Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ*

π. Χρίστος Κυριαζόπουλος

Δι­δά­κτωρ Βυ­ζαν­τι­νῆς Ἱ­στο­ρί­ας/

καὶ Ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας

Μὲ τὸ τε­ρά­στιο πα­ρελ­θὸν καὶ τὴν κλη­ρο­νο­μιά της ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα μᾶς προ­βλη­μα­τί­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρα, δι­ό­τι, ἂν κά­θε γλῶσ­σα ἔ­χει τὴ μο­να­δι­κό­τη­τά της, ἡ εἰ­δο­ποι­ὸς καὶ θε­με­λι­ώ­δης δι­α­φο­ρὰ ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες εἶ­ναι ὅ­τι ἡ γλωσ­σι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ ἔκ­φρα­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ κό­σμου, ὅ­πως δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πο­ρεί­α τοῦ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἀ­νά­γε­ται στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λό­γο, ὦ! γλῶσ­σα καὶ δι­α­νό­η­ση. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε ἄλ­λη ση­μαν­τι­κή, ὁ κό­σμος εἶ­ναι καρ­πὸς μί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ση­μαν­τι­κῆς. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ δὲν εἶ­ναι «κλα­σσι­κὴ» γιὰ τὴν ἀρ­χαί­α πε­ρί­ο­δο μό­νον, ἀλ­λὰ καὶ ἡ κλα­σ­σικὴ γλῶσ­σα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς. Καὶ μο­λο­νό­τι δὲν εἶ­ναι πλέ­ον μί­α γλῶσ­σα τῶν με­γά­λων μα­ζῶν, ὡ­στό­σο τὸ ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὸ δυ­να­μι­κό της, οἱ ρί­ζες καὶ οἱ λέ­ξεις της τὴν κα­θι­στοῦν ἐ­πί­σης τὴν «κλα­σσι­κὴ» γλῶσ­σα τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, αὐ­τῆς δη­λα­δὴ ποὺ σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζει τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα καὶ κι­νεῖ­ται ὄ­χι μό­νον στὴν πε­ρι­φέ­ρεια τῆς κά­θε γλώσ­σας, ἀλ­λὰ κα­τα­κτᾶ συ­νε­χῶς τὸ κέν­τρο καὶ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της. Οἱ πα­ρα­πά­νω σκέ­ψεις ἀ­πο­τε­λοῦν μί­α κεν­τρι­κὴ πα­ρά­γρα­φο τῆς Δι­α­κή­ρυ­ξης τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Γλωσ­σι­κοῦ Ὁ­μί­λου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δι­α­πρε­πεῖς λό­γιοι ἐ­ξέ­φρα­σαν πρὸ ἐ­τῶν τὴν ἀ­νη­συ­χί­α τους γιὰ τὴν πο­ρεί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας. (Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­της κ.ἄ., ‘’Ἑλληνικὴ Γλῶσ­σα­’’, Ἀ­θή­να, 1994, σελ. 8)

Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα γλώσ­σας μὲ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νέ­χεια καὶ μὲ τέ­τοι­α δο­μι­κὴ καὶ λε­ξι­λο­γι­κὴ συ­νο­χὴ ποὺ νὰ ἐ­πι­τρέ­πη νὰ μι­λοῦ­με γιὰ μί­α «ἑ­νια­ία ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα» ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ὡς σή­με­ρα. Μὲ αὐ­τὸ ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι ὁ ἴ­διος λα­ός, οἱ Ἕλ­λη­νες, στὸν ἴ­διο γε­ω­γρα­φι­κὸ χῶ­ρο, τὴν Ἑλ­λά­δα, χω­ρὶς δι­α­κο­πή, σα­ράν­τα αἰ­ῶ­νες τώ­ρα, μι­λά­ει καὶ γρά­φει –μὲ τὴν ἴ­δια γρα­φὴ (ἀ­πὸ τὸν 8ο π.Χ. αἰ­ῶνα) καὶ τὴν ἴ­δια ὀρ­θο­γρα­φί­α (ἀ­πὸ τὸ 400 π.Χ.) –τὴν ἴ­δια γλῶσ­σα τὴν ἑλ­λη­νι­κή. Αὐ­τὸ δὲ ση­μαί­νει, φυ­σι­κά, ὅ­τι ἡ γλῶσ­σα τοῦ Ξε­νο­φών­τα, τοῦ Πλά­τω­να ἢ τοῦ Πλού­ταρ­χου εἶ­ναι φω­νο­λο­γι­κά, γραμ­μα­τι­κὰ καὶ λε­ξι­κο­λο­γι­κὰ ἴ­δια καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­χτη μὲ τὴ γλώσ­σα ποὺ μι­λοῦ­με καὶ γρά­φου­με στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 21ου αἰ­ῶ­να. Με­τα­βο­λὲς στὴν προ­φο­ρά, στὴ γραμ­μα­το­συν­τα­κτι­κὴ δο­μὴ καὶ στὸ λε­ξι­λό­γιο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν πολ­λές. Τὰ κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὅ­μως, τῆς δο­μῆς τῆς Ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας (πτώ­σεις, ἀ­ριθ­μοί, γέ­νος, χρό­νος, ποι­ὸν ἐ­νέρ­γειας, πρό­σω­πο, φω­νές, δι­ά­θε­ση ρή­μα­τος κ.τ.λ.) ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ προσ­δι­ο­ρί­ζουν τὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α καὶ τῆς σύγ­χρο­νης ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας. (Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­της, Λε­ξι­κὸ τῆς Νέ­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σας, σελ. 16)

Μα­ζὶ μὲ τὸν Σε­φέ­ρη συγ­κλο­νί­ζε­ται κα­νείς, ὅ­ταν συλ­λο­γί­ζε­ται: «Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα…Γιὰ κοι­τάξ­τε πό­σο θαυ­μά­σιο πρᾶγ­μα εἶ­ναι νὰ λο­γα­ριά­ζη κα­νεὶς πὼς ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ μί­λη­σε ὁ Ὅ­μη­ρος ὡς τὰ σή­με­ρα μι­λοῦ­με, ἀ­να­σαί­νου­με καὶ τρα­γου­δοῦ­με μὲ τὴν ἴ­δια γλώσ­σα. Ἀ­πὸ κοι­νοῦ μὲ τὸν Ἐ­λύ­τη μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κη­ρύ­ξου­με: «Τὴ γλώσ­σα μου ἔ­δω­σαν ἑλ­λη­νι­κή…στὶς ἀμ­μου­δι­ὲς τοῦ Ὁ­μή­ρου. Μο­νά­χη ἔ­γνοι­α ἡ γλῶσ­σα μου στὶς ἀμ­μου­δι­ὲς τοῦ Ὁ­μή­ρου». Ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς τὸ εἶ­πε, μὲ τὴ δια­ύγεια τῆς γλώσ­σας του, πο­λὺ ὄ­μορ­φα: «Δι­α­βά­ζον­τας τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ τὰ ηὔ­ρα ὁ­πού λαμ­πρύ­νουν καὶ φω­τί­ζουν τὸν νοῦν τοῦ μα­θη­τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­θὼς φω­τί­ζει ὁ ἥ­λιος τὴν γῆν, ὅ­ταν εἶ­ναι ξα­στε­ριὰ καὶ βλέ­πουν τὰ μά­τια μα­κρυά».

Καὶ ποι­ὸς ἀ­π᾿ ὅ­λους, φυ­σι­κά, ἀ­γνο­εῖ τὸ ση­μαν­τι­κό­τα­το ἰ­δι­αί­τε­ρο γνώ­ρι­σμα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας, τὴν Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τά της; Ἡ Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἄ­σχε­τη πρὸς τὸ κύ­ρος ποὺ ἀ­πέ­κτη­σε δι­ε­θνῶς ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ὡς ἡ γλῶσ­σα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ γλῶσ­σα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί, βε­βαί­ως, ὡς ἡ γλῶσ­σα τῆς ὑ­μνο­γρα­φί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας.

Ὅ­λοι γνω­ρί­ζε­τε τὴν πε­ρί­φη­μη ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Ρω­μαί­ου ποι­η­τή Ὀ­ράτιου (1ος αἰ. π.Χ.): «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio» (=Ἡ Ἑλ­λά­δα, ἂν καὶ κα­τα­κτή­θη­κε, κα­τέ­κτη­σε τὸν ἄ­γριο νι­κη­τὴ καὶ εἰ­σή­γα­γε τὶς τέ­χνες στὸ ἀ­γροῖ­κο Λά­τιο), τὴν κα­τὰ λί­γα χρό­νια προ­γε­νέ­στε­ρη δι­α­πί­στω­ση τοῦ Κι­κέ­ρω­νος: «Graeca leguntur in omnibus gere gentibus, Latina suis finibus, exigius sane, continentur» (Τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ δι­α­βά­ζον­ται σχε­δὸν σὲ ὅ­λα τὰ Ἔθνη, ἐ­νῶ τὰ Λα­τι­νι­κὰ πε­ρι­κλεί­ον­ται στὰ δι­κά τους, πο­λὺ μι­κρὰ σύ­νο­ρα), κα­θὼς καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι πλη­βεῖ­οι, πα­τρί­κιοι καὶ αὐ­το­κρά­το­ρες μα­θαί­νουν τὴν ἑλ­λη­νι­κή, κα­τὰ τὴ Ρω­μαι­ο­κρα­τί­α, ἐ­πά­νω στὰ λε­γό­με­να «Greek Imperials», τὶς χάλ­κι­νες κο­πὲς νο­μι­σμά­των τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων (1ος–3ος αἰ. μ.Χ.) πού ἔ­φε­ραν τὴν εἰ­κο­νι­στι­κὴ κε­φα­λὴ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα στὴν μπρο­στι­νὴ ὄ­ψη, ἀ­να­γρά­φον­ται ἐ­πι­γρά­φια στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.

Θὰ ἄ­ξι­ζε ὅ­μως νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­τε­λῶς ἐν­δει­κτι­κὰ ὅ­τι στὸν πρώ­ϊμο ἤ­δη Με­σαί­ω­να στὰ μο­να­στή­ρια Benedict–beuern καὶ Wessobrunn με­λε­τοῦ­σαν τὸν Ὅ­μη­ρο. Κα­τὰ τὸν 7ο καὶ 8ο αἰ. οἱ Ἰρ­λαν­δοὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν γιὰ τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κα­τὰ τρό­πο ἐν­τυ­πω­σια­κό, ἐ­νῶ στὴν ποί­η­ση καὶ τὴν πε­ζο­γρα­φί­α τους ἀ­παν­τοῦν δι­ά­σπαρ­τες ἑλ­λη­νι­κὲς λέ­ξεις. Τὴν ἴ­δια ἐ­πο­χὴ ὑ­πάρ­χουν στὴν Ἀγ­γλί­α ἄν­θρω­ποι ποὺ γνω­ρί­ζουν τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ τό­σο κα­λά, ὅ­σο τὴ μη­τρι­κή τους γλώσ­σα. Στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 9ου αἰ. ὑ­πῆρ­χαν στὴ Ρώ­μη τοὐ­λά­χι­στον ἐν­νέ­α ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἢ ἐν μέ­ρει ἑλ­λη­νι­κὰ μο­να­στή­ρια. Ἀ­πὸ τὸν 10ο αἰ. πυ­κνώ­νουν οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ Ἕλ­λη­νες στὴ Δύ­ση. Οἱ Δυ­τι­κοὶ τὴν ἐ­πο­χὴ αὐ­τὴ δέ­χον­ται μὲ πο­λὺ προ­θυ­μί­α τοὺς Ἕλ­λη­νες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λή, κυ­ρί­ως γιὰ νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν σ᾿ αὐ­τοὺς τὴν εἰ­κό­να τοῦ Ἀρ­χαί­ου μο­να­χι­σμοῦ.  

Θὰ ἦ­ταν, τέ­λος, ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τὸ νὰ ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με τὴ με­τα­κί­νη­ση ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν χει­ρο­γρά­φων ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ στὴ Δύ­ση κα­τὰ τὴν Ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἐν­τα­τι­κο­ποι­ή­θη­κε μὲ τὴ με­τα­νά­στευ­ση Ἑλ­λή­νων λο­γί­ων πρὶν καὶ με­τά, τὴν Ἅ­λω­ση τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους, ἕ­νας ἀ­μύ­θη­τος πλοῦ­τος ἑλ­λη­νι­κοῦ λό­γου, κα­θὼς καὶ τὸν τε­ρά­στιο ἀ­ριθ­μὸ δα­σκά­λων, με­τα­φρα­στῶν καὶ ὑ­πο­μνη­μα­τι­στῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κει­μέ­νων, ποὺ τὴν ἀ­κο­λού­θη­σε, μὲ ὅ­λες τὶς εὐ­ερ­γε­τι­κὲς συ­νέ­πει­ες τοῦ γε­γο­νό­τος αὐ­τοῦ στὴν Παι­δεί­α καὶ τὸν πο­λι­τι­σμὸ τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος.

Θὰ ἔ­κρι­να ἀ­πο­λύ­τως πε­ριτ­τό, ἐ­νώ­πιον ἑ­νὸς τό­σο δι­α­κε­κρι­μέ­νου ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου, νὰ ἔ­λε­γα πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴν ἀ­ξί­α τῆς γλώσ­σας. Θὰ εἶ­χε ὅ­μως ση­μα­σί­α, νο­μί­ζω, νὰ πα­ρα­θέ­σω μὲ πολ­λὴ συν­το­μί­α, πρὶν κλεί­σω τὴν ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή, τὶς πο­λὺ πρό­σφα­τες ἀ­πό­ψεις τρι­ῶν Νο­τι­ο­α­με­ρι­κα­νῶν Νε­ο­ελ­λη­νι­στῶν κα­θη­γη­τῶν Πα­νε­πι­στη­μί­ου:

          1. Τοῦ Costillo Didier, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι «ὁ Νε­ο­ελ­λη­νι­στὴς νὰ γνω­ρί­ζη σὲ ἐ­πί­πε­δο βα­σι­κὸ ὅ­λες τὶς μορ­φὲς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας».

          2. Τοῦ Rodrignez Adrados, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­λώ­νει: «Σι­γὰ- σι­γὰ ἔ­φθα­σα στὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ προ­σω­πι­κή μου ἐμ­πει­ρί­α, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μί­α συ­νέ­χεια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ».

          3. Τοῦ Fernando Muhoz, ὁ ὁ­ποῖ­ος γρά­φει πὼς «ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τὸ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμοῦ» καὶ πὼς «οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες του (Κο­λομ­βια­νοὶ) δι­α­τη­ροῦν ἀ­κό­μα τὸ ἀ­θά­να­το πνεῦ­μα τῆς Με­γά­λης Ἑλ­λά­δας».

Στὴν ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νη καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὴ Χρι­στι­α­νι­κὴ Οἰ­κου­μέ­νη οἱ Ἕλ­λη­νες οὐ­δέ­πο­τε δι­εκ­δί­κη­σαν τὰ πρω­τεῖ­α. Ἔ­γι­ναν ὅ­μως οἱ δι­δά­σκα­λοι τῶν λα­ῶν. Κι᾿ αὐ­τό, για­τί ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς πάν­το­τε εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τας τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τους καὶ ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου, για­τί δι­έ­θε­ταν σὲ ἐ­πάρ­κεια ὅ­λες τὶς πνευ­μα­τι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὸν με­γά­λο αὐ­τὸ ἱ­στο­ρι­κό τους ρό­λο. Κι ἐ­νῶ δι­έ­θε­ταν τὴν ἔν­σο­φη τα­πεί­νω­ση ποὺ τοὺς κα­θι­στοῦ­σε ἀ­νοι­χτοὺς σὲ ἄλ­λους πο­λι­τι­σμοὺς καὶ πα­ρα­δό­σεις, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἡ συ­νάν­τη­ση μα­ζί τους νὰ ἀ­πο­βαί­νη γό­νι­μη καὶ εὐ­ερ­γε­τι­κή, δι­α­τή­ρη­σαν πάν­το­τε ἀ­κέ­ραι­η μέ­σα τους τὴν βα­θύ­τα­τη πί­στη στὴν ἀ­ξί­α καὶ τὴν Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα τῆς γλώσ­σας τους καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τους καὶ οὐ­δέ­πο­τε ἀ­πεμ­πό­λη­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους.

 

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄

ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010