(ἀπό τήν κατάκτηση τό 1204 ὡς τό 1262)
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΤΟ 1262 (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ)
Ἀρχιμ. Κύριλλος
Μόνο δύο μέρες μετά τήν παράδοση τοῦ φρουρίου τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας), μαντατοφόροι ἔφθασαν στόν Γουλιέλμο Σαμπλίττη φέρνοντάς του τήν εἴδηση πώς ὁ ἀδελφός του στά μέρη τῆς Γαλλίας πέθανε ἄκληρος καί ἑπομένως ὁ ἴδιος ἔπρεπε νά τόν διαδεχθεῖ. Ἔτσι, ὁ Σαμπλίττης ἀνεχώρησε γιά τήν Γαλλία ἀφήνοντας τόν στρατό του καί τήν κατακτημένη περιοχή στόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο. Εἰδικότερα στόν Βιλλεαρδουΐνο παραχώρησε τήν Καλαμάτα καί τήν Ἀρκαδία μέ τήν περιοχή της (11).
Ὁ Βιλλεαρδουΐνος εἶχε ἄμεσα ζητήματα νά ἀντιμετωπίσει, τίς σχέσεις μέ τούς Βενετούς καί τήν διοικητική ὀργάνωση τῆς κατακτημένης περιοχῆς. Ἐκείνη τήν περίοδο οἱ σχέσεις του μέ τούς Βενετούς ἦσαν ἐχθρικές, διότι οἱ τελευταῖοι εἶχαν ἀποσπάσει μέ ἐχθροπραξίες ἀπό τούς Φράγκους τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη τά ἔτη 1206-1207. Τά δύο μέρη τελικά κατέληξαν σέ συμφωνία, πού ἐπικυρώθηκε μέ τήν συνθήκη τῆς Σαπιέντζας (1209), πού συντάχθηκε στήν ὁμώνυμη νησίδα ἀπέναντι ἀπό τήν Μεθώνη. Μέ τήν συνθήκη αὐτή ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἀναγνώριζε τήν βενετική κυριαρχία στήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη (μέ τίς περιοχές τους), παραιτοῦνταν τῶν διεκδικήσεών του ἐπ᾿ αὐτῶν, καί ἐπίσης παραχωροῦσε ἐλευθερία στίς ἐμπορικές δραστηριότητες τῶν Βενετῶν, καί τό δικαίωμα τῶν τελευταίων νά ἔχουν τίς δικές τους Ἐκκλησίες καί ἀποθῆκες σέ κάθε πόλη.
Ἐνῶ τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἀναφέρει τήν παραχώρηση τῶν δύο πόλεων στούς Βενετούς (12), τήν συνδέει μέ τήν βοήθεια πού προσέφεραν οἱ Βενετοί μέ τά πλοῖα τους στόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, τόν γυιό τοῦ Γοδεφρίδου, γιά τήν κατάκτηση τῆς Κορίνθου, τοῦ Ναυπλίου, τοῦ Ἄργους καί τῆς Μονεμβασιᾶς, γεγονότα ὅμως πού συνέβησαν ἀργότερα (1246-1250). Κάπου τό Χρονικό συγχέει τά δύο γεγονότα καί ἐμφανίζεται νά ἔχει ἀναχρονισμούς.
Τό ἄλλο μεγάλο ζήτημα πού ἐπεῖγε καί εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν ἡ διοίκηση τοῦ φραγκικοῦ Μορέως. Ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος κάλεσε συνέλευση τῶν Φράγκων στήν Ἀνδραβίδα, ὥστε νά ὀργανωθεῖ διοικητικά ἡ κατακτημένη περιοχή. Δύο κυρίως παραμέτρους ἔλαβαν ὑπ᾿ ὄψιν τους, τό ἀντίστοιχο φεουδαρχικό σύστημα ποῦ ἐπικρατοῦσε στήν χώρα τους (Γαλλία), τό ὁποῖο χρησίμευσε ὡς πρότυπο γιά τήν διοικητική διαίρεση τοῦ Μορέως, καί τήν πραγματικότητα πού δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοηθεῖ, πώς βρίσκονταν αὐτοί οἱ ὀλιγάριθμοι Φράγκοι κυρίαρχοι μίας ξένης περιοχῆς, πάντοτε ἀναγκασμένοι νά εἶναι σέ στρατιωτική ἑτοιμότητα.
Ἡ Πελοπόννησος διαιρέθηκε σέ δώδεκα βαρωνίες, καί κάθε βαρωνία σέ μικρότερα φέουδα (”φέη” ἀναφέρονται στό Χρονικό τοῦ Μορέως), τά ὁποῖα διανεμήθηκαν στούς Ἱππότες, τήν Καθολική Ἐκκλησία καί τούς ὑποτελεῖς (λίζιους) στούς βαρώνους. Ἱδρύθηκαν ἐπίσης ἀρχιεπισκοπή στήν Πάτρα μέ Λατίνο Ἀρχιεπίσκοπο καί Ἔξαρχο Ἀχαΐας, ἐπισκοπές, ἑπτά βαρωνίες ἐκκλησιαστικές μέ κληρικούς βαρώνους. Κάθε ἐκκλησιαστική βαρωνία ἔλαβε ἀπό τέσσερα τιμάρια. Δόθηκαν ἐπίσης τιμάρια στά ἱπποτικά τάγματα τῶν Τευτόνων καί τῶν Ἰωαννιτῶν.
Εἰδικότερα, ὅσον ἀφορᾶ τήν Μεσσηνία, αὐτή χωρίσθηκε σέ δύο βαρωνίες [Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας)] καί σέ δύο ἐπισκοπές μέ ἕδρες τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη. Καί οἱ ἕδρες τῶν ἱπποτικῶν ταγμάτων βρίσκονταν στήν περιοχή τῆς Μεσσηνίας, τῶν μέν Τευτόνων στήν Μοστενίτσα (κοντά στήν Καλαμάτα), τῶν δέ Ἰωαννιτῶν στήν Μεθώνη (Χρονικό Μορέως στ. 1903-1988). Οἱ βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας ἐπικυρώθηκαν στόν Βιλλεαρδουΐνο, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίσθηκε καί βάϊλος τοῦ Μορέως (ἔτος 1209), ἀργότερα ἔγινε καί ἡγεμόνας. Τόν ἡγεμόνα πλαισίωναν οἱ βαρῶνοι, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ λίζιοι, πού ἀποτελοῦσαν κούρτη (αὐλή) γύρω ἀπό αὐτόν (Χρονικό Μορέως στ. 2013-2016). Ἡ κούρτη λειτουργοῦσε ὡς συμβουλευτικό ὄργανο τοῦ ἡγεμόνα καί εἶχε ἐπίσης δικαστικές ἁρμοδιότητες (13).
Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό πῶς λειτουργοῦσε ἡ κούρτη μᾶς δίδει τό Χρονικό τοῦ Μορέως σέ διάφορα χωρία. Ὁ πρίγκηπας (ἡγεμόνας), γιά παράδειγμα, δέν μπορεῖ νά λάβει μόνος του τήν ἀπόφαση νά παραχωρήσει κάστρα ἤ τιμάρια πού ἀνήκουν σέ ἕναν ὑποτελῆ σέ κάποιον ἄλλον, χωρίς τήν συγκατάθεση τῶν βαρώνων (στ. 4280-4290), εἴτε ἡ ἀπάντηση τοῦ αἰχμάλωτου Γουλιέλμου, γυιοῦ τοῦ Βιλλεαρδουΐνου, στόν Ἕλληνα αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας (θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια).
Στήν συνέλευση τῆς κούρτης (στόν ”παρλαμά”, parlament, Χρονικό Μορέως στ. 4402) προΐστατο ὁ λογοθέτης ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἡγεμόνα καί ἐνεργοῦσε ὡς πληρεξούσιός του ἔχοντας τό δικαίωμα νά ὑπογράφει συνθῆκες ἐν ὀνόματι αὐτοῦ. Ὁ ἡγεμόνας, ἄν παρίστατο ὁ ἴδιος, ἤ ὁ λογοθέτης ὡς πληρεξούσιός του, κρατοῦσε κατά τήν συνέλευση σκῆπτρο ὡς ἔμβλημα τῆς ἀρχῆς του (Χρονικό Μορέως στ. 7533-7552). Οἱ ὑποτελεῖς (λίζιοι) ὁρκίζονταν πίστη σέ αὐτόν, ἀναγνώριζαν καί τιμοῦσαν τήν ἀρχή του (ὅ.π., στ. 7880-7905). Εἶχαν ἐπίσης τήν ὑποχρέωση νά προσπαθήσουν νά ἀπελευθερώσουν τόν αἰχμαλωτισμένο τους ἡγεμόνα εἴτε πληρώνοντας τά λύτρα εἴτε παίρνοντας οἱ ἴδιοι τήν θέση του ἕως ὅτου νά συγκεντρωθεῖ τό ποσό (ὅ.π. στ. 7570-7580).
Οἱ στρατιωτικές ὑποχρεώσεις ὁρίσθηκαν ὡς ἑξῆς: ὅλοι οἱ ὑποτελεῖς θά στρατεύονταν γιά τέσσερις μῆνες, τέσσερις μῆνες θά ἔμεναν σέ φρούρια καί τούς ὑπολοίπους τέσσερις μῆνες στά σπίτια τους, πάντοτε ὅμως ἑτοιμοπόλεμοι νά προστρέξουν στό κάλεσμα τοῦ ἡγεμόνα. Ἀπό τίς στρατιωτικές ὑποχρεώσεις ἀπαλλάσσονταν οἱ ἱερωμένοι καί οἱ ἀνήκοντες σέ μοναχικά τάγματα (ὅ.π., στ. 1995-2000).
Στήν κατώτερη κοινωνική βαθμίδα βρίσκονταν οἱ δουλοπάροικοι, οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στόν ἀφέντη τους, πού ἦταν ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τούς ἐλευθερώσει. Πολλές φορές οἱ δουλοπάροικοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά δουλεύουν γιά τήν Καθολική ἐκκλησία δίχως πληρωμη (14). Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο διαρθρώθηκε κοινωνικά καί στρατιωτικά τό φραγκικό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως (καί ἡ Μεσσηνία φυσικά πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἰδικότερα).
Ὁ Βιλλεαρδουΐνος, γιά νά διασφαλίσει περισσότερο τήν μεσσηνιακή του ἐπικράτεια, ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἀρκαδίας καί τῆς Λακωνίας πολιορκώντας τά φρούρια τῶν Ἑλλήνων, Βελιγοστῆ, Νικλί καί τήν περιοχή τῆς Λακεδαίμονας. Οἱ Ἕλληνες ἄρχοντες συνθηκολόγησαν γιά νά διατηρήσουν τίς γαιοκτησίες τους (Χρονικό Μορέως, στ. 2017-2074). Ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐπίσης ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς καί τίς ἐδαφικές δικδικήσεις τοῦ Ροβέρτου ἐξαδέλφου τοῦ Γουλιέλμου Σαμπλίττη, ὁ ὁποῖος ἀξίωνε τήν κληρονομία του ὡς διάδοχος τοῦ Σαμπλίττη. Πότε ἐρχόμενος σέ συνεννόηση μέ τούς Βενετούς, ὥστε οἱ τελευταῖοι νά μήν προσφέρουν πλοῖο στόν Ροβέρτο καί πότε ἀποφεύγοντας νά τόν συναντήσει μετακινούμενος συνεχῶς, πέτυχε νά κερδίσει χρόνο. Ὅταν τελικά οἱ δύο ἄνδρες συναντήθηκαν στήν Λακεδαίμονα, σέ συνέλευση οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ ”φλαουριαραῖοι” (ὅσοι δηλ. εἶχαν δικαίωμα νά φέρουν φλάμπουρο, σημαία βάσει τῶν τιμαρίων τους, βλ. Χρονικό Μορέως στ. 1980-1988) ἐξέτασαν τά ἔγγραφα τοῦ καθενός καί ἔκριναν πώς ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Σαμπλίττη, βάϊλος τοῦ Μορέως καί ἡγεμόνας (15). Στήν ἀπόφασή τους βάρυνε τό γεγονός ὅτι ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἦταν ”καλοϋπόληπτος εἰς ὅλους δικαιοκρίτης”, ”καλός καί φρόνιμος” (ὅ.π. στ. 2100-2105) καί οἱ Φράγκοι δέν ἤθελαν γιά ἡγεμόνα τους ἕναν ἄπειρο νεαρό, τήν στιγμή πού διέθεταν ἕναν ἔμπειρο ἡγέτη, ἀγαπητό σέ ὅλους.
Τό 1210 ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐμφανίζεται ὡς ἡγεμόνας (πρίγκηπας) τοῦ Μορέως, ἔχει στήν ἰδιοκτησία του τίς δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας), μέ ἑδραιωμένη καί ἀδιαμφισβήτητη τήν κυριαρχία του στήν Μεσσηνία, χωρίς νά ὑπάρχει ἐλεύθερο φρούριο ἀπειλητικό τῆς ἐπικρατείας του σέ ἑλληνική κυριαρχία (πλήν τῆς Μονεμβασιᾶς) καί μέ συμμάχους τούς Βενετούς πού κατέχουν Μεθώνη καί Κορώνη. Ἡ ἱστορία τῆς Μεσσηνίας στά ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια θά εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων καί τήν γενικότερη πορεία τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως, τήν ὁποία συνακολουθεῖ.
Ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος ἄφησε δύο γυιούς, τόν Γοδεφρίδο Β’ καί τόν Γουλιέλμο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπειδή γεννήθηκε στό φρούριο τῆς Καλαμάτας γι᾿ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν Γουλιέλμο ντέ Καλαμάτα (ὅ.π. στ. 2445-2451). Ὅταν πέθανε ὁ Βιλλεαρδουΐνος (ἔτος 1218) ”θρῆνος ἐγένετο πολύς εἰς ὅλον τόν Μορέα,/ διατί τόν εἶχαν ἀκριβόν, πολλά τόν ἀγαποῦσαν/ διά τήν καλήν του ἀφεντίαν τήν φρόνεσιν ὅπου εἶχεν” (ὅ.π. στ. 2462-2465). Τήν θέση τοῦ θανόντος ἡγεμόνα διαδέχθηκε ὁ γυιός του Γοδεφρίδος ὁ Β’, γιά τόν ὁποῖο τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἐκφράζεται θετικά. Τόν χαρακτηρίζει ἄξιο καί ἱκανό ἡγέτη, ὅπως καί ὁ πατέρας του (στ. 2468-2472).
Καί πραγματικά ἦταν ἄξιος διάδοχος τοῦ πατέρα του. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Γοδεφρίδου Β’ οἱ βαρωνίες τῆς Μεσσηνίας καί ὅλο τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως γνωρίζουν τήν ἄνθηση. Συγκεντρώθηκε πλοῦτος καί δύναμη ἀξιόλογη. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν αὐλή του διατηροῦσε μεγάλο ἀριθμό ἱπποτῶν (ὀγδόντα), στούς ὁποίους συχνά προσέφερε πλούσια δῶρα (16).
Ὁ Γοδεφρίδος ὁ Β’ ἦλθε σέ σύγκρουση μέ τούς Λατίνους ἐπισκόπους καί τόν Καθολικό κλῆρο κατηγορώντας τους ὅτι δέν συνέβαλαν ἀρκετά στήν ἀντιμετώπιση τῶν Ἑλλήνων. Συγκέντρωσε μάλιστα τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιαστικῶν φέουδων καί ἔχτισε ἰσχυρό φρούριο στό Χλομούτσι, δυτικά τῆς Γλαρέντζας (στήν περιοχή τῆς Ἠλείας). Ἔκοψε ἐπίσης καί δικό του νόμισμα (Χρονικό Μορέως στ. 2631-2657). Ἀργότερα ὅμως, ἦλθε σέ συμφωνία μέ τήν Καθολική ἐκκλησία καί τῆς ἔδωσε προνόμια. Συμφωνήθηκε οἱ ἐπισκοπές (καί τοῦτο μᾶς ἐνδιαφέρει εἰδικότερα γιά τίς δύο μεσσηνιακές ἐπισκοπές τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης) νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς εἰσφορές καί ἀπό κάθε δικαστική ὑποχρέωση, καί νά λάβουν ὅλα τά κτήματα πού ἀνῆκαν προηγουμένως στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας τοῦ Μορέως κράτησε τήν κινητή ἐκκλησιαστική περιουσία, μέ τόν ὅρο νά καταβάλλει ἐτησίως ἕνα ποσό ὡς πληρωμή (ὅ.π. στ. 2658 κ.ἑ.) (17).
Χάρη στήν οἰκονομική του ἰσχύ ὁ Γοδεφρίδος Β’ μπόρεσε νά προσφέρει στρατιωτική καί οἰκονομική στήριξη στόν Λατίνο αὐτοκράτορα τῆς Κων/πολης, Βαλδουΐνο Β’, ὅταν ὁ τελευταῖος ἀπειλοῦνταν ἀπό τήν ἑλληνική αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας. Σέ ἀντάλλαγμα, ὁ Βαλδουΐνος Β’ τοῦ παραχώρησε τό Δουκάτο τοῦ Αἰγαίου (1236). Ὅλες οἱ παραπάνω πληροφορίες τοῦ Χρονικοῦ ἀποτελοῦν στοιχεῖα εὔγλωττα τῆς ἀκμῆς τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως. Ἀνάλογη ἀκμή γνωρίζει καί ἡ Μεσσηνία ὡς ἀποτελοῦσα προσωπική ἰδιοκτησία τοῦ Γοδεφρίδου Β’ Βιλλεαρδουΐνου.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Γοδεφρίδου Β’, οἱ βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) καί τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως (στό ὁποῖο περιλαμβάνονταν οἱ μεσσηνιακές βαρωνίες), περιῆλθαν στόν Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, διάδοχο καί ἀδελφό τοῦ Γοδεφρίδου Β’ (1246). Ἡ περίοδος τῆς ἡγεμονίας του συμπίπτει μέ τήν μεγαλύτερη ἀκμή τῆς Φραγκοκρατίας στήν Πελοπόννησο, ἀλλά καί μέ τήν ἀρχή τῆς παρακμῆς της. Στά χρόνια τοῦ Γουλιέλμου ὁλοκληρώθηκε ἡ φραγκική κατάκτηση ὁλόκληρης τῆς Πελοποννήσου. Ἐπί Γουλιέλμου ὅμως οἱ Βυζαντινοί, μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἀπέκτησαν ἕνα τμῆμα τῆς νοτίου Πελοποννήσου καί σταδιακά κατόρθωσαν οἱ Παλαιολόγοι νά διαλύσουν τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως. Ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων ἀκολούθησε μία πορεία πού περιγράφεται στήν συνέχεια.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Γοδεφρίδου Β’, ὁ Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ἔγινε ἡγεμόνας τοῦ πριγκηπάτου τοῦ Μορέως, ὁ τρίτος κατά σειράν ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἦταν ἄνθρωπος ἐπιδέξιος, φρόνιμος, φιλάνθρωπος καί ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν (Χρονικό Μορέως στ. 2756-2762). Εἶχε γεννηθεῖ στήν Καλαμάτα καί μιλοῦσε τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς μητρική (ὅ.π. στ. 4130). Ὁ Γουλιέλμος ἐκτέλεσε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀδελφοῦ καί ἔκτισε μία Ἐκκλησία γιά νά ἀναπαυθοῦν τά σώματα τῶν δύο Γοδεφρίδων Βιλλεαρδουΐνων, πατέρα καί γυιοῦ (ὅ.π. στ. 2735-2747). Πρόκειται γιά τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου στήν Ἀνδραβίδα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ γαλλική παραλλαγή τοῦ Χρονικοῦ.
Τήν περίοδο ἐκείνη οἱ Ἕλληνες σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο εἶχαν ὑπό τήν κυριαρχία τους τέσσερα φρούρια: τήν Μονεμβασιά, τήν Κόρινθο, τό Ναύπλιο καί τό Ἄργος, τά ὁποία ἔχοντας λιμάνια, ἀνεφοδιάζονταν ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας (ὅ.π. στ. 2763-2769). Ὁ Γουλιέλμος ἦλθε σέ συμφωνία μέ τούς Βενετούς παραχωρώντας τους ἐμπορικά δικαιώματα (18), τόν Μέγα Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Δελαρός, τόν Δούκα τῆς Νάξου καί ἄλλους Φράγκους ἄρχοντες τῶν νησιῶν (ὅ.π. στ. 2770-2800). Οἱ Βενετοί ἀπό θαλάσσης καί οἱ Φράγκοι ἀπό ξηρᾶς πολιορκοῦν καί ἐξαναγκάζουν σέ παράδοση κατά σειράν τήν Κόρινθο, τό Ναύπλιο, τό Ἄργος καί τήν Μονεμβασιά (τρία χρόνια κράτησε ἡ πολιορκία της).
Αὐτό πού εἰδικότερα ἀφορᾶ τόν μεσσηνιακό χῶρο εἶναι ὅτι ὁ Γουλιέλμος ὑποτάσσοντας τήν Μονεμβασιά στήν ἀρχή καί χτίζοντας στήν συνέχεια τά φρούρια τοῦ Μυστρᾶ, τῆς Μάϊνας (Μάνης) καί τοῦ Λεύτρου (Beaufort στά γαλλικά) γιά νά ἐλέγχει τούς ἀνυπότακτους Σλάβους Μηλιγκούς τοῦ Ταϋγέτου, πέτυχε νά ἐξαλείψει τήν ἀπειλή τῶν Ἑλλήνων καί κάθε πηγή παρενοχλήσεων (ἀπό Ἕλληνες, Σλάβους) πού μποροῦσαν νά τοῦ προξενήσουν προβλήματα στήν Λακωνία καί τήν ἀνατολική πλευρά τῆς Μεσσηνίας (19).
Μέσα στήν τετραετία 1246-1250 ὁ Γουλιέλμος καθυπέταξε καί τά τελευταῖα ἑλληνικά φρούρια. Τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως γνωρίζει περίοδο ἀκμῆς. Ὁ Γουλιέλμος κόβει καί κυκλοφορεῖ δικό του νόμισμα. Ἐπίσης πολλά κάστρα φραγκικά χτίζονται ἤ ἐπισκευάζονται καί ἐνισχύονται τά προϋπάρχοντα. Κάθε ἄρχοντας βαρῶνος ἤ ἱππότης χτίζει τό δικό του φρούριο μέ ἀποτέλεσμα νά γεμίσει ὁ Μοριᾶς φράγκικα κάστρα. Πολλοί ἐπίσης Φράγκοι ἐγκαταλείπουν τό γαλλικό τους προσωνύμιο καί λαμβάνουν τό ἑλληνικό τῆς περιοχῆς πού τούς ἀνήκει (π.χ. ὁ Γουλιέλμος καλεῖται ντέ Καλαμάτα, ὅ.π. στ. 3145-3170).
Στήν Μεσσηνία τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) ἐπισκευάζεται καί στό ἀρχαῖο ἑλληνικό κτίσμα προστίθενται φράγκικοι πύργοι (σημ=τό φρούριο αὐτό θά δοθεῖ τό 1262 ἀπό τόν Γουλιέλμο στόν Βιλαίν ντ᾿ Ὠνονά, πρωτοστράτορα τῆς Ρωμανίας, δηλ. τῆς Λατινικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κων/πολης, ὁ ὁποῖος μετά τήν κατάληψη τῆς Κων/πολης ἀπό τούς Ἕλληνες θά πάει στήν Πελοπόννησο, ὅ.π. στ. 8462). Ἐπίσης ἐπισκευάζονται καί τό Σιδηροκάστρο πού χτίσθηκε ἀπό τόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο τό 1210, καί τό φρούριο τῆς Ἀνδρούσας, πού τό ἔχτισε ὁ Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος τό 1250 (ὅπως ἀναφέρεται στό Ἀραγωνικό Χρονικό τοῦ Μορέως ὅτι ἀνήκουν στήν Καστελανία τῆς Καλαμάτας). Γιά τό φρούριο τῆς Ἀνδρούσας πού βρισκόταν στά δυτικά τῆς πεδιάδας τῆς Μεσσηνίας, ἀπέναντι ἀπό τήν Ἰθώμη, ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἀποτελοῦσε τήν ἕδρα ἑνός ἀπό τά δύο δικαστήρια τῆς Βαρωνίας τῶν Καλαμῶν (20).
Οἱ Βενετοί ἐπίσης ἐπισκευάζουν καί ἐνισχύουν τά ἤδη ὑπάρχοντα μισοερειπωμένα καί ἀδύναμα φρούρια τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης. Οἱ δύο αὐτές πόλεις τελικά θά ἐξελιχθοῦν σέ μεγάλα κέντρα καί λιμάνια ἐμπορικά, καθώς βρίσκονται στό πέρασμα πρός τήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί τό ἐλέγχουν. Κανένα πλοῖο δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητο ἀπό τούς Βενετούς. Ἀκόμη, ἡ Μεθώνη καί ἡ Κορώνη θά ἀποτελέσουν πόλεις σταθμούς ταξιδίου γιά τούς πιστούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων.
Ἀλλά καί μετά τούς Βιλλεαρδουΐνους καί καθ᾿ ὅλην τήν Φραγκοκρατία καί Βενετοκρατία χτίζονται φρούρια. Γιά παράδειγμα τό φρούριο τοῦ Γαρδικίου, πού χτίσθηκε μεταξύ τοῦ 1264 καί 1292 πάνω στά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Ἀμφείας, στά ὅρια Μεσσηνίας-Ἀρκαδίας καί ἄλλα πολλά, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς παρούσης ἐργασίας (21).
Ὁ Γουλιέλμος, γιά νά ἐπανέλθουμε στό πρόσωπό του, δέν ἀρκεῖται στήν κατοχή τοῦ Μοριᾶ. Οἱ βλέψεις καί οἱ φιλοδοξίες του ἐκτείνονται πολύ μακρύτερα καί φθάνουν, εἰδικά μετά τόν γάμο του τό 1259 μέ τήν κόρη τοῦ Μιχαήλ Β’, Δεσπότη τῆς Ἠπείρου, Ἄννα, ὡς τίς βόρειες ἑλλαδικές περιοχές (Ἤπειρος, Μακεδονία). Ἔτσι, τόν βλέπουμε νά ἀναμειγνύεται στήν διαμάχη τοῦ Μιχαήλ Β’, Δεσπότη τῆς Ἠπείρου μέ τήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, διαμάχη πού θά καταλήξει σέ πολεμική ἀναμέτρηση στήν μάχη τῆς Πελαγονίας, περιοχῆς στήν Καστοριά (1259). Στήν μάχη αὐτή ὁ Γουλιέλμος θά λάβει ὁ ἴδιος μέρος στό πλευρό τοῦ Μιχαήλ Β’. Στό κρίσιμο ὅμως σημεῖο τῆς μάχης, τό περίφημο φράγκικο ἱππικό θά διασπασθεῖ, θά χάσει τήν συνοχή του. Πολλοί Φράγκοι εὐγενεῖς ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Γουλιέλμος θά αἰχμαλωτισθοῦν καί θά ὁδηγηθοῦν σιδηροδέσμιοι στόν ἀντιβασιλέα τῆς Νικαίας, Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ἐπίτροπο τοῦ ἀνήλικου διαδόχου, ἀλλά οὐσιαστικό κυρίαρχο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀρχῆς.
Ὁ Μιχαήλ Η’ γιά νά τούς ἀφήσει ἐλεύθερους ζητάει ἀπό τόν Γουλιέλμο νά τοῦ δώσει τόν Μοριᾶ. Ἐκεῖνος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν μπορεῖ χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη τῶν ἄλλων Φράγκων καί ἀντιπροτείνει νά πληρώσει λύτρα (22). Ὁ Γουλιέλμος θά κρατεῖται ἐπί τρία ἔτη αἰχμάλωτος, ὥσπου νά συμφωνήσει νά παραδώσει τά φρούρια τοῦ Μυστρᾶ, τῆς Μάνης, τῆς Μονεμβασιᾶς καί τοῦ Λεύτρου. Τελικά, καί ἀφοῦ προηγεῖται σύγκλιση τῆς κούρτης στήν Πελοπόννησο ὅπου συμμετέχουν πολλές γυναῖκες τῶν αἰχμαλώτων Φράγκων, ὁ Γουλιέλμος ἀνταλλάσσει τά φρούρια μέ τήν ἐλευθερία του (Χρονικό Μορέως στ. 4402 κ.ἑ.).
Τό ἔτος 1262 ἀποτελεῖ κομβικό σημεῖο γιά τήν πορεία τῆς Φραγκοκρατίας σέ ὁλόκληρη τήν Πελοπόννησο, εἰδικότερα γιά τήν περιοχή τῆς Μεσσηνίας, τήν ὁποία ἐξετάζουμε. Ἐνῶ ἀπό τό 1250 δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα φρούριο τοῦ Μοριᾶ, οὔτε μία περιοχή στήν ἑλληνική κυριαρχία (ὅλος ὁ Μοριάς ἦταν φραγκοκρατούμενος ἐκτός τῆς Μεθώνης καί τῆς Κορώνης πού ἦσαν βενετοκρατούμενες, δηλ. πάλι σέ χέρια Δυτικῶν), ἀπό τό 1262 οἱ Ἕλληνες βρίσκονται νά κατέχουν ἕνα τμῆμα τῆς νοτίου Πελοποννήσου, πού θά ἀποτελέσει τό προγεφύρωμα τῶν Παλαιολόγων στήν προσπάθειά τους νά καταλύσουν τό πριγκηπάτο τοῦ Μορέως, προσπάθεια πού θά ἔχει ἐπιτυχῆ κατάληξη. Ἤδη ἀπό τό 1262 οἱ Ἕλληνες θά εἰσβάλλουν στήν Μεσσηνία καί θά δώσουν μάχες μέ τούς Φράγκους. Τό ἔτος 1262 ἀποτελεῖ τήν ἀρχή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, τῆς πτωτικῆς πορείας τῆς Φραγκικῆς κυριαρχίας.
Γιά ὅλους τούς προαναφερθέντες λόγους θά ἦταν δυνατόν νά διακρίνουμε ὡς τό 1262 μία πρώτη περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας, παρ᾿ ὅλο πού ὁ Γουλιέλμος ἐξακολουθεῖ νά ἡγεμονεύει ὡς τό 1277, ἔτος τοῦ θανάτου του, ἤ ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά τό Χρονικό τοῦ Μορέως, τό ἔτος ΣΨΠΕ ἀπό κτίσεως κόσμου (στ. 7810) (24).
Συνεχίζεται…