Ἐπιμέλεια: Ἰωάννου Δρούγκα
Ὑπ/γος ἐ.ἀ.
Πρὶν ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες ἐπισκέφθηκα ἕνα τυπογραφεῖο, γιὰ μία ἔρευνα κόστους ἐκτυπώσεως τῆς ἱστορίας τοῦ χωριοῦ μου. Σ᾿ ἕνα πάγκο ὑπῆρχαν πεταμένες σελίδες ἀπὸ διάφορα περιοδικὰ καὶ βιβλία, ποὺ εἶχαν τυπωθεῖ πρόσφατα. Στὰ χέρια μου βρέθηκαν δύο ἀπὸ αὐτὲς ἀπὸ κάποιο βιβλίο, ἀγνώστου τίτλου καὶ συγγραφέα.
Ἀναμένοντας τὴν ἀπάντηση τοῦ τυπογράφου, τὶς διάβασα, ἐντυπωσιάσθηκα, μὰ καὶ συγκινήθηκα. Τὸν ἐρώτησα ἐὰν γνωρίζει τὸν συγγραφέα καὶ τὸν τίτλο τοῦ ἐντύπου, γιὰ νὰ τὸ προμηθευτῶ. «Δυστυχῶς», ἦταν ἡ ἀπάντησή του, «κάθε ἡμέρα τυπώνονται δεκάδες»… Μὲ τὴν ἄδειά του, τὶς πῆρα μαζί μου πρὸς ἀναζήτηση τοῦ τίτλου τοῦ βιβλίου.
Ἀπὸ τότε τὶς ἔχω διαβάσει ἀρκετὲς φορὲς καὶ νιώθω τὴν ἴδια συγκίνηση. Σκέφθηκα νὰ τὶς γράψω ὅπως ἔχουν, γιὰ νὰ μοιρασθῶ μαζί σας τὰ συναισθήματα ποὺ νιώθω. Ἴσως κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου γνωρίζει τὰ στοιχεῖα τοῦ βιβλίου: …Ἡ Θεία Λειτουργία πλησίαζε πρὸς τὸ τέλος. Οἱ πιστοὶ προχωροῦσαν πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ μεταλάβουν, ἀκολούθησα καὶ ἐγώ. Ὁ πατέρας τοῦ φίλου μου Νικολάκη μὲ συγκράτησε. «Ὄχι ἐσὺ παιδί μου» μοῦ εἶπε, χαμηλόφωνα. «Δὲν μπορεῖς νὰ μεταλάβεις, γιατί εἶσαι ἀβάπτιστος». Τὸν κοίταξα μὲ παράπονο. «Τότε νὰ βαπτισθῶ», τοῦ ἀπάντησα.
Λίγο ἀργότερα, ὁ κυρ-Δημήτρης μοῦ ἐξήγησε πὼς ἀνήκουμε σὲ διαφορετικὲς θρησκεῖες καὶ οἱ γονεῖς μου δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ βαπτισθῶ. Θὰ μποροῦσα ὅμως νὰ τὸ κάνω ὅταν γινόμουνα ἐνήλικος καὶ ἐξακολουθοῦσα νὰ ἔχω τὸν ἴδιο πόθο.
Ἐγὼ περίμενα τὴν πολυπόθητη ἐκείνη ἡμέρα καὶ συνέχιζα νὰ προσεύχομαι στὴν Παναγία. Δυστυχῶς ὅμως δὲν πρόλαβα νὰ πραγματοποιήσω τὴ μεγάλη μου ἐπιθυμία. Πρὶν ἀκόμη ἐνηλικιωθῶ ἔγινε ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Μὲ πῆραν οἱ γονεῖς μου καὶ μὲ φέρανε σὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ χωριό. Σ᾿ ἕνα σπίτι ποὺ πρὶν ἔμειναν Χριστιανοί.
Ἦταν νύχτα, ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὸ παλαιό μου χωριὸ καὶ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποχαιρετήσω τὸν φίλο μου Νικολάκη καὶ τὴν ἀγαπημένη μου ἐκείνη οἰκογένεια. Αὐτό μοῦ στοίχισε πολύ. Μία-δύο φορὲς θέλησα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς μου ἀναγκάσθηκαν νὰ μὲ κλειδώσουν σὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ δωμάτιο, ὅπου συνέχισα νὰ μένω ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια.
Ἕνα βράδυ, πάνω στὴν ἀπελπισία μου γονάτισα, ὅπως ἔκανε ἡ οἰκογένεια τοῦ Νικολάκη καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσα τὴν Παναγία νὰ μὲ βοηθήσει νὰ γυρίσω πίσω. Καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσα μία ὑπέροχη εὐωδία νὰ πλημμυρίζει τὸ δωμάτιο. Τὸ θεώρησα σὰν ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν προσευχή μου. Τὴν ἴδια εὐωδία τὴν νιώθω ἀκόμα μέχρι σήμερα, ὅταν τὸ βράδυ προσεύχομαι.
Ἀργότερα ἄρχισα νὰ ἀκούω κάποια ἐλαφρὰ χτυπήματα κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι ποὺ κοιμόμουν. Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί συνέβαινε, οὔτε ὅμως τολμοῦσα νὰ τὸ πῶ σὲ κάποιον. Βρῆκα τὴν εὐκαιρία κάποια μέρα ποὺ ὅλη ἡ οἰκογένειά μου εἶχε πάει σ᾿ ἕνα γάμο στὸ διπλανὸ χωριὸ καὶ ἔψαξα μὲ πολὺ προσοχὴ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο.
Πρόσεξα πὼς κάποιες σανίδες δὲν ἐφάρμοζαν ἐντελῶς. Τὶς ἀνασήκωσα μέ ἕνα αἰχμηρό ἀντικείμενο. Εἶδα ἀπὸ κάτω ἕνα μεταλλικὸ κουτί. «Σίγουρα θὰ εἶναι κάποιος κρυμμένος θησαυρὸς», σκέφθηκα. Ρίγος μὲ κατέλαβε ὅταν τὸ ἄνοιξα. Μέσα ὑπῆρχε μία ὁλόχρυση εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἕνα καντήλι καὶ ἕνα θυμιατήρι ποὺ εὐωδίαζαν.
Σκέφθηκα πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι ἔκρυψαν τὸν πολύτιμο θησαυρό τους γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ βέβηλα χέρια. Τὸ ἴδιο σκέφθηκα νὰ κάνω καὶ ἐγώ. Νὰ φυλάξω τὴν εἰκόνα μέχρι νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὴν παραδώσω. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ αἴτημά μου, ὅταν προσευχόμουν κάθε βράδυ στὴν Παναγία. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Οἱ γονεῖς μου φύγανε ἀπὸ τὴ ζωή. Τὰ ἀδέλφια μου παντρεύτηκαν καὶ ἔκαναν δικό τους σπιτικό. Ἐγὼ ἔμεινα ἐδῶ μόνος. Φύλαγα τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Δὲν θέλησα νὰ παντρευτῶ, οὔτε νὰ μπεῖ γυναίκα στὸ σπίτι μου. Οἱ συγγενεῖς καὶ συγχωριανοί μου μὲ θεωροῦσαν ἀλλοπαρμένο καὶ δὲν μὲ πλησίαζαν. Αὐτὸ μὲ βόλευε, γιατί δὲν μὲ ἐνοχλοῦσαν. Εἶχα πάντα τὴν Παναγία ποὺ μὲ προστάτευε.
Τελευταῖα οἱ δυνάμεις μου ἄρχισαν νὰ μὲ ἐγκαταλείπουν. «Μὴν ἀφήσεις Παναγία μου νὰ πεθάνω πρὶν παραδώσω σὲ χέρια σίγουρα τὴν εἰκόνα σου», προσευχόμουνα συνέχεια. Καὶ χθὲς τὸ βράδυ ἔλαβα τὴν ἀπάντησή της. Ἡ εὐωδία σταμάτησε. Μία δροσερὴ αὔρα ἁπλώθηκε στὴν ψυχή μου. Ἔβγαλα τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ κουτὶ καὶ μοῦ φάνηκε πὼς ἡ Παναγία μοῦ χαμογέλασε. «Κάποιον θὰ στείλει σήμερα νὰ τὴν πάρει», σκέφθηκα καὶ κάθισα ἀπὸ τὸ πρωὶ στὰ σκαλοπάτια νὰ περιμένω. Τώρα πιὰ μπορῶ νὰ κλείσω τὰ μάτια μου ἥσυχος.
Συγκινημένος ὁ Μπάμπης πῆρε τὸ ἱερὸ κειμήλιο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ γέροντα. Ἔσκυψε μετὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ ἔνιωσε σὰν νὰ φιλοῦσε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ του. Τὸν εὐχαρίστησε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἀποχαιρετίσθηκαν δακρυσμένοι. Πρὶν φύγει ὁ Μπάμπης, ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε ἕνα σακκουλάκι. «Πάρτο παιδί μου», τοῦ εἶπε. «Ἔχει χῶμα ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ παπποῦ σου. Βάλτο στὸν τάφο του νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή του».
Ἀναδημοσίευση ἀπό 4-9-2016