συγγνώμης καί τῆς διακρίσεως
Ἱερομόναχος Ἰάκωβος
Ἱ. Μ. Μακρυμάλλης Εὐβοίας
Διάφορα
Ὁ Γέροντας ἔλεγε νά ζοῦμε πνευματική ζωή νά ὑπακούωμε στόν Πνευματικό, νά ἐξομολογούμεθα, νά κοινωνοῦμε τακτικά καί τό κυριώτερο ν᾿ ἀποφεύγωμε τήν κατάκριση. Νά μελετᾶμε πνευματικά βιβλία, Ἁγία Γραφή, Ψαλτήρι καί ν᾿ ἀκοῦμε πάντα ὠφέλιμες καί πνευματικές συζητήσεις.
Ἄν ἀκοῦμε κάτι ἄσχημο ἀμέσως νά τό διώχνουμε, ἀπό τό ἕνα ἀφτί νά μπαίνουν καί ἀπό τό ἄλλο νά βγαίνουν.
Ἀνδρόγυνα
Ἦταν κάποιο ἀνδρόγυνο εὐλαβές καί εἶχαν 9 παιδιά. Ὁ σύζυγος ἦταν πάρα πολύ εὐλαβής καί ὀλίγον τι ζηλωτής στά πνευματικά. Κατά γράμμα ἤθελε νά τά κάνη ὅλα σάν καλόγερος. Ἡ γυναίκα παραπονιόταν στό γέροντα ὅτι κουράζεται καί θέλει βοήθεια. Ὅταν ἐρχόταν στή Μονή τό βράδυ μόνη ἡ σύζυγος μέ τά παιδιά, κλαίγανε, φώναζαν αὐτά, ἔκλαιγε καί κουραζόταν.
Αὐτός πήγαινε σ᾿ ἕνα παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων ἔκανε μετάνοιες, κομποσχοίνια καί ἀγρυπνοῦσε. Ἡ σύζυγος παραπονιόταν καί ἔκλαιγε στό γέροντα καί εἶχε κάποιο δίκιο.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ Γέροντας μόλις τούς εἶδε στήν αὐλή μαζί, κατάλαβε ὅτι κάτι συμβαίνει καί ὅτι εἶχαν ἔλθει σέ λίγο καβγά μεταξύ τους. Ὁ γέροντας μιλάει μέ γλυκά λόγια καί διάκριση νά παρηγορήση τήν πονεμένη μητέρα καί κουρασμένη, καί διακριτικά μέ τό χαμόγελο λέει: «Σέ χάρηκα, ἀπόψε. Ἔψαλλες ὅλη τή νύκτα καί προσευχόσουν. Καλά ἔκανες! Ἀλλά θά εἶχε μεγαλύτερη εὐλογία καί μισθό, ἄν καθόσουν μισή ὥρα καί ὄχι τρεῖς ὧρες καί ἤσουν κοντά στή γυναίκα σου καί τή βοηθοῦσες γιά τά παιδιά, νά φᾶνε καί νά κοιμηθοῦν. Γιατί γιά σᾶς τούς παντρεμένους κομποσχοίνια καί μετάνοιες εἶναι τά παιδιά σας. Ὅταν μεγαλώσουν θἄχετε καιρό νά κάνετε… ‘ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος’. Νά γίνεται πάντα κάτι ἐν κοινῇ συναινέσει».
Μνήμη θανάτου
Ὁ Γέροντας διαρκῶς ἐνθυμεῖτο τόν θάνατο. Κάθε βράδυ πού πηγαίναμε γιά Ἀπόδειπνο ἔκανε πῶς θά ἦταν ξαπλωμένος στό νεκροκρέββατο καί ἔλεγε τήν ἀκολουθία καί μᾶς ἔλεγε: «Πατέρες, ἐγώ τήν ἔχω διαβάσει ὅλη τήν ἀκολουθία καί εἰς κοσμικό καί εἰς ἱερέα καί μοναχό».
Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι πέθανε ἡ ἀδελφή του, ἦταν στόν κῆπο, ἔκανε τό σταυρό του καί ἀμέσως ἔψαλλε «Κύριος ἔδωκε, Κύριος ἀφείλετο».
Μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων καί ἔβλεπε ἀκόμη σέ τί κατάσταση βρίσκεται ὁ καθένας.
Ὅταν κάναμε κάποιο διακόνημα καί δέν τό εἴχαμε κάνει καλά ἤ στόν κῆπο ἤ στήν κουζίνα ἤ στήν Ἐκκλησία πέρναγε μᾶς εὐλογοῦσε· μᾶς ἔδινε μία καραμέλα, ἄν εἶχε στήν τσέπη του ἤ ἕνα στραγάλι, καί ἔλεγε διακριτικά: «Ἄχ!, πάτερ μου, τότε πού ἐγώ ἤμουν νέος ἔκανα καί ἄστραφταν ὅλα μές στήν Ἐκκλησία, δέν ὑπῆρχε οὔτε μία ἀράχνη (ἄς εἴχαμε ἀράχνες ἐμεῖς). Τά ξύλα στόν κῆπο, τά ξερά, τά μάζευα ὅλα μέ προσοχή καί τάξη· δέν τά ἄφηνα πεταγμένα, ἄλλα ἐδῶ καί ἄλλα ἐκεῖ. Στήν κουζίνα ὅλα καθαρά καί τά πιάτα στή θέση τους· ὅλα τελείωναν. Τώρα γέρασα καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα· εἶμαι ἄχρηστο σκεῦος· τρώω τό φαγητό τοῦ Ἁγίου τζάμπα».
Τά ἔλεγε αὐτά καί μᾶς ἔκανε νά εἴμαστε πιό πρόθυμοι στά διακονήματα καί προσεχτικοί. Ἦταν χαρακτήρας λεπτός, γεμάτος ἀγάπη καί διάκριση.
Ἔλεγε: «ὁ ἱερέας πρέπει νά κάνη τίς ἀκολουθίες του καθημερινά πρωί-βράδυ, νά διαβάζη τή Θεία Μετάληψη καί τή Θεία Εὐχαριστία, νά ἔχη συχνή ἐξομολόγηση καί κατάσταση πνευματική εἶναι κάτι τό διαφορετικό κάτι πού δέν τό ἔχουν ὅλοι, ἔχει τήν Ἱερωσύνη. Πιάνει τόν ἴδιο τό Χριστό στά χέρια του καθημερινά.
»Οἱ μοναχοί νά ἔχουμε ταπείνωση καί ἀγάπη μεταξύ μας· ὁ κύριος σκοπός μας εἶναι νά φτάσουμε στήν ἁγιότητα, νά γίνουμε ἅγιοι καί ὄχι νά διεκδικοῦμε θέσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Νά τηροῦμε τίς νηστεῖες, νά κάνουμε τά πνευματικά μας καθήκοντα, τόν καλογερικό κανόνα, τά κομποσχοίνια μας, γιατί κάποια μέρα θά τά βροῦμε μπροστά μας. Ὅσο καί νά θέλουμε νά δικαιολογηθοῦμε ὁ πνευματικός νόμος θά μιλήση».
Ὁ γέροντας Ἰάκωβος εἶχε κάτι τό διαφορετικό, κάτι πού ἔχουν σήμερα ὅλοι οἱ σύγχρονοι ἅγιοι, ὁ π. Παΐσιος, π. Πορφύριος καί ἄλλοι· εἶχε ἀγάπη γιά ὅλους καί γιά ὅλα· ἀγάπη πού σ᾿ ἔκανε νά ζῆς καί νά πεθαίνης γιά τή σωτηρία σου, ἀγάπη νά μιλάη μέ τούς Ἁγίους, μέ τή φύση, μέ τό Σύμπαν, μέ τόν κόσμο ὅλο καί ἔλεγε· «ἡ ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν». Γι᾿ αὐτό μέ αὐτήν τήν ἀγάπη κέρδισε τίς καρδιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὁδηγοῦσε στή μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, τήν προσευχή, τήν ὑπομονή, τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπακοή, στήν Ἐκκλησία.
Κάποτε κάποιος Ἐπίσκοπος εἶπε στόν Γέροντα:
-Γέροντα, θέλω νά μέ σταυρώσετε νά γίνω καλά.
-Καί ὁ Γέροντας εἶπε: «ἐγώ ἕνας ἁμαρτωλός καλόγερος;»
-Ναί, Γέροντα, ἐσεῖς.
-Καί ὁ Γέροντας λέει: «νἆναι εὐλογημένο». «Θά σᾶς πῶ κάτι», λέει ὁ Γέροντας: «Ἅγιε Ἀρχιερεῦ, καί ἐγώ παππᾶς καί ἐσεῖς παππᾶς, συγγνώμη αὐτό πού λέω μέ πνευματικό τόν τρόπο. Ἡ διαφορά εἶναι, ὅτι μόνο ἐσεῖς κάνετε χειροτονίες πού δέν κάνουμε ἐμεῖς οἱ καλόγεροι».
-Καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶπε: «Γέρον, μέγα Γέρον Ἰάκωβε, τό βράδυ, τήν παραμονή τῆς χειροτονίας μου εἰς διάκονον, ὁ Γέροντας μοῦ διάβασε τή συμμαρτυρία, μοὖπε πολλές συμβουλές καί εἶπε, ἄς σέ δῶ διᾶκο, Ἰλαρίωνά μου, καί ἄς πεθάνω».
-«Γέροντα», λέω, «μήν τό λέτε αὐτό».
-Βάλε τό καλυμμαύχι νά σέ δῶ.
-Γέροντα ἀκόμα δέν ἔγινα.
-«Βᾶλτο», λέει, «ξέρω ἐγώ».
Καί ἔτσι ἔγινε, μόλις ἐπέστρεψε, ἐκοιμήθη.
Ὁ Γέροντας τήν περίοδο τοῦ Δεκαπεναυγούστου ἔψαλλε μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη καί τά μάτια του πάντα γεμάτα δάκρυα. Ὅταν δέν ἔψαλλε, ἦταν γονατιστός πάντα μπροστά στήν Παναγία καί, ὅταν ἔψαλλε τό Μεγαλυνάριο τῆς Παναγίας «μή μοῦ ἐλέγξεις τάς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων», ὁ Γέροντας μέ ἱλαρό πρόσωπο καί γεμάτος δέος καί κατάνυξη κοίταγε τήν Παναγία καί ἔλεγε: «θά μᾶς τίς ἐλέγξη μία πρός μία». Κράταγε στά χέρια του τό κομποσχοίνι καί διαρκῶς ἔλεγε τήν εὐχή «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς καί τόν κόσμο σου ἅπαντα». Ἀγωνιοῦσε γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, ἤθελε ὅλοι νά σωθοῦμε καί νά κερδίσουμε τόν Παράδεισο καί νά γίνουμε ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔβλεπε καί συνομιλοῦσε μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσο.
Μία φορά πού κατέβαινε στήν Ἀθήνα γιά νά πάει στόν γιατρό ἤμουν μαζί του· μόλις φτάσαμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσο , μοῦ λέει, «βάλε καί τό ρασάκι σου, Ἰλαρίωνά μου, γιατί πᾶμε πρός τόν θεῖο Ἰωάννη. Εἶδες στό στρατό, ὅταν παρουσιάζεται στόν λοχία ὁ λοχαγός, φορᾶ ἅπασα τή στολή· ἔτσι εἶναι καί μέ τόν Ἅγιο. Σεβασμό ἀγάπη καί εὐλάβεια». Ὡς Ἡγούμενος πού ἦταν ἔπρεπε νά ρίξη αὐτός τά λεφτά γιά νά πάρουμε κερί, βγάζει καί μοῦ δίνει χρήματα ν᾿ ἀνάψω κερί.
-Λέω: «Γέροντα, ἐσεῖς πού εἶστε Ἡγούμενος.
-Καί μοῦ λέει: «ἐγώ θ᾿ ἀνάψω· ἄναψε καί σύ, Ἱλαρίωνά μου, γιά τούς γονεῖς σου καί ὅποιον ἄλλον θές στόν Ἅγιο».
(Βλέπομε λεπτότητα καί διάκριση τοῦ Γέροντα, δέν ἤθελε νά ξεχωρίζη ἀπό κανένα).
Μόλις φτάσαμε πρός τή λάρνακα, ὁ Γέροντας μοῦ λέει: «πάτερ, ζαλίστηκα, ἔχω κάποια ἀναγούλα· μᾶλλον μέ πείραξε τό ταξί. Πές τόν κυρ-Κώστα νά περιμένουμε μισή ὥρα νά συνέλθω καί μετά φεύγομε».
-Νἆναι εὐλογημένο!
Μετά μισή ὥρα φύγαμε· ὁ Γέροντας πάντα χαρούμενος καί γεμάτος δέος καί συγκίνηση φεύγοντας ἀπό τόν Ἅγιο.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα, ἐπειδή πολλές φορές πήγαινα τό ἀπόγευμα τόν καφέ τοῦ Γέροντα στό κελλάκι του, μοῦ λέει: «Ἱλαρίωνά μου, θέλω νά σοῦ πῶ κάτι, ἀλλά δέν θά τό πῆς πουθενά, μόνο μετά τόν θάνατό μου. Κατ᾿ ἀρχάς ζητῶ συγγνώμη καί νά σοῦ φιλήσω τό χέρι γιά ἕνα ψέμα πού σοῦ εἶπα. Εἶναι, πάτερ μου, πνευματικό τό θέμα· θέλει πολλή προσευχή καί διάκριση. Νά ξέρης ὅτι ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος εἶναι ζωντανός καί, ὅ,τι τοῦ ζητήσουνε μέ πίστη καί ἀγάπη -καί τό κυριώτερο μέ ταπείνωση-, τό δίνει. Τότε, πού πηγαίναμε στήν Ἀθήνα, μόλις ἔφτασα μπρός στή λάρνακα, βλέπω, πάτερ μου, ἄκουσα νά ἀνοίγη ἡ λάρνακα καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης νά βγαίνη. Κάνω ὑπόκλιση τοῦ Ἁγίου καί μοῦ λέει: “π. Ἰάκωβε ἐπιστρέφω σέ λίγο, γιατί πρέπει νά πάω κάπου, γιά ἀσθενή”.
»Ἐγώ γεμάτος ἐσωτερική χαρά καί πνευματική κατάσταση πλήρης χάριτος Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ Ἁγίου ἔκανα τόν σταυρό μου, κάθισα δίπλα σ᾿ ἕνα σκαμνάκι -ὅπως σοῦ εἶχα πεῖ- γιά νά συνέλθω, ἐπειδή εἶχα ζαλάδα καί τόν ἴλιγγο καί προσευχόμουν. Περνοῦσαν κόσμος, προσκυνοῦσαν τόν Ἅγιο, ἐνῷ ὁ Ἅγιος ἔλειπε μέσα ἀπό τή λάρνακα, ἀλλά γιά νά δῆς ἔπρεπε νἆχεις πνευματικά μάτια. Μετά μισή ὥρα ἔρχεται ὁ Ἅγιος ἀνοίγει ἡ λάρνακα μπαίνει ὁ Ἅγιος μέσα, βάζω μετάνοια νά προσκυνήσω, καί ἀκούω νά μοῦ λέη ὁ Ἅγιος: “ Πές, πάτερ Ἰάκωβε, τί ἔχεις νά μοῦ πῆς”.
»Ἐγώ εἶπα τί εἶχα νά πῶ στόν Ἅγιο καί μετά ἔφυγα γιά τήν Ἀθήνα μαζί σου μέ τό ταξί. Νά ξέρης, ὁ Ἅγιος εἶναι ζωντανός καί ἡ θρησκεία μας ζωντανή!, ‘Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι Ἅγιος εἰμι ἐγώ’».
Καί ἄλλες πολλές φορές ὁ Γέροντας ἐξιστοροῦσε γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσο, καί γιά νά μήν τόν καταλάβουν -ἔλεγε κάποιος ἱερομόναχος- εἶδε τόν Ἅγιο καί τοῦ εἶπε αὐτό ἤ ἐκεῖνο καί ἦταν ὁ ἴδιος. Ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης, τῆς προσευχῆς, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς διακρίσεως, τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς. Καί ἄς μήν ἔλεγε πολλά γιά τήν εὐχή.
Ὅταν κάναμε διακονήματα πολλά καί εἴμασταν κουρασμένοι, ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Πατέρες μου, πές τε τό ‘Πάτερ ἡμῶν’ καί πέστε νά ξεκουραστεῖτε», δηλαδή εἶχε διάκριση ἀκόμα καί γιά τό θέμα τοῦ κανόνα τοῦ μοναχοῦ.
«Θέλω, πατέρες, νἆστε ἀγαπημένοι, νά κάνετε τά διακονήματα καί τά πνευματικά σας μέ μέτρο καί διάκριση, νά μήν ξεπατωθεῖτε στή δουλειά καί δέν μπορεῖτε μετά νά πῆτε ἕνα ‘Κύριε ἐλέησον’».
Θά ἤθελα πολλά νά γράψω γιά τόν Γέροντα, ἀλλά λόγῳ ποὖμαι λίγο ἀγράμματος ἀδυνατῶ. Νά εὔχεσθε νά ἀξιωθοῦμε μαζί τόν Παράδεισο ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011