Δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσικὴ θεολογία, στὴ δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καὶ ἀφομοιώσει πλήρως ἢ ἀρκετὰ σὲ βάθος τοὺς Πατέρες καὶ τὸ Βυζάντιο. Αὐτό, πρέπει ἀκόμα νὰ τὸ κάνη. Πρέπει νὰ περάση μέσα ἀπὸ τὸ αὐστηρὸ σχολεῖο τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στὴν Ἐκκλησία- ἔχει ἐνσωματωθῆ σ᾿ αὐτὴν τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικὰ ἐδῶ δὲν ἐννοεῖται ὁ ἐθνικὸς Ἑλληνισμὸς τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἢ τῆς Ἀνατολῆς οὔτε ὁ ἑλληνικὸς φυλετισμός, πού εἶναι ἀπηρχαιωμένος καὶ χωρὶς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα, μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος. Στὴ λειτουργία, τὸ ἑλληνικὸ style τῆς «εὐσέβειας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στὸν ρυθμὸ τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρὶς νὰ ὑποστῆ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θὰ μποροῦσε κανείς, πού εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νὰ «ἀφελληνίση» τὶς λειτουργίες καὶ νὰ τὶς μεταφέρη σ᾿ ἕνα πιὸ «μοντέρνο» style; Ἐπὶ πλέον, ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα προσωρινὸ σταθμὸ στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίση νὰ σκέπτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικὲς κατηγορίες» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτὸ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτὸς ἔχει βγῆ ἔξω ἀπ᾿ τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ ἴσως νὰ εἶναι καθολικὴ παρὰ μόνο μέσα στὸν Ἑλληνισμό. Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει διπλὴ σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικὸ στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στὸ ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοὶ πού κατέφυγαν στὸν Ἑλληνισμὸ μὲ ὁλοφάνερο σκοπὸ νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ πολεμήσουν τὸν Χριστιανισμὸ (ἁπλῶς θυμηθῆτε τὸν Νίτσε!).
Ἀλλὰ ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλοκληρώθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία· τέτοια εἶναι ἡ ἱστορικὴ σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτὴ ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μία ἀνελέητη διάσπαση, τὸ κριτήριο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορικὴ φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ χριστιανικὸς Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθὼς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός. Ἡ πατερικὴ θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ γεγονότα, τὰ γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τὰ σφάλματα καὶ οἱ πειρασμοὶ ἑνὸς ἐξελληνισμοῦ πού ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα -συνέβησαν ἐπανειλημμένα στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας- δὲν μποροῦν ἴσως νὰ μειώσουν τή σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ θεμελιώδους γεγονότος: τὸ «Εὐαγγέλιο» καὶ ἡ χριστιανικὴ θεολογία, ἅπαξ διὰ παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μὲ ἑλληνικὲς κατηγορίες. Πατερικότητα καὶ καθολικότητα, ἱστορικότητα καὶ Ἑλληνισμὸς εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνὸς μοναδικοῦ καὶ ἀδιαιρέτου δεδομένου.
Ἕνας παλαιότερος Ἀγγλικανὸς Ἐπίσκοπος ἔδωσε στοὺς κληρικούς του, σὲ μία περίπτωση τούτη τὴν ἀξιοθαύμαστη συμβουλή:
“Σεῖς οἱ ὁποῖοι ἀφιερώνεστε στὴ θεία σπουδὴ τῆς θεολογίας σεῖς οἱ ὁποῖοι γίνεστε ὠχροὶ πάνω ἀπ᾿ τὶς ἅγιες Γραφὲς πάνω ἀπ᾿ ὅλα σεῖς οἱ ὁποῖοι εἴτε ἔχετε τὸ σεβαστὸ λειτούργημα τοῦ ἱερέως, εἴτε τὸ ποθεῖτε· Σεῖς οἱ ὁποῖοι εἶστε ἕτοιμοι ν᾿ ἀναλάβετε τὴ φοβερὴ φροντίδα ψυχῶν· ἐγκαταλεῖψτε τὴ σπουδὴ τῶν ἐποχῶν, μὴν ἔχετε καμμία σχέση μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ εἶναι τῆς μόδας· ἀναζητῆστε πῶς ἦταν στὴν ἀρχή· πηγαίνετε στὸ κεφαλάρι, κοιτάξτε στὴν ἀρχαιότητα· ἐπιστρέψτε στοὺς ἁγίους πατέρες, ἔχετε σεβασμὸ στὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων, τοὐτέστιν, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸ λόγο τοῦ προφήτου, «ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους».
Ἦταν ἕνα ὀρθὸ πρόγραμμα σπουδῶν πραγματικά… Ἐντούτοις, αὐτὴ ἡ ὑπόδειξη, ὅτι ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ ᾿πρεπε γιὰ νὰ ἐμπνευσθεῖ νά γυρίσει πίσω, πίσω στίς περασμένες ἐποχές, δὲν εἶναι ἀκόμη καθόλου δημοφιλὴς ἀνάμεσα στοὺς σπουδαστές μας τῆς Θεολογίας. Ἡ ἀνάγκη ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε καὶ ν᾿ ἀντικρούσουμε σὲ μία νέα θεολογικὴ σύνθεση τὶς δυσκολίες τῆς δικῆς μας ἐποχῆς ὑπερτονίζεται ἐπικίνδυνα ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους ἀπ᾿ αὐτούς. Καί, συνήθως, γίνεται μία ἐπιβεβλημένη διάκριση ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ στὴ δογματική διδασκαλία. Ὅλα τὰ “δόγματα” πρέπει νὰ ληφθοῦν καὶ νὰ διατηρηθοῦν ἀνέγγιχτα κι ἀναλλοίωτα. Αὐτὸ ἐνδεχομένως θεωρεῖται ὡς δεδομένο ἀπ᾿ ὅλους τούς καθολικῶς σκεπτόμενους μελετητές, ἀλλὰ πολὺ λίγες μόνο διατυπώσεις ἀναγνωρίζονται πὼς εἶναι πραγματικὰ “δογματικές”, μὲ μία αὐστηρὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ὑποστηριγμένες ἀπὸ μία ξεκάθαρη, κατηγορηματικὴ καὶ δεσμευτικὴ αὐθεντία μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἢ τῆς ὁμοφώνου συμφωνίας ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας (Ecclesia Sparsa). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, αὐτὲς οἱ δογματικὲς προτάσεις ἢ ὁρισμοὶ ἀπαιτοῦν μίαν ἐξήγηση, πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦν ἢ ν᾿ ἀναπτυχθοῦν σ᾿ ἕνα κατανοητὸ σύστημα ἰδεῶν.
Κι ὁ κύριος σκοπὸς τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀκόλουθος: νὰ κάμει τὴν ἀμετάβλητη ἀλήθεια τῶν δογμάτων πλήρως προσιτὴ καὶ τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια κάτω ἀπὸ ὁρισμένους εἰδικοὺς ὅρους γιὰ μία ὁρισμένη ἐποχὴ ἢ γιὰ ὁρισμένη γενιά.
Κι ἔτσι ἡ δογματικὴ διδασκαλία ἀναπόφευκτα ἔχει μία ἀναφορικὴ καὶ σχετικὴ μὲ μία συγκεκριμένη ἐποχὴ κι ἕνα περιβάλλον ἀξία, καὶ πρέπει ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ ἐπαναπροσαρμοστεῖ στὴ νοημοσύνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀλλάζει, πρέπει νὰ ἐπαναδιατυπωθεῖ ἢ νὰ ἐπανοικοδομηθεῖ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Καμμιὰ ἐξήγηση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια σημασία σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές! Καὶ ἡ χριστιανικὴ δογματικὴ διδασκαλία θεωρεῖται πολὺ συχνὰ πὼς εἶναι ἁπλῶς μία ἐξήγηση τῆς πίστεως, βοηθητικὴ καὶ διδακτική, ἴσως, ἀλλὰ σχεδὸν ἀπαραίτητη ἢ ὑποχρεωτική. Ὅλως περιέργως αὐτὴν τὴ στάση συμμερίζονται ὁρισμένες φορὲς συγκεκριμένα συντηρητικὰ πνεύματα καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ πίστη δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπ᾿ ὁποιεσδήποτε εἰδικὲς φιλοσοφικὲς προϋποθέσεις, τοῦτο εἶναι τὸ κύριο ἐπιχείρημα. Στὴν προγενέστερη γενιὰ Ρώσσων κληρικῶν ὑπῆρχε μία ἰσχυρὴ προκατάληψη ἐνάντια σὲ κάθε “μεταφυσική”, κάθε φιλοσοφία ἢ σκέψη, εἴτε ἦταν γερμανικὴ εἴτε ἑλληνική.
Ἀκόμη ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ αὐτοῦ τοῦ ἰδιόμορφου ἐκκλησιαστικοῦ ἀγνωστικισμοῦ. Ἡ καθαρότητα τῶν Γραφῶν καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς πίστεως ἀντιδιαστέλλονται μὲ τὴ ματαιοδοξία ὅλων τῶν θεολογικῶν σκέψεων… Καὶ ὑπάρχει μία ἀπρόσμενη συμφωνία ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ δυσπιστοῦν σὲ κάθε θεολογικὴ σκέψη καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν μία νέα ἢ σύγχρονη θεολογικὴ σύνθεση. Καὶ οἱ δύο περιφρονοῦν τὴν παραδοσιακὴ σύνθεση, τὴν πατερικὴ δογματικὴ διδασκαλία. Γιὰ μερικοὺς εἶναι ἀκόμη μία σκέψη, γιὰ ἄλλους εἶναι μία σκέψη τῶν παλαιῶν ἐποχῶν κι ἑπομένως ἀπηρχαιωμένη. Τὰ πατερικὰ κείμενα γίνονται πράγματι σεβαστά, ἀλλὰ περισσότερο ὡς ἱστορικὰ ντοκουμέντα παρὰ ὡς βιβλία αὐθεντίας… Ἀναρίθμητες πατερικὲς παραπομπὲς ἢ ἀκόμη καὶ περικοπὲς εἶναι καὶ τώρα συνήθεις στὰ θεολογικά μας δοκίμια καὶ ἐγχειρίδια. Ἀλλὰ πολὺ συχνὰ τοῦτα τὰ παλαιὰ κείμενα ἢ περικοπὲς ἀποτελοῦν, ἁπλῶς, παρεμβολὲς σ᾿ ἕνα διάγραμμα δανεισμένο ἀπ᾿ ἀλλοῦ. Στὴν πραγματικότητα τὰ κλασσικὰ διαγράμματα τῶν θεολογικῶν μας ἐγχειριδίων προῆλθαν ἀπὸ τὴ Δύση, ἐν μέρει ἀπὸ Ρωμαϊκὲς πηγὲς κι ἐν μέρει ἀπὸ πηγὲς τῆς Μεταρρυθμίσεως… Τὰ πατερικὰ κείμενα διατηροῦνται καὶ ἐπαναλαμβάνονται. Τὸ πατερικὸ πνεῦμα πολὺ συχνὰ χάνεται ἢ λησμονεῖται τελείως… Ἡ Παλαμικὴ διδασκαλία γιὰ τὶς θεῖες ἐνέργειες δὲν ἀναφέρεται σχεδὸν καθόλου στὰ περισσότερα ἀπ᾿ τὰ ἐγχειρίδιά μας. Ἡ ἰδιομορφία τῆς Ἀνατολικῆς μας παραδόσεως στὴ δογματικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων Του ἔχει λησμονηθεῖ καὶ πλήρως παρανοηθεῖ…
Ἡ κοινὴ πατερικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς θεώσεως πάλι μᾶλλον ἀγνοεῖται στὰ σύγχρονα συστήματα… Ἡ θεωρία τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης παρουσιάζεται στὰ ἐκλαϊκευμένα μας ἐγχειρίδια εἴτε σύμφωνα μὲ τὸν Ἀνσελμο Κανταρβουρίας, εἴτε σύμφωνα μὲ κάποια μεταγενέστερη Μετὰ-Τριδενδικὴ αὐθεντία. Καὶ ἡ κοινὴ πατερικὴ ἰδέα, ἡ τόσο δυναμικὰ τονισμένη στὰ λειτουργικὰ κείμενα, ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ περιβάλλον καὶ ἡ πραγματικὴ πηγὴ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ θανάτου ἔχει ὁλοκληρωτικῶς παραβλεφθεῖ ἀπὸ τοὺς θεολόγους μας… Ἡ ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἐπίσης λησμονηθεῖ καὶ μία σύγχρονη ἀπόπειρα νὰ τὸ ξαναθυμήσουμε τοῦτο, σὲ μία θεολογικὴ διατριβή, ἐπικρίθηκε αὐστηρὰ ἀπὸ τὴ Ρωσσικὴ Σύνοδο περίπου σαράντα χρόνια ἐνωρίτερα, (ἡ ὑπόθεση τοῦ Αἰδ. Ε. Ἀκβιτόνοφ)… Οἱ θαυμάσιες πραγματεῖες τοῦ Νικολάου Καβάσιλα ἢ τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἔχουν μελετηθεῖ ἐλάχιστα ἀπὸ τοὺς θεολόγους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές μας ὡς μία αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας… Ἡ ζωτικὴ καὶ ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ βελτιώσουμε τὴ θεολογική μας σχολικὴ ρουτίνα καὶ νὰ ἐπαναφέρουμε τὴν πατερικὴ νοοτροπία στὴ θεολογικὴ διδασκαλία ἔγινε αἰσθητὴ καὶ ἐξεφράσθη περισσότερο ἀπὸ μία φορὰ στὰ τελευταῖα πενήντα χρόνια ἀπὸ πολλὰ διακεκριμένα ἡγετικὰ στελέχη στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία. Ἦταν ἕνα σπουδαῖο καὶ ἱστορικὸ ἐπίτευγμα τοῦ τελευταίου Μητροπολίτου Ἀντωνίου (Χραποβίτσκυ) τὸ ὅτι ἔχει κηρύξει τόσο δυναμικὰ τὴ σταθερὴ ἀξία τῶν Πατερικῶν ἔργων καὶ τοῦ Πατερικοῦ πνεύματος. Ἀτυχῶς, ἡ δική του ἑρμηνεία τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας ἦταν σὲ πολλὰ σημεῖα περισσότερο ἀπὸ ἀνεπαρκής. Ἀλλ᾿ ἡ ὀρθὴ ἀρχὴ διακηρύχθηκε μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ καὶ πραγματικὴ αὐθεντία… Αὐτὴ ἡ πρόσκληση νὰ “ἐπιστρέψουμε” στούς Πατέρες μπορεῖ εὔκολα νά παρανοηθεῖ. Δέν σημαίνει νά ἐπιστρέψουμε στό γράμμα παλαιῶν πατερικῶν κειμένων. Τὸ ν᾿ ἀκολουθοῦμε τὰ βήματα τῶν πατέρων δὲν σημαίνει “νὰ ὁρκιζόμαστε στὰ λόγια τῶν διδασκάλων” (Jurare in Verba Magistri). Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐννοεῖται καὶ ζητεῖται δὲν εἶναι μία τυφλὴ καὶ δουλικὴ μίμηση καὶ ἐπαναλήψεις, ἀλλὰ μᾶλλον μία περαιτέρω ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, ὁμοιογενὴς καὶ ὁμοίου ἐπιπέδου πνεύματος. Πρέπει ν᾿ ἀνάψουμε ξανὰ τὴ δημιουργικὴ φωτιὰ τῶν Πατέρων, νὰ ξαναζωντανέψουμε μέσα μας τὸ πατερικὸ πνεῦμα. Ὅπως εἶπε ὁ Καρδινάλιος Νιούμαν μία φορά: “Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ διδάσκαλοί μας, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἐξομολόγοι ἢ οἱ καζουϊστές μας· εἶναι οἱ Προφῆτες σπουδαίων πραγμάτων, ὄχι οἱ πνευματικοὶ καθοδηγητὲς ἀτόμων” (Δοκίμια II, 371)… Αὐτὸ ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία δὲν εἶναι τόσο ἡ ὁμοιότητα λεχθέντων λόγων ὅσο ἡ πραγματικὴ συνέχεια τοῦ τρόπου ζωῆς, τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἐμπνεύσεως… Πρέπει κανεὶς νὰ μεγαλώσει ἢ νὰ προχωρήσει μακρύτερα, ἀλλὰ στὴν ἴδια κατεύθυνση, ἤ, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, στόν ἴδιο τύπο καί πνεῦμα… Δύο σημεῖα πρέπει ἐδῶ εἰδικῶς ν᾿ ἀναφερθοῦν:
1. Ἀκόμη καὶ ἱστορικὰ εἶναι ἐλάχιστα δυνατὸ ν᾿ ἀπομονώσει κανεὶς τὸ ἐπίσημο ἢ καθορισμένο δόγμα ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ περιεκτικὸ θεωρητικὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο μόνον ὁ ἴδιος ὁ ὁρισμὸς κατέχει τὴν πλήρη ἀξία καὶ τὸ νόημά του. Ἡ σχέση τοῦ “δόγματος” καὶ τῆς (πατερικῆς) “δογματικῆς διδασκαλίας” εἶναι πολὺ βαθύτερη καὶ περισσότερο ὀργανικὴ ἀπ᾿ ὅτι οἱ θιασῶτες μίας νέας θεωρητικῆς συνθέσεως θὰ ᾿θελαν νὰ παραδεχθοῦν. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ πατερικὴ διδασκαλία γιὰ ἕναν ἱστορικὸ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ τὸ πιὸ φυσικὸ κλειδὶ γιὰ τὸ δόγμα. Αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἴσως ἀτελής, ἐντούτοις, πρέπει κανεὶς νὰ συνεχίσει τήν ἴδια γραμμή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες πηγαίνουν ἀκόμη πρῶτοι, πρέπει κανεὶς νὰ προχωρήσει παραπέρα, καὶ πολλὲς ἀπόψεις ἀρκετὰ ἀπροσδόκητες ἐμφανίζονται, ἀλλ᾿ ὁ δρόμος συνεχίζει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος, ὁ βασιλικὸς δρόμος τῆς καθολικῆς συμφωνίας…
2. Καὶ τοῦτο ἴσως εἶναι τὸ κύριο σημεῖο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἁπλοὶ θεολόγοι. Εἶναι διδάσκαλοι, “διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας” Doctores Ecclesiae, οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης… “Στὴν καθολικὴ μεταμόρφωση. Ἡ προσωπικότητα λαμβάνει δύναμη καὶ ἰσχὺ γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ ζωὴ καὶ τὴ συνείδηση τοῦ συνόλου. Κι αὐτὸ ὄχι ὡς ἕνα ἀπρόσωπο μέσο, ἀλλὰ σὲ δημιουργικὴ καὶ ἡρωϊκὴ δράση. Δὲν πρέπει νὰ λέμε: “Καθένας στὴν Ἐκκλησία πραγματοποιεῖ τὸ ἐπίπεδό τῆς καθολικότητος”, ἀλλὰ, “καθένας μπορεῖ καὶ πρέπει καὶ καλεῖται νὰ τὸ πραγματώσει”. Δὲν κατορθώνεται πάντοτε κι ἀπ᾿ ὅλους αὐτό. Στὴν Ἐκκλησία ὀνομάζουμε αὐτοὺς ποὺ τὸ ἔχουν κατορθώσει Διδασκάλους καὶ Πατέρες, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκείνους ἀκοῦμε ὄχι μόνο τὴν προσωπική τους ὁμολογία, ἀλλ᾿ ἐπίσης τὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας· ὁμιλοῦν σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν καθολική της πληρότητα, ἀπὸ τὴν πληρότητα μίας ζωῆς πλήρους χάριτος…”.
Αὐτὴ ἡ “καθολικὴ νοοτροπία” συνιστᾶ τὴν ἀσύγκριτη μεθοδολογικὴ ἀξία ἡ αὐθεντία τῶν Πατερικῶν γραπτῶν. Καὶ πάλι τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ προσωπικὲς γνῶμες τῶν Πατέρων πρέπει ἐπίσης νὰ διατηρηθοῦν ἢ ὅτι πρέπει κανεὶς ν᾿ ἀκολουθήσει ὁποιοδήποτε συγκεκριμένο διδάσκαλο ἀνάμεσα ἀπ᾿ τοὺς Πατέρες. Τὸ πρῶτο καθῆκον γιὰ τὴν τωρινὴ γενιὰ τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων θὰ ἦταν νὰ ξαναζωντανέψουν μέσα τους αὐτὴ τὴν ἱκανότητα ποὺ ἀπαιτεῖ αὐθυπέρβαση, ὄχι τόσο πολὺ ν᾿ ἀναπτύξουν τὶς δικές τους ἰδέες κι ἀπόψεις, ἀλλὰ νὰ μαρτυροῦν ἀποκλειστικῶς τὴν ἀμιγή πίστη τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ἡ καρδιὰ δική μας, ἀλλὰ πάντοτε στὴν Ἐκκλησία! (Cor Nostrum sit Semper in Ecclesia!)…
Θὰ ἦταν ἄδικο, ἀκόμη κι ἀπὸ καθαρῶς ἱστορικὴ σκοπιά, νὰ ὑποκριθοῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἔχουν ἐκφράσει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας σὲ μία γλῶσσα προσδιορισμένη ἀπὸ τὴν τρέχουσα φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς τους, ἡ ὁποία προφανῶς δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα νὰ καθιερωθεῖ ἔμμεσα. Ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι πὼς ἔχουν δημιουργήσει μία νέα φιλοσοφία πολὺ διαφορετικὴ ἀπ᾿ τὸν Πλατωνισμὸ κι ἀπ᾿ τὸν Ἀριστοτελισμὸ ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο… Αὐτὸ κάνει γελοία κάθε προσπάθεια νὰ ἐπανερμηνευθεῖ ἡ παραδοσιακὴ διδασκαλία μὲ ὅρους ἢ κατηγορίες μίας νέας φιλοσοφίας, ὁποιαδήποτε κι ἂν εἶναι αὐτὴ ἡ φιλοσοφία. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς συγχρόνου φιλοσοφίας σὲ κάθε περίπτωση δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο περιστατικό. Καὶ ἡ “σύγχρονη φιλοσοφία” πρέπει νὰ ἐξετασθεῖ πρώτιστα μέσα ἀπὸ τὴν καθολικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἦταν ἀκριβῶς γελοῖο νὰ ἐλέγξει κανεὶς τὴ χριστιανικὴ δογματικὴ διδασκαλία μ᾿ ὁρισμένα Καντιανὰ ἢ Ἐγελιανὰ κριτήρια ἢ μ᾿ ἐκεῖνα τοῦ Λότζε, τοῦ Μπεργκσὸν καὶ ὁρισμένων ἄλλων. Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἀπαιτεῖται δὲν εἶναι μία νέα γλῶσσα ἢ τίποτε καινούργιες λαμπρὲς ἐνοράσεις, ἀλλὰ μόνο μία καλύτερη πνευματικὴ σκοπιὰ, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ξαναέδιδε τὴ δυνατότητα νὰ διακρίνουμε στὴν πληρότητα τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τόσα, ὅσα ὁ πνευματικὸς Πατέρας μας καὶ οἱ προγονοὶ μας διέκριναν… Αὐτὴ ἡ ἐπανανακάλυψη τῆς Πατερικῆς σκοπιᾶς θὰ ἦταν τὸ μοναδικὸ πραγματικὸ βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός… ἕνα σημεῖο πρέπει νὰ τονισθεῖ ἐδῶ. Καμμιὰ συγκεκριμένη φιλοσοφία δὲν ἔχει ποτὲ καθιερωθεῖ σ᾿ ὁποιεσδήποτε θεωρητικὲς ἢ δογματικὲς διατυπώσεις.
Κι ἐπιπλέον ὅλα αὐτὰ τὰ παραδοσιακὰ σχήματα καὶ διατυπώσεις εἶναι πέρα ὡς πέρα Ἑλληνιστικὰ ἢ Ἑλληνικὰ. Αὐτὸς ὁ “ἑλληνισμὸς” εἶναι πραγματικά, ὄντως εἰπεῖν, καθιερωμένος. Εἶναι ἕνας νέος Χριστιανικός Ἑλληνισμὸς. Εἶναι μία κοινὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ μία σειρὰ χριστιανικῶν γενεῶν. Ἡ Χριστιανική μας λατρεία εἶναι στὴν οὐσία της ἑλληνική, ὅπως δείχθηκε ἀρκετὰ πρόσφατα σὲ πάρα πολλὲς διαφωτιστικὲς ἐκδόσεις τοῦ μεγάλου Βενεδικτίνου μελετητοῦ – ἐπιστήμονος Fr. Od Casel, τοῦ ἀββαείου τῆς Maria Laach. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὶς εἰκόνες μας. Τὸ ἴδιο εἶναι ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὶς θεωρητικές μας διατυπώσεις. Ὑπὸ μία ἔννοια ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑλληνικὴ, εἶναι ἕνας ἑλληνικὸς σχηματισμός, ἤ, μ᾿ ἄλλα λόγια, ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι μία σταθερὴ κατηγορία τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως… Κι ἔτσι κάθε θεολόγος πρέπει νὰ περάσει ἀπ᾿ τὴν ἐμπειρία ἑνὸς πνευματικοῦ ἐξελληνισμοῦ (ἤ, ἐπανεξελληνισμοῦ…). Πολλὲς ἐλλείψεις στὶς σύγχρονες ἐξελίξεις στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐξαρτῶνται κατὰ μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ἀπώλεια αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Καὶ τὸ δημιουργικὸ αἴτημα γιὰ τὸ προσεχὲς μέλλον θὰ ἦταν κάπως ἔτσι: Ἂς γίνουμε περισσότερο Ἕλληνες γιὰ νὰ ᾿μαστε πραγματικὰ καθολικοί, πραγματικὰ Ὀρθόδοξοι.