ΜΕΡΟΣ Β’
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ
Ἀρχιμ. Κύριλλος
Ἀφοῦ λοιπόν, στό Α’ μέρος δόθηκε τό ἱστορικό περίγραμμα ὅσων προηγήθηκαν τῆς κατάκτησης τῆς Μεσσηνίας ἀπό τούς Φράγκους, στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ἔνταξη τοῦ κυρίως θέματος τόσο χρονολογικά ὅσο καί στίς ἱστορικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ μετάβαση στίς ἀπαρχές τῆς φραγκοκρατίας τοῦ μεσσηνιακοῦ χώρου ἔρχεται ὁμαλά στήν φυσιολογική της σειρά καί στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν χωρίς ὁ ἀναγνώστης νά εἰσάγεται ἀπότομα στό θέμα τῆς μεσσηνιακῆς κατάκτησης, ἀφοῦ ἔχει ἤδη πληροφορεῖ γιά τά γεγονότα πού ὁδήγησαν σέ αὐτήν. Στό κλείσιμο τοῦ Α’ μέρους ἡ ἐξιστόρηση τῶν συμβάντων εἶχε φθάσει στό σημεῖο πού οἱ Φράγκοι ἦσαν ἕτοιμοι νά εἰσέλθουν στήν Μεσσηνία.
Πρῶτος σταθμός στήν πορεία τους τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας). Ἐπειδή δέν ὑπῆρχε λιμάνι κατάλληλο γιά νά προσαράξουν τά πλοῖα τῶν Φράγκων, ἀποφάσισαν νά μήν μείνουν. Γιατί, σύμφωνα μέ πρόταση τοῦ Βιλλεαρδουΐνου (Χρονικό Μορέως στ. 1662-1670), οἱ Φράγκοι στήν πορεία τους θά πέρναγαν ἀπό τά φρούρια ἐκεῖνα τά παραλιακά (Κορώνη, Μεθώνη, Καλαμάτα), πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν τά λιμάνια τους, καί μέ τά πλοῖα τους νά ἀποκόψουν τόν ἐφοδιασμό τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν φρουρίων. Μερικοί μόνον στρατιῶτες ἐπιτέθηκαν σέ ντόπιους πού βρίσκονταν ἐκτός τῶν τειχῶν. Οἱ ὑπόλοιποι πρόλαβαν νά καταφύγουν στό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας, Χρονικό Μορέως στ. 1685-1689).
Τό Γαλλικό Χρονικό τοῦ Μορέως εἶναι τό μόνο πού μᾶς δίδει τήν ἐνδιαφέρουσα πληροφορία πῶς στήν συνέχεια οἱ Φράγκοι κατέλαβαν καί τήν Πύλο (Port de Junch τήν ὀνομάζει τό Chronique, παρ. 110).
Σύμφωνα μέ τίς ἄλλες παραλλαγές τῶν Χρονικῶν, οἱ Φράγκοι μετά τήν Κυπαρισσία κατευθύνθηκαν πρός τήν Μεθώνη (Μοθώνη ἀναφέρεται σέ διάφορα χωρία, ἐνῶ ἀλλοῦ λ.χ. παρ. 329 τήν γράφει ὡς Mouton) καί βρῆκαν ”τό κάστρον ἦταν ἔρημον καί ὅλον χαλασμένον” διότι τό εἶχαν καταγράψει πρωτύτερα οἱ Βενετοί (7), καθώς εἶχε γίνει κέντρο Ἑλλήνων πειρατῶν πού παρενοχλοῦσαν τά βενετσιάνικα πλοῖα (Χρονικό Μορέως στ. 1690-1694). Ἀλλά καί ὁ Βιλλεαρδουΐνος (La Conquete, παρ. 329) ἀναφέρει γιά τά τείχη τῆς Μεθώνης πώς ἦσαν γκρεμισμένα. Ἑπόμενο φρούριο πού συνάντησαν ἦταν αὐτό τῆς Κορώνης, τό ὁποῖο, ἄν καί ”ἀχαμνό ἀπό τείχεα καί πύργους” προέβαλε ἀντίσταση. Οἱ Φράγκοι ἀναγκάσθηκαν νά βάλλουν κατά τοῦ φρουρίου μέ τριμπουτσέτα (εἶδος πολεμικῆς βλητικῆς μηχανῆς). Οἱ Κορωναῖοι τότε παραδόθηκαν μέ τόν ὅρο νά γίνουν σεβαστά τά σπίτια τους, ὅρος πού ἔγινε ἀποδεκτός. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐγκατέστησε φράγκικη φρουρά καί φρούραρχο (Χρονικό Μορέως στ. 1696-1710 καί Chronique, παρ. 111).
Τήν ἄλλη μέρα, κατευθύνθηκαν πρός τήν Καλαμάτα, ὅπου βρῆκαν φρούριο ἀνίσχυρο, ”ὡς μοναστήρι ἦταν”, καθώς λέγει τό Χρονικό, καί τό κατέλαβαν (Χρονικό Μορέως στ. 1711-1714, Chronique, παρ. 113). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ πάντως ὅτι ὁ Βιλλεαρδουΐνος (La Conquete παρ. 330) μαρτυρεῖ πώς τό κάστρο τῆς Καλαμάτας ἦταν ἰσχυρό καί ἡ πολιορκία του διήρκεσε. Ἀλλά μᾶλλον ὀφείλουμε νά δεχθοῦμε πώς ὁ Φράγκος ἱστορικός σφάλλει, καθώς ἡ Καλαμάτα βρίσκεται σέ πεδινό, ἀνοιχτό μέρος, γεγονός πού καθιστά τό φρούριό της ἀρκετά εὐκολοπρόσβλητο.
Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν τό πόσο εἶχαν προχωρήσει οἱ Φράγκοι κατακτητές, ἀποφάσισαν νά τούς ἀντιμετωπίσουν. Μαζεύθηκαν λοιπόν Ἕλληνες μαχητές ἀπό τίς πόλεις Νικλί καί Βελιγοστή (τῆς Ἀρκαδίας), ἀπό τήν περιοχή τῆς Λακεδαίμονος καί τά χωριά τοῦ Λάκκου τῆς Μεσσηνίας, καθώς καί Σλάβοι Μηλιγκοί ἀπό τόν Ταΰγετο, σύνολο 4.000 πεζοί καί ἱππεῖς, καί στρατοπέδευσαν στόν Χρυσορέα (Χρονικό Μορέως στ. 1715-1725).
Ἀλλά καί οἱ Φράγκοι, ὅταν πληροφορήθηκαν τήν συνάθροιση τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν στόν Χρυσορέα, κινήθηκαν πρός τό ἴδιο μέρος ”καί πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι καί οἱ Ρωμαῖοι” (Χρονικό Μορέως στ. 1729). Ἡ μάχη δόθηκε ὄχι στόν Χρυσορέα, ἀλλά στήν θέση Καπησκιάνους, στόν ”Κούντουρα ἐλαιῶνα” ὅπως ἀλλοιῶς τήν ὀνομάζει τό Χρονικό τοῦ Μορέως, καθώς οἱ Φράγκοι πέτυχαν νά παρασύρουν τούς Ἕλληνες σέ ἀνοιχτό πεδίο (στό ”Κούντουρα ἐλαιῶνα”) καί νά τούς νικήσουν κατά κράτος, φονεύοντας ἀρκετούς ἀντιπάλους τους. Οἱ Φράγκοι ἀριθμοῦσαν στήν μάχη μόνο 700 μαχητές (8).
Καί ὁ Βιλλεαρδουΐνος ἐπίσης μνημονεύει τήν μάχη. Οἱ ἀριθμοί πού ἀναφέρει γιά τίς δύο ἀντίπαλες δυνάμεις, ἄν καί διαφέρουν ἀπό τούς ἀντίστοιχους ἀναφερόμενους στό Χρονικό, βρίσκονται στά ἴδια περίπου ἐπίπεδα (τό Χρονικό δίνει 4.000 Ἕλληνες καί 700 Φράγκους, ὁ Βιλλεαρδουΐνος παραδίδει 5.000 γιά τούς Ἕλληνες καί 500 γιά τούς Φράγκους). Σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ Βιλλεαρδουΐνου (La Conquete παρ. 328 κ.ἑ.) οἱ Φράγκοι, ξεκινώντας ἀπό τήν Μεθώνη, προχώρησαν σέ ἀπόσταση μίας ἡμέρας μέ τά ἄλογα, συναντήθηκαν μέ τούς Ἕλληνες, τούς ὁποίους καί νίκησαν θριαμβευτικά. Ὁ Βιλλεαρδουΐνος μᾶς παρέχει καί τήν πληροφορία ὅτι ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων ἦταν κάποιος Μιχάλης (Michalis, ὅ.π. παρ. 301). Εἶναι ἡ μόνη πηγή πού διασώζει τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πέραν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ (Michalis) περισσότερα συμπαγῆ στοιχεῖα πού νά μᾶς ὁδηγήσουν μέ βεβαιότητα στήν ἀναγνώριση κάποιου ἱστορικοῦ προσώπου καί τήν ταύτισή του μέ τόν Μιχάλη, ἀρχηγό τῶν Ἑλλήνων στήν μάχη τοῦ ”Κούντουρα ἐλαιῶνα”, δέν παρέχονται. Ὑπάρχει πάντα ἡ δυνατότητα νά ὑποθέσουμε κάποιον. Ὡστόσο, δέν μποροῦμε νά καταλήξουμε μέ βεβαιότητα βασιζόμενοι σέ ἕναν ὑποθετικό συλλογισμό.
Ἄλλο προβληματικό στοιχεῖο εἶναι ὁ χωρογραφικός ἐντοπισμός τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Ἔχουν προταθεῖ διάφορες θέσεις, ἀκόμη καί ἐκτός τῆς Μεσσηνίας. Τό στοιχεῖο τοῦ Βιλλεαρδουΐνου ὅτι οἱ Φράγκοι ἀπό τήν Μεθώνη ὡς τήν τοποθεσία τῆς μάχης διήνυσαν ἀπόσταση μίας ἡμέρας ἔφιπποι, ἀρκεῖ γιά νά ἀποκλείσει τίς ἐκτός μεσσηνιακοῦ χώρου προταθεῖσες θέσεις. Μερικοί ἐρευνητές (9) παρασύρθηκαν ἴσως ἀπό τήν Ἰταλική παραλλαγή τοῦ Χρονικοῦ καί διατύπωσαν τήν γνώμη ὅτι ἡ μάχη ἔγινε στό ἀκρωτήριο Σκιένο [Capo Schieno στό Ἰταλικό Χρονικό, Καπησκιάνοι (;)], ὅμως δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν τέτοιο ἀκρωτήριο.
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ θέση πού προτείνει ὁ Μουνδρέας. Ξεκινώντας μέ δεδομένη τήν θέση στρατοπέδευσης τῶν Ἑλλήνων στόν Χρυσορέα (Χρονικό Μορέως στ. 1719) ὑποστηρίζει πώς τό τοπωνύμιο Χρυσορέας δηλώνει ποταμό χρυσοφόρο, πού κατεβάζει ψήγματα χρυσοῦ στήν ροή του. Ταυτίζει λοιπόν τόν Χρυσορέα μέ τόν σημερινό Ξερίλα ποταμό, πού χύνεται στόν Πάμισο [βλ. Μουνδρέα, ”Τοπωνυμικά τῆς Μεσσηνίας (στήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας), στά ”Πρακτικά τοῦ Α’ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν”, Σπάρτη 1975, τ. Β’, σελ. 184-185].
Ὅποιο ὅμως καί ἄν ἦταν τό πεδίο τῆς μάχης (πάντως μέσα στόν μεσσηνιακό χῶρο), τό ἀποτέλεσμά της ὑπῆρξε ἀποφασιστικό. Μέ αὐτήν τήν μόνη μάχη σέ ἀνοιχτό πεδίο, στούς Καπησκιάνους, ἑδραιώθηκε ὁριστικά ἡ φραγκική κυριαρχία στήν Μεσσηνία (1205).
Γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ κατάκτηση ὅμως, ἀπέμεινε νά κυριευθοῦν τά φρούρια τοῦ Ἀραχλόβου καί τῆς Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας). Ἔτσι, μετά τό νικηφόρο ἀποτέλεσμα στούς Καπησκιάνους, ὅμως μᾶς πληροφορεῖ τό Χρονικό τοῦ Μορέως, ὁ Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουΐνος συμβούλευσε τόν Σαμπλίττη νά καταλάβουν τό Ἀράχλοβο (ὅπως καί ἔγινε, Χρονικό Μορέως στ. 1756-1765) (10). Τό φρούριο τῆς Ἀρκαδίας πολιορκήθηκε μέν, ἀλλά προέβαλε ἰσχυρή ἀντίσταση, διότι ἦταν καλά ὀχυρωμένο καί εἶχε πύργο ἀπό τήν κλασσική περίοδο, ἀπό τήν ”ἐποχή τῶν Ἑλλήνων”, ὅπως χαρακτηριστικά γράφει τό Χρονικό. Οἱ Φράγκοι ἀναγκάσθηκαν νά χρησιμοποιήσουν ”τριπουτσέτα” καί ”τζογρατάρους”. Οἱ Ἀρκαδινοί τελικά παρέδωσαν τό φρούριο μέ τόν ὅρο νά γίνουν σεβαστά τά σπίτια, οἱ ζωές καί οἱ περιουσίες τους (Χρονικό Μορέως στ. 1765-1790, Γαλλικό Χρονικό παρ. 115).
Τό 1205 ἡ Μεσσηνία βρίσκεται ὑπό φραγκική κυριαρχία, ὅπως ἄλλωστε καί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς Πελοποννήσου, ἄν ἐξαιρέσουμε ὁρισμένες περιοχές λ.χ. τήν Μονεμβασιά, τό Ναύπλιο καί τήν Κόρινθο.
Συνεχίζεται…