Ἰωάννη Ἐλ. Σιδηρᾶ
Θεολόγου-Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ – Νομικοῦ
«Ξημέρωσε ἡ χαραυγή καί πήραμε τή Θράκη»
Ἐὰν κάποιος θὰ ἤθελε νά δώσει ἕναν τίτλο στήν παροῦσα ἐπετειακή –πανηγυρική γραφή, γιά τά «Ἐλευθέρια τῆς Θράκης», τήν ὁποία ἐξ ὀφειλετικοῦ ἐθνικοῦ καθήκοντος κινούμενοι, δημοσιεύουμε καὶ κάνουμε γνωστὴ στὸ εὐρὺ ἀναγνωστικὸ κοινό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ καταλληλότερο ἀπὸ τὸν στίχο:
«Ξημέρωσε ἡ χαραυγὴ καὶ πήραμε τὴ Θράκη».
Εἶναι ὁ πρῶτος στίχος ἀπό τό τραγούδι πού τραγουδοῦσε ὁ προελαύνων ἑλληνικός στρατός τίς πρῶτες πρωινές ὧρες τῆς 14ης Μαΐου, ὅταν εἰσήρχετο νικητὴς καὶ ἀπελευθερωτὴς στὴν ἱστορικὴ πόλη τῆς Κομοτηνῆς. Ὁ ἐφιάλτης τῆς Βουλγαρικῆς κατοχῆς εἶχε τελειώσει.
Ἡ μαρτυρικὴ καὶ αἱματόβρεχτη περιοχὴ τῆς Θράκης μας, ἡ ὁποία στό ιστορικό διάβα των αἰώνων ἀπετέλεσε τό μῆλο τῆς ἔριδος ἀνάμεσα σέ δύο «μνηστῆρες», τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ τοὺς Βουλγάρους, ὑπέμενε δύο αἰῶνες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη περιοχὴ τῆς Ἑλλάδας, συνολικὰ δηλαδὴ ἕξι αἰῶνες, ἀπὸ τὸ 1360/70 μέχρι καὶ τὸ 1920, τὴν τυραννικὴ δουλεία ἀπὸ τὸν ἀλλόφυλο κατακτητή.
Λίγο πρίν ἀλλὰ κυρίως μετὰ τήν ἔναρξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου οἱ Βούλγαροι εἰσέρχονται σταδιακὰ στὴν ἐνδοχώρα τοῦ σημερινοῦ Νομοῦ Ροδόπης (τότε Καζᾶς Γκιουμουλτζίνας), ὅπως καὶ στοὺς δύο ὅμορους Νομοὺς Ξάνθης καὶ Ἕβρου, προβαίνοντες σὲ κάθε εἴδους βαρβαρότητες ἐναντίον τοῦ Χριστιανικοῦ καὶ Μουσουλμανικοῦ στοιχείου τῆς περιοχῆς. Ἔτσι συντελεῖται ἡ Βουλγαρικὴ κατοχὴ τῆς Θράκης, ἡ ὁποία ὅμως διήρκεσε ἐλάχιστους μῆνες (τέλη 1912 – Ἰούλιος 1913).
Τὰ ξημερώματα τῆς 14ης Ἰουλίου τοῦ 1913, καὶ ἀφοῦ ἀπὸ τήν προηγούμενη μέρα οἱ Βούλγαροι εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν Κομοτηνὴ καὶ τὶς πέριξ περιοχὲς τοῦ Νομοῦ Ροδόπης, τὸ 1ο τάγμα τοῦ Συντάγματος Κρητῶν ὑπὸ τὸν ἴλαρχο Κατεχάκη εἰσέρχεται στὴν πόλη τῆς Κομοτηνῆς, ὅπου οἱ κάτοικοί της «Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι, ὑπεδέχθησαν μετ’ ἀπερίγραπτου ἐνθουσιασμοῦ τὸν ἀπελευθερωτὴ ἑλληνικὸ στρατό. Οἱ ἄνδρες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἐξῆλθον μετὰ ἑλληνικῶν σημαιῶν, ὅπως ὑποδεχθῶσι τὸν προελαύνοντα στρατό…..».
Τό ὄνειρο ἕξι αἰώνων γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θράκης ἦταν πλέον πραγματικότητα, ποὺ ὅμως δὲν ἐπρόκειτο νὰ κρατήσει γιὰ πολὺ καὶ ὁ ἐφιάλτης τῆς Βουλγαρικῆς κατοχῆς ἔμελλε τάχιστα νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἐπισκιάσει τὴν πολύπαθη Θρακικὴ γῆ. Οἱ διαπραγματεύσεις τῆς εἰρήνης στὸ Βουκουρέστι θὰ ἀποδεικνυόταν ὀδυνηρὲς γιὰ τὴ Θράκη. Τοῦτο συνέβη μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τοῦ Βουκουρεστίου σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Θράκη περνοῦσε ὑπὸ τὸ κράτος τῆς Βουλγαρίας. Χαρακτηριστικὴ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ σημείωση στὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἴωνος Δραγούμη, ὁ ὁποῖος ἔγραφε: «Λυποῦμαι γιὰ τὴ Θράκη …..καὶ γιὰ τόσα ἄλλα ἑλληνικὰ μέρη, ποὺ τὰ ποτίσαμε μὲ τόσο αἷμα, γιὰ νὰ τὰ ἀφήσουμε στοὺς Σέρβους καὶ γιὰ νὰ τὰ χαρίσουν μὲ τὴν πρώτη στοὺς Βουλγάρους». Οἱ κάτοικοι τῆς Κομοτηνῆς, Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι, ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι ἡ πατρίδα τους παραχωρήθηκε στοὺς Βουλγάρους κατελήφθησαν ἀπὸ ἄφατη ἀπελπισία καὶ πόνο. Τὸ ἄκουγαν καὶ δὲν τὸ πίστευαν. Καὶ ὅταν πείστηκαν ἀπέστειλαν τηλεγράφημα πρὸς τὶς Μεγάλες Δυνάμεις, ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες καὶ τῶν δύο θρησκευτικῶν κοινοτήτων, ζητώντας τήν ἀπόδοση καὶ ἐνσωμάτωση τῆς Θράκης στὸν ἐθνικὸ κορμὸ τῆς Ἑλλάδας. Μάταια ὅμως. Ἡ Θράκη ἀνῆκε πλέον στὴν Βουλγαρία καὶ ἔτσι ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἄρχιζε ἡ Β΄ Βουλγαρικὴ κατοχή, ἡ ὁποία διήρκεσε ἕξη συναπτὰ ἔτη καὶ ἔμελλε νὰ ἀποδειχθεῖ χειρότερη καὶ ἀνουσιότερη ἀπὸ τὴν πρώτη τόσο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους τῆς περιοχῆς.
Ὁ ἀείμνηστος φημισμένος Μυτιληναῖος πανεπιστημιακὸς Στίλπων Κυριακίδης στὸ ἀξιόπιστο ἱστορικὸ πόνημά του «Ἡ λυτρωτικὴ Θράκη καὶ οἱ Βούλγαροι», ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 1919, ἀναφέρεται στοὺς ἐξευτελισμοὺς καὶ τὶς βαναυσότητες ποὺ ὑπέστησαν ἀρχικὰ οἱ μουσουλμάνοι τοὺς ὁποίους ἀρχικὰ οἱ Βούλγαροι βάπτιζαν βιαίως σὲ κρύο καὶ ζεματιστὸ νερὸ καὶ δημοσίως, ἐνῶ τὰ τεμένη τους τὰ εἶχαν μετατρέψει σὲ στάβλους, ἀχυρῶνες καὶ στρατῶνες. Οἱ δὲ κλοπές, καταστροφές, βιασμοὶ καὶ πάσης φύσεως ἀτιμώσεις ἦταν καθημερινὸ μαρτύριο. Ὁ Στίλπων Κυριακίδης ἀνάλογες λεπτομερεῖς ἀναφορὲς κάνει στὸ ἱστορικὸ πόνημά του καὶ γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέμειναν καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κομοτηνῆς καὶ τοῦ Ν. Ροδόπης καθὼς καὶ ἐκεῖνοι τῶν ὁμόρων Νομῶν Ξάνθης καὶ Ἕβρου. Τὸ μένος μάλιστα τῶν Βουλγάρων ἦταν μεγαλύτερο ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀλλόθρησκους μουσουλμάνους.
Εἰδικότερα ὅμως γιὰ τὰ μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν τοῦ Ν. Ροδόπης κρίνω λίαν ἀναγκαῖο και σκόπιμο νά ἀναφέρω τά ὅσα λεπτομερῶς καταγράφει σὲ δύο ἐπιστολές του ὁ τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος (1902- 1914), ὁ ὁποῖος σὲ αὐτὲς διεκτραγωδεῖ τὰ πάθη τοῦ ποιμνίου του στὴν Μητρόπολη Μαρωνείας καὶ μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει ὑπηρεσιακὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γερμανὸ Ε΄ καὶ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὰ ἑξῆς:
«….Οἱ Βούλγαροι ἀπαγορεύουν τὴ βάπτιση τῶν ἑλληνοπαίδων ἢ τὴν τέλεση ἐξοδίου ἀκολουθίας γιὰ τοὺς νεκροὺς Ἕλληνες, ἐὰν οἱ συγγενεῖς τους δὲν ἀπαρνηθοῦν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ δὲν προσχωρήσουν στὴ σχισματικὴ καὶ ἀντικανονικὴ Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία. Ἡ πρὸς τὸν ἐκβιασμὸ τοῦτο ἄρνηση τῶν συγγενῶν ἔχει ὡς συνέπεια τὰ νήπια νὰ παραμένουν ἀβάπτιστα καὶ οἱ νεκροὶ νὰ θάπτονται ἄνευ τῆς νενομισμένης ἐξοδίου ἀκολουθίας καὶ ἄνευ συνοδείας ἱερέως. Δέχονται νὰ τελέσουν τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὶς ἱεροπραξίες στὶς ἐκκλησίες μας, τὶς ὁποῖες ὅπως τὰ σχολεῖα μας, ἔχουν καταλάβει μὲ τὴν βία τῶν ὅπλων, ἐὰν παρίσταται βουλγαροεξαρχικὸς καὶ ὄχι Ἕλληνας Πατριαρχικὸς ἱερέας. Οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ ἱερεῖς μας ἔχουν ἐκτοπιστεῖ βιαίως καὶ ὅσοι παραμένουν ὑποφέρουν τὰ πάνδεινα. Ἀλλάζουν τὰ ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ τοὺς ἐκβουλγαρίσουν, τελοῦν τὶς θεῖες λειτουργίες στὴν βουλγαρικὴ γλῶσσα χωρὶς νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ γενικότερα πιέζουν τοὺς Ἕλληνες μὲ ἀπειλές, ξυλοδαρμοὺς καὶ ἄλλα μέσα νὰ ὁμιλοῦν τὴ βουλγαρικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ τοὺς ἐκβουλγαρίσουν. Ἔφτασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀπαλείψουν τὶς ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τοὺς σταυροὺς τῶν τάφων στὰ χριστιανικὰ κοιμητήρια καὶ νὰ τὶς ἀντικαταστήσουν μὲ βουλγαρικές. Βιασμοί, κλοπές, πυρπολήσεις, καταστροφές, ξυλοδαρμοί, ἀπειλές, ἀτιμώσεις καὶ ἐξευτελισμοὶ εἶναι τὸ καθημερινὸ μαρτύριο τοῦ Πατριαρχικοῦ ποιμνίου τῆς ἐπαρχίας Μαρωνείας….».
Τά παραπάνω φριχτὰ καὶ πρωτοφανῆ μαρτύρια ποὺ ὑπέμειναν οι Χριστιανοὶ καί τοῦ Ν. Ροδόπης ἀπό τούς ὁμόδοξους Βουλγαροεξαρχικοὺς συνεχίστηκαν μέχρι καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1919, ὁπότε ἡ δυτικὴ Θράκη βρέθηκε ὑπὸ διασυμμαχικὴ Διοίκηση, στὴν πραγματικότητα ὑπὸ Γαλλικὴ στρατιωτικὴ κατοχή, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἀρχιστράτηγο Φρανσαὶ Ντ΄ Ἑσπεραί. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ξάνθη εἶχε ἤδη ἀπελευθερωθεῖ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1919 καὶ σὲ λίγους μῆνες ἐπρόκειτο καὶ οἱ ὅμοροι Νομοὶ Ροδόπης καὶ Ἕβρου νὰ γευθοῦν τὴ χαρὰ καὶ νὰ ἀναπνεύσουν τόν ζωογόνο ἀέρα τῆς ἐλευθερίας.
Τὴν περίοδο ἐκείνη ἐστάλη στὴν ἕδρα της διασυμμαχικής διοικήσεως, τήν Κομοτηνή, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ὁ ἔμπιστος ἄνθρωπος τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ὁ Χαρίσιος Βαμβακᾶς, ὁ ὁποῖος συνεργάστηκε μὲ τὸν Μαρωνίτη στὴν καταγωγὴ Ἀρχιμανδρίτη Μιχαὴλ Κωνσταντινίδη, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ χηρεύουσα τότε Μητρόπολη Μαρωνείας. Οἱ δύο αὐτοὶ εὐφυεῖς καὶ ἱκανοὶ ἄνδρες ἐπέτυχαν τὸ ἀκατόρθωτο, τὴν παλιννόστηση καὶ ἀποκατάσταση στὶς πατρογονικές τους ἑστίες τῶν χιλιάδων ἐκτοπισθέντων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους Ἑλλήνων, τὴν ἐπιστροφὴ καὶ ἀπόδοση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν σχολείων στοὺς Χριστιανούς, καθὼς καὶ τῶν τεμενῶν στοὺς μουσουλμάνους, ποὺ εἶχαν καταλάβει βιαίως οἱ Βούλγαροι.
Ο Χ. Βαμβακᾶς σὲ ἄριστη συνεννόηση μὲ τὸν Ἐλ. Βενιζέλο ἐπέτυχαν τελικῶς νὰ ἀποδοθεῖ καὶ ἐνσωματωθεῖ ἡ Δ. Θράκη στὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι τὴν 13η Μαΐου τοῦ 1920 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ὑπὸ τὸν διοικητὴ Ζυμβρακάκη ἔλαβε τὴ διαταγὴ νὰ κατευθυνθεῖ στὴν πόλη τῆς Κομοτηνῆς ὥστε τὴν 14η Μαΐου νὰ βρίσκεται στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ν. Ροδόπης.
Ἐν προκειμένῳ, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ καταγραφὴ καὶ περιγραφή των ὅσων συνέβησαν στὴν Κομοτηνὴ ἐκείνη τὴ νύκτα τῆς 13ης ξημερώματα 14ης Μαΐου 1920, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει μὲ τὴν γραφίδα του ὁ ἀείμνηστος Ἀντώνιος Ρωσσίδης στὸ «Χρονικό τῆς ἀπελευθερώσεως», ὅπου γράφει: «Ἡ εὐφρόσυνη εἴδηση τῆς ἀποφάσεως τῶν συμμάχων μας γιὰ τὴν κατάληψη τῆς δυτικῆς Θράκης ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἔκανε φτερὰ καὶ ἔγινε ἀμέσως γνωστὴ στούς κατοίκους της. Στὴν Κομοτηνή, κατὰ τὴν παραμονὴ τῆς εἰσόδου τοῦ στρατοῦ μας, ὅλοι ἤξεραν ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα καὶ μία ἀνείπωτη συγκίνηση καὶ λαχτάρα ἦταν ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπα ὅλων. Οἱ παλαιοὶ Κομοτηναῖοι συγκλονίζονται ὅταν ἀναπολοῦν τὶς ἀξέχαστες ἐκεῖνες ὧρες.
Ἐκείνη τήν ἀξέχαστη νύχτα ….κανένας δέν κοιμήθηκε. Ὅλη ἡ πόλη ἔμοιαζε σάν νὰ ἀγρυπνᾶ σὲ ὁλονύχτια ἀκολουθία. Ἀποβραδίς καί ὅλη τή νύχτα, ἄνδρες και γυναῖκες πηγαινοέρχονταν καί μέ ἐπικεφαλῆς τόν δημαρχεύοντα Ἀπόστολο Σοῦτζο, προετοίμαζαν τὴν ὑποδοχὴ τοῦ στρατοῦ…… Τὰ συνεργεῖα ποὺ στήθηκαν σὲ κεντρικὰ σπίτια, ἔκοβαν καὶ ἔραβαν ἀσταμάτητα ἑλληνικὲς σημαῖες. Καὶ ἄκουγες παντοῦ γέλια, εὐχὲς καὶ χαρούμενα τραγούδια. Καὶ ὅταν οἱ πρῶτες ἡλιαχτίδες τῆς 14ης Μαΐου τοῦ 1920 φώτισαν τὸν καταγάλανο οὐρανὸ ὅλη ἡ πόλη βρέθηκε νὰ πλέει στὰ γαλανόλευκα. Καὶ ὁ λαὸς τῆς Κομοτηνῆς, ξεχύθηκε νὰ προϋπαντήσει τοὺς ἐλευθερωτές του μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ ἐπιφωνήματα χαρᾶς ….».
Ἡ ἱστορία τῆς Θράκης, τῆς λεγομένης Ροδοπαίας ἢ Αἰγιακῆς Θράκης, εἶναι μία Ὀδύσσεια ποὺ ἔφτασε στὸ αἴσιο τέλος της τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1920. Στὴν Ὀδύσσεια αὐτὴ οἱ Ἑλληνοθράκες πολλὲς φορὲς ὑπέμειναν διώξεις, καταστροφές, κατακτήσεις καὶ ἐκπατρισμοὺς, ἀλλὰ καὶ ἐπίμονες καὶ ἐπίπονες ἀπόπειρες ἀπὸ Ὀθωμανοὺς καὶ Βουλγάρους νὰ ἀπαρνηθοῦν καὶ ἀποκηρύξουν τὴν αὐτοσυνειδησία, τὴν ἰδιοπροσωπεία καὶ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα. Ὁ λαὸς ὅμως αὐτὸς ἄντεξε καὶ ἀντιστάθηκε. Ἔτσι καὶ σώθηκε. Διατήρησε τὴ Ρωμηοσύνη καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, τὰ ἀκατάβλητα φιλοπατριαρχικά του αἰσθήματα καὶ ἐν γένει τὰ ζώπυρα τοῦ γένους του. Οἱ Θράκες τάχθηκαν ἀπὸ τὴν ἱστορία τους νὰ εἶναι οἱ ἀκρίτες διγενεῖς τῆς Ἑλλάδος, οἱ πρόμαχοι τῆς πατρώας ἑλληνικῆς γῆς. Τὸ γνωρίζουν καὶ σήμερα καλὰ οἱ Ἑλληνοθράκες καὶ «οὐδ΄ ἐπ΄ ἐλάχιστον κινοῦν ἀπὸ τοῦ χρέους τους». Πορεύονται στὸ διάβα τοῦ χρόνου καὶ στὰ γυρίσματα τῆς ἱστορίας ἕτοιμοι πάντα γιὰ νέους Θρακικοὺς ἀγῶνες.
Παρῆλθαν 92 συναπτά ἔτη ἀπό τήν ἀνοιξιάτικη ἐκείνη Πέμπτη τῆς 14ης Μαΐου τοῦ 1920, καὶ τὸ τραγούδι «Ξημέρωσε ἡ χαραυγὴ καὶ πήραμε τὴ Θράκη», ποὺ τραγουδοῦσε ὁ προελαύνων ἑλληνικὸς στρατὸς στοὺς δρόμους τῆς Κομοτηνῆς ἀκόμη ἀντηχεῖ …..
Ὄντως ξημέρωσε ἡ χαραυγή τῆς ἐλευθερίας καὶ σώθηκε ἡ Θράκη. Χρέος ὅλων ἡμῶν τῶν ἐπιγενομένων εἶναι τώρα καὶ πάντοτε νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε σὲ κανέναν καὶ ἔναντι οἱουδήποτε τιμήματος νὰ μετατραπεῖ ἡ χαραυγή τῆς ἐλευθερίας σὲ σκότος δουλείας.