Γράφει ο Κωνσταντίνος Νούσης
Είναι προφανές ότι η ενασχόληση με τη θεολογία δεν είναι κάτι το αυτονόητο ή ακαδημαϊκό, όπως άρχισε να ευτελίζεται τα τελευταία χρόνια με το διάβασμα δύο, τριών θρησκευτικών βιβλίων και τις διαδικτυακές ενημερώσεις εκάστου. Θα επαναλάβουμε μάλιστα και ένα ακόμη αυτονόητο: χρειάζεται πρώτιστα και κύρια (η θεολογία) την αγιοπνευματική εμπειρία.
Οι μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες ήταν θεόπτες. Συνδύαζαν άριστα τη θύραθεν παιδεία με την αγιασμένη ζωή τους.
Δεν μπορούμε, βέβαια, να απαιτούμε από τον κάθε θεολόγο να φτάσει σε ύψη εμπειριών, αλλά τουλάχιστον να στέκεται μέσα στα όρια που προδιέγραψαν οι πατέρες μας.
Όταν η θεολογία χάνεται μέσα στο εγώ και στη λογική υπερβολή του θεολογούντος, αναπόφευκτα έχουμε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία στο μακρύ ως τα τώρα διάβα της. Πολλοί εξέπεσαν, πόσοι πλανήθηκαν…
Και μάλιστα άνθρωποι ορθοδοξότατοι, όπως ο Απολλινάριος Λαοδικείας, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Συνόδου της Νικαίας, για να φέρουμε ένα απλό, πλην ενδεικτικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει ουδείς αλάνθαστος σε τέτοια θέματα, πλην του εκκλησιαστικού αλαθήτου, της Εκκλησίας εν συνόλω δηλαδή.
Είναι γεγονός ότι ο παρελθών και νυν αιώνας χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μορφών αμφιλεγόμενων στα θεολογικά τους ρήματα – και πότε δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο;
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται το εν γένει έργο και η προσφορά τους. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε να κτίζουμε φαντάσματα μεγαλοσύνης για άτομα και να τα τοποθετούμε σε ένα απυρόβλητο βάθρο.
Η άγνοια και η απαιδευσία οδηγεί στον φασισμό της απαγόρευσης κριτικής κάποιων «φτασμένων» ονομάτων, ακόμη και άτομα υψηλότερης νοημοσύνης και μορφώσεως. Και στο θλιβερό αυτό φαινόμενο στέκεσαι ενεός εξ απογοητεύσεως…
Ο Θεός, ωστόσο, πάντοτε βρίσκει τρόπο να μας μιλάει και δη μέσω αγραμμάτων ή ολιγογραμμάτων, απαιδεύτων κατά κόσμον και ταπεινών προφητών, τους οποίους αποστέλλει σε κάθε γενεά προκειμένου να μην αφήσει απαρηγόρητους και απληροφόρητους τους δικούς του ανθρώπους, τα μέλη του ιδίου Σώματος.
Η εμπειρική θεολογία που εκπορεύεται από αγιασμένους ασκητές, δυστυχώς, πολλές φορές απαξιούται και σνομπάρεται. Και αυτό είναι το μεγάλο μας λάθος.
Το Άγιο Πνεύμα μπορεί να θεολογήσει ανετότερα μέσα από τα καθαρά αυτά δοχεία του, έστω και αν δεν πέρασαν από ακαδημαϊκά έδρανα και «δεν γεμίζουν το μάτι» των «μεγαλοθεολόγων» της εποχής μας, μάλλον κάθε εποχής…
Εκδόθηκαν πρόσφατα δυο εξαιρετικά βιβλία για τους οσίους Πορφύριο και Εφραίμ τον Κατουνακιώτη.
Για τον πρώτο αναφέρομαι στον τρίτο τόμο της σειράς του Κελλίου των Αγίων Θεοδώρων στις Καρυές του Αγίου Όρους. Το άλλο είναι το «Έλα Φως» από τις εκδόσεις Θεσβίτη. Σε αυτά διάβασα δύο αποσπάσματα αναφορικά με το θέμα της ψυχής.
Ο όσιος Πορφύριος σε ερώτηση περί της φύσεως της ψυχής απάντησε στον π. Δανιήλ Γούβαλη (+2009), εξαίρετο επίσης θεολόγο της εποχής μας: «Η ψυχή είναι μία κτιστή υπόστασις».
Προφανώς ο όσιος, που έβλεπε τις ψυχές όπως εμείς βλέπουμε όλα τα ορατά αντικείμενα γύρω μας, δίνει τον όρο «υπόσταση» στην ψυχή, όχι για να αναιρέσει την ορθόδοξη ανθρωπολογία περί του δισυνθέτου της ανθρώπινης υπόστασης (σώμα + ψυχή λογική και νοερά), αλλά για να καταδείξει ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι η βάση της ανθρώπινης υπόστασης (=ολότητας), με ουσία και ενέργειες και όχι απλά μια ανυπόστατη ενέργεια, συνυπάρχουσα με το σώμα και συνδιαλυόμενη με αυτό, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου (όπως δηλαδή συμβαίνει με τα υπόλοιπα ζώα).
Ο όσιος Εφραίμ, ο μέγας αυτός αγιορείτης, έρχεται να συνηγορήσει με τον δικό του τρόπο: «Γέροντα, συγγνώμη, λέει ο Θοδωρής, δηλαδή η μνημόνευση μπορεί να βοηθήσει την ψυχή; Μπορεί να την κάνει να μετανοήσει, ενώ είναι στην κόλαση; – Μα η ψυχή μετανοεί στην κόλαση… Μετάνοια έχει η ψυχή. Τρόπο δεν έχει να την εκφράσει. Βλέπεις, το σώμα μάς βοηθά στη μετάνοια. Είναι ο αδελφός της ψυχής». Τι ωραία η θεολογία της εμπειρίας! Μεστή και ουσιαστική μέσα στην απλότητά της.
Ο θεολόγος τώρα (πρέπει να) έρχεται να διασαφηνίσει τις έννοιες των πραγμάτων. Ουσία, υπόσταση, ενέργεια: πρέπει να διακρίνονται. Να ερμηνεύονται σωστά.
Νοερό και αισθητό: άλλο το σώμα και άλλη η ψυχή, η συγγενεύουσα με τη νοερή αγγελική φύση. Σύγχρονοι θεολόγοι έρχονται σήμερα να δώσουν προτεραιότητα στο σώμα, μιλώντας για σωματοψυχή, επηρεασμένοι προφανώς από τις (άθεες συνήθως) προσεγγίσεις των σημερινών νευροφυσιολόγων και ψυχιάτρων.
Η επακολουθούσα σύγχυση είναι προφανώς αναπόφευκτη. Όταν λες ότι «οι κεντρικές κατηγορίες σκέψης είναι σωματικές», τότε πώς εξηγείς τη νόηση της ψυχής και τη μετάνοιά της μετά θάνατον;
Πώς δίδεις «υπόσταση» (=αυτονομία) στην ψυχή, όταν την κολλάς τόσο πολύ με το σώμα και τη μετατρέπεις σε απλό εκμαγείο; Και ερχόμενος έτσι σε ρήξη όχι μόνο με τους προαναφερθέντες αγιορείτες οσίους, αλλά προπαντός και κυριότατα με τη σύνολη Πατερική Παράδοση;
Δεν πρέπει να αποφεύγουμε την κριτική προσέγγιση των θεολογικών «γνωμών» σαν κάτι το απαγορευμένο, το απρόσιτο, το θεϊκό.
Δεν υπάρχει στην Εκκλησία μας κανείς που να διεκδικεί τα πρωτεία στη γνώση, στην ερμηνεία και στην αγιότητα. Δεν υπάρχουν golden boys (προσφιλής ρήση του πνευματικού μου)! Πόσο εύκολα μπορείς να ολισθήσεις, αν το επιτρέψει ο Κύριος.
Και το κάνει, όταν βλέπει να παραβιάζουμε τα όρια της Παράδοσης, που τα χάραξε το ίδιο το Άγιο Πνεύμα σε συνεργασία με τους Αγίους μας. «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν…». Αν έδοξε μόνον ημίν, τότε ζήτω που καήκαμε…