ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ*

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣὉ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης τῆς

                                    συγ­γνώ­μης καί τῆς δι­α­κρί­σε­ως

 

Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰάκωβος

Ἱ. Μ. Μα­κρυ­μάλ­λης Εὐβοίας

 

 

Δι­ά­φο­ρα

Ὁ Γέροντας ἔ­λε­γε νά ζοῦ­με πνευ­μα­τι­κή ζωή νά ὑ­πα­κο­ύ­ω­με στόν Πνευ­μα­τι­κό, νά ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­θα, νά κοι­νω­νοῦ­με τα­κτι­κά καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ν᾿ ἀ­πο­φε­ύ­γωμε τήν κα­τά­κρι­ση. Νά με­λε­τᾶ­με πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α, Ἁ­γί­α Γρα­φή, Ψαλ­τή­ρι καί ν᾿ ἀ­κοῦ­με πάν­τα ὠ­φέ­λι­μες καί πνευ­μα­τι­κές συ­ζη­τή­σεις.

Ἄν ἀ­κοῦ­με κά­τι ἄ­σχη­μο ἀ­μέ­σως νά τό δι­ώ­χνου­με, ἀ­πό τό ἕ­να ἀφ­τί νά μπα­ί­νουν καί ἀ­πό τό ἄλ­λο νά βγα­ί­νουν.

 

Ἀν­δρό­γυ­να

Ἦ­ταν κά­ποι­ο ἀν­δρό­γυ­νο εὐ­λα­βές καί εἶ­χαν 9 παι­διά. Ὁ σύ­ζυ­γος ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ εὐ­λα­βής καί ὀ­λί­γον τι ζη­λω­τής στά πνευ­μα­τι­κά. Κα­τά γράμ­μα ἤ­θε­λε νά τά κά­νη ὅ­λα σάν κα­λό­γε­ρος. Ἡ γυ­να­ί­κα πα­ρα­πο­νι­ό­ταν στό γέροντα ὅ­τι κου­ρά­ζε­ται καί θέ­λει βο­ή­θεια. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στή Μο­νή τό βρά­δυ μό­νη ἡ σύ­ζυ­γος μέ τά παι­διά, κλα­ί­γα­νε, φώ­να­ζαν αὐ­τά, ἔ­κλαι­γε καί κου­ρα­ζό­ταν.

Αὐ­τός πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁγ. Ἀ­ναρ­γύ­ρων ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες, κομ­πο­σχο­ί­νια καί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε. Ἡ σύ­ζυ­γος πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί ἔ­κλαι­γε στό γέ­ρον­τα καί εἶ­χε κά­ποι­ο δί­κιο.

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ Γέροντας μό­λις το­ύς εἶ­δε στήν αὐ­λή μα­ζί, κα­τά­λα­βε ὅ­τι κά­τι συμ­βα­ί­νει καί ὅ­τι εἶ­χαν ἔλ­θει σέ λί­γο καβγά με­τα­ξύ τους. Ὁ γέροντας μι­λά­ει μέ γλυ­κά λό­για καί δι­ά­κρι­ση νά πα­ρη­γο­ρή­ση τήν πο­νε­μέ­νη μη­τέ­ρα καί κου­ρα­σμέ­νη, καί δι­α­κρι­τι­κά μέ τό χα­μό­γε­λο λέ­ει: «Σέ χά­ρη­κα, ἀ­πό­ψε. Ἔ­ψαλ­λες ὅ­λη τή νύ­κτα καί προ­σευ­χό­σουν. Κα­λά ἔ­κα­νες! Ἀλ­λά θά εἶ­χε με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α καί μι­σθό, ἄν κα­θό­σουν μι­σή ὥ­ρα καί ὄ­χι τρεῖς ὧ­ρες καί ἤ­σουν κοντά στή γυ­να­ί­κα σου καί τή βο­η­θοῦ­σες γιά τά παι­διά, νά φᾶ­νε καί νά κοι­μη­θοῦν. Για­τί γιά σᾶς το­ύς παν­τρε­μέ­νους κομ­πο­σχο­ί­νια καί με­τά­νοι­ες εἶ­ναι τά παι­διά σας. Ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν θἄ­χε­τε και­ρό νά κά­νε­τε… ‘ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελφοῦ βο­η­θο­ύ­με­νος’. Νά γί­νε­ται πάν­τα κά­τι ἐν κοι­νῇ συ­ναι­νέ­σει».

 

Μνή­μη θα­νά­του

Ὁ Γέροντας δια­ρκῶς ἐν­θυ­μεῖ­το τόν θά­να­το. Κάθε βρά­δυ πού πη­γα­ί­να­με γιά Ἀ­πό­δει­πνο ἔ­κα­νε πῶς θά ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος στό νε­κρο­κρέβ­βα­το καί ἔ­λε­γε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί μᾶς ἔ­λε­γε: «Πα­τέ­ρες, ἐ­γώ τήν ἔ­χω δι­α­βά­σει ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί εἰς κο­σμι­κό καί εἰς ἱ­ε­ρέ­α καί μο­να­χό».

Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πα ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ ἀ­δελφή του, ἦ­ταν στόν κῆ­πο, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἀ­μέ­σως ἔ­ψαλ­λε «Κύριος ἔ­δω­κε, Κύριος ἀ­φεί­λε­το».

Μνη­μό­νευ­ε χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων καί ἔ­βλε­πε ἀ­κό­μη σέ τί κα­τά­στα­ση βρί­σκε­ται ὁ κα­θέ­νας.

Ὅ­ταν κά­να­με κά­ποι­ο δι­α­κό­νη­μα καί δέν τό εἴ­χα­με κά­νει κα­λά ἤ στόν κῆ­πο ἤ στήν κου­ζί­να ἤ στήν Ἐκ­κλη­σί­α πέρ­να­γε μᾶς εὐ­λο­γοῦ­σε· μᾶς ἔ­δι­νε μία κα­ρα­μέλ­α, ἄν εἶ­χε στήν τσέ­πη του ἤ ἕ­να στρα­γά­λι, καί ἔ­λε­γε δι­α­κρι­τι­κά: «Ἄχ!, πά­τερ μου, τό­τε πού ἐ­γώ ἤ­μουν νέ­ος ἔ­κα­να καί ἄ­στρα­φταν ὅ­λα μές στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μία ἀ­ρά­χνη (ἄς εἴ­χα­με ἀ­ρά­χνες ἐ­μεῖς). Τά ξύ­λα στόν κῆ­πο, τά ξε­ρά, τά μά­ζευ­α ὅ­λα μέ προ­σο­χή καί τά­ξη· δέν τά ἄ­φη­να πε­ταγ­μέ­να, ἄλ­λα ἐδῶ καί ἄλ­λα ἐκεῖ. Στήν κου­ζί­να ὅ­λα κα­θα­ρά καί τά πι­ά­τα στή θέ­ση τους· ὅ­λα τε­λε­ί­ω­ναν. Τώρα γέ­ρα­σα καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω τί­πο­τα· εἶ­μαι ἄ­χρη­στο σκεῦ­ος· τρώ­ω τό φα­γη­τό τοῦ Ἁ­γί­ου τζάμ­πα».

Τά ἔ­λε­γε αὐ­τά καί μᾶς ἔ­κα­νε νά εἴ­μα­στε πιό πρό­θυ­μοι στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί προ­σε­χτι­κοί. Ἦ­ταν χα­ρα­κτή­ρας λε­πτός, γε­μά­τος ἀ­γά­πη καί δι­ά­κρι­ση.

Ἔ­λε­γε: «ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πρέ­πει νά κά­νη τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νά πρωί-βρά­δυ, νά δι­α­βά­ζη τή Θε­ί­α Με­τά­λη­ψη καί τή Θε­ί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, νά ἔ­χη συ­χνή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή εἶ­ναι κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό κά­τι πού δέν τό ἔ­χουν ὅ­λοι, ἔ­χει τήν Ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Πι­ά­νει τόν ἴ­διο τό Χρι­στό στά χέ­ρια του κα­θη­με­ρι­νά.

»Οἱ μο­να­χοί νά ἔ­χου­με τα­πε­ί­νω­ση καί ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας· ὁ κύ­ριος σκο­πός μας εἶ­ναι νά φτά­σου­με στήν ἁ­γι­ό­τη­τα, νά γί­νου­με ἅ­γιοι καί ὄ­χι νά δι­εκ­δι­κοῦ­με θέ­σεις καί πρω­το­κα­θε­δρί­ες. Νά τη­ροῦ­με τίς νη­στεῖ­ες, νά κά­νου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας κα­θή­κον­τα, τόν κα­λο­γε­ρι­κό κα­νό­να, τά κομ­πο­σχο­ί­νια μας, για­τί κά­ποι­α μέ­ρα θά τά βροῦ­με μπρο­στά μας. Ὅ­σο καί νά θέ­λου­με νά δι­και­ο­λο­γη­θοῦ­με ὁ πνευ­μα­τι­κός νό­μος θά μι­λή­ση».

Ὁ γέ­ρον­τας Ἰάκωβος εἶ­χε κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό,  κάτι πού ἔ­χουν σή­με­ρα ὅ­λοι οἱ σύγ­χρο­νοι ἅ­γιοι, ὁ π. Πα­ΐ­σιος, π. Πορ­φύ­ριος καί ἄλ­λοι· εἶ­χε ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους καί γιά ὅ­λα· ἀ­γά­πη πού σ᾿ ἔ­κα­νε νά ζῆς καί νά πε­θα­ί­νης γιά τή σω­τη­ρί­α σου, ἀ­γά­πη νά μι­λά­η μέ το­ύς Ἁ­γί­ους, μέ τή φύ­ση, μέ τό Σύμπαν, μέ τόν κό­σμο ὅ­λο καί ἔ­λε­γε· «ἡ ἀ­γά­πη κα­λύ­πτει πλῆθος ἁ­μαρ­τι­ῶν». Γι᾿ αὐ­τό μέ αὐ­τήν τήν ἀ­γά­πη κέρ­δι­σε τίς καρ­δι­ές ὅ­λου τοῦ κό­σμου καί τίς ὁ­δη­γοῦ­σε στή με­τά­νοι­α, τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τήν προ­σευ­χή, τήν ὑ­πο­μο­νή, τήν ἐ­πι­μο­νή καί τήν ὑ­πα­κοή, στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Κάποτε κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε στόν Γέροντα:

-Γέροντα, θέ­λω νά μέ σταυ­ρώ­σε­τε νά γί­νω κα­λά.

-Καί ὁ Γέροντας εἶ­πε: «ἐ­γώ ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός κα­λό­γε­ρος;» 

-Ναί, Γέροντα, ἐ­σεῖς.

-Καί ὁ Γέ­ρον­τας λέ­ει: «νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο». «Θά σᾶς πῶ κά­τι», λέ­ει ὁ Γέροντας: «Ἅ­γι­ε Ἀρ­χι­ε­ρεῦ, καί ἐ­γώ παππ­ᾶς καί ἐ­σεῖς παππ­ᾶς, συγ­γνώ­μη αὐ­τό πού λέ­ω μέ πνευ­μα­τι­κό τόν τρό­πο. Ἡ δι­α­φο­ρά εἶ­ναι, ὅ­τι μό­νο ἐ­σεῖς κά­νε­τε χει­ρο­το­νί­ες  πού δέν κά­νου­με ἐ­μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι».

-Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­πε: «Γέ­ρον, μέ­γα Γέ­ρον Ἰάκωβε, τό βρά­δυ, τήν πα­ρα­μο­νή τῆς χει­ρο­το­νί­ας μου εἰς δι­ά­κο­νον, ὁ Γέροντας μοῦ δι­ά­βα­σε τή συμ­μαρ­τυ­ρί­α, μοὖ­πε πολ­λές συμ­βου­λές καί εἶ­πε, ἄς σέ δῶ διᾶ­κο, Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, καί ἄς πε­θά­νω».

-«Γέροντα», λέ­ω, «μήν τό λέ­τε αὐ­τό».

-Βάλε τό κα­λυμ­μα­ύ­χι νά σέ δῶ.

-Γέροντα ἀ­κό­μα δέν ἔ­γι­να.

-«Βᾶλτο», λέ­ει, «ξέ­ρω ἐ­γώ».

Καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε, μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψε, ἐ­κοι­μή­θη.

Ὁ Γέροντας τήν πε­ρί­ο­δο τοῦ Δεκαπεναυ­γού­στου ἔ­ψαλ­λε μέ εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη καί τά μά­τια του πάν­τα γε­μάτα δά­κρυ­α. Ὅ­ταν δέν ἔ­ψαλ­λε, ἦ­ταν γο­να­τι­στός πάν­τα μπρο­στά στήν Πα­να­γί­α καί, ὅ­ταν ἔ­ψαλ­λε τό Με­γα­λυ­νά­ριο τῆς Πα­να­γί­ας «μή μοῦ ἐ­λέγ­ξεις τάς πρά­ξεις ἐ­νώ­πιον τῶν Ἀγ­γέ­λων», ὁ Γέροντας μέ ἱ­λα­ρό πρό­σω­πο καί γε­μάτος δέ­ος καί κα­τά­νυ­ξη κο­ί­τα­γε τήν Πα­να­γί­α καί ἔ­λε­γε: «θά μᾶς τίς ἐ­λέγ­ξη μί­α πρός μί­α». Κρά­τα­γε στά χέ­ρια του τό κομ­πο­σχο­ί­νι καί δια­ρκῶς ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή «Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε σῶ­σον ἡ­μᾶς καί τόν κόσ­μο σου ἅ­παν­τα». Ἀ­γω­νι­οῦ­σε γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν τῶν ἀν­θρώ­πων, ἤ­θε­λε ὅ­λοι νά σω­θοῦ­με καί νά κερ­δί­σου­με τόν Πα­ρά­δει­σο καί νά γί­νου­με ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἔ­βλε­πε καί συ­νο­μι­λοῦ­σε μέ τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­ο.

Μία φο­ρά πού κα­τέ­βαι­νε στήν Ἀ­θή­να γιά νά πάει στόν για­τρό ἤ­μουν μα­ζί του· μό­λις φτά­σα­με στόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Ρῶσ­ο , μοῦ λέ­ει, «βά­λε καί τό ρα­σά­κι σου, Ἰ­λα­ρί­ω­νά μου, για­τί πᾶ­με πρός τόν θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη. Εἶ­δες στό στρα­τό, ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στόν λο­χί­α ὁ λο­χα­γός, φο­ρᾶ ἅ­πα­σα τή στο­λή· ἔ­τσι εἶ­ναι καί μέ τόν Ἅ­γιο. Σε­βα­σμό ἀ­γά­πη καί εὐ­λά­βεια». Ὡς Ἡ­γο­ύ­με­νος πού ἦ­ταν ἔ­πρε­πε νά ρίξη αὐ­τός τά λε­φτά γιά νά πά­ρου­με κε­ρί, βγά­ζει καί μοῦ δί­νει χρή­μα­τα ν᾿ ἀ­νά­ψω κε­ρί.

-Λέω: «Γέροντα, ἐ­σεῖς πού εἶ­στε Ἡ­γο­ύ­με­νος.

-Καί μοῦ λέ­ει: «ἐ­γώ θ᾿ ἀ­νά­ψω· ἄ­να­ψε καί σύ, Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου, γιά το­ύς γο­νεῖς σου καί ὅ­ποι­ον ἄλ­λον θές στόν Ἅ­γιο».

(Βλέ­πο­με λε­πτό­τη­τα καί δι­ά­κρι­ση τοῦ Γέροντα, δέν ἤ­θε­λε νά ξε­χω­ρί­ζη ἀ­πό κα­νέ­να).

Μόλις φτά­σα­με πρός τή λάρ­να­κα, ὁ Γέροντας μοῦ λέ­ει: «πά­τερ, ζα­λί­στη­κα, ἔ­χω κά­ποι­α ἀ­να­γο­ύ­λα· μᾶλ­λον μέ πε­ί­ρα­ξε τό τα­ξί. Πές τόν κυρ-Κώστα νά πε­ρι­μέ­νου­με μι­σή ὥ­ρα νά συ­νέλ­θω καί με­τά φε­ύ­γο­με».

-Νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο!

Με­τά μι­σή ὥ­ρα φύ­γα­με· ὁ Γέροντας πάν­τα χα­ρο­ύ­με­νος καί γε­μά­τος δέ­ος καί συγ­κί­νη­ση φε­ύ­γον­τας ἀ­πό τόν Ἅ­γιο.

Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να, ἐ­πει­δή πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να τό ἀ­πό­γευ­μα τόν κα­φέ τοῦ Γέροντα στό κε­λλά­κι του, μοῦ λέ­ει: «Ἱ­λα­ρί­ω­νά μου, θέ­λω νά σοῦ πῶ κά­τι, ἀλ­λά δέν θά τό πῆς που­θε­νά, μό­νο με­τά τόν θά­να­τό μου. Κατ᾿ ἀρ­χάς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη καί νά σοῦ φι­λή­σω τό χέ­ρι γιά ἕ­να ψέ­μα πού σοῦ εἶ­πα. Εἶ­ναι, πά­τερ μου, πνευ­μα­τι­κό τό θέ­μα· θέ­λει πο­λλή προ­σευ­χή καί δι­ά­κρι­ση. Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί, ὅ,­τι τοῦ ζη­τή­σου­νε μέ πί­στη καί ἀ­γά­πη -καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο μέ τα­πε­ί­νω­ση-, τό δί­νει. Τότε, πού πη­γα­ί­να­με στήν Ἀ­θή­να, μό­λις ἔ­φτα­σα μπρός στή λάρ­να­κα, βλέ­πω, πά­τερ μου, ἄ­κου­σα νά ἀ­νο­ί­γη ἡ λάρ­να­κα καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης νά βγα­ί­νη. Κάνω ὑ­πό­κλι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου καί μοῦ λέ­ει: “π. Ἰάκωβε ἐ­πι­στρέ­φω σέ λί­γο, για­τί πρέ­πει νά πά­ω κά­που, γιά ἀ­σθε­νή”.

»Ἐ­γώ γε­μά­τος ἐ­σω­τε­ρι­κή χα­ρά καί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση πλή­ρης χά­ρι­τος Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος καί τοῦ Ἁ­γί­ου ἔ­κα­να τόν σταυ­ρό μου, κά­θι­σα δί­πλα σ᾿ ἕ­να σκα­μνά­κι -ὅ­πως σοῦ εἶ­χα πεῖ- γιά νά συ­νέλ­θω, ἐ­πει­δή εἶ­χα ζα­λά­δα καί τόν ἴ­λιγ­γο καί προ­σευ­χό­μουν. Περ­νοῦ­σαν κό­σμος, προ­σκυ­νοῦ­σαν τόν Ἅ­γιο, ἐ­νῷ ὁ Ἅ­γιος ἔ­λει­πε μέ­σα ἀ­πό τή λάρ­να­κα, ἀλ­λά γιά νά δῆς ἔ­πρε­πε νἆ­χεις πνευ­μα­τι­κά μά­τια. Με­τά μι­σή ὥ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Ἅ­γιος ἀ­νο­ί­γει ἡ λάρ­να­κα μπα­ί­νει ὁ Ἅ­γιος μέ­σα, βά­ζω με­τά­νοι­α νά προ­σκυ­νή­σω, καί ἀ­κο­ύ­ω νά μοῦ λέ­η ὁ Ἅ­γιος: “ Πές, πάτερ Ἰάκωβε, τί ἔ­χεις νά μοῦ πῆς”.

»Ἐ­γώ εἶ­πα τί εἶ­χα νά πῶ στόν Ἅ­γιο καί με­τά ἔ­φυ­γα γιά τήν Ἀ­θή­να μα­ζί σου μέ τό τα­ξί. Νά ξέ­ρης, ὁ Ἅ­γιος εἶ­ναι ζων­τα­νός καί ἡ θρη­σκε­ί­α μας ζων­τα­νή!, ‘Ἅ­γιοι γί­νε­σθε ὅ­τι Ἅ­γιος εἰ­μι ἐ­γώ’».

Καί ἄλ­λες πολ­λές φο­ρές ὁ Γέροντας ἐ­ξι­στο­ροῦ­σε γιά τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­ο, καί γιά νά μήν τόν κα­τα­λά­βουν -ἔ­λε­γε κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος- εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τοῦ εἶ­πε αὐ­τό ἤ ἐ­κεῖ­νο καί ἦ­ταν ὁ ἴ­διος. Ὁ Γέροντας τῆς ἀ­γά­πης, τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, τῆς δι­α­κρί­σε­ως, τῆς ἀ­δι­α­λε­ί­πτου εὐ­χῆς. Καί ἄς μήν ἔ­λε­γε πολ­λά γιά τήν εὐ­χή.

Ὅ­ταν κά­να­με δι­α­κο­νή­μα­τα πολ­λά καί εἴ­μα­σταν κου­ρα­σμέ­νοι, ὁ Γέροντας ἔ­λε­γε: «Πα­τέ­ρες μου, πές τε τό ‘Πάτερ ἡ­μῶν’ καί πέ­στε νά ξε­κου­ρα­στεῖ­τε», δη­λα­δή εἶ­χε δι­ά­κρι­ση ἀ­κό­μα καί γιά τό θέ­μα τοῦ κα­νό­να τοῦ μο­να­χοῦ.

«Θέλω, πα­τέ­ρες, νἆ­στε ἀ­γα­πη­μέ­νοι, νά κά­νε­τε τά δι­α­κο­νή­μα­τα καί τά πνευ­μα­τι­κά σας μέ μέ­τρο καί δι­ά­κρι­ση, νά μήν ξε­πα­τωθεῖ­τε στή δου­λειά καί δέν μπο­ρεῖ­τε με­τά νά πῆ­τε ἕ­να ‘Κύριε ἐ­λέ­η­σον’».                 

Θά ἤ­θε­λα πολ­λά νά γρά­ψω γιά τόν Γέροντα, ἀλ­λά λό­γῳ ποὖ­μαι λί­γο ἀ­γράμ­μα­τος ἀ­δυ­να­τῶ. Νά εὔ­χε­σθε νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με μα­ζί τόν Πα­ρά­δει­σο ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Κρί­σε­ως.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα