Ἀντωνίου Βασιλειάδη
πρ. Δημάρχου Γιαννιτσῶν
Ἐξετάζοντας κανεὶς τὸν ποντιακὸ γάµο µέσα ἀπὸ τὰ ἐθιµά του, διαπιστώνει εὔκολα τὴν ἱερότητα µἐ τὴν ὁποία τὸν περιέβαλαν καὶ τὴν ἀρχοντιὰ ποὺ συνόδευε τὰ σχετικὰ ἔθιµα. Ὁ γάµος στὸν Πόντο εἶναι περισσότερο γνωστὸς µἐ τὸν ὅρο «χαρά». Ἔτσι καταδείκνυαν τὸν χαρµόσυνο χαρακτῆρα του, ποὺ δὲν περιοριζόταν µόνο µεταξὺ τῶν νεονύµφων, ἀλλὰ συµπεριελάµβανε καὶ ὅλη τὴν κοινότητα. Θὰ διερωτηθεῖ ὅµως κανεὶς γιατί τὴ µέρα αὐτὴ τῆς χαρᾶς ἀκούγονταν τὸ τραγούδι: «Σήµερον µαῦρον οὐρανός, σήµερον µαύρη µέρα, Σήµερον ἀποχωριοῦνταν µάνα καὶ θυγατέρα»; Ἡ ἀπορία λύνεται ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νύφη, ἕνα ἁγνὸ καὶ ἄβγαλτο κορίτσι, δεµένο συναισθηµατικὰ µἐ τὴ µητέρα της καὶ ὅλο τὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον, ἐλάχιστα ἢ καὶ καθόλου γνωρίζοντας τὸν σύζυγο ποὺ παίρνει, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπεφάσισαν οἱ γονεῖς της, βαδίζει στὸ ἄγνωστο. Ἐξάλλου, κάθε ἀποχωρισµὸς ἔχει κάποια γεύση θανάτου. Νὰ γιατί νοιώθει «µαῦρο τὸν οὐρανὸ καὶ µαύρη τὴ µέρα» τοῦ ἀποχωρισµοῦ της ἀπὸ τὴ µἠτέρα της, τὸ σπίτι, τὴ ζεστὴ φωλιά. Ἔκφραση, ἂν θέλετε, τῆς βαθειᾶς φιλοσοφηµένης θέσης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας µας, ποὺ βλέπει τὴ ζωὴ ὡς χαρµολύπη. Συνήθως ὅταν οἱ νέοι ἔκλειναν τὸ 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους καὶ οἱ κοπέλες τὸ 15ο, µὲ τὴ φροντίδα πάντα τῶν γονέων τους, ἔπρεπε νὰ ἀποκατασταθοῦν. Καµμιὰ φορὰ ἡ κόρη µἐ τὴ συµπλήρωση τοῦ 12ου ἔτους θεωροῦνταν ὤριµη καὶ πρὸ παντὸς ὅταν ὑπῆρχε ὁ φόβος τῆς ἁρπαγῆς της καὶ τὸ κλείσιµό της σὲ χαρέµι. Ἔλεγαν: «Δωδεκάχρονον κορίτς, γιὰ σὸν ἄνδρα γιὰ στὸν Ἄδ», ἅδης ἦταν τὸ χαρέµι. Οἱ Τοῦρκοι παρ’ ὅλη τὴ βαρβαρότητά τους στὸ θέµα ἀπαγωγῶν κοριτσιῶν, ἀπὸ ἔθιµο σέβονταν τὸν θεσµὸ τοῦ γάµου καὶ στοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ σπάνια ἐνοχλοῦσαν παντρεµένες γυναῖκες, οὔτε ἔβαζαν παντρεµένη γυναῖκα στὸ χαρέµι τους, ὅσο νέα καὶ ὄµορφη καὶ νὰ ἦταν. Οἱ Ἕλληνες ἐκµεταλλεύτηκαν τὸ ἔθιµο αὐτὸ καὶ µόλις µεγαλώνανε οἱ κόρες τους τὶς παντρεύανε ἀκόµη καὶ µὲ µικρὰ ἀγόρια, ὅταν φυσικὰ δὲν ὑπῆρχαν µεγαλύτερα ἀγόρια χριστιανῶν. Γενικὰ στὸν Πόντο παρατηρεῖται µία προτίµηση στὸν πρώιµο γάµο.
Πίστευαν ὅτι ἡ δέσµευση µὲ τὴν ἔγγαµη ζωή, ἀγοριοῦ καὶ κοριτσιοῦ ἀπὸ µικρὰ παιδιά, µὲ ἄδολη καὶ ἀπονήρευτη ἀκόµη προεφηβικῆς ἡλικίας ψυχή, ἀπὸ ὑγιεινὴ ἄποψη, τοὺς σώζει ἀπὸ πολλὲς κακοτοπιὲς καὶ παραστρατήµατα. Τὰ δὲ παιδιά, καρποὶ τοῦ γάµου, γόνοι µικροπαντρεµένων, ἁγνῆς, παρθενικῆς εὐρωστίας, φθάνουν στὴ ζωὴ κληρονοµικὰ ἐξοπλισµένα, µὲ ἄτρωτη ὑγεία. Πῶς νὰ µὴ θυµηθεῖ κανεὶς στὸ σηµεῖο αὐτὸ τὴ γνώµη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόµου, µὲ τὴν ὁποία συµµορφώνεται ἡ ἀντίληψη τῶν Ποντίων γιὰ τὸν γάµο; Συγκεκριµένα, ὁ µεγάλος αὐτὸς πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ ἐξόριστος στὰ Κόµανα τοῦ Πόντου, συνιστοῦσε: «Νὰ ὁδηγεῖτε τοὺς νέους γρήγορα στὸν γάµο, ὥστε νὰ δέχονται τὴ νύφη µὲ καθαρὰ καὶ ἁγνὰ σώµατα». «Τοῦτο καὶ τοὺς ἔρωτας θερµοτέρους ποιεῖ». Ἡ εὐαισθησία τῶν Ποντίων σὲ ζητήµατα ἠθικῆς φύσεως ἦταν παροιµιώδης. Ἀπὸ τὰ πολλὰ περιστατικὰ ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνουν θὰ ἀναφέρω ἕνα γεγονὸς ποὺ διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο, ὄντας φοιτητὴς τότε στὴν Ἀθήνα, καὶ ποὺ µοῦ τὸ συνέστησε ὁ µητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρὸς Αὐγουστῖνος. Τὸ κεφάλαιο ἐπιγράφονταν: «Τ’ ἀφορεσµένα ταφία», τὰ καταραµένα δηλαδὴ µνήµατα. Τουρκικὴ ὁµάδα φoρoεισπρακτόρων αἰσχρῶν καὶ ἀσελγῶν κατὰ τὶς ἐπισκέψεις των σὲ ἀπόµακρα χωριὰ προκειµένου νὰ εἰσπράξουν τοὺς φόρους, παρήγγειλε µετὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων νὰ τοὺς ἐτοιµάσουν τὸ βράδυ ἰσάριθµα δωµάτια, στὰ ὁποῖα θὰ εἶχαν φροντίσει προηγουµένως νὰ τοὺς περιµένουν ἀντίστοιχες ὄµορφες χριστιανοποῦλες γιὰ διανυκτέρευση. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ χωριοῦ συσκέφθηκαν καὶ ἐπέλεξαν ἀπὸ τὰ παλληκάρια τοῦ χωριοῦ τόσα ὅσοι καὶ oἱ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ πάρουν τὶς θέσεις τῶν κοριτσιῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἔκρυβαν σὲ ἀσφαλὲς καταφύγιο. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι πῆγαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἄνοιξαν τόσους τάφους ὅσοι καὶ oἱ Τοῦρκοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἐπέστρεψαν oι Τοῦρκοι καὶ ρώτησαν ἂν ὅλα ἔγιναν ὅπως παρήγγειλαν καὶ πῆραν τὴ σχετικὴ διαβεβαίωση τῶν νοικοκυρέων, πῆγαν στὰ δωµάτια, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι βρίσκονταν oἱ κοπέλες καὶ τοὺς περίµεναν. Πέφτοντας ὅµως στὸ κρεβάτι ἀντὶ γιὰ τὰ κoρίτσια βρῆκαν σκεπασµένα µὲ τὸ πάπλωµα τὰ δυνατὰ παλληκάρια, ὁπλισµένα µὲ µαυροµάνικα µαχαίρια, καὶ τὰ ὁποῖα ἀφοῦ σκότωσαν τοὺς ἐπίδοξους βιαστές, τοὺς µετέφεραν καὶ τοὺς ἔθαψαν στοὺς ἀνοιγµένους τάφους. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὀνοµάσθηκε «τ’ ἀφορεσµένα ταφία». Σὲ τέτοια περιωπὴ εἶχαν τὴν τιµὴ καὶ τὴν ὑπόληψη ὡς χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι καὶ Ἕλληνες. Νοµίζω λοιπὸν ὅτι ἡ παράδοσή µας δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται στὰ ἐξωτερικά, «σὴν τσιορβὰν καὶ σὰ χοροὺς» ἀλλὰ νὰ προχωρήσει πιὸ πέρα, νὰ γίνει ἡ φιλοσοφία τῶν προγόνων µας, ἡ ἠθική τους, ἡ τιµιότητά τους, ἡ φιλοπατρία, ἡ φιλοξενία, ἡ ἀλληλεγγύη, ὅλες ἐν γένει oἱ ἀξίες µὲ τὶς ὁποῖες ἔζησαν, νὰ γίνουν λέγω, ὁδηγὸς καὶ βοηθός µας. Διαφορετικὰ φοβοῦµαι µήπως ἐµεῖς oἱ ἀπόγονοί τους γίνουµε ἁπλοὶ πραµατευτάδες καὶ ἔµποροι τῆς µεγάλης τους παρακαταθήκης. Στὴν Ἐκκλησία λέµε τιµὴ µάρτυρος, µίµηση µάρτυρος. Καµµιὰ δικαιολογία δὲν εἶναι ἀρκετή, ὥστε νὰ µᾶς ἀποτρέψει ἀπ’ αὐτὸ τὸ καθῆκον, ἂν φυσικὰ θέλουµε νὰ τοὺς τιµήσουµε ὅπως τοὺς ἀξίζει.
Στὸν Πόντο φρόντιζαν νὰ ἀποφεύγονται γάµοι µεταξὺ συγγενῶν µέχρι ἐβδόµου βαθµοῦ. Τηροῦσαν τοὺς ἱεροὺς κανόνες τοῦ γάµου µὲ εὐλάβεια. Ἀπέφευγαν ἐπιµελῶς νὰ κάνουν γάµο κατὰ τὴ διάρκεια τῶν νηστειῶν ποὺ καθορίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀρραβῶνας ποὺ ἱερολογοῦνταν ἀπὸ ἱερέα θεωροῦνταν µισοστεφάνωµα καὶ τυχὸν διάλυσή του ἀτιµωτικὴ πράξη. Οἱ κοπέλες ἐγκαταλείπονταν στὴν φροντίδα τῶν γονιῶν τους, καὶ δὲν ἐπιθυµοῦσαν νὰ ἔρθουν σὲ ἀντίθεση µὲ τὴ γνώµη τους. Ὑπακοὴ ποὺ θυµίζει µοναστήρι. Παροιµιώδης ἔµεινε ἡ φράση: «Ἐγὼ ἄς σοῦ κυροὺµ κι ἂς σὴ µάνας ἲµ τὴ βουλὴν κι ἐβγαίνω»(Ἐγὼ τοῦ πατέρα μου καὶ τῆς μητέρας μου τὴν γνώμη δὲν τὴν παραβαίνω). Δὲν ἔλειπαν ὅµως καὶ oἱ γάµοι ἀπὸ ἔρωτα, ἀκόµη καὶ ἀπαγωγὲς κοριτσιῶν ἢ καὶ νυµφοκλοπές, ποὺ γίνονταν µὲ τέτοια ἐπιτηδειότητα, ὥστε θύµιζαν ἀπαγωγὲς νυµφῶν τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Δὲν ἀνέχονταν ὅµως ἡ ποντιακὴ κοινωνία στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὸν διασυρµὸ τοῦ κοριτσιοῦ. Ἔλεγαν χαρακτηριστικά: «Koρίτσι ὄνοµαν π’ ἐβγάλ, σ’ ὀσπὶτ νὰτ φωτίαν βάλ». Ὅποιος βλάψει ἢ ἐκθέσει µ’ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ καλὸ ὄνοµα κοριτσιοῦ, βάζει φωτιὰ στὸ σπίτι του. Ὁ θεσµὸς τῆς προίκας ἦταν ἄγνωστος, διότι τὸ πρᾶγµα ἐθεωρεῖτο πολὺ προσβλητικὸ γιὰ τὴν κόρη. Ἀντίθετα στὴν Ἀµισὸ ὁ γαµπρὸς πρόσφερε χρήµατα καὶ δῶρα, ὅπως συνέβαινε στὰ ὀµηρικὰ χρόνια µἐ τὰ γνωστὰ ἔδνα. Στὴ Νικόπολη ὁ πατέρας τοῦ γαµπροῦ πρὶν ἀπὸ τὸν γάµο πρόσφερε στὴ µητέρα τῆς νύφης χρηµατικὸ ποσό, τὸ γνωστὸ «σοὺτ χὰκι», δηλαδή, τὸ δικαίωµα τοῦ γάλακτος, ἀναγνωρίζοντας τὴ µεγάλη προσφορὰ γιὰ τὸ µητρικὸ γάλα ποὺ τῆς ἔδωσε καὶ γιὰ ὅλες γενικὰ τὶς µητρικὲς φροντίδες. Νὰ ἡ ἀρχοντιὰ καὶ ἡ λεβεντιὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ποντιακοῦ γάμου, κανένας ὑστερόβουλος ὑπολογισμός, καμιὰ ἐμπορευματοποίηση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ. Ἀπὸ ὅσα ἐκτέθηκαν ἔγινε φανερὸ ὅτι γιὰ τὸν πόντιο ὁ γάµος ἦταν ὑπόθεση ἱερή, θεσµὸς θεόσδοτος. Γι’ αὐτὸ καὶ σπάνιζαν τότε τὰ διαζύγια καὶ ἡ συνοχὴ τῶν µελῶν τῆς ποντιακῆς οἰκογένειας ὑπῆρξε ὁ ἀκλόνητος βράχος πάνω στὸν ὁποῖο ἑδραιώθηκε ἡ ποντιακὴ φυλή, διατηρήθηκε ἡ γλῶσσα, καὶ κατάφερε ἐν µέσῳ λυσσαλέων κυµάτων, ποὺ τὴν ἀπειλοῦσαν, ὄχι µόνο νὰ ἐπιζήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ µεγαλουργήσει στὴν πεντακοσιόχρονη σχεδὸν σκλαβιά της. Γνώρισµα τῆς ποντιακῆς οἰκογένειας, ἦταν ἡ πατριαρχική της ὀργάνωση καὶ ἡ διευρυµένη µορφή της. Κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, σὲ ἑνιαῖο νοικοκυριό, µὲ κοινὴ καὶ ἀδιαίρετη, τὴν οἰκογενειακὴ περιουσία-ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ-ζοῦσαν ἄτοµα τριῶν καὶ τεσσάρων γενεῶν. Τοῦτο µαρτυροῦν καὶ οἱ ὅροι λυκοπάππον-λυκοµάνα, ἀρκο- πάππον καὶ ἀρκοµάνα, ποὺ δὲν τοὺς συναντοῦµε σὲ καµµία ἄλλη ἑλληνικὴ φυλή. Τὰ µέλη µίας τέτοιας οἰκογένειας ἔφθαναν τὰ 25. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἔφθαναν τὸν ἀριθµὸ τῶν 50 µελῶν. Παρατηροῦµε µία οἰκογενειακὴ δοµὴ παρόµοια µ’ ἐκείνη τῆς ὁµηρικῆς ἐποχῆς. Θυµηθεῖτε τὸν Ἀλκίνοο ποὺ ἔχει τὰ παντρεµένα παιδιὰ στὸ ἀνάκτορό τους. Τὸν Πρίαµο ποὺ συγκατοικεῖ µἐ τοὺς υἱοὺς καὶ τοὺς γαµπρούς του, ποὺ ἔµεναν σὲ ἰδιαίτερες κατοικίες, ποὺ ἀπεῖχαν ὄµως ἐλάχιστα ἀπ’ τὰ ἀνάκτορα. Φυσικὰ τὸ παραπάνω ἐπιβαλλόταν ἀπὸ τὶς τότε συνθῆκες, προκειµένου νὰ καλυφθοῦν οἱ ἀνάγκες τῶν γεωργικῶν καὶ κτηνοτροφικῶν ἐργασιῶν, καὶ νὰ ὑπάρξει αὐτάρκεια στὰ βασικὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ ἡ αὐτοάµυνα τῶν Ποντίων ἀπέναντι στὶς ἐπιβουλὲς τῶν Τούρκων. Εἶναι δὲ φανερὸ ὅτι µία τέτοια δοµὴ ἀπαιτοῦσε αὐστηρὴ ἐσωτερικὴ ἱεράρχηση καὶ πειθαρχία, προκειµένου νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀρµονικὴ συµβίωση τῶν µελῶν της. Ἡ θέση τοῦ πατριάρχη, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογενείας, ἦταν καθοριστική. Αὐτὸς διαχειριζόταν ὅλες τὶς ὑποθέσεις καὶ ρύθµιζε τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Γενικὰ βλέπουµε µία προτίµηση κι ἕναν σεβασµὸ στὸ ἀνδρικὸ φῦλο -ὁ ἀνὴρ κεφαλὴ τῆς γυναικὸς- χωρὶς νὰ διαπιστώνεται κάποιο ἀνταγωνιστικὸ πνεῦµα τῶν δύο φύλων. Θὰ ἀναφερθῶ σὲ µία χαρακτηριστικὴ περίπτωση, ποὺ δείχνει τὸ σεβασµὸ γιαγιᾶς µεγάλης ἡλικίας σὲ ἔµβρυο ποὺ κυοφοροῦταν σὲ µία νέα νύφη. Τὸ ἀναφέρει ὁ Χειµωνίδης. «Καθόµουν, γράφει, µὲ τὴν καλοµάνα µου 90 καὶ πλέον χρονῶ, ὅταν πέρασε µία «ἔµποδος» -ἔγγυος- γυναῖκα. Ἡ καλοµάνα µου σηκώθηκε. Τῆς λέω. Τώρα καὶ γι’ αὐτὴν σηκώθηκες; Μοῦ ἀπαντᾶ «πούλιµ, κι ἂν ἐφτάει ἀγοὺρ καὶ (γ)ινέτω ἄξιος ἄνδρας;»(παιδί μου κι ἂν γεννήσει ἀγόρι καὶ γίνει ἄξιος ἄνδρας;). Σᾶς ὑπενθυµίζω ὅτι τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ στὴν ἀρχαία Σπάρτη ἀπέναντι στὶς ἔγκυες γυναῖκες.Τὰ πρωτοτόκια ἴσχυαν τόσο γιὰ τὸ ἀγόρι ὅσο καὶ γιὰ τὸ κορίτσι. Ὡς πρωτότοκη, «πρωτικάρ», ἡ κόρη ἦταν γιὰ τὰ ὑστερογέννητα ἀδέλφια της ἡ τρανέσσα καὶ ὁ λόγος της µετροῦσε µετὰ τὸν λόγο τῆς µητέρας. Ἡ νέα νύφη γιὰ ἀρκετὸ διάστηµα δὲν µιλοῦσε µὲ τὰ πεθερικά της καὶ συνεννοοῦνταν µαζί τους µὲ νοήµατα καὶ συνθηµατικὸ βήξιµο. Ὅµως συγκρίνοντας τὴ θέση τῆς Ποντίας γυναίκας µὲ τὴ θέση τῆς Τουρκάλας, τῆς µόνης µἐ τὴν ὁποία θὰ µποροῦσε νὰ συγκριθεῖ, βλέπουµε πολλὰ ἰσχυρὰ προνόµια, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ποντιακὴ οἰκογένεια ἦταν δοµηµένη πάνω στὶς ὀρθόδοξες χριστιανικὲς θέσεις, «ὅπου οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Πιὸ συγκεκριµένα, ἡ τουρκάλα ἦταν ὑποχρεωµένη νὰ ἀποδεχθεῖ τὰ βάρβαρα ἀνδρικὰ προνόµια, πολυγαμία, ἁπλούστατη λύση τοῦ γάµου µὲ τὴν τριπλῆ ἐξαγγελία τοῦ συζύγου της «σὲ χωρίζω, σὲ χωρίζω, σὲ χωρίζω». Ἦταν ὑποχρεωµένη νὰ κρύβει τὸ πρόσωπό της. Τῆς ἔλειπε ἀπόλυτα ἡ κοινωνικὴ ζωὴ (οἰκογενειακὲς σχέσεις, ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων) καὶ ἡ κάθε εἴδους ψυχαγωγία (οἱ Τοῦρκοι ἀπαγόρευαν τὶς γυναῖκες νὰ χορεύουν δηµόσια). Ὅλα αὐτὰ σὲ συνδυασµὸ µἐ τὶς δικές της δυνατότητες, νὰ συµµετέχει ἐλεύθερα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὰ πανηγύρια, στοὺς χοροὺς ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἀντιµετώπιση τοῦ συζύγου της καὶ ὄχι σπάνια καὶ τῶν πεθερικῶν της, γλύκαιναν τὴ ζωή της καὶ τὴν ἔκαναν νὰ νιώθει ἀσφαλὴς στὴν ὁρµονικὴ πολυµελὴ οἰκογένειά της. Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ µεγάλη κρίση θεσµῶν καὶ ἠθικῶν ἀξιῶν.
Κλονίζεται ἡ οἰκογένεια καὶ οἱ γεροντότεροι ἀντὶ νὰ τύχουν σεβασµοῦ, ἀφήνονται καὶ πεθαίνουν ἔρηµοι καὶ µόνοι σὲ κάποιο γηροκοµεῖο. Στ’ ἀφτιὰ µου ἠχοῦν τὰ λόγια-ἀπάντηση µίας νύφης πρὸς τὴν πεθερά της-ποὺ τῆς εἶπε: «Παιδὶ µου, στὴ γιoρτή σου θέλω νὰ σοῦ κάνω δῶρο, πὲς µου τί θέλεις;» καὶ ἡ νύφη ἀπαντᾶ: «Νὰ µοῦ ἀδειάσεις τὴ γωνιά». Κι ὅµως θὰ ἔπρεπε νὰ θυµόµαστε ὅτι µετὰ τὸν Θεὸ ὀφείλουµε νὰ τιµοῦµε τοὺς γονεῖς µας. Νὰ θεωροῦµε τὴν παρουσία τους εὐλογία καὶ ὄχι πρόβληµα. Ἕνας δυτικόφερτος τύπος οἰκογένειας προβάλλεται συνεχῶς ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε. ποὺ προσπαθεῖ -καὶ δυστυχῶς τὸ πετυχαίνει- νὰ ὑποκαταστήσει τὴν παραδοσιακὴ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, τὴν οἰκογένεια ποὺ στηρίχθηκε πάνω στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας µας, ἡ ὁποία καὶ ὡς µυστήριο µέγα τὴν εὐλογεῖ. Χάρη σ’ αὐτὴ τὴν οἰκογένεια ἐπιβίωσε ἡ φυλὴ µας, καὶ ἂς ἀντιµετώπισε πολὺ δύσκολες συνθῆκες. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια σὲ σύγκριση µὲ τὴ δυτικοαµερικανική, διατηρεῖ ἀκόµη ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ στοιχεῖα συνοχῆς καὶ ἁρµονίας, ἐν τούτοις θὰ πρέπει νὰ ὀµολογηθεῖ ὅτι πῆρε κιόλας κι αὐτὴ τὸν ἐπικίνδυνο δρόµο µετάλλαξης, ἀλλοίωσης καὶ ἀλλοτρίωσης τοῦ χαρακτῆρα της. Σήµερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, ἡ τηλοψία, µὲ τὰ πρότυπα ποὺ παρουσιάζει, µὲ χρώµατα φανταχτερά, διαφθείρει τοὺς νέους καὶ ὄχι µόνο αὐτούς, καὶ οὐσιαστικὰ ἀχρηστεύει τὸν ρόλο καὶ τὸ ἔργο τῶν γονέων, τῆς οἰκογένειας. Σήµερα τὰ παιδιὰ δὲν ἀκοῦν καὶ δὲν ὑπακοῦν. Φταῖνε πολλοί. Ὅµως θὰ ἦταν παράλειψη ἂν δὲν ἀναφερθοῦµε στὴ δικὴ µας εὐθύνη. Κάποτε, τὴν ἐποχὴ τῆς δραχµῆς βρῆκα ἕνα 100δραχµο. Μέσα στὸ λευκὸ ὑδατόγραµµά του διάβασα τὰ ἑξῆς: «ὅποιος κατηγορεῖ τὴ νέα γενιά, ἂς σκεφθεῖ ποιὸς τὴ µεγάλωσε».
Τὸ 1961, σὲ µία ἐκδήλωση γιὰ τὰ θύµατα τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ γερµανικὴ κατοχή, ποὺ ἔγινε στὴ Θεσσαλονίκη, µετὰ ἀπὸ πολλοὺς ὁµιλητές, ποὺ λαῦροι καταφέρθηκαν κατὰ τοῦ «τέρατος τῆς ἀποκαλύψεως» ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ Χίτλερ, πῆρε τὸ λόγο ἕνας σοφὸς ραββῖνος ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος µεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς ἀξιοσηµείωτα: «Ἡµεῖς ἐκ τῆς Βίβλου ἐδιδάχθηµεν τὰ αἴτια τῶν συµφορῶν µας νὰ τὰ ἀναζητῶµεν εἰς τοὺς ἰδίους τοὺς ἑαυτούς µας». Μήπως ἀµφιβάλλει κανεὶς ὅτι καὶ ἐµεῖς, ἄρχοντες καὶ ἀρχόµενοι, ἀξιωµατοῦχοι καὶ ἁπλοὶ πολίτες «ἐµακρύνθηµεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου»; Τὸ δικό µας ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ τηλεοπτικὰ σκουπίδια ρίχνει νερὸ στὸ µύλο τους καὶ παρακινεῖ τοὺς τηλεοπτικοὺς παραγωγοὺς γιὰ περισσότερο καὶ πιὸ ὄζουσα προσφορά. Καὶ βλέπουµε νὰ καταβάλλεται προσπάθεια ποιὸ κανάλι καὶ ποιὸς παραγωγὸς θὰ ξεπεράσει τοὺς ἄλλους σὲ βωµολοχίες καὶ προστυχιές, προκειµένου νὰ ἀνεβεῖ ἡ τηλεθέαση καὶ φυσικὰ ἡ ἀµοιβή τους. Ἂν ἐµεῖς δηλώναµε µὲ τὴ στάση µας «εὐχαριστῶ δὲν θὰ πάρω» πιθανὸν νὰ ἄλλαζαν συµµορφούµενοι στὶς προτιµήσεις µας. Θὰ συνέβαινε ὅ,τι καὶ µὲ τὰ νηστήσιµα φαγητὰ καὶ προϊόντα, τὰ ὁποῖα ἐπέβαλε ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ στὰ καταστήµατα. Ὅµως γιατί ὄχι καὶ διαµαρτυρία γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴ σαβούρα; Θυµηθεῖτε τὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία πρόγραµµα τηλεοπτικοῦ σταθµοῦ πρὶν µερικὰ χρόνια διακόπηκε, ἐπειδὴ δέχθηκε τηλεφωνήµατα τηλεθεατῶν ποὺ διαµαρτυρήθηκαν γιὰ τὴν ποιότητά του. Ἀντιστάθηκαν. Εἶναι καιρὸς νὰ σκύψουµε ὅλοι πάνω στὴν ἑλληνικὴ παραδοσιακὴ οἰκογένεια, γιὰ νὰ ἀνακαλύψουµε καὶ νὰ ἐκτιµήσουµε τοὺς µεγάλους θησαυροὺς καὶ τὴν σπουδαιότατη συµβολή της στὴν εὐτυχία τῆς κοινωνίας µας. Ἀντὶ ἐπιλόγου καὶ σχετικῶν συµπερασµάτων, παραθέτω µία ἐπιστολὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ καὶ πιστοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, τρυφεροῦ συζύγου, φιλόστοργου πατέρα καὶ φιλοπάτορα υἱοῦ.
Φυλακὲς Ἀµάσειας-Δευτέρα 6 Ὀκτωβρίου 1921.
Ἐπιστολὴ ἑνὸς µελλοθανάτου, Ἀντωνίου Τσινόγλου, Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Προσφύγων ἐν Ἀµισῷ
Σεβαστοὶ µου γονεῖς, προσφιλὴς µου σύζυγος, τέκνα µου ἀγαπητά, λοιποὶ Οἰκογένεια Ποντίων συγγενεῖς καὶ φίλοι. Κατεδικάσθην ἀθῶος ὤν εἰς θάνατον, ἦτο θέληµα Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ δὲν λυποῦµαι, καὶ σεῖς µή λυπηθεῖτε, ἔχω πίστιν, ὅτι θὰ συναντηθούµε εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Σᾶς στέλνω τὸν χαιρετισµὸ καὶ τὴν ἀγάπη µου, ἐν ὅσῳ ζεῖτε νὰ µὲ µνηµονεύετε. Ἀντιόπη, ὁ Θεὸς δὲ µὲ ἠξίωσε νὰ γηροκοµήσω τοὺς γονεῖς µας, τὸ ἔργον τοῦτο τὸ ἀφήνω µόνον εἰς σέ. Δία σὲ καὶ διὰ τὰ τέκνα µας εἶµαι βέβαιος, ὅτι θὰ φροντίσει ὁ καλὸς Θεός. Νὰ µὴ λυπηθεῖς καὶ ἀγανακτήσεις ἐναντίον τοῦ θελήµατος τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ἐπιζήσετε τῆς καταιγίδος αὐτῆς, νὰ πᾶτε στοὺς γονεῖς µας κοντὰ καὶ νὰ γράφεις δὲ καὶ στὸν Φώτιον καὶ τὸν Χρύσανθον τὴν παράκλησίν µου, ὅπως λάβουσιν ὑπὸ τὴν µέριµνάν των τὴν Ἰουλίαν καὶ τὴν Χρυσάνθην. Τὴν βεργέτα (βέρα) καὶ τὸ ὡρολόγι µου παρέδωσα εἰς τὸν κ. Π. Βαλιούλην νὰ σὲ φέρει. Τὰ ροῦχα µου θὰ διαµοιρασθοῦν ἐδῶ. Πῆρα τὴν τελευταία σου ἐπιστολὴν καὶ εἶµαι ἥσυχος ἐν τῇ φυλακῇ. Ἐξοµολογήθην, ἐγένετο λειτουργία καὶ ἐκοινώνησα, θὰ ἀποθάνω ἥσυχος καὶ ἀτάραχος. Ἐπιθυµῶ νὰ µὴ κλαύσετε πολύ. Ὁ Θεὸς µαζί σας. Σᾶς φιλῶ ὅλους ἐκ ψυχῆς. Ὁ ἰδικός σας. Ἀντώνιος Τσινόγλου. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Τέτοια συγκλονιστικὰ κείµενα, ποὺ γεµίζουν µὲ ἐθνικὴ περηφάνια ὅποιον Ἕλληνα τὰ διαβάζει, δὲν βρέθηκε κανεὶς ὡς τώρα νὰ τὰ συµπεριλάβει ὡς ἀναγνώσµατα ἢ ὡς ἱστορικὰ κείµενα στὰ σχολεῖα µας. Ἀντὶ γι’ αὐτά, τὰ Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσµατα Γυµνασίου καὶ Λυκείου εἶναι γεµᾶτα ἀπὸ σαχλὰ καὶ ἀκαταλαβίστικα κείµενα «κουλτουριάρηδων» λογοτεχνῶν. Τί νὰ πεῖ κανείς; Νὰ εὐχηθοῦµε φωτισµὸ στοὺς ἁρµόδιους.
*Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Φίλιππος, ἀριθμὸς τεύχους 75/2012, τῆς Ἱστορικῆς- Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Γιαννιτσῶν «Φίλιππος».