ΑΧ. Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ
Ρωμανιστῆ – Βαλκανολόγου
Δρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
τ. Chargé de cours á lasorbonne
(Paris IY)
Κουτσούφλιανη εἶναι ἡ σημερινὴ κωμόπολη Παναγία, κεφαλοχώρι τῆς ὀρεινῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας, σὲ ἀπόσταση 60 χλμ. ἀπὸ τὰ Τρίκαλα, ἀπιθωμένο στὶς πλαγιὲς τῆς ἀνατολικῆς ὀροσειρᾶς τῆς Πίνδυο σὲ ὑψόμετρο 800μ., στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ Πηνειοῦ μαζὶ μὲ τὰ ἰσάξια σὲ ὀμορφιὰ καὶ ἱστορία Ὀρθοβοῦνι, Τριγόνα, Πεύκη, Κορυδαλλὸ, Μαλακάσι, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ μεγάλου Θεσσαλικοῦ ποταμοῦ, ὁλοκληρώνουν τὴν ὁμοειδῆ οἰκιστικὴ πλειάδα τὸ Ἀμπελοχώρι, τὸ Ματονέρι καὶ ἡ Καλομοίρα, Βλαχοχώρια τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τῆς Καλαμπάκας.
Οἱ κάτοικοί τους, ἀκριβέστερα τῆς τρίτης ἡλικίας, ἐκτός τῆς κύριας γλώσσας, τῆς Ἑλληνικῆς, χρησιμοποιοῦν σέ περιβάλλον οἰκογενειακὸ καί
στενά φιλικό ἢ σὲ στενότατο οἰκογενειακό κύκλο ἕνα γλωσσικό ἰδίωμα λατινογενές, ρωμανικό, συνηθέστερα λεγόμενο Βλάχικο καί κατὰ νεολογισμὸ ἐπιστημονικὸ ἀρωμουνικὸ ἢ ὀρθότερα ἀρμανικό, ἀφοῦ οἱ Βλάχοι τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν, ὁμολογουμένως ποικιλώνυμοι κατὰ περιοχές, π.χ. στὴ Θεσσαλὶα Κουτσόβλαχοι, στὴν Ἀλβανία Τζιοβάν, στὴ Βόρεια Μακεδονία, ἡ ὁποία μετὰ τὸ 1912 περιλαμβάνεται στὴ Σερβία, μετέπειτα Γιουγκοσλαβία καὶ ἤδη στὸ κράτος τῶν Σκοπίων, Τσιντσάροι, αὐτοαποκαλοῦνται Ἀρμάνοι, ὄνομα, ποὺ θυμίζει τὴν Ἀρμανία, τῶν μεσαιωνικῶν-βυζαντινῶν χρόνων, σύμφωνα μὲ τὶς διαπιστώσεις τῶν Βυζαντινολόγων Α.Α. Vasiliev καὶ Δ.Α. Ζακυνθινοῦ.
Ἐξ ἄλλου Βυζαντινὸς συγγραφέας, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Κων-σταντινουπόλεως ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ καί διοικητής τῆς Εὐρώπης, ὅπως τότε ἔλεγαν τὰ σημερινὰ Βαλκάνια, ὁ Ἰωάννης Λυδός, ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι οἱ Ἕλληνες τῆς διοικητικῆς περιφέρειάς του, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ὑπερεῖχαν δημογραφικά, ἦσαν χρῆστες τῆς λατινικῆς γλώσσας, δηλαδὴ προγόνοι τῶν συγχρόνων μας Βλάχικων, δοθέντος ὅτι Βλάχος σημαίνει λατινόφωνο. Τὴν δὲ ἀποκάλυψή του ἀσπάστηκαν εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, Ἕλληνες καὶ ξένοι. Μεταξὺ τῶν πρώτων συγκαταλέγεται καὶ ὁ μεγαλύτερος ἱστορικός τοῦ 20ου αἰῶνα, ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος, ὁ ὁποῖος ἔχει συγγράψει καὶ μελέτη γιὰ τὸν ἐκλατινισμὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας, μὲ ἀποδοχὴ τῶν θέσεων τόσο τοῦ Ἰωάννου Λυδοῦ ὅσο καὶ τοῦ Κωνσταντίνου Μ. Κούμα, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ Βλάχοι εἶναι «Ἕλληνες τὸ γένος». Ἐν τούτοις λόγῳ τοῦ δευτερεύοντος καὶ ἰδιάζοντος γλωσσικοῦ ἰδιώματος κατὰ καιροὺς διατυπώθηκαν εἰκασίες γιὰ προέλευσή τους ἀπὸ Ρουμανία, Ἰταλία, Περσία.
Ὡστόσο ὁ πλέον πλανημένος καὶ ἐθνικὰ ἐπιβλαβέστατος, διότι παρασύρει ἀκόμη πολλούς ἐρασιτέχνες ρωμανιστὲς-Βλαχολόγους, ὑπῆρξε ὁ χρονικὰ προγενέστερος συμπατριώτης τοῦ Ἀπ. Βακαλόπουλου, Ν. Γεωργιάδης, πολιτευόμενος Ἰατρὸς καὶ Δήμαρχος Βόλου, σχεδὸν σύγχρονος τοῦ Γερμανοῦ Gustav Weigand, τοῦ ὁποίου τὴν προπαγάνδα διοχέτευσε στὴν Ἑλλάδα, ἀγνοώντας ἴσως ὅτι ὁ Γερμανὸς ἦταν μίσθαρνο ὄργανο τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία παρωθημένη ἀπὸ τὴν Ἀψβουργικὴ αὐτοκρατορία διεκδικοῦσε σὰν Ρουμάνους τοὺς ἑλληνογενεῖς Βλάχους σ᾿ ἀντιστάθμισμα τῆς ἐγκαταλείψεως τῶν Ρουμάνων τῆς Τρανσυλβανίας. Ὁ Γεωργιάδης καὶ ὁ Weigand δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὶς θέσεις τοῦ Κούμα, ἂν καὶ εἶναι διδάκτορας τοῦ πανεπιστημίου Λειψίας, στὸ ὁποῖο ὁ Weigand ἦταν καθηγητής. Τὸ δὲ περισσότερο ὕποπτο ἔγκειται στὸ ὅτι, ἐνῶ παραπέμπουν στὶς Ἱστορίες τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων τοῦ Κούμα, οἱ ὁποῖες ἐκδόθηκαν στὴ Βιέννη, οὔτε ψίθυρο γιὰ τὴν κατὰ Κούμα ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων. Ἀπὸ χειρότερο ἐπιστημονικὸ στραβισμὸ πάσχουν ἀμφότεροι προσποιούμενοι ἄγνοια τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἐπιτεύγματος τοῦ Πηλιορείτη Alexandru Plilippide, ὁ ὁποῖος σταδιοδρομώντας στὴ Ρουμανία ὡς θεμελιωτὴς τῆς Γλωσσολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἰασίου καὶ ἀκαδημαϊκός σὲ ὀγκωδέστατο δίτομο συγγραφικὸ ἔργο ἀντὶ καθόδου Δακῶν στὴ Θεσσαλία ὑποστηρίζει ἄνοδο ἀπὸ τὴν Εὐρώπη τοῦ Λυδοῦ στὴν πέρα τοῦ Δουνάβεως Δακία. Ὁ Γεωργιάδης στὴ συγγραφή του, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται Θεσσαλία, γράφει ἀτεκμηρίωτα τὰ ἑξῆς ἀβάσιμα: «Κατὰ τὴν ἐποχὴν δὲ ἐκείνην (ἐπὶ Βασιλείου Βουλγαροκτόνου) ἤρξατο ἐπιφαινομένη ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ καὶ ἑτέρᾳ βάρβαρος φυλή, ἡ τῶν Βλάχων, οἵτινες, κατερχόμενοι ἐκ τοῦ Αἵμου ἐπὶ τῶν συνεχῶν ὀρέων, προέβησαν μέχρι τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου, ἔνθα καὶ ἀθρόα ἐγκαταστάθησαν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀρεινὴ ἐκείνη χώρα ἐκαλεῖτο παρὰ τῶν Βυζαντινῶν Μεγαλοβλαχιά». Κατὰ τὴν ἐπανέκδοσή της στὴ Λάρισα τὸ 1995, ὅταν ἀκριβῶς στὸ Νομὸ της μαίνεται ἡ ρουμανικὴ καὶ ὄχι μόνον προπαγάνδα, ἐπαναλαμβάνονται τὰ ψέμματα. «Εἶναι δὲ οὗτοι (οἱ Βλάχοι) λείψανα τῆς μεγάλης τῶν Βλάχων ἐποικίσεως ἐκ τῆς Ρουμανίας …».
Ὁ Ἀντώνιος Κεραμόπουλος στὸν προεδρικὸ λόγο του στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μὲ πικρόχολη εἰρωνία εἶχε ἐκτοξεύσει καὶ τὰ ἑξῆς: «εἰς τὴν Θεσσαλίαν του (ὁ Γεωργιάδης) ὀνειρευθείς, βεβαιοῖ περὶ τοῦ χρόνου, καθ᾿ ὅν τὸ βάρβαρον ἔθνος τῶν Δακῶν, κατῆλθεν ὑπὸ μορφὴν Κουστοβλάχων εἰς τὴν Πίνδον! Οὕτως ἀταλαίπωρος ἐστίν ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας εἰς τοὺς πολλούς». Ὁπωσδήποτε τὸ φρόνημα καὶ οἱ πολυσχιδεῖς δραστηριότητες τῶν Βλάχων ἀποστομώνουν τὴν προπαγάνδα. Ὁμολογουμένως κατὰ τὴν ἐξάπλωση τῶν Τούρκων στὰ Βαλκάνια οἱ Βλάχοι τῆς Πίνδου σὲ συνεργασία μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, Δεσπότη τοῦ Μυστρᾶ καὶ τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀνθίστανται νικηφόρα ἐναντίον τῶν ἐπιδρομέων, ὅπως ἱστοροῦν οἱ Miller, Ἀπ. Βακαλόπουλος κ.ἄ. Ἐν συνέχειᾳ πρωτοστατοῦν στὰ προεπαναστατικὰ κινήματα καί στὴ μεγάλη Ἐθνικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὁ Ε. Bouchie de Belle τονίζει μὲ ἀκρίβεια. «Κτηνοτρόφοι τῆς Ἄνω Βλαχιᾶς (τῆς Πίνδου) εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀρχίζουν τὸν ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας. Ἐφεξῆς αὐτοὶ παρέχουν στὴν Ἑλλάδα ὀνομαστοὺς ἀρχηγούς. Οἱ πλούσιοι Βλάχοι μὲ τὶς δωρεὲς τους συμβάλλουν στὴν ἐξάπλωση τῆς «Μεγάλης Ἰδέας».
Κατά τίς προετοιμασίες τοῦ συνεδρίου τοῦ Βερολίνου, ἡ Ρουμανία ἔστειλε στή Θεσσαλία ἐπίλεκτη καί ἐπιδέξια ἀντιπροσωπία της γιά προσεταιρισμὸ καί ἐπηρεασμό τῶν Βλάχων, ὥστε νὰ ἀντισταθοῦν καί ἐνόπλως στό ἐνδεχόμενο παραχωρήσεως τῆς Θεσσαλίας στήν Ἑλλάδα. Ἀλλὰ ἀποπέμφθηκε παντελῶς ἄπρακτη. Γιά αὐτὸ μεθοδεύτηκε περίτεχνη ἀπόπειρα ἐπιθυμητῆς παραπλανήσεως καί ἐνδεδειγμένου δελεασμοῦ τῶν Βλάχων μὲ πολλαπλές καί ποικίλες διευκολύνσεις, καθώς καί βάσιμες προοπτικὲς ταχύτερης οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως στά πλαίσια ἀλβανοβλάχικου κράτους ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Ρουμανίας, Ἰταλίας καὶ ἄλλων χωρῶν. Ὅμως οἱ Βλάχοι ἀπέρριψαν τὰ πάντα, μολονότι ἡ ἑλληνικὴ πλευρὰ κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τῶν πρωτοκόλλων παραδόσεως διέπραξε, ὅπως ἄλλως τε προέβλεψε καὶ προειδοποίησε ἡ ρουμανικὴ προπαγάνδα, σωρεία σοβαρῶν λαθῶν καὶ μεγάλων παραλείψεων, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων οἱ Βλάχοι τὸ 1881, κατὰ τὴν κατοχικὴ μετακίνησή τους, καταταλαιπωρήθηκαν στὰ μεθόρια.
Πάντως ὁποιαδήποτε ἀποδοχή τῶν δελεαστικῶν ρουμανικῶν καί ἰταλορουμανικῶν προσφορῶν ἢ ἔντεχνη ἐκμετάλλευση τῆς δικαιολογημένης ἀγανακτήσεως ἀπὸ τὴν ἀβελτερία τῶν δῆθεν ἁρμοδίων τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, κατὰ τὸν Victor Berard, τὴν διαιώνιση τῶν βορείων ἑλληνικῶν συνόρων στὸν …. Δομοκὸ! Στὸν Δομοκὸ θὰ εἶχαν ἐπανέλθει πάλι τὰ σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἂν μετὰ τὴν καταπτόηση τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀτυχοῦς Πολέμου τοῦ 1897 δὲν ἐκώφευαν οἱ Βλάχοι στὶς σειρῆνες τῆς τουρκορουμανικῆς προπαγάνδας, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει ἀνεκμετάλλευτη τὴν ἐπώδυνη ἐμπειρία τους ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κρατικὴ ἀνοργανωσιά, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀνανέωσε καὶ ἐπαύξησε βελτιωμένα τὰ σαγηνοβόλα κηρύγματα. Διαπιστώνοντας δὲ τὴν ἀταλάντευτη προσήλωση τῶν Βλάχων στὴν πατρίδα τους, τὴν Ἑλλάδα, μηχανεύτηκαν καὶ πρωτόφαντη στὰ διεθνικὰ χρονικὰ καταδολίευση. Συγκεκριμένα κυκλοφορήθηκε εὐρύτατα πλαστὸ ἔγγραφο μὲ ἕνδεκα χιλιάδες (11.000) ὑπογραφὲς Βλάχων τῆς Θεσσαλίας, οἱ ὁποῖοι τάχα ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων νὰ μὴν ἐπανέλθουν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, ἐπειδὴ δῆθεν προτιμοῦσαν τὴν …τουρκικὴ!
Τὸ ψέμμα ποὺ διαδόθηκε γοργά, δὲν εἶχε διάρκεια. Διότι πάραυτα ἀντέδρασε δυναμικά ὁ Ἰταλὸς ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Βισκόντι Βεντόσα, ὁ ὁποῖος αἰφνιδιάστηκε ἀπὸ τὴν «ἄψογον ὀρθότητα τοῦ γαλλικοῦ κειμένου» τῶν Κουτσοβλάχων, ὅπως ἐκμυστηρεύτηκε ἐπίσημα μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνίας, ἐκφράζοντας ταυτόχρονα τὴν πεποίθησή του ὅτι ἦταν χαλκευμένο ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές. Στὶς πραγματικὲς δὲ διαστάσεις του ἔσπευσαν ἐγκαιρότατα καὶ ἐγκυρότατα νὰ διαψεύσουν οἱ ἴδιοι οἱ Βλάχοι τῆς Κουτσουφλιανῆς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μὲ τὸ ἀσφαλέστερο μέσο ἐνημερώθηκε καὶ ὁ ἁρμόδιος ὑπουργὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸν ὁποῖο καὶ ἱκέτευσαν γιὰ τὴν ἐπίσπευση τῆς διαψεύσεως πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Πρὸ πάντων ἔθεσαν ὑπ᾿ ὄψιν του ὅτι ἡ Τουρκία ἐν ὀνόματι τοῦ Κουτσοβλαχικοῦ στοιχείου ζητεῖ τὴν ἀναπροσάρτησίν της πρὸς βορρᾶν τοῦ Πηνειοῦ Θεσσαλικῆς χώρας καὶ ὅτι οἱ Ἑλληνόβλαχοι δῆθεν ζητοῦν νὰ ἐπανέλθουν ὑπὸ τὴν τουρκικὴν ἐξουσίαν, οὐδὲν τούτου ψευδέστατον καὶ ἀνυπόστατον καὶ νῦν ἐκ τοῦ νεωστὶ γεγονότος ἐδείχθη ἡλίου φαεινότερον, διότι μόνοι ἐγκαταλειφθέντες παρὰ τοῦ στρατοῦ μας εἰς τὴν τύχην, ἅπαντες ἐν μεγάλῃ σύμπνοια, ἥν ἔχομεν πρὸ ὀφθαλμοῦ καὶ ἕνα σκοπὸ ἐπιδιώκομεν πῶς νὰ διατηρήσωμεν τὴν ἰδιαιτέρα μας πατρίδα ἀμόλυντου τουρκικῶν ἀτιμώσεων καὶ ὕβρεων ἐναντίον τῶν διηνεκῶς ἀπειλούντων ἡμᾶς ἐκ Βορρᾶ τουρκικῶν ἐκεῖθεν ὁρίων, καὶ τοῦτο ἐπιτύχομεν, ἀποκρούσαντες πολλάκις διὰ τῶν ὅπλων τὸν ἐχθρὸν». Παρακαλοῦμεν ὅθεν τὸν κύριον ὑπουργὸν ἐὰν ἐγκρίνει νὰ δώσει πλήρη δημοσιότητα τῆς παρούσης, ἵνα πεισθῇ τόσον ἡ Εὐρώπη ὅσον καὶ ὁ κόσμος μικρὸς τε καὶ μεγάλος, ὅτι οἱ ὁμιλοῦντες τὴν Κουτσοβλάχικην κάτοικοι τῶν πέριξ χωρίων τῆς Πίνδου δὲν εἶναι οὔτε Ρωμοῦνοι (Ρουμάνοι) οὔτε τουρκόφρονες, ὡς θέλουσι νὰ τοὺς παραστήσωσιν οἱ διάφοροι προπαγαδισταὶ καὶ ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, ἀλλ᾿ εἶναι οἱ γνησιότεροι τῶν Ἑλλήνων».
Ἀντίστοιχη ἐνημερωτική ἀναφορά ὑπέβαλαν οἱ κάτοικοι τῆς Κουτσούφλιανης καὶ στὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Διακανονισμοῦ Συνόρων. Ἐκτὸς δὲ τῆς προιοιμιακά θερμῆς παρακλήσεως γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς γενέτειράς τους στὴν Ἑλλάδα, οἱ Βλάχοι τῆς Κουτσούφλιανης πρεπόντως κατέστησαν γνωστὴ καὶ τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή τους, ὅτι σὲ περίπτωση παραχωρήσεώς της στὴν Τουρκία θὰ προβοῦν σὲ πυρπόλησή της. Ὅπερ καὶ ἔπραξαν. Τὴν 13η Μαΐου 1898 ἕνας ταπεινότατος καὶ ἄσημος Ἱερέας ἑνὸς ἀγνώστου ἕως τότε χωρίου σὲ ἀπόλυτα πατριωτικὴ συνεργασία μὲ τοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ σύνολο τῶν ἐνοριτῶν ἀναπτέρωσε τὸ φρόνημα τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων, καταπτοημένων ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀτυχοῦς Πολέμου τοῦ 1897 καὶ καταφώτισε τὴν Οἰκουμένη μὲ τὸ ὁλοκαύτωμα τῆς Κουτσούφλιανης. Ἑνωμένοι καὶ ἀποφασισμένοι ἀπέρριψαν κάθε εἴδους δελεαστικὲς ὑποσχέσεις γιὰ ἀποδοχὴ ἐπανεντάξεώς της στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ἀπέκρουσαν νικηφόρα τὶς ἐναντίον τους ἐπιδρομὲς τοῦ τακτικοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, τελικὰ δὲ δὲν ἀπέμεινε παρὰ νὰ παραδώσουν στοὺς ἐκπροσώπους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἀποκαΐδια καὶ στάχτες τοῦ χωριοῦ τους.
Τό Ὁλοκαύτωμα τοῦ Βλαχοχωριοῦ Κουτσούφλιανη (σημερινὴ Παναγία) Καλαμπάκας ὑπῆρξε ὕψιστο πειστήριο ἑλληνοπρέπειας. Γι᾿ αὐτὸ ἔνοιωσαν σύγκορμη συγκίνηση οἱ πανταχοῦ Ἕλληνες καὶ Φιλέλληνες, ὅπως ὁ πρίγκηπας τοῦ Μαυροβουνίου, ὅταν πληροφορήθηκαν τὴν περιφρόνηση, τὴν ὁποία ἔδειξαν οἱ Κουτσουφλιανίτες Βλάχοι πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ δελεαστικὰ προνόμια, ἀπονεμόμενα ἀπὸ Τουρκία, Ἰταλία, Ρουμανία μὲ ἀντάλλαγμα ἁπλὴ δήλωση προτιμήσεως τῆς τουρκικῆς ἀντὶ τῆς ἕως τότε ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Δὲν ἐδίστασαν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τὸν τακτικὸ τουρκικὸ στρατὸ ποὺ μόλις τὸ 1897 ἐπανακατέκτησε τὴ Θεσσαλία.
«Ἡ πράξη προκάλεσε παντοῦ τὸν θαυμασμὸ». Ἂς χαιρετήσουμε λοιπὸν τῶν γενναίων χωρικῶν τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ χωριοῦ των ὡς οἰωνὸν ἀναγεννήσεως τῆς πατροπαραδότου τῇ ἡμετέρᾳ φυλὴ φιλοπατρίας», ἀναφώνησε ὁ ἀρθρογράφος τῆς ἐφημ. Παλιγγενεσία σὲ πρωτοσέλιδο ἄρθρο, ἐπιγραφόμενο Παρήγορον ἀνδραγάθημα, προσθέτοντας καὶ τὰ ἑξῆς: «Τὸ συ- γκινητικόν τοῦτο δράμα, ὅπερ θέλει συγκινήσει ὁλόκληρον τὸν πεπολιτισμένον κόσμον, εἶναι ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ μόνη γενναία καὶ ἔνδοξος ἑλληνικὴ πράξις κατὰ τὸν οἰκτρὸν τοῦτον πόλεμον (1897), ἀλλὰ καὶ ἡ μόνη ἐλπὶς καὶ παρηγοριά, ὅτι πλήρης ἐκφυλισμὸς δὲν κατέλαβεν εἰσέτι τὸν ἑλληνικὸν λαόν».
Σέ πρωτοσέλιδο πάλι ἄρθρο, ἐπιγραφόμενο Κάτι Μεγάλο, ὁ ἀκαδημαϊκὸς Ζαχαρίας Παπαντωνίου μεταξὺ ἄλλων ἔγραψε: «Ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀπογοητεύσεως πῶς ἀνεπήδησε αὐτὸς ὁ πατριωτισμὸς καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλο μαρασμὸ πῶς ἀνεβλάστησε αὐτὸ τὸ συναίσθημα? Πῶς εὑρέθηκαν Ἕλληνες, ὄχι ἑκατομμυριοῦχοι, ὄχι μορφωθέντες, ἀλλὰ Ἕλληνες ἀγρότες, ἄνθρωποι τῆς σκαπάνης καὶ τοῦ χωραφιοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴ μαύρη αὐτή ἱστορία (τοῦ Ἀτυχοῦς Πολέμου τοῦ 1897) μὲ τὶς φλόγες τῶν ἑστιῶν των. …Τώρα πιὰ ξέρω ὅτι καὶ ἂν ἤμουν ὁ ἀπαισιοδοξότερος τῶν ἀπαισιόδοξων γιὰ τὸν δυστυχῆ αὐτὸ τόπο, μετὰ τὶς φλόγες τῆς Κουτσούφλιανης θὰ γινόμουνα τῶν αἰσιοδόξων ὁ αἰσιοδοξότερος. Ἀποκαλυπτόμενοι, πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς θυσίας των, ἐμεῖς οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, καὶ λαμβάνοντας μαθήματα ἐθνικῶν καθηκόντων ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ποῦμε στοὺς κυβερνῆτες μας. Κάτι μεγάλο ὑπάρχει καὶ ζεῖ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν τόπο, φροντίστε νὰ μὴ χαθεῖ, ἀνακαλύψτε το, καλλιεργῆστε το, μεγαλῶστε το».
Ὅμως αὐτό δέν ἔγινε! Ἐπανακολούθησε παντελὴς παραγνώριση καὶ ἀδιανόητη ἀπαξίωση. Ὅπως ἡ Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης ἀποδόθηκε ἀπὸ καθηγήτρια ἱστορίας (!) σὲ συνωστισμὸ τῶν Σμυρνιῶν στήν προκυμαία, οἱ Κουτσουφλιανίτες ἁπλούστατα μετακόμισαν ἀφήνοντας ἀπείραχτη τὴ γενέτειρά τους. Αὐτὰ δὲ διατείνονται γνῶστες τῆς πραγματώσεως τοῦ Ὁλοκαυτώματος, ἀφοῦ ἐπὶ αἰῶνα ὁλόκληρο δὲν τὸ ἀμφισβήτησαν. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε συμμετεῖχαν ἢ παρέστησαν καὶ φωτογραφήθηκαν στὴν ὀργάνωση τῆς Ἑκατονταετηρίδας τοῦ λαμπροῦ κυριολεκτικὰ ἱστορικοῦ γεγονότος τόσο στὴν Ἑλληνικὴ πρωτεύουσα ὅσο καὶ στὴν πρωτεύουσα τοῦ Νομοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ Κουτσούφλιανη (σημερινὴ Παναγία), δηλαδὴ στὰ Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ἰδοὺ τὸ σπάραγμα τῆς ἐπιδημίας τοῦ «μεταμοντέρνου» ἱστορισμοῦ, ὅπως περιέχεται στὴ Θεσσαλία (τ. Α’ Θέματα Ἱστορίας, Ἔκδοση τῆς Ἑνώσεως Τ.Ε.Δ. Κ. Θεσσαλίας – Δημοτικοῦ Κέντρου Ἱστορίας καὶ Τεκμηρίωσης Βόλου. Λάρισα 2006, 316). «Τότε (13η Μαΐου 1898) οἱ κάτοικοί της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ πῆγαν στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, ὅπου ἵδρυσαν τὴ Νέα Κουτσούφλιανη (σημερινὴ Παναγία) Καλαμπάκας.
Ὁμολογουμένως οἱ Κουτσουφλιανίτες δὲν ἐγκατέλειψαν τὴ γενέτειρά τους μὲ τραγουδάκια καὶ χαροῦλες, σὰν ἐκδρομεῖς, καὶ δέν τούς ἀνέμειναν ἐκεῖ ποὺ πῆγαν ἑτοιμοπαράδοτες «μαιζονέτες» οὔτε ἐντεταλμένοι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὅπως ταίριαζε, γιὰ ὑποδοχὴ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες καὶ δαψιλεῖς δεξιώσεις! Μερόνυχτα βίωναν τὴν ξαγρυπνιὰ καὶ τὴν ἀγωνία. Ἀγωνίζονταν μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ρουμανικῆς καὶ τουρκικῆς προπαγάνδας, οἱ ὁποῖες διεισδύοντας στὰ Βλαχοχώρια τῆς περιοχῆς πάσχιζαν μὲ παροχολογίες ὑπέρτερες ἐκείνης τοῦ 1881 γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς διάχυτης δυστυχίας καὶ γιὰ τὴν ἀγορὰ μειοδοτῶν, ὥστε νὰ παραπλανηθοῦν οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Οἱ κάτοικοι τῆς Κουτσούφλιανης βρῆκαν καταφύγιο προσωρινὸ στὸ Μοναστήρι τοῦ Λιμποχόβου. Ἀλλὰ οὐδὲν μονιμώτερον τοῦ προσωρινοῦ. Πέντε χρόνια ἀργότερα δημοσιογράφος τῆς Βολιώτικης ἐφημερίδας Τύπος εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι, ἂν καὶ συγκεντρώθηκε ἀπὸ ἐράνους ἕνα σημαντικὸ χρηματικὸ ποσό πρὸς σύστασιν συνοικισμοῦ, παρῆλθε μία πενταετία καὶ οἱ Κουτσουφλιανιῶτες ζοῦσαν σ᾿ ἕνα συνοικισμὸ μὲ πρόχειρες καλύβες. Ὁ Νομάρχης Τρικάλων, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε αὐτὸ τὸ συνοικισμὸ σὲ ἔκθεσή του πρὸς τὴν κυβέρνηση ἔγραψε Παρέστιν πρὸ τοῦ οἰκτροῦ καὶ ἀπαίσιου θεάματος. Ὑπὸ 170 καλύβας τρωγλοδιαιτῶνται 800 ἄνθρωποι μετὰ τῶν τέκνων των.
Ἀποκαρδιωτικὴ διάψευση τῶν προτάσεων τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου
«Θὰ εἶναι πολύ μικρόν, ἐάν ἡ κυβέρνησις τοῖς παραχωρήσει μόνον γαίας ἐθνικάς, διὰ νὰ ὑψώσουν ἐκεῖ, ὅτι πρὸς ὀλίγου κατέρριψαν διὰ τῆς φλογός. Ὁ συνοικισμός, ποὺ θὰ γίνει εἰς μίαν γωνίαν τῆς ἐλευθερωθείσης Θεσσαλίας διὰ τοὺς ἐνδόξους πρόσφυγας τῆς Κουτσούφλιανης, πρέπει νὰ ἔχει τὰ σημεῖα ἐξαιρετικῶν τιμῶν».
Συμπυκνωμένη σκιαγράφηση τῆς τύχης τῶν Κουτσουφλιανιτῶν φιλοτέχνησε ἡ Τρικαλινὴ Μαρούλα Κλιάφα. «Οἱ φτωχοὶ χωρικοὶ (ἐννοεῖ τοὺς κατοίκους τῆς Κουτσούφλιανης) ἀνέμενον τὴν ἀπόφασιν τῆς ἐπιτροπῆς ἐλπίζοντες ὅτι τὸ χωρίον των θὰ δοθεῖ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Μετὰ θορυβώδη συνεδρίασιν τῆς ἐπιτροπῆς, ἐξελθών ὁ λοχαγὸς Χατζανέστης τοὺς εἶπε ὅτι ἀπεφασίσθη νὰ μείνουν σκλάβοι. Τραγικὴ σκηνὴ διεδραματίσθη. Οἱ δυστυχεῖς ὠδύροντο. Κατόπιν, πῆραν τὰ ἱερὰ ἄμφια, τὰ πολύτιμα, ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὰ σπίτια των καὶ ἔλαβον τὴν ἄγουσα πρὸς τὴν ἐλευθέραν πατρίδα».
Μετά πάροδο διετίας ἀπό τό Ὁλοκαύτωμα τῆς Κουτσούφλιανης ὁ εὐαίσθητος λόγιος καὶ ἔνθερμος πατριώτης Λεωνίδας Ζώης ἀνθολογεῖ πλατύτερες ἀπηχήσεις καὶ ποικιλόμορφες ποιητικὲς συνθέσεις στό Ζακύνθιον Ἡμερολόγιον τοῦ ἔτους 1900. «Ὁ ἡρωϊσμὸς τῶν Κουτσουφλιανιτῶν ἐπεκροτήθη καὶ ἐθαυμάσθη ἐντὸς καὶ ἐκτός τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Ὁ ἡγεμὼν τοῦ ἡρωϊκοῦ Μαυροβουνίου Νικήτας ἐν ἐπισήμῳ συμποσίῳ ἔπιεν εἰς τὴν ὑγείαν τῶν ἡρωϊκῶν τέκνων τῆς Κουτσούφλιανης. Πάντες κατενθουσιάστηκαν διὰ τὴν ἡρωϊκὴν θυσίαν. Παντοῦ δὲ διενεργήθησαν ἑορταὶ καὶ ἔρανοι, ὅπως βοηθηθῶσιν οἱ ἄστεγοι ἥρωες εἰς τὴν ἀνέγερσιν τῆς νέας ἰδιαιτέρας πατρίδας των, τοῦ νέου χωριοῦ των. Ὁ πυρπολητὴς τῆς Κουτσούφλιανης ὁμιλεῖ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸ κρανίον τοῦ πατρός του, ποὺ μεταφέρει εἰς τὸ δισάκι του, μὲ αὐτοὺς τοὺς θείους στίχους.
«Ἐσᾶς τουρκικό ποδάρι
δὲν ἠμπόρειε νὰ πατῆ.
Ὄχι! τοῦ ἀπίστου τό ἀχνάρι
τὤπα, δὲν θὰ σημειωθεῖ
στ᾿ ἅγιο χῶμα σου, πατέρα,
στ᾿ ἅγιο χῶμα σου, Χριστέ,
Νέας σκλαβιᾶς γιά σᾶς ἡμέρα
δὲν θὰ φέξει ὄχι ποτέ!
Σύντροφοι στήν ἐξορία
παραδερνόμαστε μαζὶ
τάφος ἔγινε ἐκκλησία
γιὰ σᾶς τοῦτο τὸ κορμὶ».
Ἐπίσης συγκινητικαὶ εἶναι αἱ στροφαὶ ἐν αἷς ὁ πρόσφυξ Κουτσουφλιανὸς ἀποτείνεται εἰς Ἕλληνα διαβάτην καὶ δὲν τοῦ ζητεῖ ψωμὶ δι᾿ ἐλεημοσύνην, ἀλλὰ μίαν γωνιάν γῆς ἐλευθέρας διὰ νὰ στήση τὴν νέαν πατρίδα του, τὸ νέον χωριό του.
«Ἄχ! Ἀδελφὲ δέν γυρεύω
τό ψωμὶ μὲ διακονιά,
μίαν πατρίδα διακονεύω,
διακονεύω ἐλευθεριά».
……………………………………………..
«Ἴσκιο δόστε στὸ Χριστό μου
πού ἀμόλυντο κρατῶ,
ἕνα μνῆμα στό γονιό μου
ἀπὸ χῶμα ἑλληνικὸ».
……………………………………………..
«Εἰς τήν ἴδια γῆ νὰ ζοῦμε
Ὅπου τοῦρκος τήν πατεῖ,
τέτοια γῆ τὴν ἀπαρνοῦμαι
εἶπα στάκτη νὰ γενεῖ».
Καὶ πράγματι γίνεται στάκτη ὁλόκληρον τὸ ἑλληνικὸν χωριὸν καὶ οἱ Ἕλληνες Κουτσουφλιανῖται ἔκτισαν νέον ἐλεύθερον χωρίον εἰς τὰ ἐλεύθερα χώματα τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος».