Δίκαιος ἔπαινος στούς ἥρωες τοῦ ’21

τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου

Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

 

Ἄς μή βρέ­ξει πο­τέ

τό σύν­νε­φον, καί ὁ ἄ­νε­μος

σκλη­ρός ἄς μή σκορ­πί­σει

τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον

πού σᾶς σκε­πά­ζει.

Ὦ γνή­σια τέ­κνα τῆς Ἑλ­λά­δος

τέ­κνα ψυ­χαί πού ἐ­πέ­σα­τε

εἰς τόν ἀ­γῶ­να ἀν­δρεί­ως,

τάγ­μα ἐ­κλε­κτῶν Ἡ­ρώ­ων,

καύ­χη­μα νέ­ον[1].

(Ἄνδρέας Κάλβος)

 

Αὐ­τό τό λαμ­πρό καύ­χη­μα, τό τάγ­μα τῶν ἐ­κλε­κτῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ 1821 τι­μοῦ­με σή­με­ρα, καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί πη­γαῖ­ο ἔ­παι­νο καί τήν ἄ­πει­ρη εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας. Ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο ἔ­παι­νο σ’ αὐ­τούς πού γέν­νη­σαν μέ τό αἷ­μα τους καί μέ τό δά­κρυ τῆς ψυ­χῆς τους τήν λευ­τε­ριά τῆς ἱ­ε­ρῆς μας γῆς, τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης μας πα­τρί­δος, τῆς Ἑλλάδος μας. Σ’ αὐ­τούς πού πῆραν τά ὅ­πλα καί ἐ­πα­να­στά­τη­σαν ἐ­νάν­τια στόν ζυ­γό τοῦ ὀ­θω­μα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ.

Καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο αὐ­τό ἔ­παι­νο σή­με­ρα, πού, ἀν­τί­θε­τα μέ τήν εὐ­χή τοῦ ποι­η­τῆ Ἀν­δρέ­α Κάλ­βου, «σύν­νε­φα σκο­τει­νά καί ἄ­νε­μοι σκλη­ροί» ἀ­πει­λοῦν μέ τόν τρό­πο τους νά σκορ­πί­σουν «τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον πού τούς σκε­πά­ζει».

Εἶ­ναι τά σκο­τει­νά σύν­νε­φα τῆς ὑ­πο­τέ­λειας, τῆς ξε­νο­μα­νί­ας, τοῦ ρα­γι­α­δι­σμοῦ καί τοῦ γραι­κυ­λι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἡ κα­ται­γί­δα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ καί ἐ­θνι­κοῦ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμοῦ, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­χά­ρα­ξης, τῆς πα­ρα­γρα­φῆς καί τῆς λη­σμο­σύ­νης. Εἶ­ναι οἱ σκλη­ροί ἄ­νε­μοι τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ, τῆς εὐ­μά­ρειας, τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας, τῆς ἄ­νε­σης, τῆς εὐ­ζω­ΐ­ας καί τῆς ἀ­σφά­λειας.

Εἶ­ναι τό σύν­δρο­μο τοῦ δῆ­θεν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί τῆς ψευ­το­δι­α­νό­η­σης, πού ἔ­χει ἀλ­λο­τρι­ώ­σει τήν πνευ­μα­τι­κή καί πολιτική ἡ­γε­σί­α τοῦ τό­που μας καί τήν ὁ­δη­γεῖ στήν ἄρ­νη­ση τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ μας πα­ρελ­θόν­τος, στήν ἀ­πώ­λεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης καί τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, στήν ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἰ­δα­νι­κῶν τοῦ γέ­νους μας, στήν ἀ­μαύ­ρω­ση ἀ­κό­μη καί αὐ­τῶν τῶν ἴ­δι­ων τῶν ἡ­ρώ­ων καί τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς φυ­λῆς μας.

Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, δέν παύ­ου­με νά τό βρον­το­φω­νά­ζου­με καί νά τό δι­α­κη­ρύτ­του­με πρός πᾶ­σα κα­τεύ­θυν­ση, ὅ­τι εἴ­μα­στε ὑ­πε­ρή­φα­νοι καί δο­ξά­ζου­με τόν Πα­νά­γα­θο Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού ἐν τῇ ἀ­πεί­ρῳ εὐ­σπλαγ­χνί­ᾳ Του εὐ­δό­κη­σε νά γεν­νη­θοῦ­με σ’ αὐ­τή τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη Πα­τρί­δα, τήν Ἑλ­λά­δα μας, τήν τό­σο δο­ξα­σμέ­νη μά καί τό­σο πο­νε­μέ­νη.

Ἡ χώρα μας, δέν εἶναι οὔτε «μικρή» (ὅπως τή χαρακτήρισε προσφάτως ὁ πρωθυπουργός), οὔτε ἀδύναμη, οὔτε ἀσήμαντη. Εἶναι μιά χώρα ἀρχῆθεν ἡρωική, πολυένδοξη, περιάκουστη, γεννήτρα τῆς ἀνυπέρβλητης φιλοσοφίας, τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, τῶν σοφωτάτων τραγωδῶν, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς φιλοκαλίας (Ἀκρόπολη, Ἁγια-Σοφιά), τῆς ἀστρονομίας, τῆς ἰατρικῆς, τῆς φυσικῆς, τῶν μαθηματικῶν. Εἶναι ἐν γένει ἡ ἐφευρέτρια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ καί ἀέναη πηγή τῆς τόλμης, τῆς ἀνδρείας, τῆς ἀρετῆς καί τῆς φιλοτιμίας.

Συγκλονιστικό καί ἐξόχως τιμητικό γιά τό λαό μας καί τήν θεολογία μας εἶναι τό γεγονός ὅτι ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι γραμμένα ἐξ ἀρχῆς στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὅπως καί ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἑβδομήκοντα, πού ἐκπονήθηκε 250 περίπου χρόνια πρό Χριστοῦ, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἕλληνα βασιλέως Πτολεμαίου Β΄, τοῦ Φιλαδέλφου (βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, 283-245 π.Χ., ἐκ τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου). Στά αὐθεντικά καί ἀναλλοίωτα αὐτά κείμενα στηρίχθηκαν ἀργότερα οἱ μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς σέ ὅλες τίς ἑκατοντάδες ἄλλες γλῶσσες τῆς οἰκουμένης.

Ἡ μεγίστη, ὅμως, τιμή καί θεία δωρεά γιά τόν λαό μας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε τόν ἐκλελεγμένο λαό τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ μας καί διατηροῦμε ἐπί 2000 χρόνια τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη πίστη καί λατρεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, μέ ταυτόχρονη ὁλόθερμη πίστη καί ἀγάπη στήν Κυρία μας Θεοτόκο, τήν ἀπροσμάχητη Μάνα καί Προστασία τοῦ λαοῦ μας καί σ’ ὅλους τούς Ἁγίους, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία ὡς νέφος περισκέπει τήν πάντοθεν πολεμουμένη καί ἀείποτε προδομένη Πατρίδα μας.

Δέν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖο, ἀλλά ἀποτελεῖ μοναδικό καί ἀξιοσημείωτο γεγονός τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας ἀναδεικνύει μέχρις ἐσχάτων -ἐν μέσῳ ἐθνῶν ἀπίστων καί διεστραμμένων- δεκάδες ἁγίων, πού μέ τά θαύματά τους στηρίζουν, παρηγοροῦν καί καθοδηγοῦν τόν πονεμένο λαό μας.

Δέν εἶναι, λοιπόν, ἡ Πατρίδα μας, «μικρή», ἀλλά, σύν Θεῷ, Μεγίστη, δέν εἶναι «ἀδύναμη», ἀλλά Παντοδύναμη, δέν εἶναι «ἀσήμαντη», ἀλλά Πολυσήμαντη. Ἔχουμε, δηλαδή, τήν καλύτερη, ὡραιότερη, ἡρωϊκότερη, ἐνδοξότερη καί ποθεινότερη Πατρίδα τοῦ κόσμου, τήν Ἑλλάδα μας. Δόξα τῷ Θεῷ!

Κά­θε σπι­θα­μή τῆς γῆς της εἶ­ναι πο­τι­σμέ­νη μέ τά ἱ­ε­ρά αἵ­μα­τα πο­λυ­ά­ριθ­μων μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Τό μαρ­τυ­ρι­κό τους αἷ­μα ἔ­χει πο­τί­σει κά­θε γω­νιά τῆς Πα­τρί­δας μας, κά­θε χω­ριό καί πό­λη, κά­θε κο­ρυ­φή καί κά­θε λαγ­κα­διά καί ὅλες τίς θάλασσές μας καί τούς κα­θι­στᾶ ἀ­κοί­μη­τους φρου­ρούς καί προ­στά­τες τῶν συ­νό­ρων μας καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας. «Τού­των τά πνεύ­μα­τα ὡς νέ­φος ἡ­μῖν ὧ­δε πε­ρί­κειν­ται καί τῶν ὀ­στέ­ων αὐ­τῶν οἱ τύμ­βοι τά ὅ­ρια τῆς πα­τρί­δος γῆς φυ­λάτ­του­σι, τά δέ αὐ­τῶν τί­μια αἵ­μα­τα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἡ­μῶν τό δέν­δρον ἀρ­δεύ­ου­σιν»[2], δι­α­βά­ζου­με στήν ἐ­πι­μνη­μό­συ­νη Δέ­η­ση ὑ­πέρ τῶν ἐν πο­λέ­μῳ πε­σόν­των.

Αὐ­τούς τούς ἥ­ρω­ες τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ γέ­νους μας, τούς μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, τούς ὑ­πε­ρα­σπι­στές τῶν ἐ­θνι­κῶν μας δι­καί­ων καί ἰ­δα­νι­κῶν τι­μοῦ­με ἐπισήμως, χρεωστικῶς καί εὐγνωμόνως σή­με­ρα.

Τι­μών­τας τούς συν­τε­λε­στές καί πρω­τερ­γά­τες τοῦ ἐ­θνι­κοῦ θαύ­μα­τος τοῦ 1821, δέν πρέ­πει νά λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι τό θαῦ­μα αὐ­τό εἶ­ναι πρωτίστως ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς πί­στε­ως στόν Θε­ό, πού ἐνδυνάμωνε τήν ἀνδρεία τους καί τήν ὁρμή τους γιά τήν διάσωση τοῦ πολύπαθου γένους μας.

«Παι­διά μου, πρέ­πει νά φυ­λά­ξε­τε τήν πί­στιν σας καί νά τήν στε­ρε­ώ­σε­τε», προ­έ­τρε­πε ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης τούς νέ­ους, «δι­ό­τι ὅ­ταν ἐ­πι­ά­σα­μεν τά ἅρ­μα­τα, εἴ­πα­μεν πρῶ­τα ὑ­πέρ πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ πα­τρί­δος»[3].

Καί κα­τά τήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού κρά­τη­σε ὄρ­θιο τό Γέ­νος, πού φρόν­τι­σε γιά τήν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν ἑλ­λη­νο­παί­δων, πού ἔ­θρε­ψε γε­νι­ές καί γε­νι­ές μέ τήν πί­στη καί τήν προ­σμο­νή τῆς πο­θη­τῆς ὥ­ρας τῆς λευ­τε­ριᾶς, πού ἐκ­ποί­η­σε ἀ­κό­μη καί τά ἱ­ε­ρά της κει­μή­λια γιά τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ ἀ­γῶ­να, πού προ­σέ­φε­ρε ὡς θυ­σί­α πλήθη νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων στόν βω­μό τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ νέ­ου ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Τό αἱ­μα­το­βα­μέ­νο ρά­σο, οἱ τα­πει­νοί πα­πά­δες καί οἱ κα­λό­γε­ροι ἦ­ταν τό σύμ­βο­λο τοῦ ἀ­δού­λω­του φρο­νή­μα­τος καί τοῦ ἀ­γῶ­να γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὀ­θω­μα­νι­κοῦ ζυ­γοῦ. Τά μο­να­στή­ρια καί οἱ ἐκ­κλη­σι­ές ἦ­ταν τά κέν­τρα τῆς παι­δεί­ας, τά κέν­τρα τοῦ συν­το­νι­σμοῦ, τά κέν­τρα φύ­λα­ξης πο­λε­μι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τά κέν­τρα τοῦ ἔ­νο­πλου ἀ­γῶ­να. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια ἡ καρ­διά τῆς σταυ­ρι­κῆς πο­ρεί­ας, τοῦ Γολ­γο­θᾶ τῶν Ἑλ­λή­νων πρός τήν ἐ­θνι­κή τους ἀ­νά­στα­ση.

«Αὐ­τά τά μο­να­στή­ρια ἦ­ταν τά πρῶ­τα προ­πύρ­για τῆς ἀ­πα­νά­στα­σής μας –μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης– Ὅ­τι ἐ­κεῖ ἦ­ταν οἱ τσεμ­πι­χα­νέ­δες μας κι ὅ­λα τά ἀ­ναγ­καῖ­α τοῦ πο­λέ­μου, ὅ­τ’ ἦ­ταν πα­ρά­με­ρον καί μυ­στή­ριο ἀ­πό τούς Τούρ­κους. Καί θυ­σί­α­σαν οἱ κα­η­μέ­νοι οἱ κα­λό­γε­ροι, καί σκο­τώ­θη­καν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἰς τόν ἀ­γῶ­να»[4].

Σέ ὅ­λους αὐτούς τούς ἀρ­νη­σι­πά­τρι­δες καί τούς φραγγεμένους γραι­κύ­λους τήν ἀ­πάν­τη­ση τήν δί­νει μί­α ἀ­πό τίς ἡ­ρω­ι­κώ­τε­ρες καί εὐ­γε­νέ­στε­ρες μορ­φές τοῦ ἀ­γῶ­να, ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης: «­­..καὶ βρί­ζουν, οἱ που­λη­μέ­νοι [Ἕλ­λη­νες] εἰς τοὺς ξέ­νους, καὶ τοὺς πα­πά­δες μας, ὁ­ποῦ τοὺς ζυ­γί­ζουν ἄ­ναν­τρους καὶ ἀ­πό­λε­μους. Ἐ­μεῖς τοὺς πα­πά­δες τοὺς εἴ­χα­με μα­ζὶ εἰς κά­θε με­τε­ρί­ζι, εἰς κά­θε πό­νον καὶ δυ­στυ­χί­αν. Ὄ­χι μό­νον διὰ νὰ βλο­γᾶ­νε τὰ ὅ­πλα τὰ ἱ­ε­ρά, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ μὲ ντου­φέ­κι καὶ γι­α­τα­γά­νι, πο­λε­μών­τας ὡ­σὰν λε­ον­τά­ρια. Ντρο­πὴ Ἕλ­λη­νες»[5].

Ἡ φω­νή τοῦ Στρα­τη­γοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη ἀν­τη­χεῖ καί σή­με­ρα εὐ­θύ­βο­λη καί στεν­τό­ρεια: «Ντρο­πή Ἕλ­λη­νες»­!­!! Ντρο­πή στούς ἀρ­νη­τές τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος· ντρο­πή στούς πα­ρα­χα­ρά­κτες τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­λή­θειας· ντρο­πή στούς ἀλ­λο­τρι­ω­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης· ντρο­πή στούς ἐθνομηδενιστές καί στούς βια­στές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νει­δή­σε­ως.

«Ντρο­πή Ἕλ­λη­νες», φω­νά­ζει ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης, στούς ξε­θε­με­λι­ω­τές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νο­χῆς, στούς ὁ­δο­στρω­τῆ­ρες τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ταυ­τό­τη­τος, πού ἀ­δη­φά­γα καί μα­νια­κά δέν στα­μα­τοῦν νά ξη­λώ­νουν, νά ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν, νά γκρε­μί­ζουν, νά ἀ­πο­συν­θέ­τουν θε­σμούς, ἀ­ξί­ες, σύμ­βο­λα, ἀρ­χές, ἰ­δέ­ες, ἰ­δα­νι­κά, μέ ὅ­ποι­ο μέ­σο δι­α­θέ­τουν καί μπο­ροῦν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν.

Ἕ­να, λοι­πόν, ἀ­πό τά ἀν­τί­θε­α καί ἀν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας εἶ­ναι ἡ πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας καί ἡ συ­νο­λι­κή ἀ­πο­δό­μη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας παι­δεί­ας καί ἀπό τήν ἐπίσημη Πολιτεία. Πρό­κει­ται γιά μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια, πού ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται ἀ­προ­κά­λυ­πτα καί μέ τα­χεῖς ρυθ­μούς καί ἔχει ὡς «θύ­μα» της καί τήν ἐ­θνι­κή μας πα­λιγ­γε­νε­σί­α γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ, τῆς ὁ­ποί­ας τήν ἐ­πέ­τει­ο τῶν 200 ἐτῶν τι­μοῦ­με ἐφέτος.

Ὁ ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πει­λεῖ νά ἰ­σο­πε­δώ­σει καί νά ἀ­ναι­ρέ­σει ἀ­κό­μη καί τά αὐ­το­νό­η­τα: τόν ἐ­θναρ­χι­κό ρό­λο καί τήν πο­λύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στόν ἀ­γῶνα τοῦ 1821, τόν πό­θο καί τόν ἀ­γῶ­να γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α ὅ­λων τῶν Ἑλ­λη­νῶν, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως, τό φρό­νη­μα, τό ἦ­θος καί τήν θυ­σί­α τῶν ἀ­γω­νι­στῶν, ἀ­κό­μη καί αὐ­τή τήν βαρ­βα­ρό­τη­τα τοῦ κα­τα­κτη­τῆ καί τίς συν­θῆ­κες κα­τα­πί­ε­σης καί τυραννίας τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων!

Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά πα­ρα­ποι­ή­σει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν κα­θα­ρά ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός καί ὄ­χι τα­ξι­κός ἤ κοι­νω­νι­κός ἤ μοναδικό ἀποτέλεσμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅ­πως κα­τά συρ­ρο­ήν προ­πα­γαν­δί­ζε­ται στίς μέ­ρες μας.

Ὁ σύγ­χρο­νος ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει ἀ­κό­μη καί τίς ἐ­πι­λο­γές, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τοῦ ἴ­διου τοῦ λα­οῦ, πού ἀγωνίστηκε γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδος του καί πού δι­ε­κή­ρυσ­σε στήν πρώ­τη Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου τό 1822, ὅ­τι «… ὁ λα­ός τῆς Ἑλ­λά­δος ἔ­λα­βε τά ὅ­πλα καί δέν ζη­τεῖ διά τῶν ὅ­πλων πα­ρά τήν λαμ­πρό­τη­τα τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α με­τά τοῦ ἱ­ε­ροῦ αὐ­τῆς κλή­ρου κα­τε­δι­ώ­κε­το καί κα­τε­φρο­νεῖ­το ὑ­πό τῶν Τούρ­κων…»[6]. Καί στήν Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Τροι­ζή­νας τό 1827 δι­ε­κή­ρυτ­τε, ἐ­πί­σης, ὅ­τι «ὡς χρι­στια­νοί οὔ­τε ἦ­το, οὔ­τε εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πει­θαρ­χή­σω­μεν δε­σπο­ζό­με­νοι ἀ­πό τούς θρη­σκο­μα­νεῖς Μω­α­με­θα­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τέ­σχι­ζαν καί κα­τε­πά­τουν τάς ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας, κα­τε­δά­φι­ζαν τούς ἱ­ε­ρούς να­ούς, κα­τε­φρό­νουν τό Ἱ­ε­ρα­τεῖ­ον, ὑ­βρί­ζον­τες τό θεῖ­ον ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ καί μᾶς ἐ­βί­α­ζον ἤ νά γί­νω­μεν θύ­μα­τα τῆς μα­χαί­ρας των, ἀ­πο­θνή­σκον­τες χρι­στια­νοί ἤ νά ζή­σω­μεν Τοῦρ­κοι, ἀρ­νη­ταί τοῦ Χρι­στοῦ καί ὀ­πα­δοί τοῦ Μω­ά­μεθ. Πο­λε­μοῦ­μεν πρός τούς ἐ­χθρούς τοῦ Κυ­ρί­ου μας»[7].

Ἀλ­λά καί στά πρῶ­τα Συν­τάγ­μα­τα τῶν Ἐ­θνο­συ­νε­λεύ­σε­ων τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου, τοῦ Ἄ­στρους καί τῆς Τροι­ζή­νας οἱ Ἕλ­λη­νες δι­ε­κή­ρυσ­σαν: «Ὅ­σοι αὐ­τό­χθο­νες κά­τοι­κοι τῆς ἐ­πι­κρά­τειας τῆς Ἑλ­λά­δος πι­στεύ­ου­σιν εἰς Χρι­στόν εἰ­σί Ἕλ­λη­νες»[8].

Ἡ σύγ­χρο­νη λαίλαπα τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ μέ μα­νι­ώ­δη ὁρ­μή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει τήν ἀν­δρει­ο­σύ­νη καί μαρ­τυ­ρι­κή προ­σφο­ρά τῶν ἀ­γω­νι­στῶν καί τῶν ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων τοῦ Γέ­νους μας, τούς ὁ­ποί­ους δι­καί­ως καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­να τι­μοῦ­με καί ἐ­παι­νοῦ­με σή­με­ρα. Νά πα­ρα­γρά­ψει ἀ­πό τίς μνῆ­μες τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων τήν φλο­γε­ρή πί­στη, τήν λε­βεν­τιά, τόν πό­θο γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τό­σων καί τό­σων ἐ­πώ­νυ­μων καί ἀ­νώ­νυ­μων, πού ἀ­φι­έ­ρω­σαν τήν ζω­ή τους στόν με­γά­λο καί ἱ­ε­ρό σκο­πό τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Γέ­νους, πού πά­σχι­σαν καί μό­χθη­σαν νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν ψυ­χή τοῦ βα­σα­νι­σμέ­νου ρα­γιᾶ, νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πί­στη του, τήν γλῶσ­σα του, τήν ἐ­θνι­κή του συ­νεί­δη­ση.

Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ξε­ρι­ζώ­σει ἀ­πό τήν μνή­μη τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων πα­τριά­ρχες, ἐ­πι­σκό­πους, πα­πά­δες, κα­λο­γή­ρους, ἄρχοντες, δα­σκά­λους τοῦ Γέ­νους, ἐμ­πό­ρους, ἀρ­μα­τω­λούς, κλέ­φτες, ὁ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, πλοιά­ρχους καί πυρ­πο­λη­τές, ἡ­ρω­ϊ­κές κό­ρες καί μη­τέ­ρες, ὅ­λους ὅ­σοι ἀ­πο­τέ­λε­σαν τήν θεί­α ἐ­κεί­νη «πα­ρεμ­βο­λή τῆς πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου» καί τοῦ Γέ­νους, ἀνθρώπους μέ πί­στη στόν Θε­ό, ἡ ὁ­ποί­α τούς ὅ­πλι­ζε μέ ὑ­πο­μο­νή, μέ θάρ­ρος, μέ εὐ­ψυ­χί­α, μέ ἐλ­πί­δα, μέ πνεῦ­μα θυ­σί­ας, αὐ­τά πού ἦ­ταν «τά μό­να φο­βε­ρά ὅ­πλα εἰς χεῖρας λα­οῦ πο­λε­μοῦν­τος πρός ἀ­πό­κτη­σιν τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του»[9], ὅ­πως τό­νι­ζε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ μάρ­τυ­ρας τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος.

Τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καί ἡ οὐ­σί­α τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821 εἶ­ναι αὐ­τό πού βάλ­λε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χήν στίς μέ­ρες μας καί ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν λαί­λα­πα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ. Για­τί τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός σταθμός στήν πορεία τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Εἶ­ναι μιά ἀ­φε­τη­ρί­α, ἕ­να ξε­κί­νη­μα, μιά Ἐ­θνι­κή Πα­λιγ­γε­νε­σί­α. Ἕ­νας θε­με­λι­ώ­δης ὅ­ρος δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πού μᾶς ζη­τεῖ νά τοῦ ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με τό­σο τήν καρδιά ὅ­σο καί τή γνώ­ση μας. Γιά τόν ση­με­ρι­νό Ἕλ­λη­να πρέ­πει νά στέ­κει τό­σο ψη­λά, ὥ­στε νά ἀγ­γί­ζει τή σφαί­ρα τοῦ μύ­θου. Νά γί­νει θρύ­λος, ἐ­θνι­κό μνη­μεῖ­ο, σύμ­βο­λο τῆς ἀ­γω­νι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας, πού συμ­πυ­κνώ­νει καί ἐκ­φρά­ζει ὅ­λους μα­ζί τούς ἀ­γῶ­νες καί τά κλέ­η, ἀ­πό τό­τε πού ὑ­πάρ­χει συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή.

Τό Εἰ­κο­σι­έ­να συν­δέ­ει δυ­να­μι­κά καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να τόν Νέ­ο Ἑλ­λη­νι­σμό μέ τό δο­ξα­σμέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του. Ἀ­πο­κα­θι­στᾶ, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, κα­τά τρό­πο ὁ­ρι­στι­κό καί τε­λε­σί­δι­κο, τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια, τήν ἀ­δι­αί­ρε­τη ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­σµοῦ ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα µέ­χρι καί τήν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. Αὐτή τήν ἀ­δι­ά­σπα­στη πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σµοῦ, πού τόσο βάλλεται καί ἀμφισβητεῖται ἀπό ὅσους ἀ­πο­µο­νώ­νουν καί τιμοῦν µό­νον τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ὑ­πο­τι­µών­τας καί ἀ­γνο­ών­τας συ­νει­δη­τά τήν φυ­σι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χειά της. Ἀπο­κό­πτουν, ἔτσι, τούς νε­ο­έλ­λη­νες ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς προ­γό­νους τους, ἀ­πο­νε­κρώ­νον­τας ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο κοµ­µά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας τους: τό χιλιόχρονο ἑλ­λη­νι­κό Βυ­ζάν­τιο καί τὴ νε­ώ­τε­ρη Ἑλ­λά­δα, τήν ἴ­δια τήν ρω­µι­ο­σύ­νη, πα­ρα­µορ­φώ­νοντας τήν ταυ­τό­τη­τά τους, τὴν ἐ­θνι­κὴ καί πο­λι­τι­σµι­κὴ ἰδιοπροσωπία τους.

Ἡ ἐπιχείρηση ἀφελληνισμοῦ πού περιγράψαμε ἐκδηλώνεται μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση καί ἐπιμονή μέ ἀφορμή τήν ἐφετινή ἐπέτειο τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπό τήν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Βρισκόμαστε, ἔτσι, καθημερινά ἀντιμέτωποι μέ τίς πιό ἀκραῖες καί πρωτόγνωρες τοποθετήσεις, πού δυσφημοῦν καί κατασυκοφαντοῦν τό ἀληθινό πνεῦμα καί τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀκοῦμε καί διαβάζουμε γιά τήν ἀνάγκη «νά μάθουμε τήν πραγματική μας ἱστορία», «νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς “ἁμαρτίες μας”», γιά τήν ἀνάγκη «νά ἐπανασυστηθεῖ ἡ Ἑλλάδα στόν σύγχρονο κόσμο», τήν ἀνάγκη «ἐπανεκκίνησης» τῆς ἱστορίας μας καί ἄλλα ἀνάλογα.

Τά ἀν­τί­θε­α καί ἀν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας εἶναι ὁ καρπός τῆς μακρᾶς καί πολυετοῦς συντονισμένης καί ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νης προ­σπά­θειας τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας. Ὅπως δήλωσε τόσο ἀποκαλυπτικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός σέ κάποια ραδιοφωνική συνέντευξή του:

«Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (1830-32) καί μετά τό 1836, μέ τά πρωτόκολλα τῆς Εὐρώπης, ἔπαψε ὁ ἑλληνισμός νά λαμβάνει ἀποφάσεις γιά τόν ἑαυτό του μέσω τῶν κυβερνητῶν του. Ὁ μόνος ὀρθόδοξος καθ’ ὁλοκληρίαν κυβερνήτης ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔχουμε πολιτικούς καί διανοουμένους πού ὑπηρετοῦν τήν Δύση καί τά δυτικά σχέδια. Δέν ἀπολυτοποιῶ. Δέν ἐκτείνομαι σ’ ὅλο τό χῶρο τῶν πολιτικῶν καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τίς δύο πλευρές πού θέλουν νά σκεφθοῦν καί ν’ ἀποφασίσουν ἑλληνικά, ἐλέγχονται ἀπό ξένα κέντρα».

Εἶναι προφανές ὅτι βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό ξενοκίνητο κατεστημένο πού συντηροῦν οἱ ἀργυρώνητοι προπαγανδιστές, οἱ ψευτοδιανοούμενοι καί ψευτοδημοκράτες, πού στό ὄνομα τῆς ἀσφάλειας μετατρέπονται σέ δικτατορίσκους καί καταστρατηγοῦν ἐτσιθελικά συνταγματικά δικαιώματα καί ἐλευθερίες.

Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό κατεστημένο τῶν «γνωστῶν ἄγνωστων» κατ’ ἐπάγγελμα καί κατ’ ἐπίφαση ἀντιρρησιῶν, μιᾶς δράκας ἀνθρώπων, μιᾶς ἐλάχιστης μειοψηφίας, πού καθημερινά ἀναστατώνει καί ἐπιβαρύνει τήν ζωή τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν καί σκορπᾶ τήν τυφλή βία καί τόν τρόμο στούς πολίτες.

Προσπαθοῦν ὅλοι αὐτοί νά ἐπιβάλουν βίαια καί στανικά τά δικά τους διαβρωτικά καί ἀλλοτριωτικά πρότυπα σέ ἕναν ὁλόκληρο λαό, ἐπικαλούμενοι μάλιστα τήν ἐλευθερία του, τήν εὐημερία του καί τά δικαιώματά του. Ἔλεγε προφητικά ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου, ἐκφράζοντας τήν διαχρονική ἀλήθεια:

«Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κ’ ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτήρας. Αὐτὸ τὸ λέτε “συγχρονισμὸ” καὶ “ἐξέλιξη”! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! “Συγχρονισμένο” καὶ “ἐξελιγμένο” εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ  νὰ ’ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιὰ Ἑλλάδα καὶ ποιὸν λαὸ θὰ “συγχρονίσετε”, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικὲς φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ “ἐξέλιξη” κι ὁ “συγχρονισμός” σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κ’ ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε, καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες, καὶ μὲ ὅλα τά ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν, ἐκεῖνον· ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον!»[10].

Ἄς γνωρίζουν, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι φωνασκοῦν, παραπληροφοροῦν, ταλαιπωροῦν καί τρομοκρατοῦν τόν λαό μας, ὅτι ματαιοπονοῦν. Ἄς εἶναι βέβαιοι ὅτι τά ὀνόματά τους θά ἐξαφανισθοῦν ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἱερᾶς γῆς τῆς πατρίδος μας καί θά ριφθοῦν στόν κάλαθο τῆς ἀμνημοσύνης.

Ἄς γνωρίζουν ὅτι, μέ τήν χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, δέν ὑ­πο­στέλ­λου­με τήν ση­μαί­α τοῦ ἀ­γῶνα, δέν ἐγ­κα­τα­λεί­που­με τό πε­δί­ο τῆς μά­χης, δέν μᾶς κάμπτουν οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί οἱ ἀντιξοότητες, δέν ἐν­δίδουμε στίς ἀ­πει­λές καί τίς ἐπιβουλές τους, δέν ἐκχωροῦμε τά τιμαλφῆ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά θά στα­θοῦ­με ἀν­τά­ξιοι τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, μέ ὅποιο κόστος ἤ τίμημα. Ἡ νίκη θά εἶναι βεβαία καί θά εἶναι δική μας, ἐπειδή εἴμαστε μέ τήν Ἀλήθεια, τόν Αἰώνιο Νικητή, τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἄς ξέ­ρουν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Νέ­ας Τά­ξης πραγ­μά­των, πού κρί­νουν μό­νο μέ τό μυα­λό καί τά νού­με­ρα, ὅ­τι «ἡ τύ­χη μᾶς ἔ­χει πάν­το­τε ὀ­λί­γους. Ὅ­τι ἀρ­χή καί τέ­λος, πα­λαι­ό­θεν καί ὡς τώ­ρα, ὅ­λα τά θε­ριά πο­λε­μοῦν νά μᾶς φᾶ­νε καί δέ μπο­ροῦ­νε. Τρῶ­νε ἀ­πό μᾶς καί μέ­νει καί μα­γιά»[11].

Ἄς ξέρουν ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἕνας μπορεῖ νά κατατροπώσει χίλιους καί δύο μποροῦν νά κατατροπώσουν μυριάδες («διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας»[12]).

Ἐ­πι­βάλ­λε­ται, λοιπόν, σθε­να­ρή, ἡρωική καί ἄ­καμ­πτη ἀν­τί­στα­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα καί πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Ἀν­τί­στα­ση στόν ἀ­φελ­λη­νι­σμό καί τήν πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας· ἀντίσταση στήν ἀπορθοδοξοποίηση καί τήν ἀποεκκλησιοποίηση τῆς ζωῆς μας· ἀν­τί­στα­ση στήν πο­δη­γέ­τη­ση καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας· ἀντίσταση στήν δέσμευση τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δικαιωμάτων μας.

Ἀν­τί­στα­ση παν­τί σθέ­νει καί πά­σῃ δυ­νά­μει· ἀν­τί­στα­ση μέ­χρις ἐ­σχά­των.

Καί τέλος, ἄς γνωρίζουν πώς ὅσο τελοῦνται Θεῖες Λειτουργίες στά ὀρθόδοξα θυσιαστήρια τῶν καθαγιασμένων ναῶν μας καί ὅσο οἱ πιστοί θά μετέχουν, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, στό θειότατο καί σωτηριῶδες μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, ἡ καταπονημένη καί καταπονεμένη πατρίδα μας θά παραμένει ἀκέραια, ἀδούλωτη καί ἀκτινοβολοῦσα, εἰς πεῖσμα καί καταισχύνη τῶν ἐχθρῶν καί ὑπονομευτῶν της καί πρός δόξα τοῦ τά πάντα χορηγοῦντος Δεσπότου μας Χριστοῦ.

 

ΖΗΤΩ Η ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ!

ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821!

ΖΗΤΩΣΑΝ ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΑΣ!

ΖΗΤΩ Η ΠΟΛΥΑΘΛΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΝΔΟΞΗ

ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!

 

[1] Ἀνδρέα Κάλβου, Ὡδή Τετάρτη [ΙV] Εἰς τόν Ἱερόν Λόχον

[2] Ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων, Περιστατικαί Ἀκολουθίαι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἑλλάδος

[3] Κολοκοτρώνη, Ἀπομνημονεύματα

[4] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[5] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[6] Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, 1822

[7] «Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», Γ’ Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827

[8] «Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος», Α΄ Ἐθνοσυνέλευση Ἐπιδαύρου, Ἰανουάριος 1822, Β’ Ἐθνοσυνέλευση Ἄστρους, 1823, Γ’ Ἐθνοσυνέλευση Τροιζήνας, 1827

[9] Σπυρίδωνος Φόρτη, Βιογραφία Ἀθανάσιου Διάκου, Λόγος Ἀθανάσιου Διάκου πρός τούς Λιβαδεῖτες

[10] Φ. Κόντογλου, Τό τρελλό νερό, «Εὐλογημένο Καταφύγιο», ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ» 1990

[11] Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα

[12] Δευτερονόμιο, κεφ. 32, 30