Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ*

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, κα­τά τόν ὁ­ρι­σμό καί προ­διο­ρι­σμό πού ἔ­δω­σε ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀλ­λά καί κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως, κα­τά τόν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Χρι­στια­νός πού εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τά Μυ­στή­ρια, εἶ­ναι μέ­λος καί τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ καί μέ τήν θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δο πού δια­θέ­τει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σκο­πεύ­ει στήν θέ­ω­σή του.

Κα­τά τήν ἱ­στο­ρι­κή της πο­ρεί­α, ὅ­μως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, διά τῶν Ἀ­πο­στό­λων, κυ­ρί­ως διά τῶν Πα­τέ­ρων της, προσ­λάμ­βα­νε ὡς πε­ρί­βλη­μα διά­φο­ρα στοι­χεῖ­α ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον στό ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­σε. Μέ αὐ­τήν τήν ἔν­νοια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πα­ρή­γα­γε καί ἐκ­φρά­ζει καί ἕ­ναν πο­λι­τι­σμό. Βε­βαί­ως, τό βα­σι­κό της ἔρ­γο εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, τόν διά­βο­λο καί τόν θά­να­το, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ζῆ στήν ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξέ­φρα­σε καί ἕ­ναν πο­λι­τι­σμό, πού ἔ­χει σχέ­ση μέ τήν ἰ­διαι­τε­ρό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α βι­ώ­νει τόν Θε­ό καί τόν ἰ­διαί­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ντι­με­τω­πί­ζει τίς ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ βί­ου κά­θε ἀν­θρώ­που.

 

1. Ὁ ἐκ­χρι­στια­νι­σμός τοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος

Στήν ἱ­στο­ρι­κή της δια­δρο­μή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­ντη­σε τόν ἰ­ου­δα­ϊ­κό, τόν ἑλ­λη­νι­κό-ἑλ­λη­νι­στι­κό τρό­πο σκέ­ψης καί ζω­ῆς, ἀλ­λά καί τόν ρω­μα­ϊ­κό πο­λι­τι­σμό, πού εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κός στήν οἰ­κου­με­νι­κή του διά­στα­ση. Ἑ­πό­με­νο ἦ­ταν νά προσ­λά­βη πολ­λά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τούς τρεῖς αὐ­τούς πο­λι­τι­σμι­κούς πα­ρά­γο­ντες, νά τά ἀ­φο­μοι­ώ­ση δη­μιουρ­γι­κά καί νά ἐκ­φρά­ση ἕ­ναν τέ­τοιο πο­λι­τι­στι­κό τρό­πο ζω­ῆς, πού λέ­γε­ται ρω­μαί­ϊ­κος ἤ ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ὀ­νο­μά­σθη­κε βυ­ζα­ντι­νός πο­λι­τι­σμός. Πολ­λοί ἑρ­μη­νευ­τές με­λε­τοῦν αὐ­τό τό νέ­ο πο­λι­τι­στι­κό μο­ντέ­λο καί ἐκ­πλήσ­σο­νται ἀ­πό τήν δυ­να­μι­κό­τη­τά του, ἀ­πό τήν δυ­να­τή ἔκ­φρα­σή του καί τήν μο­να­δι­κό­τη­τά του. Αὐ­τή ἡ δυ­να­μι­κό­τη­τα φαί­νε­ται ἀ­πό τό ὅ­τι αὐ­τό τό πο­λι­τι­στι­κό πρό­τυ­πο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ὑ­πάρ­χη μέ­χρι σή­με­ρα, ἄν καί τό κρά­τος (Ρω­μα­νί­α-Βυ­ζά­ντιο) πού τό δη­μιούρ­γη­σε δέν ὑ­πάρ­χει. Αὐ­τό προ­κα­λεῖ ἐ­ντύ­πω­ση σέ πολ­λούς ἱ­στο­ρι­κούς καί ἐ­ρευ­νη­τές. Ὅ­λη αὐ­τή ἡ ρω­μαί­ϊ­κη πα­ρά­δο­ση φαί­νε­ται στήν θε­ο­λο­γί­α, τήν ἀ­σκη­τι­κή, τήν διοι­κη­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση καί τίς ἐκ­κλη­σια­στι­κές τέ­χνες. Μιά σύ­ντο­μη ἀ­νά­λυ­ση θά δεί­ξη αὐ­τήν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δια­τυ­πώ­θη­κε μέ ὅ­ρους τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σέ αὐ­τό συν­δέ­ε­ται στε­νά ἡ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἀ­λή­θεια, ἡ ἰ­ου­δα­ϊ­κή σκέ­ψη καί ὁ φι­λο­σο­φι­κός τρό­πος ἔκ­φρα­σης. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­κα­ναν αὐ­τήν τήν με­γά­λη ἱ­στο­ρι­κή συ­νά­ντη­ση, μέ τήν ἔν­νοια ὅ­μως ὅ­τι τά ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα πού βί­ω­ναν οἱ ἅ­γιοι, κα­τά τήν θε­ο­πτι­κή τους ἐ­μπει­ρί­α, δια­τυ­πώ­θη­καν μέ κτι­στά ρή­μα­τα καί νο­ή­μα­τα, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης. Ἡ θε­ό­τη­τα τῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ὅ­πως τήν βί­ω­σαν οἱ Προ­φῆ­τες, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ Πα­τέ­ρες, δια­τυ­πώ­θη­κε μέ τίς λέ­ξεις τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, ἤ­τοι πρό­σω­πα, ὑ­πο­στά­σεις, φύ­ση, οὐ­σί­α, συμ­βε­βη­κό­τα κλπ. Γε­νι­κά, οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέ­λα­βαν λέ­ξεις ἀ­πό τήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α, τίς ἀ­πο­φόρ­τι­σαν ἀ­πό τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν καί προ­σέ­δω­σαν σέ αὐ­τές νέ­ο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι ὑ­πάρ­χει οὐ­σια­στι­κή δια­φο­ρά με­τα­ξύ θε­ο­λο­γί­ας καί φι­λο­σο­φί­ας.

Ἔ­τσι, μέ τήν ζω­ντά­νια καί τήν δυ­να­μι­κό­τη­τα τῆς ὀρ­θο­δό­ξου θε­ο­λο­γί­ας μπο­ροῦ­με νά ἀ­ντι­με­τω­πί­σου­με τόν οὑ­μα­νι­σμό, τόν δια­φω­τι­σμό, τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό, τήν νε­ώ­τε­ρη εὐ­ρω­πα­ϊ­κή φι­λο­σο­φί­α καί πολ­λά ἄλ­λα νέ­α φι­λο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι μιά θρη­σκευ­τι­κή πί­στη, ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ πού δί­νε­ται στούς ἁ­γί­ους καί ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ὄ­ρους τῆς φι­λο­σο­φί­ας, χω­ρίς νά εἶ­ναι φι­λο­σο­φί­α.

ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τήν νη­πτι­κή-ἡ­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ἐκ­δη­λώ­νε­ται καί πε­ρι­έ­χε­ται μέ­σα στό βι­βλί­ο τῆς Φι­λο­κα­λί­ας, συ­νι­στᾶ τήν μέ­θο­δο μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Θε­ό, εἶ­ναι αὐ­τή πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή του ὕ­παρ­ξη, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό βά­θος τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος τοῦ ἀν­θρώ­που, καί αὐ­τό ἔ­χει συ­νέ­πει­ες στό σῶ­μα του. Ὁ ἡ­συ­χα­σμός πού βι­ώ­θη­κε ἀ­πό τούς νη­πτι­κούς Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί συ­νο­ψί­σθη­κε θε­ο­λο­γι­κά ἀ­πό τόν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ εἶ­ναι μιά με­γά­λη κλη­ρο­νο­μιά πού δια­σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα καί εἶ­ναι ἡ δι­κή μας ἀ­πά­ντη­ση σέ ἀρ­χαῖ­α ρεύ­μα­τα πού ἐκ­φρά­ζο­νταν ἀ­πό τούς ὀρ­φι­κούς, τούς πυ­θα­γο­ρεί­ους, τούς νε­ο­πλα­τω­νι­κούς, ἀλ­λά εἶ­ναι καί ἡ δι­κή μας πρό­τα­ση στήν σύγ­χρο­νη ψυ­χο­λο­γί­α, ψυ­χα­νά­λυ­ση καί ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α, μέ τίς διά­φο­ρες σχο­λές πού ἔ­χουν ἀ­να­πτυ­χθῆ στήν Δύ­ση.

Βε­βαί­ως, ἡ νη­πτι­κή πα­ρά­δο­ση δέν εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μη μέ τόν νε­ο­πλα­τω­νι­σμό, ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζο­νται με­ρι­κοί, οὔ­τε εἶ­ναι ἐ­πί­δρα­ση τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν θρη­σκει­ῶν, ὅ­πως δια­τεί­νο­νται ἄλ­λοι. Εἶ­ναι ὁ τρό­πος τόν ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ κα­νείς νά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση γιά νά ἀ­παλ­λα­γῆ ἀ­πό τήν ἐ­ξάρ­τη­ση στά πά­θη, τήν λο­γι­κή καί τό πε­ρι­βάλ­λον καί νά ἀ­πο­κτή­ση τήν πραγ­μα­τι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α, ὅ­πως τό ἔ­χουν κα­θο­ρί­σει οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὕ­στε­ρα ἀ­πό πο­λυ­χρό­νι­ες με­λέ­τες τους πά­νω στήν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή καί τίς ἐκ­δη­λώ­σεις της. Ἐ­πί­σης, ἡ νη­πτι­κή πα­ρά­δο­ση δέν μπο­ρεῖ νά ταυ­τι­σθῆ μέ τά σύγ­χρο­να ψυ­χο­λο­γι­κά, ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κά καί ψυ­χα­να­λυ­τι­κά ρεύ­μα­τα πού πα­ρα­τη­ροῦ­νται στήν Δύ­ση, ἀ­φοῦ δια­κρί­νε­ται ἀ­πό μιά ἄλ­λη δια­φο­ρε­τι­κή ἀν­θρω­πο­λο­γί­α.

Ἔ­τσι, μέ τήν ἡ­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση μπο­ροῦ­με νά ἀ­ντι­με­τω­πί­σου­με τόν μυ­στι­κι­σμό, ἀρ­χαῖ­ο καί νε­ώ­τε­ρο, καί ὅ­λο τόν ψυ­χο­λο­γι­σμό πού δη­μιουρ­γή­θη­κε στήν προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νά βρῆ μιά ἐ­σω­τε­ρι­κή πλη­ρό­τη­τα καί γα­λή­νη.

διοι­κη­τι­κή διάρ­θρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μέ τό συ­νο­δι­κό σύ­στη­μα τό ὁ­ποῖ­ο κα­θο­ρί­σθη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, δια­σώ­ζει ἀφ’ ἑ­νός μέν τόν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων κα­τά τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ἀφ’ ἑ­τέ­ρου δέ τήν ρω­μα­ϊ­κή νο­μο­θε­σί­α.

 Συ­γκε­κρι­μέ­να, ὁ ὅ­ρος Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἀρ­χαιο­ελ­λη­νι­κός πού προσ­διο­ρί­ζει τήν συ­νά­θροι­ση τῶν κα­τοί­κων μι­ᾶς πε­ριο­χῆς γιά νά ἐ­πι­λύ­σουν διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα πού τούς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν, εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Δή­μου. Τό διοι­κη­τι­κό σύ­στη­μα πού κα­θο­ρί­σθη­κε διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, μέ τά Πα­τριαρ­χεῖ­α, τίς Μη­τρο­πό­λεις καί τίς Ἐ­πι­σκο­πές εἶ­ναι πρόσ­λη­ψη τοῦ διοι­κη­τι­κοῦ τρό­που διαι­ρέ­σε­ως τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἀ­κό­μη, ὁ τρό­πος συν­θέ­σε­ως τῶν ἱ­ε­ρῶν κα­νό­νων μέ τούς ὁ­ποί­ους δια­τη­ρεῖ­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θυ­μί­ζουν ἐ­ξω­τε­ρι­κά τήν ρω­μα­ϊ­κή νο­μο­θε­σί­α, πού ἀ­πέ­βλε­πε στήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ Κρά­τους.

Μέ τούς δύ­ο αὐ­τούς τρό­πους -διοί­κη­ση, κα­νο­νι­κό δί­καιο- ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­χρι­στιά­νι­σε τόν ἑλ­λη­νι­κό τρό­πο διοί­κη­σης τῶν κοι­νω­νι­ῶν, ἀλ­λά καί τόν ρω­μα­ϊ­κό νό­μο. Ἔ­δω­σε, δη­λα­δή, ἄλ­λο πε­ρι­ε­χό­με­νο σέ αὐ­τούς τούς θε­σμούς καί τίς θε­σμι­κές λει­τουρ­γί­ες. Ἔ­τσι, μπο­ροῦ­με καί σή­με­ρα νά κά­νου­με λό­γο γιά συ­νο­δι­κό πο­λί­τευ­μα πού δια­φέ­ρει σα­φέ­στα­τα ἀ­πό τά ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κά, φε­ου­δαρ­χι­κά συ­στή­μα­τα, ἀ­κό­μη καί τόν ἀ­ναρ­χι­σμό.

Οἱ ἐκ­κλη­σια­στι­κές τέ­χνες εἶ­ναι ἐκ­χρι­στιά­νι­ση τῶν ἀρ­χαί­ων πο­λι­τι­σμι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων πού συ­νά­ντη­σε ὁ Χρι­στια­νι­σμός στήν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α, μέ αὐ­τές τίς ἐκ­φρά­σεις τῆς πα­ρα­δό­σε­ως οἱ Πα­τέ­ρες ἐ­ξέ­φρα­σαν τήν θε­ο­πτι­κή τους ἐ­μπει­ρί­α.

Ἡ να­ο­δο­μί­α, ὁ τρό­πος, δη­λα­δή, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο κτί­ζο­νται οἱ Ἱ­ε­ροί Να­οί, δεί­χνει πῶς οἱ Χρι­στια­νοί ἐκ­χρι­στιά­νι­σαν τήν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῆς ἐ­πο­χῆς τους. Ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση ὡς προ­τύ­που τῶν ἀρ­χαί­ων ρω­μα­ϊ­κῶν δι­κα­στη­ρί­ων γιά νά ἐκ­φρά­σουν τόν τύ­πο τοῦ βα­σι­λι­κοῦ ρυθ­μοῦ, ἀλ­λά καί ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἤ­θε­λαν οἱ Χρι­στια­νοί νά ἐκ­φρά­σουν τήν θε­ο­λο­γί­α τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ καί τήν θέ­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, πα­ρή­γα­γαν δια­φό­ρους τύ­πους να­ῶν, ὅ­πως τόν ρυθ­μό τῆς βα­σι­λι­κῆς με­τά τρού­λου, τόν ρυθ­μό τοῦ στραυ­ρο­ει­δοῦς με­τά τρού­λου κλπ. Ὁ τροῦ­λος δεί­χνει τόν οὐ­ρα­νό, τό δά­πε­δο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Να­οῦ ὑ­πο­δη­λώ­νει τήν γῆ καί ἡ κόγ­χη εἶ­ναι ὁ τρό­πος ἑ­νώ­σε­ως οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, πράγ­μα πού συμ­βο­λί­ζει τήν Πα­να­γί­α μας καί τό θε­ο­λο­γι­κό της ἔρ­γο.

Ἡ ἁ­γιο­γρα­φί­α τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Να­οῦ, μέ τίς πα­ρα­στά­σεις, τούς δια­φό­ρους ἁ­γιο­λο­γι­κούς κύ­κλους, ἀλ­λά καί τίς διά­φο­ρες σχο­λές ἁ­γιο­γρα­φί­ας, δεί­χνει τήν ἐκ­χρι­στιά­νι­ση τῆς τέ­χνης τήν ὁ­ποί­α συ­νά­ντη­σε ὁ Χρι­στια­νι­σμός στήν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α. Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἐ­δῶ τά πορ­τραῖ­τα τοῦ Φα­γιούμ.

Ἡ ὑ­μνο­γρα­φί­α ἀλ­λά καί ἡ μου­σι­κή της ἐ­πέν­δυ­ση, εἶ­ναι δη­μιουρ­γή­μα­τα τῶν Χρι­στια­νῶν ἐ­κεί­νων πού γεύ­θη­καν τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, βί­ω­σαν τήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καί βρῆ­καν τρό­πο νά ἐκ­φρα­σθῆ ἀ­ξιο­ποι­ώ­ντας στοι­χεῖ­α πού συ­νά­ντη­σαν στόν πε­ρι­βάλ­λο­ντα κό­σμο.

Ἡ χει­ρό­γρα­φη πα­ρά­δο­ση, μέ τήν ἀ­ντι­γρα­φή ἔρ­γων ἀρ­χαί­ων φι­λο­σό­φων, τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν πα­τε­ρι­κῶν ἔρ­γων, ἡ πε­ρί­φη­μη με­γα­λο­γράμ­μα­τη καί μι­κρο­γράμ­μα­τη γρα­φή, οἱ μι­νια­τοῦ­ρες καί τά δια­κο­σμή­μα­τα, ἀ­πο­τε­λοῦν λα­μπρά στοι­χεῖ­α τῆς ἐκ­κλη­σια­στι­κῆς τέ­χνης, ἡ ὁ­ποί­α συν­δυά­ζει ὅ,τι κα­λό συ­νά­ντη­σε ὁ Χρι­στια­νι­σμός στόν πε­ρι­βάλ­λο­ντα κό­σμο μέ τήν εὐ­σέ­βεια τῆς ψυ­χῆς καί τά βι­ώ­μα­τα τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης.

θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι ἡ σύ­να­ξη τῶν με­λῶν τοῦ ἐκ­κλη­σια­στι­κοῦ σώ­μα­τος γιά νά λα­τρεύ­ση τόν Θε­ό καί ἀ­πο­τε­λεῖ τό κέ­ντρο τῆς ἐκ­κλη­σια­στι­κῆς καί προ­σω­πι­κῆς ζω­ῆς πού δια­τυ­πώ­νο­νται ὅ­λα αὐ­τά πού εἴ­δα­με προ­η­γου­μέ­νως. Τό τυ­πι­κό τε­λέ­σε­ως τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τίς ἀρ­χαῖ­ες τρα­γω­δί­ες, μέ τόν χο­ρό, τόν κο­ρυ­φαῖ­ο τοῦ χο­ροῦ, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Δή­μου ὅ­που γι­νό­ταν διά­λο­γος. Τό ση­μα­ντι­κό, ὅ­μως, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ τρό­πος τε­λέ­σε­ως τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πό τό ὅ­ρα­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, ὅ­πως τό κα­τέ­γρα­ψε ὁ ἴ­διος στό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, πού φέ­ρει τό ὄ­νο­μα του. Ἑ­πο­μέ­νως, καί ἐ­δῶ βλέ­που­με ὅ­τι ἡ οὐ­σί­α τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἶ­ναι ἐ­μπει­ρί­α τῆς οὐ­ρά­νιας θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τῆς κοι­νω­νί­ας τῶν ἁ­γί­ων μέ τόν Θε­ό, τό δέ τυ­πι­κό της ἐκ­φρά­σθη­κε μέ τά στοι­χεῖ­α τοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος πού συ­νά­ντη­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

 Μέ­σα στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἀ­πο­κτᾶ­με σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί τούς ἀ­δελ­φούς μας, πού ζοῦν σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο, δο­ξά­ζου­με τήν νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πί τοῦ θα­νά­του καί βι­ώ­νου­με τά ἔ­σχα­τα, τήν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐ­πί τῆς γῆς ἀ­πό τό πα­ρόν, ἀλ­λά καί βρι­σκό­μα­στε σέ μιά διαρ­κῆ πο­ρεί­α πρός τήν μέλ­λου­σα δό­ξα.

Ἑ­πο­μέ­νως, μέ τά πο­λι­τι­στι­κά στοι­χεῖ­α τά ὁ­ποῖ­α ὑ­πάρ­χουν μέ­σα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α βλέ­που­με τό πῶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­χρι­στιά­νι­σε τό πε­ρι­βάλ­λον πού συ­νά­ντη­σε καί πῶς τό ἐ­ξα­γί­α­σε. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προσ­λάμ­βα­νε κά­θε κα­λό καί τό ἀ­ξιο­ποιοῦ­σε γιά τήν ὠ­φέ­λεια τῶν με­λῶν της, γιά τήν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ νέ­α κτί­ση, πού εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς νέ­ας δη­μιουρ­γί­ας τοῦ μέλ­λο­ντος αἰ­ῶ­νος. Ἔ­τσι, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει δια­σώ­σει ὅ,τι ἐ­κλε­κτό­τε­ρο ἔ­χει δη­μιουρ­γή­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά καί αὐ­τό τό ἔ­χει με­τα­μορ­φώ­σει καί ἀ­πε­τέ­λε­σε τό «τρί­τον γέ­νος». Δέν ξε­χω­ρί­ζει ὁ πο­λι­τι­σμός ἀ­πό τήν εὐ­σέ­βεια καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που. Δέν νο­εῖ­ται Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α καί δέν νο­εῖ­ται ἐκ­κλη­σια­στι­κός πο­λι­τι­σμός χω­ρίς ἁ­γι­ό­τη­τα.

 

2. Ἡ ἀ­ντι­με­τώ­πι­ση τῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν προ­κλή­σε­ων

Ὁ Χρι­στός, πού εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἡ δύ­να­μή της. Ἀλ­λά καί ἡ δια­χρο­νι­κή πα­ρά­δο­σή της, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζει τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἀ­λή­θεια καί τήν ἐ­ξα­για­σμέ­νη ζω­ή τῶν Πα­τέ­ρων, ὑ­πῆρ­ξε τό ἰ­σχυ­ρό ἀ­νο­σιο­λο­γι­κό σύ­στη­μα τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μέ αὐ­τό ἀ­ντι­με­τω­πί­σθη­καν ὅ­λες οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κές προ­κλή­σεις.

Μί­α ἀ­πό τίς ἰ­σχυ­ρές προ­κλή­σεις πού δέ­χθη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς της δια­δρο­μῆς ἦ­ταν ὁ ἐ­ξελ­λη­νι­σμός τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ, δη­λα­δή ἡ προ­σπά­θεια νά ἐκ­κο­σμι­κευ­θῆ ὁ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κός λό­γος καί νά χά­ση τήν οὐ­σί­α του. Αὐ­τή ἡ πρό­κλη­ση ἐκ­φρα­ζό­ταν ἀ­πό τόν γνω­στι­κι­σμό τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ­ῶ­νος, τούς αἱ­ρε­τι­κούς πού χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν ὑ­πέρ τό δέ­ον τήν φι­λο­σο­φί­α καί ἐ­πι­δί­ω­καν νά κα­τε­βά­σουν τό ὕ­ψος τοῦ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κοῦ λό­γου στά ὅ­ρια τοῦ λο­γι­κοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ στο­χα­σμοῦ. Αὐ­τό τό ρεῦ­μα ἀ­ντι­με­τω­πί­σθη­κε ἀ­πό τούς με­γά­λους Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι γνώ­ρι­ζαν πο­λύ κα­λά τήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀλ­λά τήν χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν μό­νον γιά νά δια­τυ­πώ­σουν τόν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό λό­γο, χω­ρίς νά τόν ἀλ­λοι­ώ­νουν, καί μέ αὐ­τήν τήν ἔν­νοια κά­νου­με λό­γο γιά τόν ἐκ­χρι­στια­νι­σμό τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Μί­α ἄλ­λη πρό­κλη­ση πού δέ­χθη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν ὅ­λη θε­ο­λο­γί­α καί τήν πα­ρά­δο­σή της προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό τήν Φρα­γκο­κρα­τί­α, πρό καί με­τά τό 1204 μ.Χ. Εἶ­ναι γνω­στόν ὅ­τι οἱ Φρά­γκοι κα­τε­δί­κα­σαν τήν Ζ’ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο καί δη­μιούρ­γη­σαν μιά ἄλ­λη πα­ρά­δο­ση, μέ τήν λο­γι­κο­κρα­τί­α καί τόν φε­ου­δα­λι­σμό, πού τε­λι­κά ἐ­πη­ρέ­α­σε τόν δυ­τι­κό Χρι­στια­νι­σμό καί ἐκ­φρά­σθη­κε τό­σο μέ τήν δυ­τι­κή θε­ο­λο­γί­α ὅ­σο καί μέ τόν πο­λι­τι­στι­κό τρό­πο ζω­ῆς καί τό διοι­κη­τι­κό σύ­στη­μα. Οἱ ἀ­να­το­λι­κοί ὀρ­θό­δο­ξοι ἀ­ντι­με­τώ­πι­σαν ἐ­πι­τυ­χῶς αὐ­τήν τήν πρό­κλη­ση, ὅ­πως τό συ­να­ντᾶ­με στήν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ. Ἔ­τσι, βλέ­που­με τήν σα­φέ­στα­τη δια­φο­ρά με­τα­ξύ τοῦ προ­σω­πο­κε­ντρι­σμοῦ καί τῆς οὐ­σιο­κρα­τί­ας, τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος καί τοῦ πα­πι­σμοῦ, τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας καί τοῦ νο­μι­κι­σμοῦ, τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ καί τοῦ κοι­νω­νι­σμοῦ.

Μιά ἄλ­λη πρό­κλη­ση ἦ­ταν ἡ Τουρ­κο­κρα­τί­α μέ τήν ἐ­πί­δρα­ση ρευ­μά­των πού ἔρ­χο­νταν ἀ­πό τήν ἀ­να­το­λή. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, μέ τήν θε­ο­λο­γί­α της καί τόν πο­λι­τι­σμό της, τόν συ­νο­δι­κό της θε­σμό, τό ἡ­συ­χα­στι­κό καί φι­λο­κα­λι­κό πνεῦ­μα της ἀ­ντι­με­τώ­πι­σε αὐ­τήν τήν πρό­κλη­ση καί δι­έ­σω­σε τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ Γέ­νους.

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στίς πα­ρα­μο­νές τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως δη­μιουρ­γή­θη­καν τρεῖς τά­σεις. Ἡ μί­α ἦ­ταν ἡ δυ­τι­κό­φι­λη, μέ τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Νι­καί­ας Βησ­σα­ρί­ω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πε­δί­ω­κε τήν στρο­φή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στήν Δύ­ση καί οὐ­σια­στι­κά τήν ὑ­πο­δού­λω­σή της στόν Πά­πα. Ἡ ἄλ­λη ἦ­ταν ἡ ἀρ­χαι­ό­φι­λη, μέ τόν Γε­ώρ­γιο Γε­μι­στό-Πλή­θω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἰ­ση­γή­θη­κε τήν ἐ­πι­στρο­φή στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα καί τήν ἀ­να­μόρ­φω­ση τοῦ Κρά­τους βά­σει τῶν ἀρ­χαιο­ελ­λη­νι­κῶν προ­τύ­πων. Καί ἡ ὀρ­θό­δο­ξη, μέ τόν Γε­ώρ­γιο-Γεν­νά­διο Σχο­λά­ριο, πού ἤ­θε­λε τήν δια­τή­ρη­ση τοῦ Γέ­νους μέ τήν πο­λι­τι­στι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως κα­θο­ρί­σθη­κε ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τή ἡ τε­λευ­ταί­α πρό­τα­ση δι­και­ώ­θη­κε ἱ­στο­ρι­κά, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λες ἀ­πέ­τυ­χαν. Ἄν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν οἱ ἀ­πό­ψεις τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος καί τοῦ Πλή­θω­νος εἶ­ναι σί­γου­ρο, ὅ­πως ἔ­γι­νε σέ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­τι θά χά­να­με ὄ­χι μό­νον τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας, ἀλ­λά καί τήν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας μέ τήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση τῆς γλώσ­σας, τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, τῆς συ­νέ­χειας τοῦ Γέ­νους.

 Σή­με­ρα δε­χό­μα­στε μιά νέ­α πρό­κλη­ση ἀ­πό τήν λε­γό­με­νη Εὐ­ρω­κρα­τί­α. Δέν εἴ­μα­στε ἐ­να­ντί­ον τῶν λα­ῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης, ἀλ­λά δέν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν πο­λι­τι­στι­κή καί ἐκ­κλη­σια­στι­κή μας ἀλ­λο­τρί­ω­ση. Ἡ Εὐ­ρώ­πη σή­με­ρα δια­κρί­νε­ται ἀ­πό διά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως πα­ρα­δό­ξως ἔ­χουν μιά ἑ­νιαί­α πο­λι­τι­στι­κή ὑ­πο­δο­μή, ἀ­φοῦ δια­κρί­νε­ται ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νο Χρι­στια­νι­σμό, πού στη­ρί­ζε­ται στόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό καί τόν ἀ­το­μι­σμό. Ὁ Πα­πι­σμός, ὁ Προ­τε­στα­νι­σμός, ὁ δε­ϊ­σμός, ὁ ἀ­γνω­στι­κι­σμός καί ὁ ἀ­θε­ϊ­σμός μέ τίς ποι­κί­λες ἐκ­φρά­σεις του, χρω­μα­τί­ζο­νται ἀ­πό τόν δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό. Ἔ­τσι, ἄν ὁ δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νος Χρι­στια­νι­σμός ἤ μιά ἐ­πα­να­φο­ρά τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­κοῦ τρό­που ζω­ῆς, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δια­κρί­νε­ται γιά τόν ἐκ­χρι­στια­νι­σμέ­νο ἑλ­λη­νι­σμό καί ἰ­ου­δα­ϊ­σμό.

Ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, μιά ση­μα­ντι­κή πα­τε­ρι­κή φυ­σιο­γνω­μί­α τοῦ 7ου αἰ­ῶ­νος, πού ἀ­ξιο­ποί­η­σε τήν προ­η­γού­με­νη πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση καί ἔ­δω­σε ση­μα­ντι­κά στοι­χεῖ­α γιά τήν ἑ­πο­μέ­νη πε­ρί­ο­δο, σέ μιά ἐ­ρώ­τη­ση πού τοῦ ὑ­πο­βλή­θη­κε: «Δια­τί ἀ­γα­πᾶς τούς Ρω­μαί­ους (τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Ρώ­μης, πρίν τό σχῖ­σμα,) καί τούς Γραι­κούς μι­σεῖς;», ἀρ­νή­θη­κε αὐ­τήν τήν διά­κρι­ση καί ἀ­πά­ντη­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα: «Πα­ραγ­γε­λί­αν ἔ­χο­μεν, τοῦ μή μι­σῆ­σαί τι­να. Ἀ­γα­πῶ τούς Ρω­μαί­ους ὡς ὁ­μο­πί­στους· τούς δέ Γραι­κούς ὡς ὁ­μο­γλώσ­σους»[1]. Οἱ Γραι­κοί, εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τοί γιά τό ὁ­μό­γλωσ­σον, οἱ Ρω­μαῖ­οι, πού εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξοι, εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τοί γιά τό ὁ­μό­πι­στο.

Οἱ σύγ­χρο­νοι Ἕλ­λη­νες ὀρ­θό­δο­ξοι εἴ­μα­στε Γραι­κοί ὡς ὁ­μό­γλωσ­σοι, καί Ρω­μαῖ­οι ὡς ὁ­μό­πι­στοι, ἔ­χου­με τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ζοῦ­με καί νά ἀ­να­πνέ­ου­με μέ­σα στήν ζω­ο­γό­νο πα­ρά­δο­ση πού ἔρ­χε­ται ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν, ἔ­χει σχέ­ση μέ τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως τήν βί­ω­σαν οἱ Ἅ­γιοι καί εἶ­ναι πε­μπτου­σί­α ὅ,τι κα­λύ­τε­ρου ἔ­χει ἀ­να­πτυ­χθῆ στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, δια­κρί­νε­ται γιά τήν οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα (ὄ­χι τόν οἰ­κου­με­νι­σμό), γιά τόν ἐκ­χρι­στια­νι­σμέ­νο ἑλ­λη­νι­σμό, δη­λα­δή, ὅ,τι πι­ό ση­μα­ντι­κό δη­μιούρ­γη­σε τό πνεῦ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί αὐ­τό τό ὀ­φεί­λου­με στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς Ἁ­γί­ους της, πού εἶ­ναι οἱ Προ­φῆ­τες, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ Πα­τέ­ρες καί ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­γα­ποῦν τόν Χρι­στό, τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς Ἁ­γί­ους.

Ἔ­τσι, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἐκ­φρα­στής τῆς συ­νέ­χειας τοῦ Γέ­νους μας, ἀλ­λά καί ἐλ­πί­δα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­σων θέ­λουν νά γνω­ρί­σουν ἕ­ναν ὑ­γι­ῆ καί ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νο πο­λι­τι­σμό, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὅ­σων θέ­λουν νά ἀ­πο­κτή­σουν νό­η­μα ζω­ῆς.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010



[1] Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Φι­λο­κα­λί­α τῶν νη­πτι­κῶν καί ἀ­σκη­τι­κῶν, Πα­τε­ρι­καί ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς», τόμ. 15 Γ΄ Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995, σελ. 104