Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Μεγάλη Παρασκευή
17-4-2020
Εἶναι ἀπολύτως εὔλογο ποὺ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας, ὅλο μας τὸ «εἶναι» εἶναι στραμμένα στὰ ἅγια, σωτήρια ΠΑΘΗ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Μεγάλη Παρασκευή, συγκινεῖ ἀκόμα καὶ τοὺς χλιαροὺς τῇ πίστει. Ἡ Μεγάλη Παρασκευή κατέστη συνώνυμο τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου. Πέρασε στὴν γλῶσσα τοῦ λαοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων συγγραφέων μας: «Γιατί εἶσαι σὰν τὴν Μεγάλη Παρασκευή» δὲν λέμε συχνά; «Ἀλύτρωτη, Παρασκευή Μεγάλη, ἡ ζωή μας ὅλη» μονολογεῖ ἡ ποιήτρια Ἑλένη Χωρεάνθη.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ διήκονησαν στὸ θεῖο Πάθος, καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μὲ συγκινοῦσε ἡ στάση του, στὶς μεγαλειώδεις ἐκεῖνες στιγμὲς ἦταν ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, εὐσχήμων βουλευτὴς τῶν Ἰουδαίων, κεκρυμμένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, νίκησε τὸν φόβο, προσῆλθε στὸν Πιλᾶτο καὶ τοῦ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Μαθητές Του, ἀπὸ τὸν φόβο τους, τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ Τὸν κατεβάσῃ ἀπὸ τὸν Σταυρό, νὰ Τὸν θάψῃ. Μόνον ἕνας ἄνθρωπος ἀγαθὸς ἀπετόλμησε. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση. Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι φαίνονται στὶς ἀκραῖες καταστάσεις. Ὅταν ἦταν ὅλα καλά, ὅλοι κάθονταν παρὰ τοὺς πόδας Του, συνωστίζονταν γιὰ νὰ Τὸν ἀγγίξουν καὶ νὰ θεραπευτοῦν. Τώρα εἶναι μόνος, μονώτατος. Καὶ τολμᾶ ἕνας μεγαλόσχημος, ἀλλὰ εὐσχήμων, ποὺ δὲν ὑπολόγισε οὔτε τὰ πλούτη του, οὔτε τὴν θέση του, οὔτε τὴν φήμη του «προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ, ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. 27, 58).
Οἱ στιγμὲς ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τὴν παράδοση τοῦ ἀχράντου Σώματος ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο περιγράφονται γλαφυρὰ σὲ ἕνα ὑπέροχο τροπάριο: «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας» ποὺ περνᾶ ἀπαρατήρητο, διότι ψάλλεται τὴν ὥρα ποὺ εἰσερχόμαστε στὸν ναὸ μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου. Τὸ τροπάριο αὐτὸ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Γερμανό, Ἐπίσκοπο Νέων Πατρῶν.
Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαῤῥαγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸν ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα, ἐβόα· Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαῤῥοῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαῤῥαγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ. Ἡ κτίση ὁλόκληρη συμμετέχει στὸ δρᾶμα τοῦ Θεανθρώπου. Σεισμὸς μέγας σὲ ὅλην τὴν Οἰκουμένη. Ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του. Τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη. Τὸ ῥηγνύω καὶ ῥήγνυμι (ρήξη, ρωγμή, αἱμορραγία, ρινορραγία) σημαίνει χαλῶ τὴ συνοχὴ ἑνὸς σώματος, σχίζω, τέμνω. Καταπέτασμα ἦταν τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ ποὺ διαχώριζε τὸ ἄδυτο, τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ἀπὸ τὸν κυρίως ναό. Στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐπιτρεπόταν νὰ μπῇ μόνο μιὰ φορὰ τὸν χρόνο ὁ Ἀρχιερεύς (Ἔξοδος 30,10). Τὸ καταπέτασμα ἦταν μιὰ βαρειὰ κουρτίνα… Τὸ καταπέτασμα ἔγινε εὐρύτερα γνωστὸ ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν ποὺ ψάλλεται τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (27,51): «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν». Μόλις ὁ Κύριος παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω καὶ ἡ γῆ συνεκλονίσθη ἀπὸ τὸν σεισμὸν καὶ οἱ πέτρες ἐσχίσθησαν. Τὸ καταπέτασμα εἶναι λέξη τῆς ἑλληνικῆς ἀλεξανδρινῆς γλώσσας, ἀντὶ γιὰ τὸ παραπέτασμα. Μὲ τὴν λέξη αὐτὴν στὸν ἱερὸ κώδικα καὶ στὰ συγγράμματα τοῦ Φίλωνα καὶ τοῦ Ἰωσήπου ὀνομάζονται τὰ δύο ἐκεῖνα μεγαλοπρεπῆ παραπετάσματα (=κουρτίνες) στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα χώριζε τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν περίβολο (Ἔξοδ. κστ΄ 37, Ἔξοδ. κζ΄ 16). Τὸ ἄλλο διαχώριζε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ αὐτὸ κατεξοχὴν ὀνομάζεται καταπέτασμα καὶ ἀπὸ τοὺς Ο΄ καὶ ἀπὸ τὸν Φίλωνα. Οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ τὸν ὅρο καταπέτασμα ἐννοοῦν τὴν μεγάλη βαρειὰ κουρτίνα ποὺ χώριζε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν κυρίως ναό. Τὸ καταπέτασμα ἦταν τόσο χαλαρὰ δεμένο ἀπὸ πάνω, ὥστε σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πυκνότητα τοῦ ὑφάσματος καὶ τῶν κλωστῶν ποὺ τὸ συγκρατοῦσαν ἦταν ἀδύνατον φυσικῷ τῷ τρόπῳ νὰ σχιστῇ. Λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα. Ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Ματθαίου προέκυψε ἡ φράση «ἔφαγα τὸ καταπέτασμα». Τὸ καταπέτασμα φάνταζε στὴν σκέψη τοῦ λαοῦ ὡς κάτι τεράστιο. Λέγεται καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κλέψει πολλὰ χρήματα: Ὅταν ἦταν ὑπουργός, ἔφαγε τὸ καταπέτασμα. Καταπέτασμα εἶναι καὶ τὸ ὕφασμα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ βημόθηρα καλύπτει τὴν Ὡραία Πύλη.
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ. Ὁ ξένος εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες λέξεις τῆς γλώσσας μας. Ἀνήκει στὶς λέξεις ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ ἦθος τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου. Ξένος εἶναι αὐτὸς ποὺ κατάγεται ἢ προέρχεται ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἀλλοδαπός. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως. Ξένος ἦταν φιλοξενούμενος καὶ φιλοξενῶν, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πολίτη ἄλλης πόλεως μὲ τὸν ὁποῖο συνάπτει κάποιος συνθήκη φιλοξενίας ποὺ ἐπικυρώνεται μὲ ἀμοιβαῖα ἀνταλλαγὴ δώρων γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἀπογόνους του. Ἔτσι ἡ σημασία τῆς λέξεως ξένος ἀποδίδεται καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ φιλοξενεῖ καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ φιλοξενεῖται. Στὴ συνέχεια, λόγῳ τοῦ φιλοξενούμενου προσώπου ποὺ ἦταν πολίτης ἄλλης πόλης, ἡ λέξη ἔλαβε τὴν σημασία «ἀλλοεθνής, ἀλλότριος». Σήμερα συχνὰ λέμε τοὺς καλεσμένους μας: «ἔχουμε ξένους στὸ σπίτι». Ἐπειδὴ οἱ ξένες συνήθειες μᾶς ξενίζουν, ξένος εἶναι καὶ ὁ παράξενος, ὁ ἀλλόκοτος, ἀσυνήθιστος. Ὁ ξένος συνδέεται ἄρρηκτα μὲ φιλόξενο. Δῶσε μου αὐτὸν τὸν ξένο, λέει στὸν Πιλᾶτο ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἀπὸ βρέφος ζοῦσε σὰν ξένος στὸν κόσμο. Οὔτε κατάλυμα νὰ γεννηθῇ δὲν ὑπῆρχε, οὔτε τόπος ἥσυχος νὰ μεγαλώσῃ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς Του, ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης τὸν ἀναζητοῦσε γιὰ νὰ Τὸν σκοτώσῃ.
Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δῶσε μου Αὐτὸν ξένο ποὺ ὁμόφυλοι Του οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι ἀπὸ μῖσος Τὸν θανατώνουν ὡς ξένο.
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸν ξένον. Δῶσε μου Αὐτὸν τὸν ξένο ποὺ ξενίζομαι νὰ Τὸν βλέπω νὰ πεθαίνῃ στὸν Σταυρό, ἐπειδὴ ὁ θάνατος εἶναι ξένος πρὸς Αὐτόν, ἀφοῦ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς.
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δῶσε μου Αὐτὸν τὸν ξένο ποὺ γνωρίζει νὰ φροντίζῃ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30).
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δῶσε μου Αὐτὸν τὸν ξένο, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ φθόνο Τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσμο.
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ. Δῶσε μου Αὐτὸν τὸν ξένο, γιὰ νὰ Τὸν κρύψω σὲ τάφο, ποὺ σὰν ξένος δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλή Του.
«ὦ χαριτωμένε Ἰωσὴφ, ποίων πραγμάτων αὐτόπτης ἐγένου! πῶς, εἶπέ με Ἰωσὴφ παρακαλῶ σε, τὸν ἀθέατον εἶδες; ἆρα ποῖα ἄσματα καὶ μελωδήματα ἔλεγες ὅταν τὸν ἔθαπτες; τί νὰ ἔψαλες ὅταν τὸν ἐκήδευες; τί λόγια ἐλάλεις τότε, ὅταν τὸν ὑπήγαινες εἰς τὸν τάφον; γνωρίζω ὅτι θαυμαστὰ καὶ μεγάλα ἔλεγες, τὰ ὁποῖα ὁ λόγος ὁ ἐδικός μου δὲν δύναται νὰ διηγῆται», ἀναρωτιέται ὁ Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης.
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα, ἐβόα, δῶσε μου Αὐτὸν τὸν ξένο ποὺ ἡ μητέρα Του βλέποντας Τον νεκρό, βοοῦσε.
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαῤῥοῦσα μεγαλύνω. Τὸ ρῆμα τιτρώσκω (τραυματίζω, πληγώνω) ἔχει σχηματιστῆ ἀπὸ τὴν δισύλλαβη μορφὴ τερη- τῆς ρίζας τερ- «διαπερνῶ, τρυπῶ» (τερηδών, τρῶσις, ἔκ-τρωσις, τρωτός, τρῶμα, ἔκ-τρωμα, τραῦμα). Ἀρχικὰ δήλωνε τὴν πράξη τοῦ στρατιώτη ποὺ μὲ τὸ δόρυ του διαπερνᾶ τὸ σῶμα τοῦ ἀντιπάλου του. Πές μας, Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, τί αἰσθανόταν ἡ ψυχή Σου, ποιά ἀγωνία ζοῦσες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε γιὰ νὰ σταυρωθῇ καὶ ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ; Ὅταν ἡ Παναγία μας βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἡ θλίψη Της ἦταν «ὡκεανὸς ἀπέραντος καὶ οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Αὐτῆς ἦταν ἦτο ἀσυγκρίτως μεγαλύτεροι τοῦ ἀδαμιαίου πόνου μετὰ τὴν ἔξωση ἐκ τοῦ Παραδείσου, διότι καὶ ἡ ἀγάπη Αὐτῆς ἦτο ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀδὰμ ἐν τῷ Παραδείσῳ» λέει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Τρεῖς λέξεις θὰ ἑρμηνεύσουμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν στίχο. Δυσωπῶ σημαίνει παρακαλῶ ἐπίμονα καὶ πειστικὰ κάποιον. Σύνθετο ρῆμα ἀπὸ τὸ ἀχώριστο πρόθεμα δυσ- καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ὤψ (μάτι), ἄρα δυσωπῶ σήμαινε ἀρχικὰ κάνω κάποιον νὰ κατεβάσῃ τὰ μάτια, μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις, ὥστε νὰ μὴν δύναται νὰ ἀρνηθῇ τὸ αἰτούμενον. Τὸ ὤψ τὸ βρίσκουμε στὸ πρόσωπο, στὸ μέτωπο, στὸ ἐνώπιος, στὴν θεωρία καὶ στὸν Αἰθίοπα ποὺ ἔχει καμένη (αἴθω=καίω) ὄψη. Εὐσχήμων εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ὡραῖο (εὖ) σχῆμα, ὡραία ἐμφάνιση· ὁ εὐπρεπής, ὁ κόσμιος στὴν ἐμφάνιση καὶ στὴν συμπεριφορά· ὁ πρόκριτος, προύχοντας, εὐκατάστατος, ὅπως ὁ δικός μας ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ὁ εὐσχήμων βουλευτής. Ἡ μετοχὴ ἐνειλήσας εἶναι μετοχὴ τοῦ σύνθετου ρήματος ἐνειλίσσω. Τὸ ἑλίσσω/ἑλίττω/εἰλίσσω/εἱλίσσω σημαίνει περιστρέφω, περιτυλίσσω, στρέφω γύρω ἀπὸ κάτι, κάμπτω. Στὴν ἴδια οἰκογένεια ἀνήκουν ἡ ἁλυσίδα, ὁ ἴλιγγος ποὺ κάνει τὸ κεφάλι μας νὰ περιστρέφεται, τὸ εἰλητάριο, τὴν μακρόστενη περγαμηνὴ ποὺ περιεῖχε τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἐν γένει λειτουργικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ τυλιγόταν γύρω ἀπὸ ἕναν ξύλινο κύλινδρο.
Κατακλεῖδα μας εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν λόγο «Περὶ φιλοπτωχίας» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
«Εἴ τι οὖν ἐμοὶ πείθεσθε, δοῦλοι Χριστοῦ, καὶ ἀδελφοὶ, καὶ συγκληρονόμοι, ἕως ἐστὶ καιρός, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν· μὴ τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες· μηδὲ μύροις, ὡς ἡ Μαρία· μηδὲ τάφῳ μόνον, ὡς Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος· μηδὲ τοῖς πρὸς τὴν ταφὴν, ὡς Νικόδημος ὁ ἐξ ἡμισείας φιλόχριστος· μηδὲ χρυσῷ καὶ λιβάνῳ καὶ σμύρνῃ, ὡς οἱ μάγοι πρὸ τῶν εἰρημένων· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔλεον θέλει καὶ οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης, καὶ ὑπὲρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων ἡ εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διὰ τῶν δεομένων, καὶ χαμαὶ σήμερον ἐῤῥιμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».
Καλὴ Ἀνάσταση!
1. Γιὰ τὸν σπουδαῖο αὐτὸν ὑμνογράφο βλ. τὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἰωακείμ, Ὁ Μητροπολίτης Νέων Πατρῶν Γερμανὸς καὶ ἡ συμβολή του στὴν Ψαλτικὴ Τέχνη, Λαμία 2016.
2. Ἔχουμε καὶ ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν σεισμὸ καὶ τὴν συσκότιση. Βλ. Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθῆναι 2000.
3.E. Deledemou, Θησαυρὸς Δαμασκηνοῦ τοῦ ὑποδιακόνου καὶ Στουδίτου, New York: Atlantis Greek Book Co., Inc., 1943: 2-540.
4. Ἁγίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σελ. 491.
5. Ὅ.π. σελ.490.
6. Λόγος ΙΔ΄, Περὶ φιλοπτωχίας, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 35, Paris: Migne, 1857-1866: 857-909.