ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Κανσίζογλου
α. Εἶναι ἀναγκαῖο, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τίς βάσεις τῆς Πίστεώς μας, νά κάνουμε ὅ,τι καί ὅταν ἀρχίζαμε νά μαθαίνουμε γράμματα στό σχολεῖο. Μάθαμε καλά τό ἀλφάβητο καί κατόπιν μπορέσαμε νά συλλαβίζουμε καί νά διαβάζουμε τά βιβλία μας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τή Θεία Χάρη, δηλαδή γιά τίς ἄκτιστες ένέργειες τοῦ Θεοῦ πού συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία μας, δέν «παπαγαλίζουμε» φτιαγμένα συνθήματα, ἀλλά περιγράφουμε ἐμπειρίες. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς οἱ ἐνέργειες τῆς Πίστεώς μας ἀποδεικνύονται πειραματικά: ἐξομολογούμαστε λ. χ. καί νιώθουμε μιά ἀνακαινιστική δύναμη νά εἰσέρχεται στήν ὕπαρξή μας καί τεράστιο ψυχικό βάρος νά φεύγει ἀπό πάνω μας. Ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας μέσα στήν Ἔκκλησία μας.
Ἡ πράξη εἶναι ἡ βάση, πάνω στήν ὁποία στηριζόμαστε γιά νά θεολογήσουμε, δηλαδή γιά νά ἀποτυπώσουμε, κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, τή γνώση πού προέρχεται ἀπό τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό, «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Τό κήρυγμα γιά τήν Πίστη μας δέν εἶναι κάτι ἄλλο, παρά διήγηση καί περιγραφή γεγονότων καί ἐμπειριῶν. Ποιά εἶναι αὐτά τά γεγονότα; Εἶναι αὐτά πού ἔζησαν οἱ ἅγιοί μας, ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι καί τούς σύγχρονους Πατέρες πού γνωρίσαμε, Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο. Στήν Ἐκκλησία μας, δηλαδή ζοῦμε κάτι, κατόπιν τό περιγράφουμε καί ἀκολούθως τό ἐκφράζουμε ἐπίσημα, καθιστώντας το δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό ἀποτελεῖ καί τήν ἀσφαλῆ δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτή ἡ συνείδηση εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε ζωή σύμμορφη μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰδική ἔννοια τοῦ «δογματισμοῦ» πού ταράζει καί τρομοκρατεῖ πολλούς, γιά μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐμπειρία Θ.Χάριτος.
β. Ἡ ὀρθή δογματική συνείδηση ἀντανακλᾶ μέ ἀπόλυτα ἀνάλογο τρόπο στήν πράξη τῆς ζωῆς μας. Δέν εἴμαστε στενοκέφαλοι «φονταμενταλιστές», ὅταν ἐπιμένουμε ὅτι ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει ἀσφάλεια σωτηρίας. Ἡ ἀληθῶς δικαία ζωή προϋποθέτει ὀρθή ἀντίληψη περί τοῦ Θεοῦ, ὀρθή Θεολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ δογματική μας συνείδηση, δέν μποροῦμε νά ζήσουμε πλέον ὅπως θέλει ὁ Θεός. Γιατί; Διότι παραφθορά καί παραχάραξη τῆς δογματικῆς μας πίστης, σημαίνει πώς κλονίστηκε καί σαλεύθηκε μέσα μας ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀλήθεια πού μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός καί στή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως τήν ἀνέπτυξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Γι᾿ αὐτό στό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία πού ἑδράζεται σέ ὅσα εἶδαν οἰ Ἀπόστολοι, μαρτύρησαν γι᾿ αὐτά καί θαυματούργησαν μέ τή Χάρη αὐτῆς τῆς μαρτυρίας.
Στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε τή Χάρη, ἐπειδή πιστεύουμε ἀλάνθαστα στήν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων πού συνέγραψαν τήν Καινή Διαθήκη καί τούς βίους ὅλων τῶν κατοπινῶν ἁγίων μας. Εἶναι ὀλέθριος κίνδυνος νά ἀφήσουμε αὐτά πού μᾶς εἶπε ὁ Θεός καί νά ἀκοῦμε αὐτά πού ὑποβάλλει ὁ διάβολος, ὅπως ἔκαναν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο καί ἔχασαν τή Χάρη.
Ὅλοι μας μποροῦμε νά μαρτυρήσουμε γιά τήν ζωντανή παρουσία τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ πού τή ζοῦμε μέ πολλούς τρόπους. Βεβαίως ὑπάρχουν ὑψηλές καί σπάνιες ἐμπειρίες Χάριτος, ὅπως αὐτές πού ἔζησαν καί μετέδωσαν σέ πολλούς οἱ τελευταῖοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἁγιορεῖτες Πορφύριος καί Παΐσιος. Ὅμως, καί ὅσοι βρισκόμαστε στό «μέσο» ἐπίπεδο μιᾶς συνεποῦς καί εὐλαβοῦς πνευματικῆς ζωῆς, μποροῦμε νά δώσουμε μαρτυρία γιά αὐτή τή Χάρη.
Αὐτό τό ζοῦμε κυρίως μέ τρεῖς τρόπους: συμμετέχοντας στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, προσκυνώντας εὐλαβῶς τά λείψανα τῶν Ἁγίων μας καί ἀσπαζόμενοι τιμητικῶς τίς εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας.
γ. Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους ὁ Θεός μεταδίδει τίς θεῖες του ἐνέργειες στή ζωή μας. Κάθε τρόπος πού μεταγγίζει τή θεία ζωή στή δική μας ζωή λέγεται Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας Μυστήρια εἶναι ἡ Βάπτιση, τό ἅγιο Χρῖσμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ἱερά Ἐξομολόγηση, τό ἅγιο Εὐχέλαιο, ὁ Γάμος, ἡ Ἱερωσύνη. Ὅμως Μυστήρια εἶναι ἐπίσης ἡ προσευχή, ἡ εὐλαβής μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός, ἡ καθιέρωση τῶν μοναχῶν, ὁ ἀγῶνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἐξόδιος προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, τά ἱερά μνημόσυνα, οἱ ἐξορκισμοί τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί πάρα πολλά ἄλλα, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός μεταδίδει τήν ἀφθαρσία καί τήν αἰωνιότητα τῆς δικῆς του ζωῆς στή δική μας. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά Μυστήρια δέν ἐνεργοῦν μέ «μαγικό» τρόπο· δέν εἶναι δηλαδή πράξεις πού ἐπιδροῦν πάνω μας χωρίς τή δική μας θέληση καί συμμετοχή, διότι αὐτό εἶναι ἡ μαγεία, ἀλλά προϋποθέτουν ὀρθή πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί θέληση γιά τήν ἀγαθή ὑποδοχή τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Διαφορετικά, ὄχι μόνο δέν ἐπενεργοῦν στή ζωή μας, ἀλλά καί μᾶς καθιστοῦν ἔνοχους διψυχίας, ἐπιπολαιότητος καί ἐμπαιγμοῦ τῶν Θείων.
Στήν Ἐκκλησία μας, ἐπίσης, δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἀγοραπωλησίας τῆς θείας Χάρης. Γιά παράδειγμα, δέν μποροῦμε νά δώσουμε χρήματα γιά νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας.
Στό Θεό «πληρώνουμε» μέ τό ἄκτιστο νόμισμα τῆς μετανοίας, τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης. Ὅσοι μετέχουν στά Μυστήρια μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις, μποροῦν μέ ἄσειστη βεβαιότητα νά μαρτυρήσουν γιά τή θεία ἀλλοίωση πού συνέβη μέσα τους μετά ἀπό τήν μετοχή τους σέ κάποιο θεῖο Μυστήριο. Οἱ θεῖες ἀλλοιώσεις μέσα μας δέν περιγράφονται μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο πολύ εὔκολα, ἀλλά ἡ «γεύση» τους εἶναι δυνατή καί ἐμπειρική. «Γεύσασθε καί ἴδετε» σημαίνει πώς ὅποιος γεύθηκε τή θεία Χάρη, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἄλλες βεβαιώσεις .
δ. Ὅταν ἕνας χριστιανός μεταλαμβάνει μέσῳ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τίς θεῖες ἐνέργειες, πού μέτότε ἁγιάζεται ἡ ὕπαρξή του, δηλαδή καθίσταται ὅμοιος μέ τόν Θεό. Γινόμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό κατά χάρη. Αὐτό σημαίνει πώς, ἐνῷ δἐν μετέχουμε στήν ἀπρόσιτη φύση τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε καί μετέχουμε στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, στή θεία ζωή. Ὅταν αὐτή ἡ θεία ζωή σκηνώσει μέ πλούσιο τρόπο στήν ὕπαρξη ἑνός πιστοῦ, μεταποιεῖ καί ἀφθαρτίζει σῶμα καί ψυχή. Τίς θεῖες ἐνέργειες τίς δέχεται ὄχι μόνο ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί αὐτό τό σῶμα του. Σέ πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ἀκόμη καί μετά θάνατον, ἡ παρουσία τῆς θείας Χάρης στό σῶμα τῶν Ἁγίων εἶναι ὁλοφάνερη. Μιλᾶμε γιά τά ἅγια Λείψανα. Τά ἐναπομείναντα στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τά ὁστά, ἀφθαρτοποιοῦνται, μυροβλύζουν, εἶναι θερμά, ἀλλάζει ἀκόμη καί τό χρῶμα τους πού δέν θυμίζει καθόλου τόν θάνατο, ἀλλά τήν γλυκεία ἀναμονή τῆς τέλειας φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Καί, βεβαίως, τά λείψανα τῶν Ἁγίων, πού οἱ Ὀρθόδοξοι προσκυνοῦμε εὐλαβικά, θαυματουργοῦν ἀναλόγως μέ τήν ἀνάγκη τοῦ καθενός μας. Γιατί, ἄραγε, ἡ ἄφθαρτη καί θαυματουργική ἐνέργεια τῶν ἁγίων λειψάνων δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνον στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ἔτυχε ποτέ νά ἀκούσει κανείς πώς λέιψανα κάποιου ἀνθρώπου, πού δέν εἶχε Ὀρθόδοξη Πίστη καί ζωή, ὅσο ἔξοχος καί ἄν ὑπῆρξε σέ σοφία, κοινωνική προσφορά, ἐπιστημοσύνη, εἰρηνιστική δράση, οἰκολογικό ἐνδιαφέρον, πολιτική δύναμη, θαυματουργοῦν, μυροβλύζουν, θερμαίνουν, ἀλλοιώνουν σωτήρια συνειδήσεις; Ἄς δοῦμε λ. χ. τή μούμια τοῦ Βλ. Λένιν καί κατόπιν τό σκήνωμα τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα. Τόν Λένιν πρέπει νά τόν συντηροῦν ἀκριβοπληρωμένοι ἐπιστήμονες ταριχευτές. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων γλυτώνει ἀπό τή φθορά τοῦ θανάτου, ψυχικοῦ καί
σωματικοῦ, ὅποιον μέ εὐλάβεια τόν προσκυνήσει.
ε. Ἡ φανέρωση καί ἀπόδειξη τοῦ δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων πού τή ζοῦμε, ὅταν τούς πλησιάζουμε ἐνόσω ζοῦν καί ὅταν προσκυνοῦμε εὐλαβικά τά λείψανά τους μετά τήν κοίμησή τους καί σάν ἀγωγοί τῆς θείας Χάρης μᾶς μεταδίδουν τή Θεία ζωή, μᾶς δημιουργεῖ τήν ἐπιθυμία νά τούς ζωγραφίζουμε, νά ἱστοροῦμε δηλαδή μέ ὑλικό τρόπο, μέ χρώματα κ.λπ, τή δοξασμένη ἀπό τόν Θεό ὕπαρξή τους.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δέν εἶναι ἀναμνηστικά κειμήλια καί ἱστορικά ὑπομνήματα, ἀλλά κυρίως ἀποτελοῦν τήν ἀνάγκη μας νά συνδεθοῦμε μέ τά θεῖα πρόσωπα καί τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τρόπο πού, τόσο ἡ ψυχή μας, ὅσο καί τό σῶμα μας, διά τοῦ ἀντιτύπου θά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τό πρωτότυπο.Δηλαδή δέν λατρεύουμε καί τιμοῦμε τό ξύλο, τό χαρτί καί τά χρώματα, ἀλλά τό πρόσωπο πού αὐτά εἰκονίζουν. Ἄν καί γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε πώς ἀκόμη καί αὐτά τά ὑλικά πού φτιάχτηκε ἡ εἰκόνα ἁγιάζονται ἀπό τό θεῖο πρόσωπο πού ἀποτυπώθηκε πάνω τους, δηλαδή ἡ Χάρη τῶν Ἁγίων μεταδίδεται καί στά ὑλικά στοιχεῖα πού τούς εἰκονίζουν, ὅσο εὐτελή καί ἄν εἶναι αὐτά. Ἀκούστηκε ποτέ ὅτι μέ τό πορτρέτο, ἤ ἔστω καί τή φωτογραφία, κάποιου σπουδαίου θρησκευτικοῦ ἡγέτου, κάποιου πάπα, κάποιου πάστορος, κάποιου Δαλάι Λάμα ἤ Γκουρού, κάποιου Χότζα ἤ Ἀγιατολάχ ἤ Σαμάνου, ἀνέβλεψαν τυφλοί, ἰάθηκαν παράλυτοι καί ἑτοιμοθάνατοι, ἤ καί περισσότερο, βρῆκαν ἐλπίδα ἀπελπισμένοι, ἄλλαξαν ζωή διεστραμμένοι, ἀπαλλάχθηκαν δαιμονισμένοι, φωτίστηκαν σκοτισμένοι, ἀγάπησαν οἱ μή ἀγαπημένοι, συγχώρησαν οἱ ἀδικημένοι, παρηγορήθηκαν οἱ πενθοῦντες, ἀνακαινίστηκαν ἀπαξάπαντες;
Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀκόμη καί ὅταν εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μποροῦμε νά κρατήσουμε πάνω μας μιά μικρή εἰκονίτσα καί νά πηδήσουμε στή φωτιά, σέ κάθε φωτιά αὐτῆς τῆς ζωῆς. Οἱ εἰκόνες γιά τούς Ὀρθόδοξους, ἐκτός ἀπό τά πλούσια θεολογικά μηνύματα, μᾶς δίνουν Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία.
στ. Θά ἔτυχε νά ἀκούσαμε στίς μέρες μας ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἴσως καί ἐπιφανεῖς θεολόγους, νά ἀντιμετωπίζουν μέ σκεπτικισμό τήν ἀλήθεια πώς μόνον στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἡ σωτήριος Χάρις τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουν πώς τά ἄκτιστα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά κατέχονται καί ἀπό πρόσωπα ἄλλων ὁμολογιῶν ἤ καί θρησκειῶν. Αύτό συμβαίνει, διότι, ὅταν δέν διαθέτουμε οἱ ἴδιοι πλούσια παρουσία τῶν θείων ἐνεργειῶν στή ζωή μας, νομίζουμε πώς μιά γενική πίστη σέ κάτι ὑπερβατικό, πολλές φορές καί ἀπρόσωπο, καί μιά γενική καλοσύνη, ἕνας οὐμανισμός, ἕνας δίχως δογματική εἰρηνισμός καί ἕνας ρομαντικός οἰκολογισμός, ἀρκοῦν γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τό «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν», ὅμως, τῆς Γραφῆς σημαίνει ἄκτιστη εἰσδοχή τῆς θείας ζωῆς στή δική μας ζωή. Ἡ παρουσία τῆς Θείας ζωῆς στή ζωή τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαρτυρεῖται μέ πλῆθος ἀποδείξεων, μέ δυνατή ἐμπειρική γνώση. Ἄς ἀναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις ὡς παραδείγματα πού ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ πιστοί μετέχοντας στά Μυστήρια, ἁγιαζόμενοι ἀπό τά χαριτοφόρα λείψανα τῶν ἁγίων, προσευχόμενοι ἐνώπιον τῶν ἁγίων εἰκόνων, μεταλαμβάνουν τῆς θείας ζωῆς.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός εἶναι σταυρική θυσία τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρ πάσης τῆς οἰκουμένης. Τό πνευματικό πένθος τῆς μετανοίας πού δέν ἐξελίσσεται σέ κατάθλιψη, ἀλλά σέ ζωογόνο χαρά. Καί, κυρίως, ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, ἀποτελοῦν τήν ζῶσα διαβεβαίωση ὅτι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ εἶναι παροῦσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πολλοί ἀποθνήσκουν ἀπελπισμένοι γιά τό ὅτι ἡ κοινωνική τους προσφορά δέν βρῆκε ἀνταπόκριση, κατεθλιμμένοι ἐπειδή βασανιστικά κενά μή ἀνακαινισμένης ὑπάρξεως τούς κυρίευσαν, ἄλλοι πεθαίνουν γιά τή θρησκεία ἤ τίς ἰδεολογίες τους καταρρώμενοι τούς ἀντιπάλους τους. «Ἡμεῖς δέ», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, «οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα».