Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ

Παπαδόπουλου Παντελῆ

Θεολόγου

 

Σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ἡ ἐργασία ὑπῆρξε πάντοτε μία ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ ἕνα πρόβλημα. Ἀνάγκη πάντοτε, ὡς ὁ νόμιμος τρόπος νὰ κερδίζει κανεὶς «τὰ πρὸς τὸ ζῆν» καὶ νὰ δημιουργεῖ μικρὴ ἢ μεγάλη περιουσία. Κοινωνικὸ πρόβλημα, ὡς πρόβλημα τῆς ἰσοκατανομῆς τοῦ πλούτου. Αὐτὸ ἦταν πάντοτε συνδεδεμένο μὲ τὶς συνθῆκες ζωῆς, τὶς παραδόσεις καὶ τὰ ἤθη κάθε τόπου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἠθική.

Γιὰ αὐτό, εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε πῶς ἀντιμετωπίζεται ἡ ἐργασία ἀπὸ ἄποψη χριστιανικῆς ἠθικῆς.

 

Ἡ ἐργασία πρὶν καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου

Ἡ ἐργασία ὑπῆρξε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔθεσε τοὺς πρωτόπλαστους στὸν Παράδεισο «τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέν. β’ 15). Ὁ Παράδεισος, σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τῆς Βίβλου, ἐξασφάλιζε στὸν ἄνθρωπο εὔκολη καὶ ἄνετη διαβίωση μὲ μία μόνο ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐντολὴ ἦταν, νὰ ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ συντηρεῖ τὸν Παράδεισο.

Μὲ δεδομένο ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε προικισθεῖ μὲ ἐξαίρετα πνευματικὰ χαρίσματα,-πρᾶγμα ποὺ φαίνεται στὸ ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἐξέτασε ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ζῶα καὶ τοὺς ἔδωσε ὄνομα σύμφωνα μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ ἑκάστου-, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἐργασία ἀρχικὰ καὶ πρὶν τὴν πτώση, ὑπῆρξε γιὰ τὸν ἄνθρωπο μία εὐχάριστη καὶ δημιουργικὴ ἀπασχόληση.

Ἡ φύση ὅμως τῆς ἐργασίας ἄλλαξε μετὰ τὴν πτώση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Τότε σκοτίστηκε ὁ νοῦς του, ἡ γῆ ἔγινε ἐχθρικὴ ἀπέναντί του γεμίζοντας «ἀκάνθας καὶ τριβόλους» καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐπέβαλε τιμωρία λέγοντας: «ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖν τὸν ἄρτον σου» (Γὲν. γ΄ 19). Ἔκτοτε ἡ ἐργασία γίνεται σκληρὴ κοπιαστικὴ καὶ δυσάρεστη. Συνδέθηκε μὲ κόπους, ἱδρώτα καὶ ἀποτυχίες. Ὁ ὅρος «δουλειὰ» ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν ὄρο «δουλεία» δείχνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς φύσεως τῆς ἐργασίας, ἀπὸ εὐχάριστη καὶ δημιουργικὴ σὲ καταναγκαστικὴ καὶ κοπιώδη, χωρὶς ἐξασφαλισμένα θετικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ ἐργασία πχ. ἑνὸς γεωργοῦ δὲν συνεπήγετο ὑποχρεωτικὰ καὶ καλὴ ἐσοδεία κλπ.

 

Οἱ δύο λανθασμένες περὶ ἐργασίας ἀντιλήψεις

Ἡ σημασία τῆς ἐργασίας δὲν ἐκτιμήθηκε πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἄλλοτε ὑποτιμήθηκε καὶ ἄλλοτε ὑπερτιμήθηκε, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὶς ἐπικρα-τοῦσες συνθῆκες.

α. Ἡ ὑποτίμηση τῆς ἐργασίας

 Ἀφοῦ ἡ ἐργασία ἀποτελεῖ πρωταρχικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ὑποτιμᾶται ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Ἡ ὑποτίμηση τῆς ἐργασίας ὑπῆρξε προχριστιανικὴ ἀντίληψη.

Γιὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ σκέψη ἀξία εἶχε ἡ «θεωρία» δηλαδὴ ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸ πνεῦμα. Ἀντίθετα ἡ «πράξη» δηλαδὴ ἡ πρακτικὴ ἐργασία ἢ ἡ χειρωνακτική, ἦταν μία ἀνάγκη, ποὺ ταιρίαζε στὰ κατώτερα κοινωνικὰ στρώματα, στοὺς δούλους ἢ στοὺς πληβείους.

Ἤδη, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ ἀνάλογες σκέψεις, ἀλλὰ ὄχι γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους. Ἀμελοῦσαν μερικοὶ τὴν ἐργασία τους μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι ἀνέμεναν τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου, τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἦταν κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «οἱ μηδὲν ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ περιεργαζόμενοι». Αὐτοὺς κατακεραυνώνει μὲ αὐστηρότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνοντάς τους τὸ «εἰ τὶς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. γ΄10,11).

Ἀργότερα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φέρνουν τὴν ἰσορροπία τονίζοντας τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας, εἴτε θεωρητικῆς (φιλοσοφικὴ ἢ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα), εἴτε χειρωνακτικῆς (γεωργία, κτηνοτροφία, ἁλιεία, τέχνες κ.λ.π). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἂν καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ «θεωρητικοὺς» (καθότι ὑπῆρξε σπουδαῖος θεολόγος και ποιητής), τονίζει «ἄριστη ἡ θεωρία ἀλλὰ καὶ ἡ πρακτικὴ (δηλ. χειρωνακτικὴ) ἐργασία ἐπίσης».

Σοβαρὴ συνέπεια τῆς ὑποτιμήσεως τῆς ἐργασίας, εἶναι ἡ ἀποφυγή της, ἡ «ὀκνηρία». Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ κατασκευῆς ὂν δημιουργικό, ἡ ὀκνηρία εἶναι κάτι «ἀφύσικο», ποὺ ἀχρηστεύει τὶς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὀκνηρὸς ἄνθρωπος ἀποφεύγει τὴν προσπάθεια, δὲν δημιουργεῖ, δὲν ἐξασκεῖ τὶς φυσικὲς καὶ διανοητικές του ἱκανότητες, ζεῖ παρασιτικὰ καὶ καταντᾶ μειονεκτικός.

Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ παράδοση, βλέπει πολὺ ἀρνητικὰ τὴν ὀκνηρία. Τὴν χαρακτηρίζει ὡς θανάσιμο ἁμάρτημα. Ἡ ὀκνηρία ἐκδηλώνεται ὡς ἀμέλεια, ἀδιαφορία, ραθυμία, ἀπονάρκωση, ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος κλπ. Ἡ ὀκνηρία ἐκδηλώνεται μὲ ποικίλους τρόπους σχεδὸν σὲ κάθε μορφὴ δραστηριότητας. Ὡς ἀδιαφορία καὶ ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος στὶς σπουδές, ὡς ἀμέλεια καὶ ἔλλειψη σοβαρότητας στὸ ἐπάγγελμα καὶ στὰ καθήκοντα ποὺ συνεπάγεται. Στὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες ἐκδηλώνεται ὡς νωθρότητα.

Στὴν θρησκευτικὴ ζωή, ἡ ὀκνηρία ἐκδηλώνεται ὡς ραθυμία καὶ ὀνομάζεται «ἀκηδεία». Ἀκηδεία σημαίνει «ἔλλειψη φροντίδας» γιὰ πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἡ ἀκηδεία εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικῆς νάρκωσης, ποὺ ἐμποδίζει κάθε δραστηριότητα ποὺ ἀποβλέπει στὸν ἁγιασμό, στὴν ἐντατικοποίηση τῆς προσευχῆς ἢ ἄλλων πνευματικῶν ἀσκήσεων. Ἐμποδίζει τὴν πρόθυμη ἐκτέλεση τῶν διακονημάτων. Τελικά, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο (ἰδίως ἂν εἶναι μοναχὸς) στὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ στὴν ἔλλειψη ἀγάπης γιὰ τοὺς συνανθρώπους.

 

β. Ἡ ὑπερεκτίμηση τῆς ἐργασίας

Στὴν σημερινὴ καταναλωτική μας κοινωνία, ποὺ ἡ οἰκονομικὴ πρόοδος καὶ ἡ παραγωγικότητα θεωροῦνται ὕψιστες ἀξίες. Ἡ ἐργασία ὑπερεκτιμᾶται. Ἐξαίρεται ἡ προσπάθεια, ἡ δημιουργικότητα καὶ ἡ παραγωγικότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Στὴν στάση αὐτή, κρύβεται ὑποσυνείδητα ἡ νοσταλγία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν βιβλικὴ φράση: «καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ» (Γὲν. γ΄ 5). Θέλει μὲ τὴν ὑπερβολικὴ καὶ δημιουργικὴ ἐργασία ὁ ἄνθρωπος, νὰ ἐκθρονίσει τὸ Θεὸ καὶ στὴ θέση του νὰ βάλει τὸν ἑαυτό του. Φαίνεται ἀπίθανο, ὅμως εἶναι ἀληθινό. Ὄχι μόνο διότι ὁ πολυάσχολος ἄνθρωπος δὲν ἔχει χῶρο στὴν καρδιά του, ἀλλὰ οὔτε καὶ χρόνο στὴ ζωή του γιὰ τὸν Θεό. Διότι, μὲ τὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ δίνει ἡ  ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία, ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, μόνος του  χωρὶς τὸν Θεό.

Ὁ περίφημος διανοητὴς Οswald Spengler εἶχε πεῖ: «στὴν μηχανὴ κρύβεται ὁ διάβολος». Ὄχι γιατί ἡ μηχανὴ εἶναι κάτι διαβολικό. Ἀλλὰ διότι, γιὰ πολλοὺς σύγχρονους τεχνοκράτες, ἡ μηχανή, ἡ τεχνολογία, καὶ ἡ οἰκονομικὴ αὐτάρκεια ποὺ δημιουργεῖ αὐτή, εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ξεχνοῦν τὸ Θεό.

Πράγματι, χρειάζεται πολλὴ φώτιση, ταπείνωση καὶ ἐνσυνείδητη χριστιανικὴ ζωή, γιὰ νὰ μπορέσει ἕνας ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἐπιστήμων νὰ δεῖ τὸν Θεό, εἴτε πίσω ἀπὸ τὰ στοιχειώδη σωμάτια ποὺ μελετᾶ, κάνοντας πειράματα σὲ ἕνα πυρηνικὸ ἀντιδραστήρα, εἴτε πίσω ἀπὸ τοὺς γαλαξίες τοῦ σύμπαντος, ποὺ διερευνᾶ μὲ τὰ ὑπερτέλεια τηλεσκόπιά του.

Οἱ δυνάμεις ποὺ ἔχει στὰ χέρια τοῦ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, φαντάζουν στὴν πεπερασμένη του διάνοια τόσο μεγάλες, ὅσο ἐκεῖνες ποὺ ἀπέδιδαν κάποτε στὸν Θεό. Φαντάζουν δυνάμεις θεϊκές. Καὶ ἔτσι, τὰ λόγια του ὄφεως, ποὺ ψιθύρισε κάποτε στοὺς πρωτοπλάστους «ἔσεσθε ὡς θεοὶ» ἐπαναλαμβάνονται μὲ ἄλλο πιὸ πονηρὸ τρόπο στὸν σύγχρονο καὶ αὐτονομημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπο.

Αὐτὴ ἡ μηχανοκρατικὴ καὶ τεχνοκρατικὴ ἀντίληψη κρύβει μέσα της ἕνα θανάσιμο κίνδυνο:

α. ἐκθρονίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ αὐτὸ ἔχει πολλὲς ἄσχημες ἀνθρωπολογικὲς συνέπειες.

β. τὸν κάνει νὰ ὑποτιμᾶ καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τὴν θεϊκή του προέλευση καὶ τὸν ἐσχατολογικό του προορισμό.

 Ὁ ἄνθρωπος, ὡς συνέπεια αὐτοῦ, γίνεται ἐξάρτημα τῆς μηχανῆς(*). Γίνεται ἀναλώσιμο καὶ εὔκολα ἀντικαταστάσιμο ἀνθρώπινο ὑλικό. Ἡ ἀξία του ἐκτιμᾶται ἀνάλογα μὲ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας ποὺ προσφέρει. Ἡ ἀξία της θεωρεῖται μεγαλύτερη, ὅσο λιγότεροι ἄνθρωποι γνωρίζουν τὴν ἴδια ἐργασία. Οἱ οἰκονομολόγοι συνήθως λένε «Δὲν ἔχει τόση σημασία τί γνωρίζεις, ἀλλὰ τί μπορεῖ νὰ κάνεις».

 Ὡς συμπέρασμα, μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε, ὅτι καὶ ἡ ὑπερεκτίμηση τῆς ἐργασίας, ἔχει ἀρνητικὲς συνέπειες στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου διότι:

α. δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση τῆς αὐτάρκειας ἀπέναντι στὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κερδίζει  πολλὰ ἀπὸ τὴν ἐργασία του, αἰσθάνεται ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό. Δὲν τὸν ὑπολογίζει στὴν ζωή του, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ θέλημά Του, ζεῖ ἐρήμην τοῦ Θεοῦ. Ἐνσυνείδητα ἢ ὄχι, φθάνει στὴν πρακτικὴ ἀθεΐα. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορές, ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν ταρακουνήσει καὶ νὰ συνέλθει, ἐπιτρέπει νὰ τοῦ συμβεῖ κάποιο μικροατύχημα, κάποια ἀσθένεια ἢ κάποιο ἄλλο δυσάρεστο γεγονός.

β. διευκολύνει τὴν ἀπανθρωποίηση καὶ τὴν ἀποϊεροποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν θεωρεῖται ἄξιος παντὸς σεβασμοῦ -«ἱερός»-, διότι εἶναι θεῖο δημιούργημα, ἀλλὰ ὑποτιμᾶται ὡς «ἀντικείμενο», ὡς γρανάζι καὶ ὡς ἐξάρτημα μίας μηχανῆς(*). Ἀγνοοῦνται οἱ ἄλλες ψυχοσωματικές του ἱκανότητες  καὶ ἀνάγκες. Ἐπίσης ὁ οἰκονομικὰ ἰσχυρός, μπορεῖ νὰ ὑποτιμᾶ τοὺς οἰκονομικὰ ἀσθενεστέρους καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τους. Τὸν ἐνδιαφέρουν μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ἐκεῖνοι τοῦ εἶναι χρήσιμοι  καὶ ἐξυπηρετοῦν τὶς δικές του ἀνάγκες.

 Τὸ συμπέρασμα ἑπομένως, ποὺ μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε, εἶναι ὅτι: καὶ ἡ ὑπερεκτίμηση καὶ ἡ ὑποτίμηση τῆς ἐργασίας, εἶναι λανθασμένες ἀντιλήψεις καὶ ἔχουν θλιβερὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

 

Κατευθύνσεις τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς γιὰ τὴν Ἐργασία.

Ποιὲς εἶναι ὅμως οἱ βασικὲς κατευθύνσεις, ποῦ μπορεῖ νὰ δώσει ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ στὸ πρόβλημα τῆς ἐργασίας;

 

Ὁ ἄνθρωπος συνδημιουργός του Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος, ἀξιοποιώντας τὶς δημιουργικὲς ἱκανότητες, μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἔχει προικίσει ὁ Θεός, μπορεῖ μὲ τὴν ἐργασία του νὰ γίνει συνεργὸς τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἀρχικὰ ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ μέσω τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖ συνεχῶς. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν τεχνολογία καὶ τὶς ἐπιστῆμες ποὺ ἔχει ἀναπτύξει, μπορεῖ νὰ διορθώνει καὶ νὰ διαμορφώνει τὸ φυσικό του περιβάλλον, σύμφωνα μὰ τὴν θέλησή του. Ἔτσι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἠθική του διαπαιδαγώγηση, ἂν θὰ κάνει καλὴ ἢ κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν δυνατοτήτων του. Ἂν θὰ κάνει χρήση δημιουργικὴ καὶ περιβαλλοντικὰ ὠφέλιμη, ἢ κατάχρηση καταστροφικὴ καὶ περιβαλλοντικὰ βλαβερή.

 

2. Συντηρητὴς καὶ ἀναβαθμιστῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.

Τὸ φυσικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ζεῖ καὶ δραστηριοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τυγχάνει σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης, πρέπει νὰ θεωρεῖται ἱερό, ὡς προελθὸν ἀπὸ «τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ», ἀπὸ τὴν δημιουργική Του ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κινεῖται κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ– καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχικὴ ἐντολή Του, ὅταν τοποθετήθηκε ἀρχικὰ στὸν Παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάττειν»- τότε ἡ ἐργασία του θὰ εἶναι συνεργασία μὲ τὸν Θεό. Τότε ὁ πολιτισμὸς θὰ εἶναι «ἔνθεος» καὶ εὐλογημένος. Δὲν θὰ ἀποκόπτει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν θὰ ἐγκυμονεῖ κινδύνους γιὰ τὶς ἑπόμενες γενεές. Ἀντίθετα, ἕνας πολιτισμὸς ἀπὸ ἄνθρωπο αὐτονομημένο ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀντλήσει τὰ μέγιστα ὀφέλη ἀπὸ τὴ φύση, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει μόνο προσωρινὲς ἀνάγκες ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ μέλλον, μπορεῖ νὰ καταντήσει «δαιμονικός». Τότε πράγματι θὰ ἐγκυμονεῖ κινδύνους γιὰ τὶς μελλοντικὲς γενεές.

 

3. Ἐφαρμοστῆς της ἐντολῆς τῆς ἀγάπης.

Ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ εἶναι πρακτικοποίηση καὶ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Ἂν σκεφτοῦμε ὅτι μὲ τὴν ἐργασία μᾶς προσφέρουμε ___________________________________________________________________

(*) Πρβλ. τὸ τοῦ Karl Marx : «O ἄνθρωπος εἶναι μιὰ μηχανὴ ποὺ παράγει ἐργαλεῖα»

 

ὑπηρεσίες στὸ κοινωνικὸ σύνολο, συνεργαζόμαστε καὶ ἐπικοινωνοῦμε μὲ ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἑνὸς κοινοῦ στόχου (πχ. τὴν εὐημερία τοῦ συνόλου), τότε πρέπει νὰ τὴν προσφέρουμε, μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Μὲ εὐγνώμονα στὸν Θεὸ διάθεση, ὡς θετικὴ ἀπόκριση πρὸς τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔχει προσφέρει ὁ Θεὸς «ἀνατέλλοντας τὸν Ἥλιο ἢ στέλνοντας τὴ βροχὴ ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε ἀπὸ ἀγάπη καὶ μᾶς προίκισε μὲ μεγάλα χαρίσματα, ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς δημιουργικοὶ καὶ εὐτυχισμένοι. Δὲν θὰ εἶναι λοιπὸν φιλότιμη συμπεριφορὰ ἀπὸ μέρους μας, νὰ προσφέρουμε τὸν καλύτερο ἑαυτό μας μέσω τῆς ἐργασίας μας, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν δωρεοδότη Θεό;

 

Κυρίαρχος τῆς γῆς πρὸς δόξαν Θεοῦ.

Μὲ τὴν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει  τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «κατακυριεύσατε τῆς γῆς» (Γὲνν. α΄ 28) μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Δημιουργὸς ἐνέκρυψε μέσα στὴν ὑλική Του δημιουργία, πολλὲς δυνάμεις καὶ δυνατότητες, ἀλλὰ καὶ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου τεχνογνωσία, πράγματα χρήσιμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτά, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει καὶ νὰ ἀξιοποιήσει γιὰ τὶς ἀνάγκες του: πχ. μέσα στὸ ξύλο τῶν φυτῶν ἔχει δεσμευθεῖ μὲ τὴν φωτοσύνθεση ἡλιακὴ ἐνέργεια, τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποδεσμεύει πρὸς ὄφελός του καίγοντας τὸ ξύλο. Τὰ βότανα, ἔχουν πολλὲς ἰαματικὲς ἰδιότητες καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ φάρμακα. Τὰ ὀρυκτά, μᾶς δίνουν ἐνέργεια (γαιάνθρακας, πετρέλαιο) ἀλλὰ καὶ ὑλικὰ (μέταλλα, μάρμαρα, πολύτιμους καὶ ἡμιπολύτιμους λίθους) γιὰ τὴν κατασκευὴ χρήσιμων ἀντικειμένων. Τὰ ζῶα μᾶς δίνουν ὑλικὰ χρήσιμα γιὰ τὴν διατροφὴ καὶ τὴν ἔνδυσή μας (κρέας, γάλα, μαλλί, δέρματα). Ἐπίσης, ἀντιγράφοντας τὸ σύστημα ἐπικοινωνίας ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ νυχτερίδες, φτιάξαμε τὸ ραντάρ. Τὸ σχῆμα τῶν πουλιῶν ἢ τῶν ψαριῶν μᾶς ἔδωσε ἰδέες γιὰ τὴν κατασκευὴ πλοίων, ὀχημάτων καὶ ἀεροπλάνων κ.ο.κ.

Αὐτὲς τὶς δυνάμεις ἀνακαλύπτει μὲ τὴν ἐργασία του, τὴν παρατηρητικότητα καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ὁ ἄνθρωπος. Τὶς ἀξιοποιεῖ μὲ τὶς τεχνολογικὲς ἐφαρμογές. Ἔτσι, βελτιώνει τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς του, προάγει τὸν πολιτισμό του, αὐξάνει τὶς ἀνέσεις καὶ τὶς δυνατότητές του. Τέλος, μὲ τὴν πρόοδο τῆς τεχνολογίας βελτιώνει καὶ τὶς συνθῆκες ἐργασίας του, χρησιμοποιώντας μηχανές, ποὺ τὸν ἀπαλλάσσουν ἀπὸ κόπο καὶ κινδύνους. Δηλαδή, ἐξανθρωπίζει τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐργασία του.

Αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη, τῆς μετατροπῆς τῆς κοπιώδους, ἐξαντλητικῆς καὶ πολλὲς φορὲς ἀνθυγιεινῆς καὶ ἐπικίνδυνης δουλειᾶς, σὲ εὐχάριστη καὶ δημιουργικὴ ἐργασία, εἶναι ἀπὸ μία ἄποψη ἕνα εἶδος λυτρώσεως. Αὐτοῦ του εἴδους ἡ λύτρωση δὲν εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε μὲ τὸ μέρος τῆς χαρᾶς, τῆς εὐτυχίας, τῆς ὑγείας, τῆς προόδου, τῆς βελτιώσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Θέλει τὸν ἄνθρωπο πιὸ εὐτυχισμένο καὶ χαρούμενο, ἀλλὰ καὶ περισσότερο πνευματικό.

Ὁ Χριστὸς θεράπευε πάντοτε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἀνάμεσα στὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν θεραπεῖες ἀπὸ βασανιστικὲς ἀσθένειες, ἄκοπη διατροφὴ (πολλαπλασιασμὸς διὰ θαύματος ἄρτων καὶ ἰχθύων), εὔκολο ψάρεμα κλπ., ποῦ ἀποδεικνύουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Πάντοτε ὅμως κάθε σωματικὴ θεραπεία συνοδεύετο καὶ ἀπὸ θεραπεία τῆς ψυχῆς.

Ὅταν λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία θεραπεύουν, ἀναβαθμίζουν καὶ βελτιώνουν τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πραγματοποιοῦν κάτι ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε, μέσῳ τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου, δοξάζεται ὁ Θεός. Ἐπίσης ὅταν, μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἀνακαλύπτονται τὰ θαυμάσια της δημιουργίας, εἴτε στὸν μικρόκοσμο, εἴτε στὸν μακρόκοσμο, πάλιν δοξάζεται ὁ Θεὸς «ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ».

Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους, ἡ ἐργασία γίνεται αἰτία ἀναβαθμίσεως τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ δόξας τοῦ Θεοῦ.

 

Ἡ ἐργασία ὡς μέσον βιοπορισμοῦ, ὡς καθῆκον, ὡς Σταυρὸς καὶ ὡς μέσον σωτηρίας.

Ἐνδέχεται ὅμως μία ἐργασία νὰ εἶναι σκληρή, κοπιαστική, μονότονη, ἄχαρη καὶ πληκτική. Νὰ μὴν τὴν ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος ὡς συνεργασία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ δημιουργία, οὔτε ὡς πρακτικοποίηση τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς συνανθρώπους του, οὔτε ὡς λύτρωσή του ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς ἀνάγκης, οὔτε ὡς μέσον δοξολογίας πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλὰ μία ἐργασία ρουτίνας, φαινομενικὰ χωρὶς περιεχόμενο. Μία ἐργασία ποὺ ἀποβλέπει κάποιες φορές, μόνο στὸν βιοπορισμὸ καὶ στὴν ἱκανοποίηση μόνο ὑλικῶν ἀναγκῶν.

Καὶ τότε γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει περιεχόμενο καὶ ἀξία. Νὰ βιωθεῖ ὡς Σταυρός, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ νὰ σηκώσουμε. Νὰ ἀποκτήσει νόημα, ὡς δική μας συμμετοχὴ στὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ ἀποτελέσει μία σύγχρονη μορφὴ μαρτυρίου καὶ ὡς μαρτύριο θὰ τὴν ἀμείψει ὁ Θεός. Τότε, ἡ ἐργασία, ἐκτὸς ἀπὸ μέσον βιοπορισμοῦ καὶ ἐκπλήρωση κοινωνικοῦ καθήκοντος, μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει καὶ  λυτρωτικὸ νόημα. Νὰ γίνει καὶ μέσον σωτηρίας. Ἡ λέξη «σωτηρία» στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ σημαίνει ὁλοκλήρωση, διότι «σῶος» σημαίνει «ὁλόκληρος». Ἑπομένως κατὰ Θεὸν σωτηρία σημαίνει ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας.

 

Παραθέτουμε παρακάτω ἕνα εὔγλωττο παράδειγμα:

Πλησίασε κάποιος μερικοὺς ἐργάτες λατομίου, ποὺ ἔσπαζαν πέτρες καὶ ρώτησε τὸν πρῶτο: «πῶς πάει ἡ ἐργασία;», «σκλαβιά, κούραση, ἱδρώτας», ἦταν ἡ ἀπάντηση. Προχώρησε πιὸ πέρα καὶ ρώτησε τὸν δεύτερο ἐργάτη τὰ ἴδια: «κουράζομαι, ἀλλὰ συντηρῶ ἔντιμα τὴν οἰκογένειά μου. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ γυρίζω κουρασμένος στὸ σπίτι καὶ βλέπω τὰ γελαστὰ πρόσωπα τῆς συζύγου μου καὶ τῶν παιδιῶν μου εὐφραίνομαι. Αὐτὸς ὁ κόπος ἐξασφαλίζει μία ἄνετη καὶ ἀξιοπρεπὴ ζωὴ στὴν οἰκογένειά μου». Ἕνας τρίτος λατόμος στὴν ἴδια ἐρώτηση ἀπάντησε: «σκεφθεῖτε ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ σπάζω, θὰ κτισθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς πόλεως, μέσα στὸν ὁποῖο θὰ ἠχοῦν καθημερινῶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἐγὼ θὰ ξέρω ὅτι συνεργάστηκα, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ναό. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς πέτρες σμιλευτῆκαν ἀπὸ τὰ χέρια μου».

Πόσο διαφορετικὰ ἀντιμετώπιζαν τὴν ἴδια ἐργασία οἱ τρεῖς λατόμοι.

 

Ἡ ὁποιαδήποτε ἐργασία ἀποκτᾶ νόημα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴν κάνει.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφιστὲς ἔλεγαν: «πάντων χρημάτων μέτρο ἄνθρωπος» δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων. Δίνει νόημα καὶ περιεχόμενο σὲ καθετὶ ποὺ κάνει, ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπικότητά του.

Πράγματι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πνευματικὴ καλλιέργεια, μπορεῖ νὰ δώσει περιεχόμενο καὶ νόημα καὶ στὴν πιὸ ἁπλὴ καὶ ἄχαρη ἐργασία. Μὲ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ἐπιμέλειά του, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει τὴν ἐργασία του πολὺ ἀξιόλογη καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.

Ἀντίθετα, ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια, καὶ ἡ καλύτερη ἢ ἱερότερη ἐργασία, χάνει τὸ νόημά της. Μπορεῖ νὰ γίνει αἰσχροκερδής, ἀπάνθρωπη, καὶ ἀντικοινωνική.

Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια ἑπομένως, εἶναι αὐτὴ ποὺ τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο σωστὰ ἀπέναντι στὸν Θεό, στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθερο καὶ λογικὸ ὄν, μὲ βούληση καὶ αὐτοσυνειδησία. Μὲ προδιαγραφὴ τὸ «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καὶ σκοπὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώξει«τὸ καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ».

 

Ἂς ἐπιδιώκουμε λοιπὸν τὴν ἐσωτερική μας καλλιέργεια, ὥστε νὰ βλέπουμε τὴν ἐργασία μας:

ὡς δημιουργικὴ συνεργασία μὲ τὸν Θεό,

ὡς πρακτικοποίηση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας,

ὡς πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ «κατακυριεύσατε τὴν γῆν» ἐπιτε-λούμενη πρὸς δόξαν Θεοῦ,

ὡς μέσον ἐκπληρώσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς («τὸ καθ’ ὁμοίωσιν») τοῦ ἀνθρώπου,

ὡς μέσον «κατὰ Θεὸν σωτηρίας» τοῦ ἀνθρώπου (δηλ. ὁλοκληρώσεως αὐτοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ).

 

Ἐπάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ὁ Μ. Βασίλειος λέει τὰ ἑξῆς:

«Εὐχαριστοῦντες μέν, τῷ δεδωκότι καὶ δύναμιν χειρῶν πρὸς ἔργα, καὶ σοφίαν διανοίας πρὸς ἀνάληψιν τῆς ἐπιστήμης, καὶ τὴν ὕλην χαρισαμένῳ, τὴν ἐν τοῖς ἐργαλείοις, καὶ τὴν ὑποκείμενην ταῖς τέχναις, ἅσπερ ἂν τύχωμεν ἐργαζὸμενοι. Προσευχόμενοι δὲ κατευθῆναι τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν πρὸς τὸν σκοπόν τῆς πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως».