Ἰωάννη Β. Βελιτσιάνου
Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ. – Ἐπιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)
Τὸ ἐπίθετο «ἀσθενὴς» (ἀ+σθένος) χρησιμοποιεῖται στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία μὲ πολλὲς σημασίες. Καταρχὴν σημαίνει τὸν φιλάσθενο, τὸν ἀδύνατο σωματικὰ καὶ τὸν καχεκτικό[1]. Μὲ τὴν ἴδια σημασία χρησιμοποιεῖται καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ λ. «ἀσθενής» ἔχει ὅμως καὶ πολλὲς μεταφορικὲς σημασίες, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἀδύνατο νοῦ, στὸ λογισμό[2] κ.ἄ.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ἀσθένεια θεωρεῖται ὡς μία κατάσταση ἀδυναμίας καὶ ἐξασθενήσεως∙ «ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέν με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστιν μετ᾿ ἐμοῦ». (Ψλ. 37,11). Σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ σκέψη ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ δεῖ κανεὶς τὴν ἀσθένεια σὰν ἕνα πλῆγμα τοῦ Θεοῦ στὸν άνθρωπο[3]. Συχνὰ ἡ ἀσθένεια ἔχει φυσικὰ αἴτια, ὅπως τὰ γηρατειά[4], καὶ ἄλλοτε ἐμφανίζεται στὸν κόσμο ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας[5]. Ὁ Θεὸς εἰσάγει τὴ λύπη ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ στέλνει δοκιμασίες στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἁμαρτωλότητά τους καὶ νὰ συνέλθουν[6]. Στὸ Δευτερονόμιο ἡ ἀσθένεια ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ σοβαρὲς κατάρες ποὺ θὰ πλήξουν τὸν ἄπιστο λαό τοῦ Θεοῦ[7]. Ὅταν ἡ ἀσθένεια πλήττει τοὺς δικαίους, ὅπως τὸν Ἰὼβ καὶ τὸν Τωβία, μπορεῖ νὰ εἶναι μία δοκιμασία τῆς Πρόνοιας ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ δοκιμασία τῆς ἀρετῆς του[8]. Μὲ τὴ δοκιμασία δὲν κρίνεται ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰὼβ ἀλλὰ ἡ ἀρετὴ του[9]. Στὴν περίπτωση τοῦ Δικαίου ποὺ ὑποφέρει ἰδιαίτερα, τοῦ Δούλου τοῦ Γιαχβέ, ἡ ἀσθένεια παίρνει τὴ σημασία τῆς ἐξιλεώσεως γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων[10].
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴ θεραπεία. Ἡ λ. «θεραπεία»[11] συναντᾶται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ συνώνυμους ὅρους, ὅπως: «θεραπεία» (Λκ. 9,11 ), «ἴασις» (Λκ. 13,32) καί «ἴαμα» (Α΄ Κορ. 12, 9. 28. 30), κ.ἄ.
Ἤδη πολλὰ παλαιοδιαθηκικὰ χωρία ἀναφέρονται στὴν ἰατρικὴ περίθαλψη, δηλ. στὴ χρήση ἁπλῶν φαρμάκων[12], ἐνῶ ἡ Σοφία Σειρὰχ ἐπαινεῖ τὸ ἰατρικὸ επάγγελμα[13]. Αὐτὸ ποὺ ἀπορρίπτει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ μαγεία, σὲ σχέση μὲ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων ποὺ μολύνουν τὴν ἰατρική[14]. Κυρίως, ὅμως, πρέπει νὰ καταφεύγουμε στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς, δηλ. σ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνει τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ θεραπεία[15]. Οἱ ἀσθενεῖς μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ κάνουν ἔκκληση στὴν παντοδυναμία καὶ στὴν φιλευσπλαχνία του[16], προκειμένου νὰ λάβουν τὴ χάρη του.
Γιὰ τοὺς προφῆτες ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ θεραπεία ἐντάσσονται μέσα στὸ ὅλο μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας δίνει μία ἐσχατολογικὴ διάσταση στὴν ἀσθένεια, μιλώντας γιὰ ἕνα κόσμο, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχει πόνος καὶ δάκρυα[17]. Ὁ ἴδιος κάνει ἀναφορὰ στὸ Μεσσία ποὺ θὰ πάρει πάνω του τὶς ἀνομίες καὶ τὶς θλίψεις, ἐνῶ ἐμεῖς θὰ θεραπευτοῦμε χάρη στὶς δικές του πληγὲς∙ «οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ καὶ ἐν κακώσει. αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν∙ παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν»[18].
Ὅλες αὐτὲς οἱ προσεγγίσεις τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς θεραπείας ὑπάρχουν καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς αἰσθάνεται ἀλληλέγγυος μὲ ὅσους πονοῦν καὶ συγκινεῖται βαθύτατα καθὼς βλέπει μπροστά του συμπυκνωμένη τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Ἀκόμη (ὁ Ἰησοῦς) θεωρεῖ τὴν ἀρρώστια σὰν ἕνα κακὸ ποὺ βλάπτει τοὺς ἀνθρώπους, σὰν μία συνέπεια τῆς ἁμαρτίας καὶ σὰν ἕνα σημάδι τῆς δύναμης τοῦ Διαβόλου πάνω στοὺς ἀνθρώπους[19]. Ὁ ἴδιος νοιώθει συμπόνια γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς[20]. Ὁ Ἰησοῦς χωρὶς νὰ χάνει καιρὸ νὰ διακρίνει τὴ φυσικὴ ἀσθένεια ἀπὸ τὸ δαιμονισμὸ∙ «ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν»[21]. Κατὰ τὸν Ἰησοῦ αὐτὰ τὰ δύο πράγματα, δηλ. «ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα» καί «τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν», πηγαίνουν μαζί. Ἐκδηλώνουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴ δύναμή του καί, τελικά, ἔχουν τὴν ἴδια σημασία[22]. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν τὸ θρίαμβο τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὸ Διάβολο καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ[23]. Μπροστὰ σ᾿ ὅλους τούς ἀσθενεῖς ποὺ τού ἐκφράζουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους, ὁ Ἰησοῦς διατυπώνει μόνο μία ἀπαίτηση∙ νὰ πιστέψουν, γιατί ὅλα εἶναι δυνατὰ χάρη στὴ βαθειὰ πίστη[24]. Ἡ πίστη τους στὸν Ἰησοῦ προϋποθέτει τὴν πίστη τους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ πίστη τοὺς σώζει∙ «ἡ πίστις σου σέσωκέν σε»[25].
Στὴ γενικότερη θαυματουργικὴ δραστηριότητα τοῦ Ἰησοῦ στὴ Γαλιλαία καὶ μάλιστα ὡς ἀποκορύφωμά της ἐντάσσεται καὶ ἡ θεραπεία τοῦ λεπροῦ[26]∙ «Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν [καί γονυπετῶν] καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ σπλαγχνισθείς ἐκτείνας τὴν χείρα αὐτοῦ ἤψατο καὶ λέγει αὐτῷ∙ θέλω, καθαρίσθητι∙ καὶ εὐθὺς ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη», (Μκ. 1,40-42)[27]. Τό ρ. «σπλαγχνισθείς» ἐκφράζει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Ἰησοῦ («ὀργὴ» κατὰ τὸν D) γιὰ τὸν κακοποιημένο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια «καλό λίαν» δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἐνῶ ἡ φράση «ἐκτείνας τὴν χείρα αὐτοῦ ἤψατο καὶ λέγει αὐτῷ∙ θέλω καθαρίσθητι, (στίχ. 41)», σύμφωνα μὲ τὸν Ἰ. Καραβιδόπουλο[28], «θέλει νὰ μᾶς περιγράψει ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν αὐθεντία τοῦ Μεσσία καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴ νικηφόρα σύγκρουση Αὐτοῦ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ θεραπεία ἑνὸς ἀνθρώπου, τὴν ἀπαρχὴ μίας νέας ἀνθρωπότητας χωρὶς σημάδια φθορᾶς».
Ἕνα ἄλλο τρανταχτὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ καὶ ἡ θεραπεία τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου[29]. Ἡ ἀσθένεια τοῦ νέου ποὺ περιγράφεται μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπιληψία∙ «σεληνιάζεται και κακῶς πάσχει»[30]. Σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ ἐπιληψία ὀφείλεται στὴν κατοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ «πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν»[31]. Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἀναφέρει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπευθύνθηκε ἤδη στοὺς μαθητές, χωρὶς νὰ ἐπιτύχει τὴ θεραπεία μ᾿ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἔκφραση τῆς ὀργῆς, τὴν ὁποία συνθέτουν ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μὲ τὴν ἀσθενικὴ πίστη καὶ οἱ μαθητὲς μὲ τὴν «ὀλιγοπιστία» τους∙ «ὢ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι;»[32]. Παρόλα ταῦτα ὁ Ἰησοῦς δὲν μένει στὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς ἀλλὰ προχωρᾶ στὴ θεραπεία τοῦ νέου.
Ἀφοῦ ὁ θεραπευμένος νέος, ὁ πατέρας καὶ ὁ ὄχλος ὑποχωροῦν ἀκολουθεῖ μία συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς μαθητές «εἰς οἶκον» (δὲν ἀναφέρεται ποιανοῦ) καὶ ἀπαντᾶ (ὁ Ἰησοῦς), γιατί αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἀσθενῆ: «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς∙ τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ [καί νηστείᾳ]»[33]. Δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε μία τέτοια περίπτωση, χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἡ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία δὲν νοεῖται φυσικὰ ὡς μαγικὴ ἀπαγγελία τυποποιημένων φράσεων ἀλλὰ ὡς ἐκδήλωση βαθειᾶς πίστης, εἶναι γνωστὴ καὶ σ᾿ ἄλλα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης[34]. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ σημαντικὸ ρόλο, κατὰ τὸν Ἰ. Καραβιδόπουλο[35], διαδραματίζει καὶ ἡ νηστεία, «ἡ ὁποία ὡς βοηθητικὸ παιδαγωγικὸ μέσο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση δαιμονικῶν καταστάσεων ἀποτελεῖ γνωστὴ πρακτικὴ στὴν ἀσκητικὴ πρακτικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας, ἐνῶ βασικὸ («ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου») εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία σφυρηλατεῖται ὁ σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ προσφέρεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποβεῖ ἡ πίστη πιὸ θαυματουργικὴ».
Μέσα δηλ. ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θεραπεῖες, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ μεσσιανική του ἀποστολή. Ὅτι εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σατανᾶ, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀρρώστια καὶ τὸ θάνατο[36].
Οἱ θαυματουργὲς θεραπεῖες, σημεῖα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν περιορίστηκαν στὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ. Εἶχε δώσει στοὺς Ἀποστόλους του, ἀπὸ τὴν πρώτη ἀποστολή τους, τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος νὰ θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς[37]. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων γίνεται λόγος γιὰ τὶς θαυματουργὲς θεραπεῖες ποὺ δείχνουν τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς του. Ἔτσι ἀνάμεσα στὰ χαρίσματα ὁ Παῦλος μνημονεύει καὶ τὸ χάρισμά τῆς θεραπείας∙ «ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ ἑνὶ πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ [δέ] προφητείᾳ, ἄλλῳ [δέ] διακρίσεις πνευμάτων…». (Α΄ Κορ. 12, 9-10). «Χαρίσματα ἰαμάτων» εἶναι οἱ θεραπευτικὲς ἱκανότητες. Δηλαδή, ὑπῆρχε στὴν κορινθιακὴ κοινότητα μία ὁμάδα χαρισματούχων ἐξορκιστῶν, ὅπως σ᾿ ὅλες τὶς ἀρχαῖες θρησκεῖες καὶ στὸν ἰουδαϊσμό, ἀφοῦ οἱ ἀσθένειες, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἀποδίδονταν σὲ ἄμεση ἐνέργεια κακοποιῶν πνευμάτων. Τὰ «ἐνεργήματα δυνάμεων=ἄλλες θαυματουργικὲς πράξεις, ὄχι ἀποκλειστικὰ θεραπεῖες» πρέπει νὰ ἦταν κάτι παρόμοιο μὲ τὶς «δυνάμεις» τοῦ Ἰησοῦ στὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Μία κατηγορία χριστιανῶν στὴν κοινότητα τῆς Θεσσαλονίκης (ἐκτός τούς «ἀτάκτους» καὶ τοὺς «ὀλιγοψύχους»)[38] πού εἶχαν ἀνάγκη τὴν ἀρωγὴ τῶν ὑπολοίπων ἦταν καὶ οἱ «ἀσθενεῖς». Γι᾿ αὐτοὺς ὁ Παῦλος συμβουλεύει: «ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν»[39]. Κατὰ τὸν Ἰ. Γαλάνη «τὸ σύνολο τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν συγχρόνων ἑρμηνευτῶν ἀποκλείει τὴν περίπτωση νὰ ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ἐδῶ τούς σωματικὰ ἀσθενεῖς, ἂν καὶ σὲ ἄλλες ἐπιστολὲς του ἀναφέρεται καὶ σ᾿ αὐτούς[40]. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι, τὸ ἐπίθετο («ἀσθενὴς») νὰ χρησιμοποιεῖται μεταφορικὰ καὶ νὰ δηλώνει τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη, δηλαδὴ τοὺς ὀλιγόπιστους. Γιὰ παρόμοιες («ἀσθένειες») κάνει λόγο στὴν πρὸς Ρωμαίους[41] καὶ στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή[42]. Γιὰ τὴ θεραπεία αὐτῶν τῶν («ἀσθενῶν») ὁ Παῦλος προτείνει τὸ («ἀντέχεσθε»). Τὸ ρῆμα («ἀντέχεσθε») χρησιμοποιεῖται μὲ πολλὲς σημασίες τόσο στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ πλησιέστερη στὴ φράση («ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν») ἔννοια εἶναι ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ ρήματος, δηλαδὴ αὐτὴ τοῦ προφυλάσσω, προστατεύω ἢ φρουρῶ, ἡ ὁποία εἶναι περισσότερο συχνὴ στὴ θρησκευτικὴ γλῶσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης»[43]. Ὁ Παῦλος, στὴν ἐπιστολὴ του νουθετεῖ τοὺς Θεσσαλονικεῖς νὰ προστατεύουν τοὺς ὀλιγόπιστους καὶ νὰ μὴν τοὺς περιφρονοῦν.
Στὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Κορίνθου, τὸ ἐπίθετο «ἀσθενής», ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογική της σημασία (ὀλιγοπιστία) δίνει καὶ μία κοινωνικὴ διάσταση. Στοὺς «ἀσθενεῖς» συγκαταλέγονταν τὰ μέλη τῆς κοινότητας ποὺ δὲν εἶχαν κάποια ἀνώτερη κοινωνικὴ θέση, μόρφωση, οἰκονομικὴ εὐχέρεια κ.λπ., δηλ. ἀντικατοπτρίζει τὴν κοινωνικὴ διαστρωμάτωση τῶν Κορινθίων[44].
Στοὺς ἀσθενεῖς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται συνήθως μ᾿ ἕνα λιγότερο θεαματικὸ τρόπο. Ἐπαναλαμβάνοντας μία χειρονομία τῶν Ἀποστόλων[45], οἱ «πρεσβύτεροι» τῆς Ἐκκλησίας χρίζουν τοὺς ἀσθενεῖς μὲ ἔλαιο[46] στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ τελευταῖοι προσεύχονται μὲ πίστη καὶ ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ τοὺς σώζει, γιατί τὰ ἁμαρτήματά τους συγχωροῦνται καὶ μποροῦν νὰ ἐλπίζουν, ἂν θέλει ὁ Θεός, στὴ θεραπεία[47]. Ἡ θεραπεία ὅμως δὲν ἐπέρχεται ὑποχρεωτικὰ σὰν νὰ εἶναι τὸ μαγικὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς ἢ τῆς λειτουργίας. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς, στὸ Πάθος του, παίρνοντας πάνω του «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν», τοὺς ἔδωσε νέο νόημα: ὅπως κάθε πόνος, ἔχουν κι αὐτὲς στὸ ἑξῆς λυτρωτικὴ ἀξία. Σ᾿ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἰὼβ ποὺ δὲν κατάλαβε τὸ νόημα τῆς δοκιμασίας του, ὁ χριστιανὸς χαίρεται∙ «ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὁ ἔστιν ἡ ἐκκλησία»[48].
Ἡ ἀσθένεια παραμένει δοκιμασία, ἐνῶ ἡ βοήθεια ἀποτελεῖ ἔνδειξη ἀγάπης∙ «φέρατε τὰς ἀσθενείας ἁπάντων», συμβουλεύει ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Τὸ νὰ ὑπηρετοῦμε τὸν ἀσθενῆ σημαίνει ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ στὸ πρόσωπο τῶν μελῶν ποὺ ὑποφέρουν: «ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με», θὰ πεῖ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως[49]. Ὁ ἀσθενής, στὸ χριστιανικὸ κόσμο, δὲν εἶναι πιὰ ἕνας καταραμένος ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποστρέφει κανεὶς τὸ πρόσωπό του[50] ἀλλὰ εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ τὸ «σημεῖον» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ θέση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸ ζήτημα τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς θεραπείας. Οἱ ἴδιοι θεωροῦν ὅτι ἡ ἀσθένεια προέρχεται ἀπὸ τὴ διάσπαση τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ θεραπεία κερδίζεται ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὅμως μία τέτοια ἀποκατάσταση δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι καρπὸς ἀνθρώπινης προσπάθειας[51]. Ὁ ἄνθρωπος κερδίζει τὴν ἀληθινὴ θεραπεία, μόνο μὲ τὴ Χάρη καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα[52]. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ζήσει τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν πόνο ὡς συμμετοχὴ στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ[53] καὶ νὰ κατακτήσει τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία ὡς πληρότητα ζωῆς καὶ «ἀνάσωσιν τοῦ βίου». Τότε ἡ ἀσθένεια ἀποκαλύπτεται ὡς ἐμπειρία θεοφάνειας καὶ δόξας[54].
Συνοψίζοντας τὰ παραπάνω, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:
1. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, σ᾿ ἀντίθεση μὲ τοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς ποὺ ἔβλεπαν τὴν ἀσθένεια ὡς μία μάστιγα ποὺ τὴν προκαλοῦσαν τὰ πονηρὰ πνεύματα ἢ τὴ θεραπεία ὡς ἔργο κυρίως τῶν ἱερέων ποὺ πλησίαζε τὴ μαγεία, ἡ ἰατρικὴ ἀναπτυσσόταν αὐτόνομη σὰν θετική ἐπιστήμη[55]. Ἀντίθετα ἡ βιβλικὴ γραμματεία παραμερίζει τὴν ἐπιστημονικὴ ἄποψη τοῦ προβλήματος καὶ στρέφει τὴν προσοχή της στὴ θρησκευτικὴ σημασία τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς θεραπείας, στὰ πλαίσια τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας[56].
2. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅσο ἀφορᾶ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας, ἀναπτύσσει τρεῖς διαφορετικοὺς τρόπους, τοὺς ὁποίους θὰ τοὺς ἀναπτύξουμε ἀμέσως παρακάτω[57]:
α. Ἡ ἀσθένεια ἀποτελεῖ μέρος τῆς ζωῆς, δηλ. εἶναι ἁπλῶς ἕνα γεγονὸς αὐτῆς.
β. Ἡ ἀσθένεια, ἐκτὸς ἀπὸ μάταιη, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σκληρὴ καὶ ἄδικη (Ἰώβ 9, 16-18 ).
γ. Ἡ ἀσθένεια μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ εἴτε ὡς μία προειδοποίηση ἀπὸ τὸ Θεὸ (Ἰώβ 33, 14-26) εἴτε ὡς συνέπεια τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Δηλαδή ἀποτελεῖ τιμωρία γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἰδίου ἢ τῶν προγόνων του (Δτ. 28,15-61. Ψλ. 10∙ 38,5).
3. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐπιτρέπει τὴ χρήση ἁπλῶν φαρμάκων (ἔλαιον, οἶνος κ.ἄ.) ἀλλὰ ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴ σύνδεση τῆς θεραπείας μὲ τὴ μαγεία καὶ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων.
4. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ καταφεύγει μόνο στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, δηλ. σ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνει τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ θεραπεία.
5. Στήν Καινή Διαθήκη, ἡ ἀσθένεια ἀποτελεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου σημάδι τῆς δύναμης τοῦ Διαβόλου πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς ἂν καὶ διέκρινε τὴ φυσικὴ ἀσθένεια ἀπὸ τὸ δαιμονισμὸ ἐκδηλώνει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴ δύναμή του. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν τὸ θρίαμβο τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὸ Διάβολο καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ.
6. Ὁ Ἰησοῦς συνιστᾶ στοὺς ἀσθενεῖς ποὺ τοῦ ἐκφράζουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους, τρία βασικὰ πράγματα: πίστη, προσευχὴ καὶ νηστεία.
α. Ἀναφέρεται στὴ δύναμη τῆς πίστης στὸν Μεσσία∙ «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»[58]. Ἡ πίστη εἶναι ἡ πηγὴ καὶ τὸ κέντρο ὅλης τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας.
β. Ἡ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία δὲν νοεῖται φυσικὰ ὡς μαγικὴ ἀπαγγελία τυποποιημένων φράσεων ἀλλὰ ὡς ἐκδήλωση βαθειᾶς πίστης, εἶναι γνωστὴ καὶ σ᾿ ἄλλα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ σημαντικὸ ρόλο διαδραματίζει καὶ ἡ νηστεία, ἡ ὁποία ὡς βοηθητικὸ παιδαγωγικὸ μέσο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση δαιμονικῶν καταστάσεων ἀποτελεῖ γνωστὴ πρακτικὴ στὴν ἀσκητικὴ πρακτικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας, ἐνῶ βασικό «ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου» εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία σφυρηλατεῖται ὁ σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ προσφέρεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποβεῖ ἡ πίστη πιὸ θαυματουργική.
7. Τέλος, ὅπως ὁ σωματικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὴν πνευματικὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἡ σωματικὴ ἀσθένεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὴν πνευματικὴ ὑγεία∙ «Εἶδες πῶς πᾶσιν αὕτη ραδία ἡ νηστεία; Οὐκ ἔστι σώματος ἀσθένειαν προβάλλεσθαι: τῆς ψυχῆς καθαρόν ἐστι τὸ κατόρθωμα»[59]. Ἀπὸ ἐδῶ ὅμως δὲν συνάγεται ὅτι παραθεωρεῖται ἡ ἀξία τῆς σωματικῆς ὑγείας καὶ ζωῆς. Ἄλλωστε ἡ συνθετικὴ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐπιμένει στὴ ψυχοσωματικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι φυσικὸ νὰ βλέπει θετικὰ ὄχι μόνο τὴ ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ τὴ σωματική του ὑγεία. Αὐτὸ μαρτυροῦν πολλὲς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Παράλληλα, ὅμως, ὑπῆρχε πάντοτε καὶ ἡ ἰατρικὴ ἀντιμετώπισή τους ποὺ εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία∙ «Κύριος, τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην τοῖς ἀνθρώποις ἐπέτρεψε»[60].
1. Βλ. σχετικό λῆμμα, στό Liddel, H. – Scott, R., Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, μτφρ. Ξ. Μόσχου καί Μ. Κωνσταντινίδη, ἔκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα 1994.
2. Θουκυδ. 2,61. Δ΄ Μακκ. 7,20.
3. Ἐξ. 4,6. Ἰώβ 16,12ἑξ∙ 19,21. Ψλ. 38,11ἑξ.
4. Γεν. 27,1.
5. Ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου γιὰ τὴν τιμωρία ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας στὸ ὑπόμνημά του, Ρῆμα Κυρίου κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 128, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «ὅτι ἡ τιμωρία δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ σὲ ἐκδικητικὴ διάθεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς φυσικὴ συνέπεια τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τῶν ἀνθρώπων». Τὸ ἴδιο ὑποστηρίζει καὶ ὁ Σ. Καλαντζάκης στὸ ὑπόμνημά του, ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 521, ὅπου ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἁμαρτία ἔγκειται στὴν ἐλεύθερη βούληση τῶν πρωτοπλάστων. Συνίσταται δὲ ἐν προκειμένῳ ὄχι ἁπλῶς στὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ὑπέρβαση τῶν περιορισμῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσης τους καὶ στὸ σφετερισμὸ τῆς κυριότητας τοῦ Θεοῦ». Γεν. 3, 16-19.
6. Ψλ. 37, 2-6.
7. Δτ. 28,21ἑξ∙ 27ἑξ∙ 35.
8. Ἰώβ 16, 1-22. Ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ θλίψη εἶναι τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν φάρμακο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο κοντά του καὶ νὰ αὐξήσει τὴν ἀρετή του. Ὁ Ἰὼβ ἦταν ὁ καλύτερος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ τὸν κάνει ἀκόμη καλύτερο. Ὁ ἄμεπτος, δίκαιος καὶ θεοσεβὴς Ἰώβ, παρὰ τὴ δοκιμασία του, παραμένει ἑδραῖος καὶ «οὐδὲν ἤμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ θεοῦ». (2,10). Βλ. Δ. Δόϊκου, Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 192. Ἀκόμη βλ. Π. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰὼβ, Ἀθῆναι 1980, σσ. 157-163.
9. Δ. Δόϊκου, Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 192.
10. Ἡσ. 53,4ἑξ.
11. Ἡ λ. θεραπεία εἶναι εὑρύτατα διαδομένη καὶ στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ συναντᾶται μὲ διάφορες σημασίες, ὅπως: περιποίηση, λατρεία, περίθαλψη καὶ ἰατρικὴ θεραπεία. Πλάτ. Εὐθύφρ. 13D∙ Φαίδρ. 255A. Ἀριστ. Πολιτ. 7,9.9.
12. Ἡσ. 1,6. Ἱερ. 8,22. Σολ. 7,20.
13. Σειρ. 38, 1-8∙ 12ἑξ.
14. Δ’ Βασ. 1,1-4. Β’ Παραλ. 16,12.
15. Σειρ. 38,9ἑξ.∙ 14. Δευτ. 32,39. Ὡσ. 6,1.
16. Ἰδιαίτερα σημαντικά εἶναι τά σχόλια τοῦ Δ. Καϊμάκη γιά τή φιλευσπλαχνία καί τήν ἀρρώστια στό ὑπόμνημά του, Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 146-147, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς ἑξῆς: «τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μόνο ἡ φιλευσπλαχνία μπορεῖ νὰ τὴν ἀπομακρύνει. Γιὰ νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ δὲν ἔχει παρὰ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ Γιαχβὲ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἔμπρακτη μετάνοια νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του». «Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸ Γιαχβὲ ὄχι μόνο ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι ἡ ἀρρώστια του εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ γιὰ τὸν πιστὸ Ἰουδαῖο ὁ μοναδικὸς γιατρὸς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Σ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ ἀπευθυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ μόνο στὴ συνέχεια μπορεῖ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τῶν εἰδικῶν». Ψλ. 6∙ 37∙ 40∙ 87∙ 101 κ.ἄ.
17. Ἡσ. 25,8∙ 53, 4-5∙ 65,19 κ.ἄ.
18. Ἡσ. 53, 4-5.
19. Λκ. 13,16.
20. Μτ. 20,34.
21. Μτ. 8,16.
22. Λκ. 6,19 «καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτουν ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἴατο πάντας».
23. Μτ. 11,5.
24. U. Luz, Das Evangelium nach Mattaeus, Teilb. 1, Zuerich – Einsiedeln – Koeln 1985, σσ. 169-170. Μτ. 9,28. Μκ. 5,36∙ 9,23. Στήν Παλαιά Διαθήκη, πίστη σημαίνει «ἐμπιστοσύνη στὸ Γιαχβέ, στὸ λόγο του, στὸ νόμο του, καθὼς καὶ στὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνοδεύουν τὸν Ἰσραὴλ στὴν ἱστορία του». Βλ. Δ. Καϊμάκη, Θέματα παλαιοδιαθηκικῆς θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 87.
25. Μτ. 9,22∙ 15,28. Μκ. 10,52.
26. Μκ. 1,40-45. Μτ. 8, 1-4. Λκ. 5, 12-16.
27. J. Gnilka, Das Evangelium nach Markus, 1978, σ. 90.
28. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, Τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 100.
29. Μκ. 9, 14-29. Μτ. 17, 14-20. Λκ. 9, 37-43.
30. Μτ. 17,15.
31. Μκ. 9,25.
32. Μκ. 9,19.
33. Μκ. 9, 29.
34. Πρξ. 9,40∙ 28,8. Ἰακ. 5,15.
35. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, Τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 302.
36. Ἰω. 5,14.
37. Μτ. 10,1.
38. Ἰ. Γαλάνη, Ἡ πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 328. Α΄ Θεσ. 5,14.
39. Α΄ Θεσ. 5,14.
40. Α΄ Κορ. 11,30. Φιλιπ. 2,16ἑξ.
41. Ρωμ. 4,19: «καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει» καί 14,1: «τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν».
42. Α΄ Κορ. 9,22: «ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω».
43. Παροιμ. 3,18: «ξύλον ζωῆς ἔστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὕτης». Ἡσ. 56,2: «μακάριος ἀνὴρ ὁ ποιῶν ταῦτα καὶ ἄνθρωπος ὁ ἀντεχόμενος αὐτῶν…», κ.ἄ.
44. Περισσότερα βλ. Χ. Ἀτματζίδη, Ἡ ἔννοια τῆς δόξας στὴν Παύλεια Θεολογία, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 221. G. Theissen, Studien zur Soziologie des Urchristentums, ZNW 65 (1975), σ. 234. Δ. Πασσάκου, Εὐχαριστία καὶ Ἱεραποστολὴ, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 159-161. Ἰ. Βελιτσιάνου, Τὸ πρόβλημα τῶν εἰδωλοθύτων στὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Κορίνθου, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 67-69.
45. Μκ. 6,13ἑξ.
46. Μκ. 6, 12-13. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ μόνο ἀπὸ τὸ Μᾶρκο παραδιδόμενη πληροφορία ὅτι «ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον». Τὸ ἔλαιο ὡς θεραπευτικὸ μέσο εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα (Ἰωσήπου, Ἰουδ. Πόλεμος 1,657 καί Billerbeck 2,11. Πρβλ. Ἡσ. 1,6. Λκ. 10,34). Ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς ὡς φάρμακο ἀλλὰ ὡς «μέσο μετάδοσης θείας δύναμης». (E. Haenchen, Der Weg Jesu. Eine Erklärung des Markus–Evangeliums und der Kanonischen Parallelen, 1996, σ. 211) πού ἔχει «μυστηριακή δύναμη» (W. Grundmann, Das Evangelium nach Markus, Theologischer Handkommentar zum N.T., Berlin 1984, σ. 189) καὶ ποὺ προϋποθέτει τὴ χρήση τοῦ ἤδη στὴν πρώτη κοινότητα γιὰ τὶς περιπτώσεις ἀσθενῶν (R. Pesch, Das Markusevangelium 1-2, Herder Theologischer Kommentar, 1976-77, 103). Ἡ ἄλειψη τῶν ἀσθενῶν μὲ ἔλαιο ἀναφέρεται μόνο στὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Μάρκου καὶ στὸ Ἰακ. 5,14, ὅπου συνδυάζεται ὄχι μόνο μὲ τὴ σωματικὴ θεραπεία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν (R. Pesch, Das Markusevangelium 1-2, Herder Theologischer Kommentar, 1976-77, σ. 103). Τὴ συσχέτιση τῶν δύο χωρίων κάνει καὶ ὁ Θεοφύλακτος, ὁ ὁποῖος ἀπαριθμεῖ κατόπιν τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἐλαίου («καὶ πρὸς κόπους ὠφέλιμον καὶ φωτὸς αἴτιον καὶ ἱλαρότητος πρόξενον…»). P.G. 8,21.
47. Ἰακ. 5,14ἑξ. Περισσότερα βλ. Σ. Σάκκου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 157-160.
48. Μὲ τὸ «νῦν χαίρω ἐν παθήμασιν ὑπὲρ ὑμῶν» δηλώνει ὁ ἀπόστολος ὅτι, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ ποὺ τοῦ ἀνάθεσε ὁ Θεός, ὑπηρετεῖ καὶ μὲ αὐτὰ τὰ δεσμὰ του τὴν ἐκκλησία, ὑπομένοντας θλίψεις καὶ παθήματα καὶ δοκιμάζοντας ἔτσι τὴν Κυρίῳ χαρά. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Ἐφεσσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 453. Κολ. 1,24.
49. Μτ. 25,36.
50. Ψλ. 37,12∙ 40, 6-10∙ 87,9.
51. «Ἐπεπτώκει γὰρ ὄντως … ἡ φύσις ἡ ἡμετέρα καὶ τῆς κραταιᾶς ἐκείνης ἐδεῖτο μόνης (τοῦ Θεοῦ) χειρός. Οὐδὲ γὰρ ἥν ἑτέρως ἀναστῆναι αὐτὴν» Ἰ. Χρυσόστομος, P.G. 59,80.
52. P.G. 59,93
53. Φιλ. 3,10.
54. Β΄ Κορ. 4,17.
55. Κατὰ τὸν Ἱπποκράτη καὶ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει στὸν συμπαντικὸ κόσμο, ὑπάρχει ὡς ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ καλεῖται νὰ κατακτήσει τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία καὶ πληρότητα∙ νὰ γίνει ἕνα ὑγιές, χαρούμενο καὶ δημιουργικὸ ἄτομο. Ὅταν αὐτὰ τὰ στοιχεῖα διασαλευτοῦν, ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει. Γι᾿ αὐτὸ ἡ σωστὴ θεραπεία κατὰ τὸν Ἱπποκράτη, εἶναι συνάρτηση τῆς ψυχοσωματικῆς ἀποκατάστασης τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Βλ. Ἱπποκράτη, Περὶ Ἀρχαίας Ἰατρικῆς, 21.
56. Α΄ Κορ. 11,28-32. Βλ. περισσότερα, Σ. Ἀγουρίδη, Ἡ πρώτη πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 186-194.
57. Oeming, Manfred, „Mein Herz ist durchbohrt in meinem Inneren=πληγωμένη εἶναι μέσα μου ἡ καρδιά μου“ (Ps 109,22) – Krankheit und Leid in alttestamentlicher Sicht, in: ders., Verstehen und Glauben. Exegetische Bausteine zu einer Theologie des Alten Testaments (BBB 142), Berlin 1994/2003, u.a., 243-259.
58. Μτ. 9,28 «…πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ∙ ναὶ κύριε». Μκ. 5,36∙ 9, 23.
59. P.G. 50, 433.34.
60. P.G. 60, 705.72.