Ένας Βυζαντινός Λόγιος
Στυλιανή-Ειρήνη Σ. Κουρή
Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Α.Π.Θ.
Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία και η επιστημονική παιδεία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχαν μία συνεχή παρουσία και παραμονή. Το Βυζάντιο δεν είχε ποτέ αποκοπεί από την ελληνική αρχαιότητα σε αντίθεση προς τη δυτική Ευρώπη που για αιώνες την είχε σχεδόν ξεχάσει. Έτσι με τον όρο αναγέννηση της ελληνικής γραμματείας κατά την πρώίμη εποχή των Παλαιολόγων εννοείται απλώς η εντατικοποίηση μιας αδιάλειπτης παραδόσεως (1), που ούτε η λατινική κατοχή της Κωνσταντινουπόλεως δεν διέκοψε (2). Την ίδια άποψη έχει και ο Marcello Gigante (3), ο οποίος μελέτησε τον Βυζαντινό Ουμανισμό, όπως αυτός διαμορφώθηκε κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, κυρίως μέσα από το έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη, τον οποίο θεωρεί θερμό υποστηρικτή του αρχαίου πνεύματος, της λογικής και ταυτόχρονα, υποστηρικτή της βασικής αρχής του χριστιανισμού σχετικά με την αντίληψη της ζωής.
Όπως στην Κίνα, έτσι και στο Βυζάντιο οι αυτοκράτορες έδιναν μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευση των κρατικών υπαλλήλων. Η παιδεία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανέλιξη των κρατικών λειτουργών και στην κατάκτηση υψηλών αξιωμάτων τόσο κρατικών, όσο και των εκκλησιαστικών.
Η αναγέννηση στη λογοτεχνία και στις επιστήμες έφθασε στο μέγιστο βαθμό της κατά την εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο τον Δεκέμβριο του 1282. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την παιδική ηλικία, την νεότητα και την όλη πορεία στη ζωή του Θεοδώρου Μετοχίτη, την εξέλιξή του στο αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτη και ανθρώπου των γραμμάτων, αλλά και αναστηλωτή –και τούτο αξίζει να τονισθεί – της Μονής της Χώρας και δημιουργού της περίφημης βιβλιοθήκης της.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης κρατικός λειτουργός, μελετητής και προστάτης των τεχνών, κατάγονταν από μία αξιόλογη οικογένεια της υστεροβυζαντινής περιόδου που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την εποχή των Παλαιολόγων. Το όνομα Μετοχίτης προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την λέξη «μετόχιον». Ο Θεόδωρος Μετοχίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1269/70 (4) και πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μετοχίτης (γεννημένος το ca.1250), ο οποίος ήταν αρχιδιάκονος στην Κωνσταντινούπολη (1276-1282) και στάλθηκε ως πρεσβευτής σε διάφορες αποστολές προς τους πάπες της Ρώμης κατά την περίοδο 1275-1278 (5). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες επί βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄, τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα, για την πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον δέκατο τρίτο και τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Από το 1290 χρημάτισε διπλωμάτης και κρατικός υπάλληλος καταλαμβάνοντας το υψηλό αξίωμα του Μεσάζοντος επί Ανδρονίκου Β΄, παρότι υπήρξε ο υιός του ενωτικού Γεωργίου Μετοχίτη, ο οποίος είχε σταλεί στην εξορία ακριβώς για τις απόψεις του σχετικά με το ζήτημα της ενώσεως των Εκκλησιών, και πέθανε εξόριστος στην φυλακή το 1328.
Ο Θεόδωρος είχε μία άνετη παιδική ηλικία τουλάχιστον μέχρι το 1283 οπότε ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία στη Μικρά Ασία. Η μόρφωση του Μετοχίτη διακόπηκε τότε, αλλά ο ίδιος συνέχισε κατ’ ιδίαν τις μελέτες του και αργότερα στην ηλικία των δεκατριών ετών περίπου ενεγράφη σε μία σχολή όπου εκπαιδεύτηκε στο Trivium και στο Quadrivium. Όταν τελείωσε την σχολή, συνέχισε να μελετάει κατ’ ιδίαν κυρίως τους αρχαίους κλασσικούς και ειδικότερα τους ρήτορες. Στα είκοσί του χρόνια συνέθετε δοκίμια επί της ελληνικής ιστορίας και εγκώμια Αγίων, ενώ παράλληλα διάβαζε και μελετούσε τους αρχαίους φιλοσόφους και τα ιερά βιβλία. Ακόμη, σπούδασε θεολογία, φυσικά την ορθόδοξη, δεδομένου ότι ήταν ένας προνοητικός νέος και δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει τα αχνάρια του πατέρα του.
Ο Μετοχίτης αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι για αυτόν σπουδές σήμαινε μέσον επιβίωσης και όχι μόνο σπουδές. Όντας υιός γονέων υπό δυσμένεια, χωρίς την δυνατότητα υπάρξεως βοήθειας από αυτούς, δεν ήλπιζε στην αυτοκρατορική εύνοια. Όμως, παρά το σοβαρό αυτό μειονέκτημα για μία μελλοντική κυβερνητική σταδιοδρομία, τράβηξε το 1290 την προσοχή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Νίκαια, και τούτο λόγω των ασυνήθιστων λογίων γνώσεών του. Ο Αυτοκράτορας συμπάθησε και εκτίμησε τον νεαρό Μετοχίτη, ειδικά μετά αφού τον άκουσε να εκφωνεί ένα εγκώμιο για την πόλη της Νίκαιας, και τον προσέλαβε αμέσως στην υπηρεσία του παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν ακόμη στην φυλακή. Έτσι, μπήκε στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα καταλαμβάνοντας σιγά- σιγά όλες τις πιο υψηλές βαθμίδες στον κρατικό μηχανισμό. Ο Μετοχίτης αισθάνθηκε ότι το αδύνατο είχε γίνει δυνατό. Η σκληρή δουλειά ανταμείφθηκε και η πολυμάθεια και το λογοτεχνικό ταλέντο εκτιμήθηκαν δεόντως. Μέχρι το τέλος της ζωής του πίστευε ότι η παιδεία, αυτό το ανεκτίμητο αγαθό, ήταν το μόνο στέρεο και αναπαλλοτρίωτο ανθρώπινο αγαθό, καθότι αυτό του εξασφάλισε το πλέον ασφαλές καταφύγιο στις τρικυμίες της ζωής του. Στα πρώιμα χρόνια του μάλιστα αντιμετώπιζε το δίλημμα να ακολουθήσει το δρόμο του λογίου ή εκείνο του πολιτικού. Τελικά επέλεξε την πολιτική ελπίζοντας παράλληλα να ασχοληθεί και με την φιλολογία στον ίδιο βαθμό. Στο τέλος ανακάλυψε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό (2) και ίσως έτσι το Βυζάντιο να έχασε την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στη σύνθεση των αξιών του αρχαίου πνεύματος και του Χριστιανισμού.
Μετά από ένα χρόνο στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, ταξιδεύοντας μαζί του σε όλη την Μικρά Ασία, ο Μετοχίτης έλαβε τον τίτλο του Λογοθέτη των Αγελών και μαζί με αυτόν επιπλέον, και εκείνον του μέλους της συγκλητικής τάξεως. Αργότερα, θα θυμάται με ικανοποίηση ότι απέκτησε όλους αυτούς τους τίτλους χωρίς να καταβάλει τίποτε, ενώ όταν ήλθε η σειρά του να διανέμει αξιώματα ο ίδιος φάνηκε λιγότερο γενναιόδωρος προς τους άλλους. Το 1295, έλαβε τον τίτλο του Λογοθέτη των Οικειακών μετά από μία σειρά προφανώς επιτυχημένων διπλωματικών αποστολών στην Κύπρο και στην Αρμενία, στις οποίες το θέμα των διαπραγματεύσεων αφορούσε κατά κύριο λόγο την εύρεση συζύγου για τον υιό του Αυτοκράτορα και συμβασιλέα, τον Μιχαήλ Θ΄. Τελικά, ο Μιχαήλ έλαβε για σύζυγο την Ρίτα-Μαρία της Αρμενίας τον Ιανουάριο του 1296. Στην συνέχεια, το 1299 ο Μετοχίτης πηγαίνει σε νέα αποστολή στην Σερβία προκειμένου να τακτοποιήσει τον γάμο του σέρβου βασιλέα Στεφάνου Μιλουτίν με την πριγκίπισσα και μικρή κόρη του Ανδρονίκου Β΄. Η συμφωνία του γάμου ήταν το τελευταίο στάδιο μακρών διαπραγματεύσεων που αφορούσαν εδαφικά θέματα, αποφάσεις για την διόρθωση των συνόρων και την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Από το 1305, ο Μετοχίτης καταλαμβάνει την θέση του Μεσάζοντος ή αλλιώς, του Πρωθυπουργού της αυτοκρατορίας, αφού προηγουμένως, είχε χρηματίσει ως Πρωθυπουργός στην Θεσσαλονίκη, της δεύτερης συζύγου του Ανδρονίκου Β΄ η οποία ήταν ιταλικής καταγωγής. Εκείνη την εποχή λαμβάνει και τον τίτλο του Λογοθέτη του Γενικού. Ας σημειωθεί ότι την θέση του Πρωθυπουργού κατείχε μέχρι τότε ο Νικηφόρος Χούμνος, ο οποίος εκτοπίσθηκε με τον διορισμό του Μετοχίτη στην θέση του και αυτή η μείωση του πρώτου ήταν η αιτία μιας μακροχρόνιας έχθρας μεταξύ των δύο ανδρών η οποία, ωστόσο, κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ο Μετοχίτης είχε πέντε υιούς που και αυτοί με την σειρά τους κατέλαβαν κρατικές θέσεις και αξιώματα. Την κόρη του την πάντρεψε με τον ανιψιό του Αυτοκράτορα, τον Ιωάννη Παλαιολόγο, συγγενεύοντας έτσι με την αυτοκρατορική οικογένεια.
Το 1321 έγινε Μέγας Λογοθέτης και την εποχή αυτήν ήταν πλέον ένας ισχυρός και πλούσιος άνδρας. Τότε άρχισε να αρέσκεται και να απολαμβάνει κολακείες και επαίνους, να παραχωρεί ή να αρνείται χάρες, ακόμη και τις ακροάσεις ενώπιον του Αυτοκράτορα είχε αναλάβει. Και πάνω από όλα πουλούσε αξιώματα, παραχωρήσεις γης και αργομισθίες. Δεν έχασε όμως ποτέ την αγάπη του για τα γράμματα και την παιδεία. Την ημέρα ασχολούταν με τα δημόσια πράγματα και την νύχτα έγραφε και μελετούσε. Τον Μάιο του1328, όταν εκθρονίστηκε ο Ανδρόνικος Β΄, συμπαρέσυρε στην πτώση του και τον Μετοχίτη, φτάνοντας έτσι στο τέλος της η πολιτική του σταδιοδρομία. Φυλακίσθηκε και εξορίστηκε στο Διδυμότειχο στην Θράκη, όπου έμεινε μέχρι το 1330. Το παλάτι του καταστράφηκε και η περιουσία του κατασχέθηκε. Μετά από μία άθλια περίοδο δύο ετών εξορίας, κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη όπου έζησε ως μοναχός, με το όνομα Θεόληπτος, στην Μονή της Χώρας μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1332.
Ο Ševčenko (2) γράφει ότι κατά κάποιο τρόπο η ζωή του ήταν μία αποτυχία. Ο Μετοχίτης ήθελε να πλουτίσει. Επί σειρά ετών λάμβανε από τον Αυτοκράτορα επιχορηγήσεις είτε για τον ίδιο είτε για την Μονή της Χώρας, την οποία είχε φροντίσει να ανακαινίσει μεταξύ του 1316 και 1321 με τεράστιο κόστος. Γράφει ακόμη ο Sevcenko ότι όπως λέγεται τα πλούτη του Μετοχίτη έγιναν από το αίμα και τα δάκρυα των πτωχών. Όμως, ακόμη, πριν από την πτώση του, ήδη το 1327 ο Μετοχίτης άρχισε να υφίσταται την αλλαγή της μοίρας του. Ο θάνατος του γαμπρού του Ιωάννη Παλαιολόγου, του φόρτωσε την υποχρέωση της φροντίδας των εγγονών του. Έτσι, παρά τα αρχικά του σχέδια να αποτραβηχτεί από την δημόσια ζωή και να καταφύγει στην Μονή της Χώρας απολαμβάνοντας πνευματικά αγαθά, η υπερβολική αφοσίωσή του στην υλική ευημερία των παιδιών του και γενικότερα της οικογένειάς του, τον έκανε δέσμιο και αποτυχημένο (2). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ενώ ο Μετοχίτης έδειχνε τόση υπερβολική φροντίδα για τα παιδιά του, φαίνεται ότι δεν έκανε το ίδιο για τον πατέρα του, τον Γεώργιο, ο οποίος πέθανε στην φυλακή την ίδια χρονιά που ο υιός του εκδιώχθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, δηλαδή, ήταν φυλακισμένος ως εχθρός της αυτοκρατορίας την ίδια εποχή όπου ο υιός κατείχε ένα από τα ανώτατα κρατικά αξιώματα, χωρίς αυτός να ενδιαφερθεί για τον πατέρα. Κάποιοι μελετητές θεωρούν αυτό σαν έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των ατόμων στο Βυζάντιο (4). Όμως, στα ποιήματά του ο Μετοχίτης θρηνεί την τύχη των παιδιών του, τα οποία είχαν βρεθεί στην φυλακή από την νέα αυτοκρατορική διοίκηση και επομένως μπορούμε να συνάγουμε απλά και μόνο ότι όλα αυτά δείχνουν τα ανεξερεύνητα μυστικά της ανθρώπινης ψυχής .
Ο Μετοχίτης άφησε μία σειρά από έργα σημαντικής εκτάσεως αλλά και αξίας. Πίστευε ο ίδιος, ότι ποτέ δεν είναι αργά για περαιτέρω μάθηση και παιδεία, και έτσι, κατά προτροπή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄, στην ηλικία των σαράντα τριών ετών άρχισε να ασχολείται με την αστρονομία όπου συνέγραψε δύο βιβλία, τα οποία είναι πλήρη αυθεντικών αλλά και καμιά φορά αμφιβόλων γνώσεων. Ανάμεσα στα έργα του υπάρχουν ποιήματα, δοκίμια για την αρχαία φιλοσοφία και την λογοτεχνία, ρητορικά και αγιολογικά έργα. Υπάρχει , γενικά, μία ασυμφωνία σχετικά με την πραγματική αξία του Μετοχίτη ως συγγραφέα και ως λογοτεχνική προσωπικότητα. Ο Gigante π.χ. όπως και ο Sevcenko, ο Beck ή ο Guilland ή ακόμη και ο Diehl αλλά και τόσοι άλλοι αναγνωρίζουν το κριτικό προφίλ του φιλολόγου και πολιτικού ανδρός, του Θεοδώρου Μετοχίτη (6). Ο Sevcenko τονίζει την ανεξαρτησία και την πρωτοτυπία της σκέψεώς του, καθώς και την κριτική του ικανότητα. Εν αντιθέσει, άλλοι αμφιβάλλουν για την λογοτεχνική ποιότητα του έργου του και την δική του αξία, όπως π.χ. η Eva Van der Velden (7). Όμως η κριτική της θεωρούμε ότι στηρίζεται μάλλον πάνω σε μία ψυχολογική βάση καλβινιστικών κοινωνικών οργανώσεων, στις οποίες ο πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος Θεός της Ανατολικής Εκκλησίας αντικαθίσταται από έναν ιεχωβά αυταρχικό δεσπότη.
Όλα τα έργα του Μετοχίτη διασώθηκαν εκτός από μία συλλογή επιστολών, η οποία έχει χαθεί. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του είναι ακόμη αδημοσίευτο λόγω του γνωστού δυσνόητου ύφους του. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του Μετοχίτη είναι το Υπομνηματισμοί και Σημειώσεις Γνωμικαί, γνωστό πλέον με το λατινικό τίτλο Miscellanea(4). Αυτό το έργο είναι μία συλλογή δοκιμίων που αποτελείται από πολλά κεφάλαια διαφορετικής εκτάσεως το καθένα και τα οποία δίνουν μία ικανοποιητική εικόνα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, της οποίας προϊόν είναι ο Μετοχίτης. Ασχολήθηκε ο ίδιος σε βάθος με τους αρχαίους Έλληνες αφιερώνοντας τους πολύ χρόνο. Μάλιστα, θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και όλους τους Βυζαντινούς «κοινωνούς και διαδόχους» αυτών, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούσε ((8) Miscellanea, ch.93, p. 595). Είχε τόσο πλημμυρίσει από την αρχαία κληρονομιά, ώστε να λέγει, ότι οι αρχαίοι δεν άφησαν τίποτε σημαντικό και αξιόλογο με το οποίο να ασχοληθεί η δική του γενεά. Έτσι, θέλησε να παραμείνει πιστός στη γλώσσα και στο διανοητικό ύφος των αρχαίων Ελλήνων παρά στην ψυχή της εποχής του. Και έγραψε σε μία γλώσσα που, για να την κάμει όσο το δυνατό περισσότερο αρχαΐζουσα, την απομάκρυνε από τη σαφήνεια των αρχαίων Ελλήνων. Νομίζουμε ότι, εάν δεν ζητούσε να είναι τόσον κοντά στη γλώσσα, θα ήταν ίσως πιο κοντά στο πνεύμα των αρχαίων προγόνων.
Έτσι ένα από τα χαρακτηριστικά του συγγραφικού έργου του Μετοχίτη είναι η περίπλοκη γλώσσα και το επιτηδευμένο ύφος που χρησιμοποιεί. Αυτό, το βασανισμένο ύφος, ο Sevcenko το αποδίδει στην επιθυμία του Μετοχίτη να είναι διαφορετικός. Κάτι ακόμα που διαφαίνεται στο έργο του είναι ένας μελαγχολικός τόνος, ο οποίος ίσως να οφείλεται στις τραγικές συνθήκες της προσωπικής του ζωής, αλλά και στην παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας (4). Ο Μετοχίτης είχε επίγνωση της παρακμής της αυτοκρατορίας (5), ήταν ένας από τους πρώτους λογίους του δεκάτου τετάρτου και του δεκάτου πέμπτου αιώνα, ο οποίος είδε το Βυζάντιο να ακολουθεί τον νόμο της ανάπτυξης και της καταστροφής που ερχόταν. Το Βυζάντιο είχε ήδη χάσει την Μικρά Ασία κάτω από τα ίδια μάτια του Μετοχίτη (1). Όπως κάθε ζωντανός οργανισμός έτσι και η κάθε αυτοκρατορία έχει περιόδους αναπτύξεως, ευημερίας, αλλά και περιόδους πτώσεως. Ο Μετοχίτης τονίζει στο έργο του την αστάθεια της ανθρώπινης ζωής, αλλά ο ίδιος ελπίζει να κερδίσει την αθανασία μέσα από το πνευματικό έργο του. Τα ποιήματα του περιγράφουν πολλά πράγματα, εντυπώσεις και αυτοβιογραφικά περιστατικά. Επίσης, σημαντικές είναι οι θεωρητικές πολιτικές σκέψεις του (9), αλλά και όλο το ποικίλο έργο του σε θέματα ηθικά, ιστορικά, αστρονομικά.
Ο Μετοχίτης ήταν ένας μεγάλος συλλέκτης βιβλίων, του άρεσαν τα βιβλία περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην συλλογή των βιβλίων του αναφέρονται πάνω από ογδόντα αρχαίοι συγγραφείς. Την βιβλιοθήκη του την δώρισε στην Μονή της Χώρας, την οποία ανακαίνισε μεταξύ του χρονικού διαστήματος 1316 και 1321. Από το αρχικό οικοδομικό συγκρότημα, που ήταν αρκετά μεγάλο, έχει απομείνει σήμερα μόνο το καθολικό της Μονής. Τα ψηφιδωτά που διακοσμούν τους δύο νάρθηκες του ναού, σώζονται σε καλή κατάσταση. Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες καθιστούν το καθολικό της Μονής της Χώρας ένα από τα πλέον ξεχωριστά και σημαντικά μνημεία της υστεροβυζαντινής τέχνης (4). Για τον Μετοχίτη, η Μονή της Χώρας έπρεπε να πληροί τρεις σκοπούς , 1ον) να είναι η καλύτερη μονή του κόσμου, 2ον) να έχει την καλύτερη βιβλιοθήκη και 3ον) να εκτελεί τις λειτουργίες που κάθε κτήτορας θα περίμενε, δηλαδή, να του παρέχει ένα λιμάνι στις δύσκολες στιγμές και ένα καταφύγιο στα γεράματά του, αν και ο κύριος σκοπός της Χώρας ήταν να του ικανοποιήσει τον πόθο που ελλόχευε μέσα του για επίγεια αθανασία (1). Μπορεί η βιβλιοθήκη να ήταν ιδιωτική, όμως, ήταν προσιτή σε όλους και για αυτό τον λόγο αποτελούσε ένα σημαντικό πνευματικό φάρο στην ζωή των Βυζαντινών του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Θα μεταφέρουμε εδώ αυτά που ο Ševčenko (1) γράφει για τον Μετοχίτη και την Μονή της Χώρας για να δείξουμε τον άνθρωπο Μετοχίτη και το έργο του: «Χωρίς να παραλείπουμε τα ελαττώματά του, θα πρέπει να του παραχωρήσουμε τον θαυμασμό μας ότι για να μας δώσει την Μονή της Χώρας θα έπρεπε να είναι ένας άνδρας πλούσιος, με πλούσια καλαισθησία και ευφυΐα». Και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει για τον Μετοχίτη στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος (10), ότι πρόκειται για μία μεγάλη προσωπικότητα που κατάφερε να είναι αδιάκοπα υπεύθυνος για τη ζωή του κράτους, και μάλιστα σε μία εποχή που ήταν γεμάτη αγωνίες και πολεμικές περιπέτειες, και παράλληλα να αναπτύξει τον εαυτόν του ως τον πολυμερέστερο ανθρωπιστή του Βυζαντίου. Στον ίδιο τόνο και ο Marcello Gigante γράφει (3) ότι ο Μετοχίτης είναι θερμός υποστηρικτής του αρχαίου λόγου αλλά παράλληλα και των αξιών του Χριστιανισμού, ένας Βυζαντινός Ουμανιστής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). I. Ševčenko, The Chora and the Intellectual Trends of His Time, The Kariye Djami. Volume 4. Studies in the Art of the Kariye Djami and Its Intellectual Background, P. A. Underwood, Routledge & Kegan Paul, Princeton 1975, 19-55; του ιδίου, Études sur la polemique entre Théodore Métochite et Nicéphore Choumnos (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae, Subsidia III), Byzantion 1962, Bruxelles; του ιδίου, Observations sur les recueils des discours et des poemès di Théodore Métochite et sur la bibliothèque de Chora à Constantinople, Volume 5. Scriptorium 1951, 279-288.
(2). H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Τόμος Β΄. Μετάφραση Γ. Χ. Μακρής κ.α., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.
(3). M. Gigante, Il Ciclo delle poesie inedite di Teodoro Metochites a se stesso o sull’ instabilità della vita, Vol. 2. Byzantinische Forscungen [Polychordia, Festschrift Franz Dölger, 2], Amsterdam 1968, 204-224; του ιδίου, Per l’ interpretazione di Teodoro Metochites quale umanista bizantino, Rivista di Studi Bizantini e neoellenici N.S. 4, 1967, 11-25.
(4). J. M. Featherstone, Thedore Metochites’ s Poems ‘To Himself’. Introduction, Text and Translation (Byzantina Windobonensia, Band XXIII), Wien 2000.
(5). J. O. Rosenquist, Η Βυζαντινή Λογοτεχνία από τον 6ο αι. ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μεταφραστής Ιωαν. Βάσσης, εκδ. Κανάκης 2008, 221-224.
(6). Α. P. Kazhdan, The Oxford Dictionary of Byzantium, New York: OxfordUniversity Press 1991.
(7). H. G. Beck, Theodor Metochites, die Krise des byzantinischen Weltbildes im 14. Jahrhundert, Munich 1952, 3-25; R. Guilland, Les poésies inédites de Théodore Métochite, Vol. 3, Byzantion 1926, 262-302 ; Ch. Diehl, Les mosaïques de Kahrié Djami dans son livre Etudes Byzantines, Paris 1905, 392-431.
(8). E. de Vries-Van der Velden, Théodore Métochite. Une réévaluation, Amsterdam 1987, 31-104.
(9). C. G. Müller-T. Kiessling, Theodori Metochitae Miscellanea Philosophica et Historica, Leipzig 1821 (ανατ. Amsterdam 1966).
(10). Π. Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, Από τον Αυγουστίνο ως τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, τόμος 1ος, εκδ. Το Βήμα, Αθήνα 2010.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010