Βρῆκε τὴ χαμένη ἀδερφή του μετά ἀπό χρόνια…

Βασιλικῆς Καραμήτρου, δασκάλας
Ἐννιάχρονο Σχολεῖο Ἀργυροκάστρου

Πρίν λίγα χρόνια συμμετεῖχα σέ μιά προσκυνηματική ἐκδρομή  στά παράλια τῆς μαρτυρικῆς Μ. Ἀσίας. Ἐπισκεφτήκαμε ναούς ἐρειπωμένους καί ἐγκαταλειμμένους, ἱστορικά μέρη, μνημεῖα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ καί τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, συγκινηθήκαμε, ἦρθαν στή μνήμη μας ὅλα ὅσα διαβάζαμε κι ἀκούγαμε ἀπό μικροί για τήν Ἱστορία μας.


Σ’ αὐτό συνετέλεσε καί ἡ ξεναγός τῆς ἐκδρομῆς μας, ἡ κ. Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν πολύ καλά καταρτισμένη, γνώριζε τά ἱστορικά γεγονότα καί τά μέρη πού ἐπισκεπτόμασταν καί ἐμπλούτιζε τίς περιγραφές της μέ ἀληθινά περιστατικά ἀπό τήν πολύχρονη ἐμπειρία της ὡς ξεναγοῦ. Ἕνα τέτοιο περιστατικό εἶναι καί τό ἀκόλουθο, πού θά μείνει ἀνεξίτηλα χαραγμένο στή μνήμη μου. Κατά τήν πορεία μας ἀπό τήν Πέργαμο πρός τό Ἀϊβαλί, μᾶς διηγήθηκε τό ἑξῆς: «Κάποια χρονιά ἀνέλαβα νά ξεναγήσω στήν περιοχή πού βρισκόμαστε τώρα μιά ὁμάδα Θεσσαλονικιῶν μέ ρίζες Μικρασιατικές. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνας ὑπερήλικας, ὁ κ. Ἀριστείδης, ὁ ὁποῖος ταξίδευε μέ κάποιο ἀπό τά παιδιά του γιά πρώτη φορά μετά ἀπό τή Μικρασιατική Καταστροφή στά μέρη πού εἶχε γεννηθεῖ καί μέ παρακάλεσε ὅταν φτάσουμε στό Ἀϊβαλί νά τόν βοηθήσω νά βρεῖ τό πατρικό του σπίτι. Στή σύντομη διήγησή του, μοῦ ἀνέφερε ὅτι στόν πανικό τοῦ διωγμοῦ ἔχασε καί μιά ἀδερφή του, περίπου 7 ἐτῶν. Ἔπεσε ἀπό τό κάρο, ὅπου ἦταν στριμωγμένοι μαζί μέ πολλούς ἄλλους.


Ὅταν ἡ μητέρα του ζήτησε ἀπό τόν καροτσέρη νά σταματήσει, ἐκεῖνος τῆς ἀρνήθηκε λέγοντας πώς θά χάσουν πολύτιμο χρόνο καί πώς θά βάλουν σέ κίνδυνο καί τίς ζωές ὅλων… Ἔτσι τό μικρό κοριτσάκι ἔμεινε πίσω χωρίς νά γνωρίζει κανείς κάτι γιά τήν τύχη 
του. Τή θεωροῦσαν νεκρή. Μετά ἀπό αὐτή τή συγκλονιστική περιγραφή, συνεχίζει ἡ
ξεναγός, δέχτηκα νά τόν βοηθήσω στό αἴτημά του μέ κάποια ἐπιφύλαξη, γιατί δέν γνώριζα ἄν κάτι τέτοιο ἦταν ἐφικτό λόγῳ πίεσης τοῦ χρόνου καί τοῦ προγράμματός μας, ἀλλά καί τῆς μηδαμινῆς πιθανότητας νά βροῦμε κάτι μετά ἀπό τόσα χρόνια. Φθάνοντας, λοιπόν, στό Ἀϊβαλί μέ πλησιάζει ὁ κ. Ἀριστείδης καί μοῦ ζητᾶ νά πάρουμε ἕνα ταξί γιά νά μεταβοῦμε στό χωριό του καί νά ψάξουμε για τό σπίτι του. 

Θυμόταν ὅτι τό σπίτι τους ἦταν πολύ κοντά στήν τότε πλατεία τοῦ χωριοῦ, πρός τήν πλευρά τοῦ νεκροταφείου. Μέ βάση τήν περιγραφή του καί ρωτώντας ἐδῶ κι ἐκεῖ κάποιους ἡλικιωμένους Τούρκους τό βρήκαμε. Σωζόταν ἀκόμη… Ἦταν ἕνα ὄμορφο παλιό ἀρχοντικό σπίτι. Ὁ κ. Ἀριστείδης κατασυγκινημένος κι εὐχαριστημένος μοῦ ζήτησε ἄλλη μιά χάρη. Μέ παρακάλεσε νά φροντίσω νά μάθουμε ποιός κατοικεῖ σήμερα κι ἄν τοῦ ἐπιτρέπουν νά μπεῖ μέσα καί νά τό δεῖ. Δέν μποροῦσα νά τοῦ τό ἀρνηθῶ. Χτυπήσαμε τήν πόρτα τοῦ ἀρχοντικοῦ καί περιμέναμε. Μᾶς ἄνοιξε μιά κυρία. Ἦταν ἡ τωρινή ἰδιοκτήτρια, κι ἀφοῦ μέ συντομία τῆς ἐξήγησα ποιοί εἴμαστε καί τί ψάχνουμε, τήν παρακάλεσα νά ἐπι-
τρέψει στόν παπποῦ νά μπεῖ καί νά δεῖ τό πατρικό του. Μᾶς ἀρνήθηκε εὐγενικά, διότι ἀπουσίαζε ὁ σύζυγός της καί ἡ ἴδια φρόντιζε τήν ἄρρωστη πεθερά της. Μᾶς εἶπε ὅμως νά περάσουμε τό ἀπόγευμα ὅταν θά ἐπέστρεφε ὁ ἄνδρας της. Τό σεβαστήκαμε, ἀνανεώσαμε τό ραντεβοῦ μας καί φύγαμε.

Τό ἀπόγευμα ἐπιστρέψαμε καί πάλι μέ τό ταξί στήν πατρική οἰκία τοῦ κ. Ἀριστείδη. Χτυπήσαμε τήν πόρτα καί αὐτή τή
φορά μᾶς ἄνοιξε ὁ σύζυγος τῆς κυρίας, ὁ ὁποῖος μᾶς καλωσόρισε εὐγενικά. Τόν εἶχε ἐνημερώσει προηγουμένως ἡ σύζυγός του για τὸν λόγο τῆς ἐκεῖ ἐπίσκεψής μας κι ἔτσι μᾶς ἐπέτρεψε νά περιηγηθοῦμε ἐλεύθερα στό σπίτι. Ἀφοῦ περιηγηθήκαμε τά δωμάτια καί τούς χώρους τοῦ σπιτιοῦ, ὁ κ. Ἀριστείδης ζήτησε νά κατεβεῖ καί στό ὑπόγειο, ὅπου ἡ μητέρα του, λίγες ἡμέρες πρίν τόν κατατρεγμό, εἶχε θάψει στό χῶμα ἕνα κουτάκι μέ χρυσαφικά. Ἐπιθυμοῦσε νά βρεῖ αὐτό τό κουτί καί νά πάρει τὸν Σταυρό τῆς μητέρας του, ὅπως τῆς εἶχε ὑποσχεθεῖ νά κάνει, ἄν ἐπέστρεφε κάποτε στά χώματά τους. Ἡ ἐπιθυμία αὐτή τοῦ κ. Ἀριστείδη μέ ἔφερε σέ πολύ δύσκολη θέση.

Φοβόμουν τίς ἐπιπτώσεις πού θά μποροῦσε νά ἔχει μιά τέτοια ἀπόπειρα. Πιθανόν νά μᾶς ἔβαζε σέ μπελάδες μέ τούς ἐνοίκους καί τήν ἀστυνομία καί τοῦ ζήτησα νά φύγουμε προφασιζόμενη ὅτι δέν ἔχουμε ἄλλο χρόνο. Ὁ κ. Ἀριστείδης ὅμως ἦταν ἀνένδοτος. Ἐπειδή ὅμως ἦταν καί ἀρκετά συγκινημένος φοβήθηκα μήπως πάθει κάτι καί κινδυνεύσει ἡ ὑγεία του. Τελικά μπροστά στήν ἐπιμονή του μέ πολλή δυσκολία ἀναγκάστηκα νά ὑποχωρήσω. Ὁ κ. Ἀριστείδης κατέβηκε στό ὑπόγειο καί ψάχνοντας στό σημεῖο πού τοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα του βρῆκε τό κουτάκι μέ τά χρυσαφικά. Τό ἄνοιξε μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τῶν ἐνοίκων καί τούς παρακάλεσε νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά πάρει μόνο τό Σταυρό τῆς μάνας του, τά δέ ὑπόλοιπα νά τά κρατήσουν ἐκεῖνοι, ὡς δεῖγμα εὐγνωμοσύνης γιά τήν εἴσοδο στό πατρικό του μετά ἀπό τόσα χρόνια.


Ἤμασταν ἕτοιμοι νά φύγουμε ὅταν εἶδα τήν κυρία τοῦ σπιτιοῦ, πού περιεργαζόταν τό κουτί μέ τά κοσμήματα, ταραγμένη νά μοῦ κάνει νόημα πώς κάτι ἤθελε νά μοῦ πεῖ. Τή ρώτησα τί συμβαίνει καί μοῦ ἔγνεψε νά δῶ στόν καναπέ τοῦ σπιτιοῦ τήν κατάκοιτη πεθερά της. Δεν καταλάβαινα τί ἤθελε νά μοῦ πεῖ καί τήν παρακάλεσα νά μοῦ ἐξηγήσει καλύτερα. Μοῦ ζήτησε νά κοιτάξω τήν πεθερά της στό πρόσωπο καί νά παρατηρήσω τά σκουλαρίκια της. Παρατηρῶ, λοιπόν, τή γιαγιούλα νά φοράει μόνο ἕνα σκουλαρίκι καί τό ἀντίστοιχο τοῦ ζευγαριοῦ του νά βρίσκεται μέσα στό μικρό κουτί μέ τά χρυσαφικά πού νωρίτερα ξέθαψε ὁ παπποὺς ἀπ’ τό ὑπόγειο. Ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ μοῦ εἶπε πώς ἡ πεθερά της εἶχε μεγάλη ἱστορία. 

«Ὅταν ἦταν μικρό κορίτσι ξέμεινε στό χωριό καί τή βρῆκαν νά περιφέρεται στίς ἐρημιές. Ὑπέστη φοβερές κακουχίες
ἀπό τούς ἀγριεμένους Τούρκους στρατιῶτες καί ἀπό τότε εἶχαν διαταραχτεῖ τά λογικά της. Τά χρόνια πέρασαν, μεγάλωσε καί τήν πάντρεψαν μέ ἕναν Τοῦρκο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπέκτησε ἕναν γιό, τόν ἄνδρα μου». Πῶς νά σᾶς περιγράψω μέ λόγια αὐτό πού ζοῦσα τήν ὥρα ἐκείνη; Ἀπό τή μιά ὁ κ. Ἀριστείδης νά μοῦ λέει ὅτι μποροῦμε πλέον νά φύγουμε ἀφοῦ βρῆκε καί πῆρε αὐτό πού ἤθελε κι ἀπό τήν ἄλλη νά μήν ξέρω πῶς νά τοῦ ἀνακοινώσω τό συγκλονιστικό νέο, ὅτι δηλαδή ἡ γιαγιά μέ τό χαμένο βλέμμα πού εἴχαμε μπροστά μας ἦταν ἡ χαμένη ἀδελφή του. Φοβόμουν μήπως δέν ἀντέξει τή συγκίνηση. Ἀποφάσισα ὅμως νά τοῦ τό πῶ μέ ὅσο τό δυνατόν ἁπαλό τρόπο. Ὅταν λοιπόν τοῦ ἀνακοίνωσα πώς ἡ γιαγιούλα πού βρισκόταν ἄρρωστη στόν καναπέ ἦταν ἡ χαμένη ἀδερφή του δέν τό πίστευε. Ἔκλαιγε, τήν ἀγκάλιαζε καί τή φιλοῦσε διαρκῶς. Τά εἴχαμε ὅλοι χαμένα.

Μάλιστα ἀπό τήν πολλή του συγκίνηση ὁ κ. Ἀριστείδης μοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι ἀποφάσισε νά μήν ἐπιστρέψει πίσω στή Θεσσαλονίκη, ἀλλά νά μείνει, ὅσο τοῦ ἔμελλε νά ζήσει, κοντά στήν πολυπόθητη ἀδερφή του, πού ὅλη του τή ζωή εἶχε
στερηθεῖ καί πού δέν περίμενε ὅτι θά τήν συναντοῦσε στά γεράματά του. Μέ πολλή δυσκολία κατάφερα νά τόν πάρω μαζί μου καί νά συναντήσουμε τό γκρούπ». Πόσες τέτοιες παρόμοιες ἱστορίες ἐκτυλίχτηκαν στό διάβα τοῦ χρόνου!

Ὅλες αὐτές μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά ἀναλογισθοῦμε τό δράμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Ἀνατολίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Καππαδοκίας στά χρόνια τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί νά ἐκτιμήσουμε τή θυσία καί τήν προσφορά τους στό Γένος. Ἄς εἶναι ἀναπαυμένες στά χέρια τοῦ Κυρίου οἱ ψυχές ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων πού ἔγιναν μάρτυρες κι ἄς παραδειγματιστοῦμε οἱ σημερινοί νέοι ἀπό τόν ἀγώνα καί τή θυσία τους, ὥστε νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τίς σύγχρονες «σειρῆνες», ἀλλά νά παραμείνουμε πιστοί στήν πίστη τῶν Πατέρων μας καί τίς Παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας.