Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΗΜΕΡΑ

 

Θα­νά­ση Χού­πα,
πτυ­χι­ού­χου Ἠ­λε­κτρο­λό­γου Μη­χα­νι­κοῦ E.M.Π.

 

Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ πα­ρά­δο­ξα ποὺ συμ­βαί­νουν στὶς μέ­ρες μας εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ὅ­λο καὶ πλη­θαί­νουν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δη­λώ­νουν ὅ­τι δι­δά­σκον­ται καὶ δι­α­φω­τί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, στὴ χώ­ρα μας πολ­λοὶ ὑ­πο­τι­μοῦν τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α, τὴν προ­σφο­ρὰ καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Μά­λι­στα, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι «γε­ρα­σμέ­νη», «ἐ­κτὸς ἐ­πο­χῆς καὶ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας». Θε­ω­ροῦν ὅ­τι ἐ­πι­βι­ώ­νει μό­νο ὡς στοι­χεῖ­ο τῆς πα­ρά­δο­σης τῆς χώ­ρας μας, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει κά­τι νὰ πεῖ καὶ νὰ προ­σφέ­ρει στὸν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο.

Καὶ ὅ­μως, εἴ­τε τὸ θέ­λου­με εἴ­τε ὄ­χι, τὸ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο στοι­χεῖ­ο τῆς σύγ­χρο­νης φυ­σι­ο­γνω­μί­ας τῆς Ἑλ­λά­δας, ὡς μέ­λους τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕ­νω­σης, δὲν εἶ­ναι οὔ­τε ἡ οἰ­κο­νο­μί­α της, οὔ­τε ἡ στρα­τι­ω­τι­κὴ δύ­να­μή της, οὔ­τε ἡ τέ­χνη της. Εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Καὶ μά­λι­στα με­τὰ τὴν δι­εύ­ρυν­ση -στὴν E.E. τῶν 25 πιά, ὅ­που εἰ­σή­χθη­σαν καὶ ἄλ­λες ὀρ­θό­δο­ξες χῶ­ρες- αὐ­τὸ τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας τῆς χώ­ρας μας ἀ­πο­κτᾶ μί­α ἄλ­λη δυ­να­μι­κή.  

Δὲν πρέ­πει νὰ πα­ρα­βλέ­που­με, ἐ­πί­σης, τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι, μὲ ὅ­σα θε­τι­κὰ καὶ ἀρ­νη­τι­κὰ ἐ­πα­κό­λου­θα ἔ­χει αὐ­τό, «εἶ­ναι γνω­στὸ ἀ­πὸ τὴν Ἱ­στο­ρί­α μας ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ Ἔ­θνους συ­νέ­πε­σε μὲ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας»1. Ἑ­πο­μέ­νως, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ προ­ο­πτι­κή τῆς χώ­ρας μας νὰ ἀ­φή­νει ἀ­δι­ά­φο­ρη τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ πρό­κλη­ση εἶ­ναι με­γά­λη. Βέ­βαι­α, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς γε­ω­πο­λι­τι­κῆς μας θέ­σης, δὲν εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὁ­δη­γεῖ­ται σὲ κρί­σι­μο δι­ά­λο­γο μὲ ἄλ­λους λα­οὺς καὶ δο­κι­μά­ζε­ται ἡ πνευ­μα­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση καὶ ἀν­το­χή του. Ὅ­μως γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν μα­κραί­ω­νη πο­ρεί­α του, ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ταυ­τό­τη­τα καὶ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α του, ἀλ­λὰ καὶ νὰ συ­ναι­σθαν­θεῖ τὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ καὶ οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­πο­στο­λή του.  

Ἄ­νοιγ­μα πρὸς τὴ Δύ­ση

Ἐ­πι­χει­ρών­τας μί­α ὑ­πο­τυ­πώ­δη ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­να­δρο­μή, θὰ λέ­γα­με ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λὴ δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἐν­τε­λῶς ἀ­πο­κομ­μέ­νη πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν Δύ­ση. Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου πολ­λοὶ λό­γιοι Ἕλ­λη­νες καὶ κλη­ρι­κοὶ με­τα­νά­στευ­σαν στὶς δυ­τι­κὲς χῶ­ρες ὡς φο­ρεῖς καὶ δι­δά­σκα­λοι τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἀν­τί­στοι­χο ἀν­τί­κτυ­πο φαί­νε­ται πὼς εἶ­χαν ὁ Πρῶ­τος καὶ ὁ Δεύ­τε­ρος Παγ­κό­σμιος πό­λε­μος καὶ τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ ὁ­δή­γη­σαν σὲ τρα­γι­κὴ οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τὶς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἀ­να­το­λι­κὲς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς χῶ­ρες καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴν Ρω­σί­α. Τὸ κῦμα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων προ­σφύ­γων πρὸς τὴν Δύ­ση ἦ­ταν πά­λι με­γά­λο (ἴ­σως πιὸ ἔν­το­νο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τοῦ 15ου αἰ­ῶ­να). Ὅ­λα αὐ­τὰ συ­νε­τέ­λε­σαν ὥ­στε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος τῆς Δύ­σης νὰ με­τρια­στεῖ ἡ ἐ­πί­κρι­ση τῶν προ­η­γού­με­νων αἰ­ώ­νων ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ μά­λι­στα ἀ­πὸ τὸ δεύ­τε­ρο μι­σό του 20οῦ αἰ­ῶνα νὰ ὑ­πάρ­ξει μί­α δι­ά­θε­ση προ­σέγ­γι­σης πρός τίς πα­ρα­δό­σεις της.

Αὐ­τὴ ἡ ἔ­στω καὶ με­ρι­κὴ ἀλ­λα­γὴ τῆς δι­ά­θε­σης κα­θι­στᾶ ἀ­κό­μη πιὸ ση­μαν­τι­κὴ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ καὶ τὴν εὐ­θύ­νη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸν σύγ­χρο­νο χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο. Πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα ὅ­μως θὰ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με ὅ­τι ὡς ἀ­πο­στο­λὴ δὲν ἐν­νο­οῦ­με τὴν προ­σπά­θεια προ­ση­λυ­τι­σμοῦ πι­στῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν στὴν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ἀ­πο­στο­λὴ εἶ­ναι γιὰ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α «νὰ δώ­σει μαρ­τυ­ρί­α τῆς πί­στε­ώς της καὶ τῶν ἄλ­λων πο­λύ­τι­μων θη­σαυ­ρῶν τῆς πα­ρά­δο­σής της. Νὰ εὐ­αγ­γε­λι­στεῖ τὸν Χρι­στὸ ὅ­πως Τὸν εἶ­δε καὶ Τὸν ἔ­ζη­σε καὶ Τὸν εἰ­κο­νο­γρά­φη­σε καὶ Τὸν λει­τουρ­γεῖ ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λὴ»2.  

Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἀρ­κε­στοῦ­με στὴν ἄ­πο­ψη τοῦ Hans Ehrenberg ὅ­τι, δη­λα­δή, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α «ἀ­σκεῖ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ ἔρ­γο καὶ μό­νο μὲ τὴν ὕ­παρ­ξή της». Ὅ­μως ἂν θέ­λου­με νὰ δι­ε­ρευ­νή­σου­με τί καὶ μὲ ποι­ὸν τρό­πο μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει στὴν σύγ­χρο­νη Εὐ­ρώ­πη, θὰ πρέ­πει νὰ δοῦ­με τὶς πτυ­χὲς Ὀρ­θό­δο­ξης Δι­δα­σκα­λί­ας καὶ Πα­ρά­δο­σης ποὺ ἐ­κτι­μοῦν καὶ «ζη­λεύ­ουν» οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι πο­λί­τες τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν κρα­τῶν, ἀ­κού­γον­τας τί λέ­νε οἱ ἴ­διοι:

Ἡ ἑνότητα καὶ πνευματικὴ συνοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας  

Ὅ­πως ὁ­μο­λο­γεῖ ὁ κα­θη­γη­τὴς Fr.Heiler «ἀ­κρι­βῶς ἡ νέ­α βα­θειὰ συ­ναί­σθη­ση τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως «εἰς Μί­αν Ἁ­γί­αν Κα­θο­λι­κὴν καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴν Ἐκ­κλη­σί­αν», εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α μὲ δύ­να­μη προ­σελ­κύ­ει τοὺς ἀ­προ­κα­τά­λη­πτους χρι­στια­νοὺς τῆς Δύ­σε­ως πρὸς τὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α».

Ἐν­τύ­πω­ση μά­λι­στα προ­κα­λεῖ ἡ πα­ρα­δο­χὴ τοῦ πρώ­ην Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Καν­τερ­βου­ρί­ας, M.Ramsey (προ­κα­θη­μέ­νου τῆς Ἀγ­γλι­κα­νι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας): «Βε­βαί­ως ὑ­πάρ­χει ση­μαν­τι­κὸς ἀ­ριθ­μὸς δογ­μά­των τὰ ὁ­ποῖα ὅ­λοι πα­ρα­δε­χό­μα­στε, ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καὶ ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα πράγ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἄλ­λοι ἀ­πὸ ἐ­μᾶς δέ­χον­ται καὶ ἄλ­λοι ἀ­πορ­ρί­πτουν. Συγ­κρί­νε­τε αὐ­τὸν τὸν τρό­πο σκέ­ψης μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἐ­κεῖ θὰ βρεῖ­τε μί­α πλή­ρη καὶ ὡ­ραῖα εἰ­κό­να, ἡ ὁ­ποί­α προ­κα­λεῖ ἑ­νια­ῖο καὶ ἀ­δι­αί­ρε­το σύ­νο­λο. Ἐ­ὰν ἀ­φαι­ρέ­σε­τε ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε στοι­χεῖ­ο, θὰ κα­τα­στρέ­ψε­τε τὸ ὅ­λο. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α συ­νί­στα­ται ἀ­κρι­βῶς σὲ αὐ­τὴν τὴν ὁ­λό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ἀγ­κα­λιά­ζει τὸ θεῖ­ο καὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο…»3.

Ἡ σημασία τῆς Παράδοσης στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Ὁ δι­α­κε­κρι­μέ­νος Βέλ­γος θε­ο­λό­γος τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν Dom Lambert Beauduin στὴν με­λέ­τη του «Ἡ Δύ­ση μα­θη­τεύ­ου­σα στὴν Ἀ­να­το­λὴ» γρά­φει: «Ἕ­να με­γά­λο μά­θη­μα καὶ ἕ­να με­γά­λο πα­ρά­δειγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­μεῖς οἱ Λα­τῖνοι ὀ­φεί­λου­με νὰ πά­ρου­με ἀ­πὸ τοὺς χω­ρι­σμέ­νους ἀ­δελ­φούς μας (δη­λα­δὴ τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους), εἶ­ναι ἡ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­γά­πη τῆς πα­ρά­δο­σης καὶ τῆς εὐ­λά­βειας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε πρό­ο­δος πρέ­πει νὰ λαμ­βά­νει χώ­ρα μέ­σα στὴν γραμ­μὴ τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α οἱ και­νο­το­μί­ες πα­ρα­βιά­ζουν ἁ­γί­ους καὶ σε­βά­σμιους θε­σμούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν ἐ­ξα­γιά­σει γε­νι­ές, δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον πρό­ο­δος, ἀλ­λὰ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­ση». Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν γρα­πτὴ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὑ­πάρ­χει ἡ κα­λὴ «πα­ρα­κα­τα­θή­κη», ἡ «πί­στις ἐξ ἀ­κο­ῆς»4.

Ἡ Πα­τε­ρι­κὴ Δι­δα­χὴ

Ἂν λά­βου­με ὑ­π᾿ ὄ­ψιν ὅ­τι μέ­χρι καὶ τὸ πρῶ­το μι­σό του 20οῦ αἰ­ῶνα οἱ πα­ρα­πομ­πὲς τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν θε­ο­λό­γων στοὺς Ἕλ­λη­νες Πα­τέ­ρες γι­νό­ταν μὲ πολ­λὴ φει­δώ, θὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν τε­ρά­στια ση­μα­σί­α τῆς προ­σπά­θειας τῶν δυ­τι­κῶν θε­ο­λό­γων* νὰ ἐ­πα­νέλ­θει ἡ σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κὴ σκέ­ψη σὲ πα­τε­ρι­κὴ βά­ση. Μά­λι­στα, ἐ­κτός τοῦ ὅ­τι ἡ Β’ Βα­τι­κα­νι­κὴ Σύ­νο­δος ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ με­γά­λα ἀ­νοίγ­μα­τα, ἔ­δω­σε μί­α ὤ­θη­ση στρο­φῆς πρὸς τὶς πη­γές, πα­τε­ρι­κὲς καὶ λει­τουρ­γι­κές, ὅ­πως ὁ­μο­λο­γοῦν κο­ρυ­φαῖ­οι Γάλ­λοι καὶ Γερ­μα­νοὶ κυ­ρί­ως θε­ο­λό­γοι.

Ἡ κα­τά­φα­ση τῆς ἐν τῷ κό­σμῳ ζω­ῆς στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση

    Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ὴ ποὺ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ ἀ­πὸ τὸ «ὁ­δὸς πρὸς τὸ ἐλ­πι­ζό­με­νον ὁ πα­ρών γί­νε­ται βί­ος»5, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸν κίν­δυ­νο τῆς πλή­ρους ἐκ­κο­σμί­κευ­σης καὶ τὶς Ἐκ­κλη­σί­ες καὶ τὶς «μον­τέρ­νες» θε­ο­λο­γί­ες ὅ­λων τῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν. Ὁ κίν­δυ­νος εἶ­ναι με­γά­λος για­τί ὑ­περ­το­νί­ζον­τας τὰ τοῦ κό­σμου, τὶς γή­ϊνες ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­τό­μων καὶ δῆ­θεν τὴν ἀ­νάγ­κη προ­σέγ­γι­σης τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που «ἀ­κό­μα καὶ ἂν κά­νου­με πα­ρα­χω­ρή­σεις σὲ κά­ποι­α πράγ­μα­τα» -ὅ­πως λέ­νε-, θέ­τουν σὲ δεύ­τε­ρη μοί­ρα τὴν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν!  

Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς ζω­ῆς, ποὺ το­νί­ζει ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἐ­κλαμ­βά­νει «τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­θλι­ό­τη­τα ὡς τὴν συ­νε­χι­ζό­με­νη ἀ­γω­νί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­κό­μη στὸ πρό­σω­πο τῶν με­λῶν Του» καὶ δη­λώ­νει ὅ­τι «ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο μᾶλ­λον σὰν θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­ρὰ σὰν παν­δο­χεῖο­ γιὰ τὸ  τέ­λει­ο»6.

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρεί­α

Ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δὲν φαί­νε­ται νὰ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πλή­ρως τὴν τε­ρά­στια ση­μα­σί­α τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Λα­τρεί­ας. Ἂς ἀ­κού­σου­με τοὐλά­χι­στον πό­σο τὴν ἐ­κτι­μοῦν καὶ τὴν θαυ­μά­ζουν τρεῖς κο­ρυ­φαῖ­οι Γερ­μα­νοί θε­ο­λό­γοι** (ἄν καί σέ πα­λαι­ό­τε­ρες ἐπο­χές οἱ ἐπι­κρί­σεις τῶν Δυ­τι­κῶν γιά αὐ­τήν ἦταν με­ρι­κές φο­ρές καυ­στι­κές): Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Λει­τουρ­γί­α «ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κό, σέ δύ­να­μη καί πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Fr.Heiler), «ἐ­πι­δι­ώ­κει νά πα­ρου­σιά­σει τή νί­κη τῆς ζω­ῆς, τήν ὁποί­α ἐ­ξα­σφά­λι­σε ἡ εἴ­σο­δος τοῦ Θε­οῦ στόν κό­σμο» (E.Seeberg). Τέ­λος, ἀξί­ζει νά ἀνα­φέ­ρου­με τά λό­για τοῦ J.Tyciak: «οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἡ λει­τουρ­γί­α της εἶναι οἱ κα­τε­ξο­χήν πη­γές τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας στήν ὁποί­α ἡ ζων­τα­νή πνο­ή τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας εἶναι ψη­λα­φη­τή».

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­πά­νω, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α πολ­λὰ ἔ­χει νὰ προ­σφέ­ρει μὲ τὴν πρα­κτι­κὴ ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν μο­να­χι­κὸ βί­ο, τὴν δι­δα­σκα­λί­α της σχε­τι­κὰ μὲ τοὺς Ἁ­γί­ους ἀλ­λὰ καὶ τὸ Συ­νο­δι­κὸ σύ­στη­μα δι­οί­κη­σής της. Εἶ­ναι ὅ­μως φα­νε­ρὸ ὅ­τι γιὰ νὰ εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ τὰ προ­σφέ­ρει ὅ­λα αὐ­τά, θὰ πρέ­πει νὰ μεί­νει ἀ­κλό­νη­τη στὶς ἀρ­χές της. Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ ὅ­ποι­ος δι­ά­λο­γος γί­νε­ται με­τα­ξὺ θρη­σκει­ῶν ἢ ὁ­μο­λο­γι­ῶν τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ θὰ πρέ­πει νὰ μὴν τρο­μά­ζει τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα νὰ προ­σέρ­χον­ται σὲ αὐ­τὸν μὲ πλή­ρη συ­νεί­δη­ση ὅ­τι «ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πράγ­μα­τι, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τὸν τύ­πο τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ τὸν ὁ­ποῖ­ον ἡ ἱ­στο­ρί­α ἄ­φη­σε ἀ­νέ­πα­φο» (Ν.Berdiaeff) καὶ ὅ­τι καὶ σή­με­ρα πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νει ἀ­νέ­πα­φος στὴν οὐ­σί­α του.  

Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α πρέ­πει νὰ κα­τα­στεῖ «ἀρ­τη­ρι­ο­σκλη­ρω­τι­κή», ὅ­πως τὴν κα­τη­γο­ροῦν με­ρι­κοὶ -ἀ­κό­μα καὶ Ὀρ­θό­δο­ξοι- ὅ­τι εἶ­ναι. O ἴ­διος ὁ Νι­κό­λα­ος Berdiaeff, ὁ ὁ­ποῖ­ος μί­λη­σε γιὰ «ἀ­νέ­πα­φο Χρι­στι­α­νι­σμό», το­νί­ζει: «Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρα­δο­σια­κὴ δι­α­τή­ρη­σε τὴν ἀρ­χαί­α ἀ­λή­θεια, ἐγ­κλεί­ει ὅ­μως με­γά­λη δυ­να­τό­τη­τα θρη­σκευ­τι­κῶν ἀ­να­και­νί­σε­ων, ὄ­χι ἀ­να­και­νί­σε­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης ἢ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει φτά­σει σὲ τό­σο ὑ­ψη­λὸ ση­μεῖ­ο στὴν Δύ­ση, ἀλ­λὰ ἀ­να­και­νί­σε­ων προ­ερ­χό­με­νων ἀ­πὸ μί­α θρη­σκευ­τι­κὴ με­τα­μόρ­φω­ση τῆς ζω­ῆς. Τὸ πρω­τεῖ­ο τῆς ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας τῆς ζω­ῆς, ἐ­νῶ ὁ πο­λι­τι­σμὸς δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται, ὑ­πῆρ­ξε πάν­τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ση­μεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας».

Συ­να­κό­λου­θα, δὲν τί­θε­ται θέ­μα ὑ­πο­χώ­ρη­σης ἢ συμ­βι­βα­σμοῦ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὶς ἄλ­λες ὁ­μο­λο­γί­ες, ἀλ­λὰ ἀ­να­ζή­τη­σης τῆς κοι­νῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς ἑ­νω­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ γί­νει μὲ μί­α προ­σπά­θεια προ­σέγ­γι­σης, ἀλ­λη­λο­κα­τα­νό­η­σης καί, σὲ πρῶ­το στά­διο, συ­νερ­γα­σί­ας σὲ συγ­κε­κρι­μέ­να ζη­τή­μα­τα. Πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς στὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ρί­ζα τῆς Εὐ­ρώ­πης στὸ Σύν­ταγ­μά της, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­γω­νί­ζε­ται ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν Χρι­στό­δου­λος, τὸ ζή­τη­μα τῆς οἰ­κο­λο­γι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐρ­γά­ζε­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νης Ζη­ζι­ού­λας κ.ἄ.

Ἐ­πα­νέ­νω­ση Χρι­στια­νῶν

Ὡς πρὸς τὸ κε­φα­λαι­ῶ­δες ζή­τη­μα τῆς ἕ­νω­σης τῶν χρι­στια­νῶν, εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ἐξ ἀρ­χῆς τὸν λό­γο τοῦ Ἀ­πό­στο­λου Παύ­λου «ἓν σῶ­μα οἱ πολ­λοὶ ἐ­σμέν»8. Γιά αὐτό κα­θη­με­ρι­νά εὔχε­ται σέ ὅλες τίς λα­τρευ­τι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις «ὑ­πέρ τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου… καί τῆς τῶν πάν­των ἑ­νώ­σε­ως». Εἶναι ἐπί­σης δε­δο­μέ­νο ὅ­τι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐπι­θυ­μεῖ τήν «ἑ­νό­τη­τα ἐν τῇ ποι­κι­λί­ᾳ» καί ὄ­χι τήν ἀπό­λυ­τη ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α.

  Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως ἕ­να πε­δί­ο ὅ­που ἡ ποι­κι­λί­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐ­πι­μέ­νει στὴν ἑ­νό­τη­τα σὲ ζη­τή­μα­τα πί­στε­ως. Πρὶν ὑ­πάρ­ξει ἐ­πα­νέ­νω­ση τῶν χρι­στια­νῶν, θὰ πρέ­πει κα­ταρ­χὴν νὰ ὑ­πάρ­ξει πλή­ρης συμ­φω­νί­α στὴν πί­στη, για­τί αὐ­τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρει καὶ ὄ­χι μί­α ἑ­νό­τη­τα ποὺ θὰ στη­ρί­ζε­ται στὴν ὀρ­γά­νω­ση. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ βα­σι­κὴ ἀρ­χὴ τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων σὲ ὅ­λες τὶς οἰ­κου­με­νι­κὲς σχέ­σεις τους. Ἑ­πο­μέ­νως, μέ­χρι νὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ ἡ ἐ­πι­θυ­μη­τὴ ἑ­νό­τη­τα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει δι­α­κοι­νω­νί­α (intercommunio) στὰ  μυ­στή­ρια9.

Κλεί­νον­τας τὸ πα­ρὸν ἄρ­θρο, πρέ­πει νὰ ἐ­πα­να­λά­βου­με ὅ­τι ἡ πρό­κλη­ση γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ πλαί­σιο τῶν νέ­ων συν­θη­κῶν ποὺ δι­α­μορ­φώ­νον­ται στὴν Εὐ­ρώ­πη τοῦ 21οῦ αἰ­ῶνα, εἶ­ναι με­γά­λη, καὶ ὅ­τι ἔ­χει νὰ προ­σφέ­ρει πολ­λὰ σὲ αὐ­τήν. Ὅ­μως, ταυ­τό­χρο­να, με­γά­λος εἶ­ναι καὶ ὁ κίν­δυ­νος τῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης καὶ τῆς ἀ­φο­μοί­ω­σης, ποὺ ἐλ­λο­χεύ­ει.  

Στὶς ὅ­ποι­ες ἐ­ξε­λί­ξεις προ­κύ­ψουν στὸ πα­ρα­πά­νω ζή­τη­μα ἂς θυ­μό­μα­στε τὰ λό­για τοῦ π. Γε­ωρ­γί­ου Φλω­ρόφ­σκυ: «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἑ­νό­τη­τας εἶ­ναι εὐ­γε­νι­κὴ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη προ­σπά­θεια, δι­ό­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­ά­σπα­ση εἶ­ναι μί­α ἀ­νοι­κτὴ πλη­γὴ στὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη καὶ ἡ πε­ρισ­σό­τε­ρα ὑ­πο­σχό­με­νη «οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­ρε­τή», εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή. Εἶ­ναι κα­νεὶς ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ προ­χω­ρᾶ πο­λὺ ἀρ­γά… Προ­τοῦ, λοι­πὸν προ­τα­θεῖ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε «σχῆ­μα χρι­στι­α­νι­κῆς ἑ­νό­τη­τας», οἱ δι­α­χω­ρι­σμέ­νοι χρι­στια­νοὶ πρέ­πει νὰ μά­θουν νὰ γνω­ρί­ζουν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον»10.

 

* Ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν  Pl. Deseil, J. Daniélou καί H.v.Baltasar.
** Ἀ­ξι­ό­λο­γο εἶ­ναι τὸ βι­βλί­ο τοῦ Σούλ­τς: «Ἡ Βυ­ζαν­τι­νὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α», Ἒκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ.

Βι­βλι­ο­γρα­φί­α:

– π. Ἠ­λί­ας Μα­στρο­γι­αν­νό­που­λος «Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α πό­λος ἕλ­ξε­ως», Πε­ρι­ο­δι­κὸ “Ἀ­νά­πλα­ση”, τεῦ­χος 339.

– Ἀν­δρέ­ας Ι. Φυ­τρά­κης, «Ἡ θέ­ση καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ση­με­ρι­νὴ δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη», Ἀ­θή­να (1984).

– Κάλ­λι­στος Ware, «Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α», ΑΚΡΙΤΑΣ (Γ’ Ἔκ­δο­ση) 2001.

– R. M. French, «The Eastern Orthodox Church».

Πα­ρα­πομ­πές:
1. Ἀ­πὸ ὁ­μι­λί­α τοῦ Κων­σταν­τί­νου Κα­ρα­μαν­λῆ πρὸς τοὺς Ἕλ­λη­νες τῆς Αὐ­στρα­λί­ας στὸν Ὀρ­θό­δο­ξο Κα­θε­δρι­κὸ Να­ὸ τοῦ Σίδ­νε­ϋ (12 Μαρ­τί­ου 1982).
2. Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τριά­ρχης Δη­μή­τριος (Ὁ­μι­λί­α στὶς 4 Ἀ­πρι­λί­ου 1973).
3. R.M.French, «The Eastern Orthodox Church».
4. (Β’ Τιμ.1,14), (Γαλ. 3,2).
5. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης.
6. π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ, «Τὸ κοι­νω­νι­κὸ πρό­βλη­μα στὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α», ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο «Χρι­στι­α­νι­σμὸς καὶ πο­λι­τι­σμὸς».
7. Ἐγ­κύ­κλιος Πα­τρια­ρχῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς (1984).
8. (Α’ Κορ.10,17).
9. Ἀρ­χιμ. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης, «Πε­ρὶ τῶν γε­νο­μέ­νων εἰς Ρα­βέν­ναν», Πε­ρι­ο­δι­κὸ «ΚOΙΝΩΝΙΑ» Ἰ­ού­λιος-Σε­πτέμ­βριος 2002, Ἔ­τος ΜΕ’, Τεῦ­χος 3.

10. Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἀ­νά­πλα­σις» τ. Αὔγ.-Σε­πτ. 1965 (σελ. 12).