Ἀν. Καθ. Παν. Ἀθηνῶν
Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας
[πεῖνα, δυστυχία, πόλεμοι, καταστροφικοί σεισμοί, πλημμύρες, αἰφνίδιοι, πρόωροι καί ἄδικοι θάνατοι, θεομηνίες κ.λπ.]
Ἡ θεοδικία γιά τόν πιστό Χριστιανό εἶναι ἤδη λυμένη μετά τήν Ἐνανθρώπηση, Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη γνώμη (κρίση) ὅτι δῆθεν φταίει (εὐθύνεται) ὁ Θεός γιά τό κακό (κακοδαιμονία) τῆς Ἀνθρωπότητας, ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὁ ὁποῖος καί προσέφερε ἑκούσια καί ἀπό ἀγάπη τόν Υἱό Του ὡς θυσία (ἀντίλυτρον) γιά νά τόν θανατώσουν («ἐκδικηθοῦν») οἱ ἄνθρωποι, ἐκτονώνοντας πάνω Του ὡς ἀποδιοπομπαῖο τράγο τήν κατ’ ἀλλήλων ἐπιθετικότητά τους. Ἔτσι, ἀντί νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτωλή ἀνθρωπότητα, «τιμωρήθηκε» ὁ μόνος ἀναμάρτητος Κύριος, ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ ἀνθρωπότητα στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἀνέλαβε ἀνθρώπινη σάρκα.
Ὁ ζῶν, λοιπόν, μυστηριακά[1], βιωματικά[2] καί ἐκκλησιαστικά-ἀγαπητικά[3] τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή (Χριστοποίηση καί μίμηση Χριστοῦ) περνᾶ (πρβλ. Πάσχα = πέρασμα) μαζί μέ τόν Χριστό [ἀθόρυβα – μυστικά σάν τό μή ὁρατό σάπισμα καί φύτρωμα τοῦ στάχυος] ἀπό τά Πάθη τοῦ Σταυροῦ στό θρίαμβο τῆς Ἀνάστασής Του, καθώς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Μέ αὐτό τόν τρόπο «ξεπληρώνονται» οἱ σέ βάρος τοῦ ἁγίου (ἀλλά καί ὅλων τῶν δικαίων) γενόμενες «ἐν τῷ κόσμῳ» ἀδικίες (πρβλ. Ἰώβ, Ἰ. Χριστοῦ κ.ἄ.). Καί λέμε ἀδικίες κυριολεκτώντας (θεο-δικία), γιατί, σύμφωνα μέ τό Λόγο (δικαιοσύνη) τοῦ Θεοῦ, ὁ δίκαιος δέν θά ἔπρεπε νά πάσχει, νά ὑποφέρει, νά «σταυρώνεται» καθημερινά καί τελικά νά πεθαίνει, ἀλλά μόνο ὁ ἁμαρτωλός. Ὡστόσο, ἐπειδή ὁ Σατανᾶς καταπονοῦσε καί θανάτωνε ἀκόμα καί ἀθώους, χωρίς, βέβαια, νά «δικαιοῦται» κάτι τέτοιο ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική κατάρα τοῦ Θεοῦ (ἀφοῦ ἡ κατάρα ἀφοροῦσε μόνο τούς ἁμαρτήσαντας),φονεύοντας μάλιστα ἀκόμα καί τόν μόνο ἀναμάρτητο (Θεάνθρωπο), γι’ αὐτό κρίνεται καί κατακρίνεται ἀπό τόν Θεό ὡς ὁ μόνος ἄδικος, καί ταυτόχρονα «λύνονται τά χέρια» τοῦ Θεοῦ (ἀποδεσμεύεται ἀπέναντι στό Σατανᾶ ἀπό τόν δικό Του αὐτοπεριορισμό μέσω τῆς κατάρας, κατά ἕνα ἀνθρωποπαθές σχῆμα) νά ἐπέμβει δραστικά (θαυματουργικά) ὑπέρ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἔτσι, μετά καί «ἐν Χριστῷ» ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ οὐσιαστικά (πραγματικά) νά βλάψει κανένα «χριστοποιημένο» ἄνθρωπο (ἅγιο), ὅπως δέν μπόρεσε νά ἐκμηδενίσει τόν Χριστό. τό ἀνέσπερο Φῶς θά λάμψει «ἐκ τοῦ τάφου» καί ἡ ζωή πάλι θά ἀναστηθεῖ: «καθώς περισσεύει τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διά Χριστοῦ περισσεύει καί ἡ παράκλησις ἡμῶν»[4].
Ὡστόσο, γιά παραμυθητικούς λόγους δίνονται ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο οἱ πιό κάτω λόγοι:
Α) Ὡς πρός τούς ἴδιους (τούς παθόντας).
1. Γιά νά μήν ὑπερηφανεύονται, ἐπειδή εἶναι καλοί.
2. Γιά νά εἶναι ἐλαφρότερη στήν ἄλλη ζωή ἡ Κόλασή τους.
3. Ἐάν δέν ἔχουν σκοτωθεῖ σωματικά, γιά νά σωφρονισθοῦν ψυχικά, ἀσκώντας τους στήν ἀγάπη, ὑπομονή, δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀκόμα καί μέσα στίς θλίψεις (Ἀμώς 3, 6).
4. Ἐπειδή δέν θεωρεῖται πραγματική βλάβη τους, ὅπως λ.χ. εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία.
5. Ἀπ’ αὐτό τό «κακό», πού τούς συνέβη, ὁ Θεός θά παραγάγει κάτι τό καλό γι’ αὐτούς (Ἀμώς 5, 8, Ἰώβ 37, 15).
6. Γιά νά μετανοήσουν, ἄν δέν ἔχουν χάσει καί σωματικά τή ζωή τους.
7. Γιά νά μάθουν ἔμπρακτα (πρόγευση) τήν ἀνθρώπινη δυστυχία (κόλαση) καί νά ἐκτιμήσουν εὐχαριστιακά τό ἀντίθετό της, τήν εὐτυχία (καί τή Θεία μακαριότητα ἐσχατολογικά).
Β) Ὡς πρός τούς ἄλλους.
1. Γιά νά μᾶς διδάξει νά μήν περιμένουμε τήν πλήρη ἀνταπόδοση στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά νά ἐλπίζουμε στήν Ἀνάσταση καί στήν Τελική Κρίση.
2. Γιά νά μᾶς φοβίσει (Λουκ. 13, 4).
3. Γιά νά διδαχθοῦμε τό μηδαμινό (εὐτελές) καί ἐπισφαλές (ἀδύναμο) τῆς ἀνθρώπινής μας φύσης.
4. Γιά νά φαίνεται σέ ὅλους (πιστούς καί ἄπιστους) ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὑπερισχύει πάντα.
5. Γιά νά παρηγοριόμαστε ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι, ὅπως συμβαίνει μέ κάθε ξένη συμφορά (βλ. τήν περίπτωση τοῦ πολύαθλου Ἰώβ).
[1] Ἤδη μέ τό Βάπτισμα ὁ πιστός γίνεται «σύμφυτος τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ», Ρωμ. 6, 5.
[2] Γαλ. 2, 20: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
[3] Ρωμ. 12, 5: «οἱ πολλοί ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δέ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη».
[4] Β΄ Κορ. 1, 5.