Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Αναμνήσεις τόπων, χρόνων και ιστορικών γεγονότων σηματοδοτούν τη ζωή μας. Τη ζωή ατόμων και λαών. Δονούν τις βαθύτερες χορδές της ύπαρξής μας. Τις χορδές της ψυχήςμας. Και οι εμπνεόμενες από αυτές ελπίδες καθορίζουν τη μελλοντική πορεία στον κόσμο ατόμων και λαών.
Πορευόμαστε λοιπόν στη ζωή με αναμνήσεις και ελπίδες. Αυτές νοηματοδοτούν τη ζωή. Αλίμονο στα άτομα και στους λαούς που λησμονούν το ένδοξο παρελθόν τους και παύουν να ελπίζουν για ένα καλύτερο αύριο.
Οι σκέψεις αυτές κυριάρχησαν το φετινό καλοκαίρι, όταν οι βάρβαροι ασιάτες γείτονες μας ενεργώντας αυθαίρετα, βίαια, αυταρχικά και καταστροφικά μετέτρεψαν τον παλαίφατο ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης σε ισλαμικό τέμενος. Βεβήλωσαν για μια ακόμη φορά το ναό των ονείρων και των θρύλων του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Το μνημείο όλου του χριστιανικού κόσμου, που αποτελούσε μοναδική, χαρακτηριστική έκφραση του Χριστιανισμού ανά τους αιώνες σε Ευρώπη και Ασία.
Για την αποτρόπαιη αυτή πράξη η μεγάλη βυζαντινολόγος και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ δήλωσε τότε χαρακτηριστικά: «Για μένα η Άλωση της Πόλης έγινε σήμερα». Επεσήμανε δε: «Αν ακούσω ότι τα ψηφιδωτά μέσα στην Αγια-Σοφιά έχουν δακρύσει και οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα, δεν θα εκπλαγώ».
Την αφορμή για το σύντομο αυτό σημείωμα έδωσε κείμενο του Σέρβου ελληνομαθούς Μητροπολίτη Μαυροβουνίου κ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, στο οποίο περιγράφει τη συγκλονιστική εμπειρία του με Σέρβους μαθητές στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης. Το εξαίρετο αυτό κείμενο είδε το φως της δημοσιότητος στο έγκριτο περιοδικό «ο Σωτήρ», Όργανο της ομωνύμου Αδελφότητος Θεολόγων, τεύχος 2230).
Σε άπταιστη ελληνική γλώσσα, ποιητική θα λέγαμε, ο Σεβασμιώτατος περιγράφει την είσοδο τους στον ιστορικό ναό: «Εισερχόμαστε, σημειώνει, στην Αγια-Σοφιά, αυτή τη θαυμαστή ενσάρκωση της θείας ωραιότητος. Λέω στους μαθητές: Ήσυχα ψάλτε το <Χριστός ανέστη εκ νεκρών…>». Ακούγεται ένα ήσυχο βουητό ως ψαλμωδία αηδονιού. Στον ναό τα πάντα μετετράπησαν σε ύμνο, αναστάσιμη ψαλμωδία, σαν να μην είχε διακοπεί από την τελευταία λειτουργία της 29ης Μαΐου του έτους 1453. Οι μαθητές ήσυχα ψέλνουν. Η ψαλμωδία προσελκύει την προσοχή ενός παντρεμένου ζευγαριού, είπαν ότι είναι από τη Θεσσαλία».
«Ακολουθεί ένας διάλογος του επισκόπου με τη νεαρή γυναίκα… Κάποια στιγμή εκείνος την ρωτά εάν γνωρίζει το παλαιό τραγούδι «Στην Αγια-Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια». Εκείνη δίνει αρνητική απάντηση. « “Τί Ελληνίδα είσαι”, της λέει, “όταν δεν
γνωρίζεις το θλιβερότερο και ωραιότερο τραγούδι των προγόνων σου;” Και αρχίζει να τραγουδά την πρώτη στροφή αυτού του ύμνου του υπόδουλου παραδείσου, μεστού θλίψης αλλά και χαρμόσυνης ελπίδας».
«Κάποια στιγμή, και καθώς ο γέροντας επίσκοπος φθάνει προς το τέλος του τραγουδιού, η νεαρή γυναίκα σκύβει το κεφάλι της και αρχίζει να κλαίει. Ο επίσκοπος συγκινείται και ένας κόμπος του κλείνει τον λαιμό. Δεν μπορεί να συνεχίσει.»
«Πέτρωσε το τραγούδι στα χείλη. Η γυναίκα κλαίγοντας ψιθυρίζει: “Τραγουδήστε”. “Δεν μπορώ να τραγουδήσω”, δίνω στους μαθητές σύνθημα να τραγουδήσουν σιγά: “Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη Αγνή Παρθένε, χαίρε, και πάλιν ερώ, χαίρε”. Η ευλογημένη μελωδία άλλη μια φορά ξεχύνεται στον ναό. Νομίσαμε ότι κάπου από τα βάθη της ηχεί ο ύμνος κρυμμένου χορού ης Αγια-Σοφιάς. ‘Η μήπως έψελναν άγγελοι στον ουρανό τον αναστάσιμο ύμνο».
Πόσο διδακτική και ιδιαιτέρως συγκινητική είναι αλήθεια η περιγραφή αυτή του ευλαβούς προσκυνήματος στην Αγία-Σοφία του Ελληνομαθούς Σέρβου Μητροπολίτου, πνευματικού αναστήματος του νεοτέρου Αγίου των Σέρβων Ιουστίνου Πόποβιτς; Εκφράζει, όπως εύστοχα επισημαίνει το περιοδικό, «πόθους ψυχής τέτοιους, που μόνο η γνήσια ελληνική ψυχή μπορεί να συλλάβει το βάθος και το διαμέτρημα τους»._