόν­των ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς τα­πει­νοὺς ἀν­θρώ­πους, ἔ­χου­με τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ποῦ­με στοὺς κυ­βερ­νῆ­τες μας. Κά­τι με­γά­λο  ὑ­πάρ­χει καὶ ζεῖ μέ­σα σὲ αὐ­τὸν τὸν τό­πο, φρον­τί­στε νὰ μὴ χα­θεῖ, ἀ­να­κα­λύψ­τε το, καλ­λι­ερ­γῆ­στε το, με­γα­λῶ­στε το».

Ὅμω­ς αὐ­τό δέν ἔγι­νε! Ἐ­πα­να­κο­λού­θη­σε παν­τε­λὴς πα­ρα­γνώ­ρι­ση καὶ ἀ­δι­α­νό­η­τη ἀ­πα­ξί­ω­ση. Ὅπως ἡ Κα­τα­στρο­φὴ τῆς Σμύρ­νης ἀ­πο­δό­θη­κε ἀ­πὸ κα­θη­γή­τρια ἱ­στο­ρί­ας (!) σὲ συ­νω­στι­σμὸ τῶν Σμυρ­νι­ῶν στήν προ­κυ­μαί­α, οἱ Κου­τσου­φλι­α­νίτες ἁ­πλού­στα­τα με­τα­κό­μι­σαν ἀ­φή­νον­τας ἀ­πεί­ρα­χτη τὴ γε­νέ­τει­ρά τους. Αὐ­τὰ δὲ δι­α­τεί­νον­ται γνῶ­στες τῆς πραγ­μα­τώ­σε­ως τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος, ἀ­φοῦ ἐ­πὶ αἰ­ῶνα ὁ­λό­κλη­ρο δὲν τὸ ἀμ­φι­σβή­τη­σαν. Οἱ ἴ­διοι ἄλ­λω­στε συμ­με­τεῖ­χαν ἢ πα­ρέ­στη­σαν καὶ φω­το­γρα­φή­θη­καν στὴν ὀρ­γά­νω­ση τῆς Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δας τοῦ λαμ­προῦ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ἱ­στο­ρι­κοῦ γε­γο­νό­τος τό­σο στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ πρω­τεύ­ου­σα ὅ­σο καὶ στὴν πρω­τεύ­ου­σα τοῦ Νο­μοῦ, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει ἡ Κου­τσού­φλια­νη (ση­με­ρι­νὴ Πα­να­γί­α), δη­λα­δὴ στὰ Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας. Ἰ­δοὺ τὸ σπά­ραγ­μα τῆς ἐ­πι­δη­μί­ας τοῦ «με­τα­μον­τέρ­νου» ἱ­στο­ρι­σμοῦ, ὅ­πως πε­ρι­έ­χε­ται στὴ Θεσ­σα­λί­α (τ. Α’ Θέ­μα­τα Ἱ­στο­ρί­ας, Ἔκ­δο­ση τῆς Ἑ­νώ­σε­ως Τ.Ε.Δ. Κ. Θεσ­σα­λί­ας – Δη­μο­τι­κοῦ Κέν­τρου Ἱ­στο­ρί­ας καὶ Τεκ­μη­ρί­ω­σης Βό­λου. Λά­ρι­σα 2006, 316). «Τό­τε (13η Μα­ΐ­ου 1898) οἱ κά­τοι­κοί της τὴν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν καὶ πῆ­γαν στὴν ἐ­λεύ­θε­ρη Ἑλ­λά­δα, ὅ­που ἵ­δρυ­σαν τὴ Νέ­α Κου­τσού­φλια­νη (ση­με­ρι­νὴ Πα­να­γί­α) Κα­λαμ­πά­κας.

Ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως οἱ Κου­τσου­φλι­α­νί­τες δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὴ γε­νέ­τει­ρά τους μὲ τρα­γου­δά­κια καὶ χα­ροῦ­λες, σὰν ἐκ­δρο­μεῖς, καὶ δέν τούς ἀ­νέ­μει­ναν ἐ­κεῖ ποὺ πῆ­γα­ν ἑ­τοι­μο­πα­ρά­δο­τε­ς «μαι­ζο­νέ­τες» οὔ­τε ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ὅ­πως ταίρι­α­ζε, γιὰ ὑ­πο­δο­χὴ μὲ ἀ­νοι­χτὲς ἀγ­κά­λες καὶ δα­ψι­λεῖς δε­ξι­ώ­σεις! Με­ρό­νυ­χτα βί­ω­ναν τὴν ξα­γρυ­πνιὰ καὶ τὴν ἀ­γω­νί­α. Ἀ­γω­νί­ζον­ταν μὲ τὴν ψυ­χὴ στὸ στό­μα, μὲ νύ­χια καὶ μὲ δόν­τια γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς ρου­μα­νι­κῆς καὶ τουρ­κι­κῆς προ­πα­γάν­δας, οἱ ὁ­ποῖ­ες δι­εισ­δύ­ον­τας στὰ Βλα­χο­χώ­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς πά­σχι­ζαν μὲ πα­ρο­χο­λο­γί­ε­ς ὑ­πέρ­τε­ρες ἐ­κεί­νης τοῦ 1881 γιὰ τὴν ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τῆς δι­ά­χυ­της δυ­στυ­χί­ας καὶ γιὰ τὴν ἀ­γο­ρὰ μει­ο­δο­τῶν, ὥ­στε νὰ πα­ρα­πλα­νη­θοῦν οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων.

Οἱ κά­τοι­κοι τῆ­ς Κου­τσού­φλια­νης βρῆ­καν κα­τα­φύ­γιο προ­σω­ρι­νὸ στὸ Μο­να­στή­ρι τοῦ Λιμ­πο­χό­βου. Ἀλ­λὰ οὐ­δὲν μο­νι­μώ­τε­ρον τοῦ προ­σω­ρι­νοῦ. Πέν­τε χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα δη­μο­σι­ο­γρά­φος τῆς Βο­λι­ώ­τι­κης ἐ­φη­με­ρί­δας Τύ­πο­ς εἶ­χε ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὅ­τι, ἂν καὶ συγ­κεν­τρώ­θη­κε ἀ­πὸ ἐ­ρά­νους ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ χρη­μα­τι­κὸ πο­σό πρὸς σύ­στα­σιν συ­νοι­κι­σμοῦ, πα­ρῆλ­θε μί­α πεν­τα­ε­τί­α καὶ οἱ Κου­τσου­φλι­α­νι­ῶ­τες ζοῦ­σαν σ᾿ ἕ­να συ­νοι­κι­σμὸ μὲ πρό­χει­ρες κα­λύ­βες.  Ὁ Νο­μάρ­χης Τρι­κά­λων, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε αὐ­τὸ τὸ συ­νοι­κι­σμὸ σὲ ἔκ­θε­σή του πρὸς τὴν κυ­βέρ­νη­ση ἔ­γρα­ψε Πα­ρέ­στιν πρὸ τοῦ οἰ­κτροῦ καὶ ἀ­παί­σιου θε­ά­μα­τος. Ὑ­πὸ 170 κα­λύ­βας τρω­γλο­δι­αι­τῶν­ται 800 ἄν­θρω­ποι με­τὰ τῶν τέ­κνων των.

Ἀ­πο­καρ­δι­ω­τι­κὴ  δι­ά­ψευ­ση  τῶν προ­τά­σε­ω­ν  τοῦ  Ζα­χα­ρία  Πα­παν­τω­νίου

«Θὰ εἶναι πο­λύ μι­κρόν, ἐ­ά­ν ἡ κυ­βέρ­νη­σις τοῖς πα­ρα­χω­ρή­σει μό­νον γαί­ας ἐ­θνι­κάς, διὰ νὰ ὑ­ψώ­σουν ἐ­κεῖ, ὅ­τι πρὸς ὀ­λί­γου κα­τέρ­ρι­ψαν διὰ τῆς φλο­γός. Ὁ συ­νοι­κι­σμός, ποὺ θὰ γί­νει εἰς μί­αν γω­νί­αν τῆς ἐ­λευ­θε­ρω­θεί­σης Θεσ­σα­λί­ας διὰ τοὺς ἐν­δό­ξους πρό­σφυ­γας τῆς Κου­τσού­φλια­νης, πρέ­πει νὰ ἔ­χει τὰ ση­μεῖ­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶν τι­μῶν».

Συμ­πυ­κνω­μέ­νη σκι­α­γρά­φη­ση τῆς τύ­χη­ς τῶν Κου­τσου­φλι­α­νι­τῶν φι­λο­τέ­χνη­σε ἡ Τρι­κα­λι­νὴ Μα­ρού­λα Κλιά­φα. «Οἱ φτω­χοὶ χω­ρι­κοὶ (ἐν­νο­εῖ τοὺς κα­τοί­κους τῆς Κου­τσού­φλια­νης) ἀ­νέ­με­νον τὴν ἀ­πό­φα­σιν τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς ἐλ­πί­ζον­τες ὅ­τι τὸ χω­ρί­ον των θὰ δο­θεῖ εἰς τὴν Ἑλ­λά­δα. Με­τὰ θο­ρυ­βώ­δη συ­νε­δρί­α­σιν τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς, ἐ­ξελ­θών ὁ λο­χα­γὸς Χα­τζα­νέ­στης τοὺς εἶ­πε ὅ­τι ἀ­πε­φα­σί­σθη νὰ μεί­νουν σκλά­βοι. Τρα­γι­κὴ σκη­νὴ δι­ε­δρα­μα­τί­σθη. Οἱ δυ­στυ­χεῖς ὠ­δύ­ρον­το. Κα­τό­πιν, πῆ­ραν τὰ ἱ­ε­ρὰ ἄμ­φια, τὰ πο­λύ­τι­μα, ἔ­βα­λαν φω­τιὰ εἰς τὰ σπί­τια των καὶ ἔ­λα­βον τὴν ἄ­γου­σα πρὸς τὴν ἐ­λευ­θέ­ραν πα­τρί­δα».

Με­τά πά­ρο­δο δι­ε­τί­α­ς ἀπό τό Ὁ­λο­καύ­τω­μα τῆ­ς Κου­τσού­φλια­νης ὁ εὐ­αί­σθη­τος λό­γιος καὶ ἔν­θερ­μος πα­τρι­ώ­της Λε­ω­νί­δας Ζώ­ης ἀν­θο­λο­γεῖ πλα­τύ­τε­ρες ἀ­πη­χή­σεις καὶ ποι­κι­λό­μορ­φες ποι­η­τι­κὲς συν­θέ­σεις στό Ζα­κύν­θιον Ἡ­με­ρο­λό­γι­ο­ν τοῦ ἔ­τους 1900. «Ὁ ἡ­ρω­ϊσμὸς τῶν Κου­τσου­φλι­α­νι­τῶ­ν ἐ­πε­κρο­τή­θη καὶ ἐ­θαυ­μά­σθη ἐν­τὸς καὶ ἐ­κτός τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας Ἑλ­λά­δος. Ὁ ἡ­γε­μὼν τοῦ ἡ­ρω­ϊκοῦ Μαυ­ρο­βου­νί­ου Νι­κή­τας ἐν ἐ­πι­σή­μῳ συμ­πο­σί­ῳ ἔ­πι­εν εἰς τὴν ὑ­γεί­αν τῶν ἡ­ρω­ϊκῶν τέ­κνων τῆς Κου­τσού­φλια­νης. Πάν­τες κα­τεν­θου­σι­ά­στη­καν διὰ τὴν ἡ­ρωϊ­κὴν θυ­σί­αν. Παν­τοῦ δὲ δι­ε­νερ­γή­θη­σαν ἑ­ορ­ταὶ καὶ ἔ­ρα­νοι, ὅ­πως βο­η­θη­θῶ­σιν οἱ ἄ­στε­γοι ἥ­ρω­ες εἰς τὴν ἀ­νέ­γερ­σιν τῆς νέ­ας ἰ­δι­αι­τέ­ρας πα­τρί­δας των, τοῦ νέ­ου χω­ριοῦ των. Ὁ πυρ­πο­λη­τὴς τῆς Κου­τσού­φλια­νης ὁ­μι­λεῖ πρὸς τὴν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πρὸς τὸ κρα­νί­ον τοῦ πα­τρός του, ποὺ με­τα­φέ­ρει εἰς τὸ δι­σά­κι του, μὲ αὐ­τοὺς τοὺς θεί­ους στί­χους.

 

«Ἐ­σᾶ­ς τουρ­κι­κό πο­δά­ρι

δὲν ἠμ­πό­ρει­ε νὰ πα­τῆ.

Ὄ­χι! τοῦ  ἀ­πί­στου τό ἀ­χνά­ρι

τὤπα, δὲν θὰ ση­μει­ω­θεῖ

στ᾿ ­ἅ­γιο χῶ­μα σου, πα­τέ­ρα,

στ᾿ ἅ­γιο χῶ­μα σου, Χρι­στέ,

Νέ­α­ς σκλα­βιᾶς γιά σᾶ­ς ἡμέ­ρα

δὲν θὰ φέ­ξει  ὄ­χι πο­τέ!

Σύν­τρο­φοι στή­ν ἐ­ξο­ρί­α

πα­ρα­δερ­νό­μα­στε  μα­ζὶ

τά­φος ἔ­γι­νε ἐκ­κλη­σί­α

γιὰ σᾶς τοῦ­το τὸ κορ­μὶ».

Ἐ­πίση­ς συγ­κι­νη­τι­καὶ εἶ­ναι αἱ στρο­φαὶ ἐν αἷς ὁ πρό­σφυξ Κου­τσου­φλια­νὸς ἀ­πο­τεί­νε­ται εἰς Ἕλ­λη­να δι­α­βά­την καὶ δὲν τοῦ ζη­τεῖ ψω­μὶ δι᾿ ἐ­λε­η­μο­σύ­νην, ἀλ­λὰ μί­αν γω­νιά­ν γῆς ἐ­λευ­θέ­ρας διὰ νὰ στή­ση τὴν νέ­αν πα­τρί­δα του, τὸ νέ­ον χω­ριό του.

 

«Ἄχ! Ἀ­δελ­φὲ δέ­ν γυ­ρεύ­ω

τό ψω­μὶ μὲ δι­α­κο­νιά,

μί­α­ν πα­τρίδα δι­α­κο­νεύ­ω,

δι­α­κο­νεύ­ω ἐ­λευ­θε­ριά».

……………………………………………..

«Ἴ­σκιο δόστε στὸ Χρι­στό μου

πού ἀ­μό­λυν­το κρα­τῶ,

ἕ­να μνῆ­μα στό γο­νιό μου 

ἀ­πὸ χῶ­μα ἑλ­λη­νι­κὸ».

……………………………………………..

«Εἰ­ς τήν  ἴ­δια γῆ νὰ ζοῦ­με 

Ὅπου τοῦρ­κο­ς  τήν πα­τεῖ,

τέ­τοι­α γῆ τὴν ἀ­παρ­νοῦ­μαι

εἶ­πα στά­κτη νὰ γε­νεῖ».

 

Καὶ πράγ­μα­τι γί­νε­ται στάκτη ὁ­λό­κλη­ρον τὸ ἑλ­λη­νι­κὸν χω­ριὸν καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες Κου­τσου­φλι­α­νῖται ἔ­κτι­σαν νέ­ον ἐ­λεύ­θε­ρον χω­ρί­ον εἰς τὰ ἐ­λεύ­θε­ρα χώ­μα­τα τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας Ἑλ­λά­δος».

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα