Δρ. Εἰρήνης Ἀρτέμη
θεολόγου – φιλολόγου
PHD καί ΜΑ Θεολογίας
Ἡ κλασσικίζουσα ἱστοριογραφία στὸ Βυζάντιο υἱοθετεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς ἀρχαίας ἱστοριογραφίας. Οἱ ἱστοριογράφοι προσπαθοῦν νὰ εἶναι ἄξιοι συνεχιστὲς τοῦ Ξενοφῶντα, τοῦ Θουκυδίδη καὶ τῶν ἄλλων σπουδαίων συγγραφέων τῆς ἱστορίας. Τὰ κείμενά τους, ὅσον ἀφορᾶ στὴ γλῶσσα –ἀττικίζουσα– καὶ τὸ ὕφος ἀκολουθοῦν τὶς ἱστοριογραφίες τῶν ἀρχαίων καὶ ἑλληνιστικῶν χρόνων. Τὸ ὕφος, ἡ γλῶσσα, ἡ ἱστορικὴ σκέψη ἀκολουθοῦν τὸ πρότυπο τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν ἱστοριογράφων. Συχνὰ ἡ ἐπίδραση ἐξελίσσεται σὲ καταφανῆ μίμηση ἑνὸς συγκεκριμένου συγγραφέα. Ἡ θεματολογία τους περιλαμβάνει γεγονότα ποὺ ἐξελίσσονται κυρίως σὲ χρόνια σύγχρονα μὲ τὸ βίο τοῦ ἱστορικοῦ. Προσπάθειά τους εἶναι ἡ ἀντικειμενικὴ ἐξιστόρηση τῶν πολιτικῶν ἢ στρατιωτικῶν γεγονότων ποὺ περιγράφουν. Τὸ δύσκολο φυσικὰ εἶναι νὰ ἀποποιηθοῦν τὶς ἐμπάθειες καὶ τὶς ἀντιπάθειες ποὺ νιώθουν γιὰ κάποια πρόσωπα τῆς ἐποχῆς τους καὶ νὰ γίνουν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ οὐδέτεροι μποροῦν. Τὸ τελευταῖο, φυσικά, εἶναι ἀρκετὰ δύσκολο, ἀφοῦ ἀρκετὲς φορὲς ἐμπλέκονται καὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφουν.
Ἡ ἱστορικὴ ἀντικειμενικότητα τῆς παράθεσης τῶν γεγονότων ἐξασφαλίζεται διασταυρώνοντας τὶς πηγές τους, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀλήθεια τῶν ὅσων γράφονται. Οἱ πηγὲς του βρίθουν ἀπὸ μαρτυρίες αὐτήκοων καὶ αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἐνῶ πολλὲς φορὲς οἱ ἱστορικοὶ προσφεύγουν ἀκόμα καὶ στὴν αὐτοψία. Στόχος του εἶναι τὸ ἔργο τους νὰ παραμείνει «κτῆμα ἐς ἀεί», δηλαδὴ νὰ τὸ κληροδοτήσουν. Σπουδαῖα παραδείγματα ἱστοριογράφων στὰ χρόνια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὑπάρχουν πολλά. Στὴ συγκεκριμένη ἐργασία θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν Προκόπιο τὸν Καισαρέα καὶ τὴν Ἄννα τὴν Κομνηνή.
Ὁ Προκόπιος, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν καθηγητῆ Ν. Τωμαδάκη, ὡς ἰσάξιος συνεχιστὴς τοῦ Θουκυδίδη, ἐνῷ ἡ Ἄννα Κομνηνὴ εἶχε ὡς πρότυπό της τὴ γλῶσσα καὶ τὸ ὕφος τοῦ Ξενοφῶντα (1).
Ὁ Προκόπιος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἱστοριογράφους τοῦ Βυζαντίου, ἂν ὄχι ὁ σπουδαιότερος.Ὑπῆρξε γραμματέας τοῦ στρατιωτικοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ Βελισαρίου καὶ αὐλικός. Αὐτὸ τὸν κάνει αὐτόπτη καὶ αὐτήκοο μάρτυρα πολλῶν ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἐκθέτει (2). Τό ἔργο του εἶναι γραμμένο σὲ λόγια μορφή, ἐνῷ εἶναι πλούσιο σὲ δημηγορίες ὄχι μόνο τῶν Βυζαντινῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πολέμιων αὐτῶν. Ὁ Προκόπιος στὸ ἔργο του Ἀνέκδοτα ἢ Ἀπόκρυφη ἱστορία σημειώνει κατὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ προλόγου του ὅτι σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι νὰ διεισδύσει στὰ βαθύτερα αἴτια κάποιων γεγονότων ποὺ εἶχε ἀναφέρει σὲ προηγούμενο ἔργο του, πρωταγωνιστὲς τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ἡ Θεοδώρα. Τὰ αἴτια αὐτά, ἂν καὶ ἦταν σημαντικά, γράφει, ὅτι ἀναγκαστικὰ τὰ ἀπέκρυψε ὅσο ζοῦσαν οἱ πρωταγωνιστές τους ἀπὸ τὸ φόβο τῆς σκληρῆς τιμωρίας. Παρουσιάζει τὸ ἔργο
του ὡς συνέχεια τοῦ προηγούμενου ἱστορικοῦ πονήματός του «Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι».
Ἡ Ἄννα Κομνηνὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἡ κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ. Πολλὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφει τὰ ἔχει δεῖ ἢ τὰ ἔχει ἀκούσει ἡ ἴδια, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν Προκόπιο. Τὸ ἔργο της ἀποτελεῖ ὄχι μόνο συνέχεια ἀλλὰ καὶ συμπλήρωμα τοῦ ἔργου τοῦ Νικηφόρου Βρυεννίου «Ὕλη Ἱστορίας». Τὴν ὕλη τοῦ τελευταίου γνώριζε σὲ μεγάλο βαθμό, ἀφοῦ ὑπῆρξε σύζυγος τοῦ Νικηφόρου Βρυέννιου. Φυσικὰ στὸν πρόλογο τοῦ ἔργου ἐξυμνεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν Ἀλέξιο Α΄ Κομνηνό, δηλαδὴ τὸν πατέρα της, συγχρόνως τονίζει ὅτι τὸ ἔργο της θὰ ἀποτελέσει πηγὴ γιά νὰ μάθουν καὶ οἱ σύγχρονοι ἀλλὰ καὶ οἱ μεταγενέστεροι ἀπὸ αὐτὴν τί σπουδαῖος ἄνθρωπος, βασιλιὰς καὶ στρατιωτικὸς ὑπῆρξε ὁ Ἀλέξιος.
Καὶ οἱ δύο παραπάνω ἱστοριογράφοι εἶναι πεπεισμένοι ὅτι πρέπει νὰ ἐκθέσουν τὰ γεγονότα μὲ ἀντικειμενικότητα. Γνωρίζουν ὅτι τὰ ἔργα τους θὰ ἀποτελέσουν σημαντικὲς πηγὲς μελέτης τῆς ἐποχῆς τους γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Ὁ Προκόπιος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ αἰτία τῶν γεγονότων ποὺ θὰ περιγράψει ἦταν ἀπληστία τόσο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὅσο καί τῆς Θεοδώρας (3). Ἀποτελοῦν ἀξιόλογες πηγὲς τῆς ἱστορίας τῆς ἐποχῆς ποὺ περιγράφουν, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο εἶναι σύγχρονοι στὰ γεγονότα ποὺ παρουσιάζει ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά του καὶ ἔχουν ζήσει πάρα πολὺ καιρὸ κοντὰ στοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν ἔργων τους. Τὸ τελευταῖο δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα σὲ ὅσα ἐξιστοροῦν. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσπαθοῦν νὰ τονίσουν στοὺς ἀναγνῶστες τους ὅτι ὑποχρέωσή τους εἶναι νὰ εἶναι ἀντικειμενικοὶ. Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, εἶναι ἐμφανὲς ὅτι καὶ οἱ δύο οἱ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐναρμονίσουν τὰ γραφόμενά
τους μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς κλασσικίζουσας ἱστοριογραφίας τοῦ Βυζαντίου. Φυσικὰ τὸ ὅτι καὶ οἱ δύο ἔχουν ἐμπλακεῖ ὄχι μόνο χρονικά, ἀλλὰ κοινωνικὰ καὶ συναισθηματικὰ μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὶς καταστάσεις ποὺ περιγράφουν κάνει πιὸ δύσκολη τὴν ἐπίτευξη τῆς ἀντικειμενικότητάς τους. Τὸ τελευταῖο φυσικὰ δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ ἀκολουθήσουν τὶς γενικὲς γραμμὲς τῆς κλασσικίζουσας ἱστοριογραφίας ποὺ εἶχε υἱοθετηθεῖ στὸ Βυζάντιο.
Στὴν πράξη τώρα θὰ δοῦμε πὼς οἱ ἐξαγγελίες τῶν συγγραφέων στὸν πρόλογο τοῦ ἔργου δὲν εἶναι πάντα πραγματοποιήσιμες. Εἰδικότερα, ὅταν ὁ Προκόπιος προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει τὸν Ἰουστινιανὸ ἀλλὰ καὶ τὴ Θεοδώρα ὡς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἐξουσιάζει τὸ δαιμόνιο, μειώνεται ἡ ἀντικειμενικότητα καὶ ἡ ἱστορικότητα τοῦ ἔργου του. Ἕνα σημαίνουσας σημασίας παράδειγμα ἀποτελοῦσε ἡ σύλληψη τοῦ Ἰουστινιανοῦ, γιὰ τὴν ὁποία εὐθύνεται ἕνα δαιμόνιο ποὺ πλάγιασε μὲ τὴ μητέρα του. Ἡ ἀναφορὰ αὐτή, στὴν προσπάθεια τοῦ Προκοπίου νὰ ἐξετάσει τὴ «δαιμονικὴ» φύση τοῦ αὐτοκράτορα ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πραγματικότητας καὶ τῆς ἱστορίας καὶ ἐμπίπτει στὰ πλαίσια τοῦ μυθικοῦ. στοιχείων, τῶν παραδόσεων καὶ τῶν προλήψεων ποὺ στοιχείωναν τὰ ὄνειρα τῶν ἀγράμματων ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἀναφορὰ ποὺ κάνει ὅτι σύμφωνα μὲ ὄνειρο, ἡ Θεοδώρα ἤξερε ὅτι θὰ παντρευτεῖ τὸν βασιλιὰ τῶν δαιμονίων.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς θυμίζουν ὄχι ἱστοριογράφους, ὅπως ἦταν ὁ Θουκυδίδης ἀλλὰ τὸν «πατέρα τῆς Ἱστορίας» τῶν Ἡρόδοτο. Αὐτὸς ἐξιστορεῖ τὰ γεγονότα ἱστορικὰ ἀναμεμειγμένα μὲ στοιχεῖα λαογραφίας, παράδοσης καὶ μύθων. Μπορεῖ, ἑπομένως, νὰ ἐξαχθεῖ τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Προκόπιος στὸ ἔργο του Ἀνέκδοτα ἢ Ἀπόκρυφη ἱστορία δὲν παραμένει ἀντικειμενικός,ὡς ὄφειλε ὡς ἱστορικό καὶ ἀφήνει τὴν πένα του νὰ κυριαρχηθεῖ ἀπὸ τὰ συναισθήματά του. Τὸ μίσος εἶναι εὐδιάκριτο στὰ γραφόμενά του καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἠθικὴ ἀμαύρωση τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ τῆς συζύγου του τῆς Θεοδώρας προσπαθεῖ νὰ πάρει ἐκδίκηση γιὰ τὴν ἀπαξίωση ποὺ τοῦ ἔδειξαν ὡς ἱστορικοῦ. Ἐπιπλέον παραμένει πιστὸς στοὺς ἀρχαίους ἱστοριογράφους, καὶ δὴ τοῦ Θουκυδίδη, ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ ἀρκετὲς χρονικὲς ἀοριστίες κυρίως στὰ χρόνια της ζωῆς τῆς Θεοδώρας πρὶν ἐκείνη γίνει αὐτοκράτειρα.
Φυσικά, παρὰ τὴν κακεντρέχεια ποὺ διακρίνει τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Προκοπίου, δὲν παύει νὰ εἶναι μία σημαντικὴ ἱστορικὴ πηγὴ τῶν κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ διοικητικῶν τεκταινομένων τῆς ἐποχῆς του (4). Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἄσχετα ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ὁδήγησαν τὸν Προκόπιο στὴ σύνθεση αὐτῆς «ἱστορικῆς» πραγματείας του τὸ ἔργο ἀποτέλεσε κτῆμα ἱστορικὸ «ἐς ἀεὶ» στὶς ἑπόμενες γενιές. Χαρακτηριστικὰ παραθέτουμε τὴν ἄποψη τοῦ ἱστορικοῦ Παπαρρηγόπουλου: «Τὸ καθ᾿ ἡμᾶς ἐξεθέσαμεν τὴν περὶ τῶν ἀνεκδότων γνώμη ἡμῶν, οὐδὲ θέλομεν παραδεχθεῖ πότε τὴν περὶ αὐτῶν δοξασίαν τοῦ Γίβωνος τοῦ ἀξιοῦντος ὅτι τὰ ἀνέκδοτα ἐνδεχομένως νὰ ἀληθεύωσιν καθ᾿ ὁλοκληρίαν, τὸ μὲν ὡς πιθανὰ τὸ δὲ αὐτὸ τοῦτο μάλιστα ὅτι εἶναι ἀπίθανα. Ὁ Προκόπιος, ἐπιφέρει ὁ Gibbon, ἐγίγνωσκεν βεβαίως τά μὲν ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως, τὰ δὲ εἶναι τοιαῦτα, ὥστε δὲν δυνάμεθα νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ἐπενόησεν αὐτά. Ὄχι ἀναμφιβόλως ἡ ἱστορία, ἡ σπουδαία ἱστορία, δὲν θέλει ἐξευτελήσει ἑαυτὴν μέχρι τοῦ νὰ πιστέψει κατὰ γράμμα τὸν ἀλλόκοτον ἐκεῖνον ἄνθρωπον ὅστις, ἀφοῦ ἤγειρε ἀναφανδὸν ἀνδριάντας εἰς τοὺς ἥρωας καὶ τὰς ἡρωΐδας αὐτοῦ ἠσχολεῖτο ἔπειτα ἐν τῷ κρυπτῷ νὰ μεταμορφώνει τὰ καλὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ ἐκεῖνα ἔργα εἰς ἐπονείδιστους σάτυρους καὶ σειληνούς» (5).
Ὅσον ἀφορᾶ τώρα τὴν Ἀλεξιάδα τῆς Ἄνννας Κομνηνῆς, θεωρεῖται ἀρκετὰ ἀντικειμενικὴ πηγή. Τηρεῖ, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά τῆς κλασσικίζουσας ἱστοριογραφίας. Ἂν καὶ στὸ ἔργο εἶναι διάχυτος ὁ θαυμασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη της γιὰ τὸν πατέρας της αὐτοκράτορα Ἀλέξιο– κάτι ποὺ τὸ δηλώνει καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἔργου της– ἐν τούτοις ἡ περιγραφὴ τῶν στρατιωτικῶν γεγονότων γίνονται μὲ ἀντικειμενικότητα. Φαίνεται ὅτι ἔχει γίνει ἔρευνα στὰ γεγονότα αὐτά. Ἔτσι δὲν παρουσιάζονται μεροληπτικὰ ὑπὲρ τῶν Βυζαντινῶν τὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς της (6). Ἴσως ἡ ἀντικειμενικότητα τοῦ ἔργου της σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ὀφείλεται ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπῆρξε μάρτυρας ἔμμεσος ἢ ἄμεσος τῶν γεγονότων ποὺ ἐξιστορεῖ ἀλλὰ ὅτι ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι ἐγκαταλείποντας τὴν κοσμικὴ ζωὴ τοῦ παλατιοῦ, νὰ τῆς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ ὁρισμένα γεγονότα καὶ νὰ τὰ παρουσιάσει μὲ ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ ἀντικειμενικὰ γινόταν.
Ἡ παρεμβολὴ μέσα στὸ ἔργο της τοῦ Χρυσόβουλου τοῦ πατέρα της θυμίζει τοὺς ἀρχαίους ἱστοριογράφους Ἡρόδοτο, Θουκυδίδη, Πολύβιο ποὺ ἐνσωματώνουν στὴν ἱστορία τους σημαντικὰ ἔγγραφα. Ἡ ἀπομόνωση τῆς Ἄννας Κομνηνῆς σὲ μοναστήρι μοιάζει μὲ τὴν ἐξορία τοῦ Θουκυδίδη στὴ Θράκη, καὶ στοὺς δύο δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἐξετάσουν ἐκ τοῦ μακρόθεν τὰ γεγονότα, ποὺ ἔζησαν ἢ ἐρεύνησαν καὶ ἴσως αὐτὸ νὰ ἀποτέλεσε καὶ παράγοντα γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἔργων του καὶ τὴν ἀντικειμενικότητα ποὺ τὰ διέπει.
Ἱστορικοὶ μεταγενέστεροι θεωροῦν ὅτι τὸ ἔργο τῆς Ἄννας Κομνηνῆς τηρεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά τῆς ἀρχαίας ἱστοριογραφίας, ὅπως εἶναι ἡ γλῶσσα ἀλλὰ ἡ μορφή του ποὺ φέρουν ἐντόνως τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀττικισμοῦ. Φυσικά, ἡ ἀττικὴ γλῶσσα μαζὶ μὲ τὶς γεωγραφικὲς καὶ τοπογραφικὲς ληροφορίες κάνουν τὸ ἔργο νὰ θεωρεῖται ἄξιος συνεχιστὴς τῆς παράδοσης τῶν ἀρχαίων ἱστοριογράφων.
Ἐν κατακλεῖδι παρατηροῦμε ὅτι κυρίως ἡ Ἀλεξιάδα ἀνταποκρίνεται περισσότερο στὶς ἐξαγγελίες ποὺ γίνονται στὸν πρόλογό της ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Προκοπίου μπορεῖ νὰ μὴν διακρίνεται ἀπὸ ἀντικειμενικότητα γιὰ τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ τῆς συζύγου του Θεοδώρας, ἀλλὰ ἀναφέρει καὶ αὐτὸ γεωγραφικὲς καὶ τοπογραφικὲς πληροφορίες καὶ ὅλα αὐτὰ γράφονται σὲ γλῶσσα κατὰ μίμηση τῆς ἀρχαίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ Βυζαντινὴ Φιλολογία,ΕΑΠ, Γ΄, Πάτρα 2001, σ. 97-107.
– Hunger, H., Βυζαντινὴ Λογοτεχνία. Ἡ κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Β΄, Ἀθῆνα 2005.
– Καρποζήλου, Α., Βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι, Α΄, Ἀθῆνα 1997.
– Παπαρρηγοπούλου, Κ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Γ΄, Ἀθῆνα 2005, σ. 154-205.
– Τωμαδάκη, Ν., «Οἱ Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἱστοριογραφικὴν παράδοσην καὶ ἡ σημασία αὐτῶν», ΕΕΦΣΠΑ 5 (1954-1955) 82-96
1. Ν. Τωμαδάκη, «Οἱ Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἱστοριογραφικὴν παράδοσην καὶ ἡ σημασία αὐτῶν», ΕΕΦΣΠΑ 5 (1954-1955) 82.
2. Ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ Βυζαντινὴ Φιλολογία, ΕΑΠ, Γ΄, Πάτρα 2001, σ. 102.
3. Αὐτόθι, σελ. 103.
4. Αὐτόθι, σελ. 103.
5. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Γ΄, Ἀθήνα 2005, σ. 154-205.
6. Ἀρχαία Ἑλληνική καί Βυζαντινή Φιλολογία, ΕΑΠ, Γ΄, Πάτρα 2001, σ. 106