ΑΥΓΟΥΣΤΕ, ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΜΗΝΑ, ΝΑ ᾿ΣΟΥΝ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

 

 

Τοῦ Ἀ­πο­στό­λη Δίκο­γλου

 

«Μὴ μὲ μα­λώ­νεις, βρὲ που­λί, καὶ μὴ μὲ πα­ρα­δι­ώ­χνεις,

τί ἐ­γὼ πο­λὺ δὲν κά­θο­μαι στὸν τό­πο τὸ δι­κό σου.

Ἂν κάτ­σω Μά­η καὶ Θε­ρι­στὴ κι ὅ­λον τὸν Ἁ­λω­νά­ρη,

κι ἂν πά­ρω κι ἀ­π᾿ τὸν Αὔ­γου­στο, τὸν Τρυ­γη­τὴ μι­σεύ­ω,

κι ἀ­φή­νω γει­ά στὶς ὄ­μορ­φες καὶ γει­ά στὶς μαυ­ρο­μά­τες

κι ἐ­γὼ πά­γω στὸν τό­πο μου, γυρ­νῶ στοὺς ἐ­δι­κούς μου».

(Δη­μο­τι­κό)

     Πα­νάρ­χαι­α εἶ­ναι, φί­λοι τῆς ξε­νι­τει­ᾶς, ἡ λαχ­τά­ρα τοῦ Ἕλ­λη­να νὰ ξε­νι­τευ­τεῖ. Δὲν ἦ­ταν πάν­τα αἰ­τί­α ἡ ἀ­νέ­χει­α, ἡ φτώ­χει­α καὶ τὰ κον­τρά­τα τοῦ Βελ­γί­ου καὶ τῆς Γερ­μα­νί­ας τοῦ και­ροῦ μας. Τὰ πα­λληκά­ρι­α, οἱ Ἀρ­γο­ναῦ­τες, ποὺ φεύ­γουν ἀ­πὸ τὴν Ἰ­ωλ­κὸ μὲ τὴν Ἀρ­γώ τους γι­ὰ τὴ μαύ­ρη θά­λασ­σα, ὁ ἀ­πό­πλους τοῦ στό­λου τῶν ἑ­νω­μέ­νων Ἑλ­λή­νων ἀ­πὸ τὴν Αὐ­λῶ­να γι­ὰ τὴν Τροί­α, ὁ Ἡ­ρα­κλῆς γι­ὰ νὰ φέ­ρει τὰ χρυ­σὰ μῆ­λα τῶν Ἑ­σπε­ρί­δων, ὁ Σό­λων ποὺ πά­ει στὴν αὐ­λὴ τοῦ Κροί­σσου, ὁ Πυ­θα­γό­ρας στὶς Πυ­ρα­μί­δες καὶ στοὺς ἱ­ε­ρεῖς τῆς Αἰ­γύ­πτου, ὁ Στρα­τη­λά­της Ἀ­λέ­ξαν­δρος στὴν Ὄ­α­ση τοῦ Σί­βα καὶ στοὺς Γι­όγ­κι τῶν Ἰν­δι­ῶν, εἶ­ναι λί­γο-πο­λὺ γνω­στὰ σὲ ὅ­λους τούς Ἕλ­λη­νες ἀ­πὸ τὴ σχο­λι­κή τους ἀ­γω­γὴ καὶ παι­δεί­α. Οἱ πρό­γο­νοί μας ἥ­ρω­ες ἔ­χουν ἕ­να κοι­νὸ γνώ­ρι­σμα με­τα­ξύ τους ποὺ ἐ­ξη­γεῖ καὶ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τά τους. Πρό­κει­ται γι­ὰ τὴ γό­νι­μη κι ἀ­νή­συ­χη ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α τῶν Ἑλ­λή­νων ποὺ δι­ψοῦν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ γι­ὰ τὸ ἄ­γνω­στο καὶ τὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νο τῆς πε­ρι­πέ­τει­ας. Σι­μὰ ἡ ἀ­πο­ρί­α, ἡ πε­ρι­έρ­γει­α τῆς θε­ώ­ρη­σης τοῦ κό­σμου. Ἀ­δη­μο­νεῖ ὁ Ἕλ­λη­νας, νὰ πά­θει καὶ νὰ μά­θει ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαγ­μέ­νους. Τὸ με­ρά­κι τῆς μά­θη­σης καὶ τῆς γνώ­σης φλο­γί­ζει ἀ­δι­ά­κο­πα τὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­δι­ά. Ἔτ­σι βγαί­νει μί­α μέ­ρα στοὺς δρό­μους τοῦ κό­σμου. Καὶ ὁ ποι­η­τὴς (Κων­σταν­τῖ­νος Κα­βά­φης) ἀ­πὸ κον­τὰ τὸν συμ­βου­λεύ­ει: -«Σὰ βγεῖς στὸν πη­γαι­μὸ γι­ὰ τὴν Ἰ­θά­κη/ νὰ εὔ­χε­σαι νἄ­ναι μα­κρὺς ὁ δρό­μος/ γε­μᾶ­τος πε­ρι­πέ­τει­ες, γε­μᾶτος γνώ­σεις». Ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος πά­λι (Κω­στῆς Πα­λα­μᾶς) τὸν ἐμ­ψυ­χώ­νει: -«Μὲς στὸ σει­σμό, τὸ χα­λα­σμό, κά­στρο τὴ γνώ­μη σου νὰ στή­σεις».

     Ἀ­πὸ τὰ ἐγ­καί­νι­α ἑ­νὸς νέ­ου Ὑ­πο­κα­τα­στή­μα­τος τῆς Dresdner Bank στὴν πε­ρι­ο­χὴ Lorick-Dusseldorf στὰ μέ­σα τοῦ 1970. Στὴ γερ­μα­νι­κὴ Τρά­πε­ζα (δεύ­τε­ρη σὲ ὄγ­κο συ­ναλ­λα­γῶν με­τὰ τὴ Deutsche Bank. Τὴν 3η θέ­ση κρα­τοῦ­σε ἡ Commerzbank καὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Τρά­πε­ζα τῶν Συν­δι­κά­των Bank fur Gemeinwirtschaft) ἐρ­γά­στη­κα ἀ­πὸ τὸ 1970 ὡς τὸ 1984. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ με­τα­πή­δη­σα, με­τὰ ἀ­πὸ σχε­τι­κὴ πρό­τα­ση, στὴ Handelsbank GMBH Δυ­τι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, Θυ­γα­τρι­κή τῆς Ἐμ­πο­ρι­κῆς Τρά­πε­ζας τῆς Ἑλ­λά­δος.

     Μέ­σα, λοι­πόν, σ᾿ αὐ­τὸ πα­νάρ­χαι­ο γί­γνε­σθαι τῆς φυ­λῆς στρο­βι­λι­ζό­μα­στε κι ἐ­μεῖς σή­με­ρα, οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες. Δὲν ὑ­πάρ­χει γω­νι­ὰ τού­της τῆς γῆς νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει, νὰ μὴ ζεῖ καὶ νὰ μὴν προ­κό­βει ὁ Ἕλ­λη­νας. Ποῦ πή­γα­με καὶ δὲν στε­ρι­ώ­σα­με, ποῦ μεί­να­με καὶ δὲν δη­μι­ουρ­γή­σα­με, ποῦ δρα­στη­ρι­ο­ποι­η­θή­κα­με καὶ δὲν με­γα­λουρ­γή­σα­με! Στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἀ­π᾿ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη, στὴν Αὐ­στρα­λί­α, στὴν Ἀ­σί­α τῶν πα­λαι­ῶν καὶ τῶν νέ­ων χρό­νων, στὴν Ἀ­φρι­κὴ καὶ τέ­λος στὴ γει­το­νι­ά μας, τὴ γη­ραι­ὰ Ἤ­πει­ρο, ἡ ὁ­ποί­α φέ­ρει μὲ πε­ρισ­σὴ ὑ­πε­ρη­φά­νει­α τὸ ὡ­ραῖ­ο ὄ­νο­μα τῆς πεν­τά­μορ­φης πριγ­κι­πο­πού­λας Εὐ­ρώ­πης. Ξε­τρε­λλα­μέ­νος, μᾶς λέ­ει ὁ Μύ­θος, ἀ­πὸ ἐ­ρω­τι­κὸ πό­θο ὁ ἀ­λα­νι­ά­ρης θε­ὸς τῶν Ἑλ­λή­νων Ζεύς, μα­γε­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα καὶ τὰ κάλ­λη τῆς πριγ­κι­πο­πού­λας, μὴν ἀν­τέ­χον­τας ἄλ­λο -ἂς εἶ­ναι καὶ θε­ὸς- τὸ σα­ρά­κι στὰ σω­θι­κά του, σο­φί­ζε­ται τὴν με­ταμ­φί­ε­σή του σὲ Ταῦ­ρο καὶ τὴν ἀ­πα­γά­γει μέ­ρα με­ση­μέ­ρι μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀγ­κα­λι­ὰ τῶν δι­κῶν της. Γνω­ρί­ζου­με τὴ συ­νέ­χει­α, τὸ ἄ­γρι­ο κυ­νη­γη­τὸ ἀ­πὸ τοὺς ἀ­δελ­φούς τῆς κο­πέ­λας καὶ τὸν κρυ­ψώ­να ποὺ βρί­σκει ἀ­πο­στα­μέ­νος, στὰ πα­νύ­ψη­λα καὶ ἀ­πά­τη­τα βου­νὰ τῆς Κρή­της. Ἀ­πὸ τὴν Εὐ­ρώ­πη, λοι­πόν, καὶ τὸ σπέρ­μα τοῦ θε­οῦ τῶν θε­ῶν Δί­α, κρα­τά­ει τὸ σό­ϊ τῆς γη­ραι­ᾶς ἠ­πεί­ρου! Γι᾿ αὐ­τὸ κι αὐ­τὴ φι­λό­τι­μα προ­σπα­θεῖ, με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα, νὰ γί­νει αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λε πάν­τα νὰ γί­νει καὶ δὲν τὸ κα­τόρ­θω­σε πο­τέ: μί­α ἑ­νω­μέ­νη ἑ­νι­αί­α χώ­ρα, εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ εὐ­η­με­ροῦ­σα, χω­ρὶς φραγ­μοὺς καὶ σύ­νο­ρα! Ἡ Εὐ­ρώ­πη! Μί­α ἤ­πει­ρος φορ­τω­μέ­νη ἱ­στο­ρί­α, γνώ­ση, ἐ­πι­στῆ­μες καὶ δό­ξα, ἀλ­λὰ καὶ φο­βε­ροὺς πο­λέ­μους καὶ βι­βλι­κὲς κα­τα­στρο­φές. Ὁ ἀ­πα­ρά­μιλ­λος Πο­λι­τι­σμός της (καὶ ὅ­που γῆς ἄν­θρω­ποι τὸ γνω­ρί­ζουν αὐ­τὸ) ἐκ­πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὶς ἀ­πύθ­με­νες κι ἀ­στεί­ρευ­τες Δε­ξα­με­νὲς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, τοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ μας! Εἶ­ναι ἐ­τού­τη ἡ βα­ρι­ὰ κλη­ρο­νο­μι­ὰ καὶ ὑ­πο­θή­κη συ­νά­μα, ποὺ κά­νει κα­μμι­ὰ φο­ρά ἐ­μᾶς τοὺς ἀ­πο­γό­νους νὰ γι­νό­μα­στε ὑ­πέρ­με­τρα ὑ­πε­ρή­φα­νοι καὶ μά­λι­στα σὲ ση­μεῖ­ο ποὺ νὰ ἐ­νο­χλοῦν­ται οἱ ξέ­νοι γύ­ρω μας. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν, πά­νω στὸ δί­και­ο θυ­μό μας, ἐκ­στο­μί­ζου­με πρὸς τὴ με­ρι­ὰ τους τὴν προ­σβλη­τι­κὴ φρά­ση: Ἀ­πο­λί­τι­στοι, ἐ­μεῖς σᾶς δώ­σα­με τὰ φῶ­τα καὶ τὰ πρό­τυ­πα γι­ὰ νὰ ὀρ­γα­νώ­σε­τε τὶς πρῶ­τες κοι­νω­νί­ες σας! Καὶ ὄν­τως ἔτ­σι ἔ­χει. Εἴ­μα­στε οἱ δω­ρη­τὲς τῶν με­γά­λων ἰ­δα­νι­κῶν, τῶν με­γά­λων ἐμ­πνεύ­σε­ων καὶ ὁ­ρα­μά­των τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας!

     Στὸ Κεν­τρι­κὸ Κα­τά­στη­μα τῆς Dresdner Bank στὴν Konigsallee εἶ­χε στη­θεῖ (ἀ­φορ­μὴ μί­α καμ­πά­νι­α τῶν το­πι­κῶν Πι­στω­τι­κῶν Ἱ­δρυ­μά­των ὑ­πὲρ τῆς πο­δο­σφαι­ρι­κῆς ὁ­μά­δας τῆς πό­λης Fortuna, ποὺ πή­γαι­νε ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ στὸ χει­ρό­τε­ρο) μέ­σα στὴν τε­ρά­στι­α αἴ­θου­σα συ­ναλ­λα­γῶν ἕ­να κα­νο­νι­κὸ ὁ­μοί­ω­μα (Tor, χω­ρὶς τερ­μα­το­φύ­λα­κα), ὅ­που στὴ δε­ξι­ὰ γω­νί­α ὑ­πῆρ­χε ὀ­πὴ με­γέ­θους ἑ­νὸς κα­λα­θι­οῦ. Κα­θέ­νας, πε­λά­της καὶ μή, εἶ­χε τὴν εὐκαι­ρία νὰ κερ­δί­σει δι­ά­φο­ρα δω­ρά­κι­α καὶ ἐ­παί­νους ἂν κα­τόρ­θω­νε μὲ μό­νο 3 σοὺτ νὰ καρ­φώ­σει τὴ μπά­λα στὸ δίχ­τυ. Ὁ φα­κὸς ἔπια­σε καὶ μέ­να (ἤ­μουν στὸ Τμῆ­μα Werbung-Verkaufsforderung) τὴ στιγ­μὴ ποὺ δο­κί­μα­ζα τὴν εὐ­στο­χί­α τοῦ δε­ξι­οῦ μου πο­δι­οῦ. Ἂν θυ­μᾶ­μαι κα­λὰ χω­ρὶς ἐ­πι­τυ­χί­α …

     Δὲν εἶ­ναι, λοι­πόν, ὑ­περ­βο­λὴ τὰ ὅ­σα γρά­φον­ται δῶ ­πέ­ρα. Ἐ­μεῖς ποὺ ζοῦ­με σα­ράν­τα ὁ­λά­κε­ρα χρό­νι­α στὴ Γερ­μα­νί­α πό­σες φο­ρὲς δὲν γί­να­με αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες ὅ­που ἐ­πι­φα­νεῖς πο­λι­τι­κοί, συγ­γρα­φεῖς, κα­θη­γη­τές, φι­λό­σο­φοι καὶ ἄλ­λοι δι­α­νο­ού­με­νοι ἀ­να­φέ­ρον­ταν μὲ ἀφ­τι­α­σί­δω­τους ἐ­παί­νους στὰ ἀ­ξε­πέ­ρα­στα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῶν προ­γό­νων μας; Πό­σες φο­ρὲς δὲν ἀ­κού­σα­με μὲ τὰ ἴ­δι­α μας τὰ αὐ­τι­ὰ τὰ λό­γι­α τὰ με­γά­λα; Οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ μᾶς δώ­σα­νε δυ­να­τὲς ἐμ­πνεύ­σεις γι­ὰ με­γά­λα καὶ φω­τει­νὰ ἔρ­γα, τὰ Muster-Πρό­τυ­πα, γι­ὰ νὰ οἰ­κο­δο­μη­θεῖ ἔ­πει­τα μὲ ὑ­πο­μο­νὴ αὐ­τὸ ποὺ σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζου­με ὅ­λοι Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ ἢ Δυ­τι­κὸ Πο­λι­τι­σμό. «Ἐ­σεῖς οἱ Ἕλ­λη­νες μᾶς ἔ­χε­τε χα­ρί­σει ὑ­πέ­ρο­χες, θε­ϊ­κές, μο­να­δι­κὲς λέ­ξεις μὲ βα­θυ­στό­χα­στο καὶ ἀ­νε­ξάν­τλη­το πε­ρι­ε­χό­με­νο. Λέ­ξεις ὅ­πως: ἁρ­μο­νί­α, νο­σταλ­γί­α, φι­λο­σο­φί­α, ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή, ἄλ­γος, εἰ­ρή­νη, θε­ω­ρί­α, πρά­ξη, ὀρ­γά­νω­ση, δι­ά­γνω­ση, πρό­γνω­ση, αὐ­το­ψί­α, πα­θο­λο­γί­α, δη­μο­κρα­τί­α, ἀ­κα­δη­μί­α, πο­λι­τι­κή, λέ­ξη, βι­βλί­ο, παι­δα­γω­γι­κή, μα­θη­μα­τι­κά, ἀλ­φά­βη­το, γραμ­μα­τι­κή, σύν­τα­ξη, σφαῖρα, ἀ­τμός, ψυ­χή, φυ­σι­κή, τέ­χνη, θή­κη, λο­γι­κή, ἰ­δέ­α, ἄ­το­μο, ἐ­νέρ­γει­α, κο­σμο­πο­λί­της, ἀ­θλη­τής, θρί­αμ­βος, θέ­α­τρο, δρά­μα, κω­μω­δί­α, μου­σι­κή, με­λω­δί­α, ψαλ­μός, ὠ­δή, βι­ο­λο­γί­α, ἀ­να­το­μί­α, δί­αι­τα, λύ­ση, πρό­βλη­μα, πρό­γραμ­μα, ἱ­στο­ρί­α, λυ­ρι­σμός, εἰ­δύλ­λι­ο, εὐ­χα­ρι­στί­α, εὐ­δαι­μο­νί­α, χα­ρα­κτῆρας, φι­λαν­θρω­πί­α, φι­λο­ξε­νί­α, ἥ­ρω­ες, εὐ­θα­να­σί­α, σύν­δρο­μο, ψυ­χα­νά­λυ­ση, σύν­θε­ση, ἦ­χος, σύμ­βο­λο, ψυ­χο­σω­μα­τι­κή, ἀ­ναι­μί­α, ἀ­έ­ρας, ἀ­γω­νί­α, ἀ­ναρ­χί­α, τυ­ραν­νί­α, φο­βί­α, πα­νι­κός, κα­τα­στρο­φή! Χι­λι­ά­δες εἶ­ναι οἱ λέ­ξεις ἀ­πὸ τὴ γλῶσ­σα σας στὰ λε­ξι­κά μας, θε­μέ­λι­οι λί­θοι τοῦ γλωσ­σι­κοῦ καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ μας οἰ­κο­δο­μή­μα­τος!». Τὸ ἴ­δι­ο βέ­βαι­α ἰ­σχύ­ει καὶ στὶς ἄλ­λες γλῶσ­σες τῆς Εὐ­ρώ­πης. Καὶ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ται­ρι­ά­ζει, νο­μί­ζω, νὰ σᾶς δι­η­γη­θῶ μί­α ἄ­γνω­στη, γι­ὰ κά­ποι­ους ἴ­σως, ἱ­στο­ρί­α. Πρὶν ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὰ χρό­νι­α ὁ γνω­στὸς Τρα­πε­ζί­της, καὶ γι­ὰ ἕ­να δι­ά­στη­μα Πρω­θυ­πουρ­γὸς (Οἰ­κου­με­νι­κὴ Κυ­βέρ­νη­ση­ 1­9­89) τῆς χώ­ρας, Ξε­νο­φῶν Ζο­λώ­τας, μί­λη­σε σὲ Συ­νέ­δρι­ο Ἄγ­γλων συ­να­δέλ­φων του στὸ Λον­δί­νο χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μό­νο ἑλ­λη­νι­κὲς λέ­ξεις ποὺ τὶς εἶ­χε πά­ρει ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γλι­κή. Καὶ ὢ τοῦ θαύ­μα­τος! Ὁ λό­γος του ἔ­γι­νε ἀ­πό­λυ­τα κα­τα­νο­η­τὸς καὶ κα­τα­χει­ρο­κρο­τή­θη­κε. Αὐ­τὸ Συ­νέλ­λη­νες, ἐ­δῶ­θε καὶ ἐ­κεῖ­θε τῶν συ­νό­ρων, δὲν εἶ­ναι μύ­θευ­μα. Τὸ κεί­με­νο ὑ­πάρ­χει! Ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρὲς ἔ­χου­με ἀ­κού­σει στὰ ἐρ­γο­στά­σι­α, ἀλ­λὰ καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή, νὰ μᾶς λέ­νε οἱ Γερ­μα­νοὶ Vorarbeiter: Jetzt meine Herren machen wir Pause! Αὐ­τὴ ἡ χι­λι­ο­ει­πω­μέ­νη λέ­ξη Πά­ου­ζε, ποὺ τὴν ἀ­κοῦ­με συ­νε­χῶς γύ­ρω μας, δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κό­τα­τη λέ­ξη παῦσις! Ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα παύ­ω. Δη­λα­δὴ στα­μά­τη­μα, δι­α­κο­πή ἀ­πὸ ἕ­ναν ἀ­έ­ννα­ο ρυθ­μό, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἐρ­γα­σί­α, ἀλ­λὰ δυ­στυ­χῶς καμ­μι­ὰ φο­ρά καὶ τῆς ἴ­δι­ας τῆς καρ­δι­ᾶς μας! Ναί, ἔτ­σι εἶ­ναι, συμ­πα­τρι­ῶ­τες καὶ συμ­πα­τρι­ώ­τισ­σες τῆς ξε­νι­τει­ᾶς. Εἴ­μα­στε, εἴ­τε τὸ θέ­λουν, εἴ­τε δὲν τὸ θέ­λουν κά­ποι­οι, τὸ ἅ­λας τῆς γῆς! Κι αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νου­με.

     Θὰ μοῦ πεῖ­τε τώ­ρα, φί­λε Δίκο­γλου, καὶ τί σχέ­ση ἔ­χουν ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ κα­λὰ καὶ τὰ ὡ­ραῖα πού μᾶς λὲς μὲ τὸν μήνα Αὔ­γου­στο; Νὰ σᾶς ἀ­πο­λο­γη­θῶ: Στὰ μύ­χι­α τῆς ψυ­χῆς τοῦ Ἕλ­λη­να δὲν βρί­σκε­ται μό­νο ἡ λαχ­τά­ρα τῆς φυ­γῆς, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τὴ τῆς νο­σταλ­γί­ας, ὁ Νό­στος τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στὸν τό­πο ποὺ γεν­νή­θη­κε. -Νὰ δῶ τὸν κα­πνὸ ἀ­πὸ τὸ τζά­κι τοῦ σπι­τι­οῦ μου, μο­νο­λο­γοῦ­σε ὁ πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος Ὀ­δυσ­σέ­ας, καὶ ἔ­πει­τα ἂς πε­θά­νω! Καὶ οἱ πα­λαι­οί, στὰ μαῦ­ρα χρό­νι­α τῆς ὀ­θω­μα­νι­κῆς σκλα­βι­ᾶς, σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζα­νε ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: θέ­λω νὰ γυ­ρί­σω στὸν τό­πο τῶν δι­κῶν μου «στὸν τό­πο ποὺ γεν­νή­θη­κα κι ἂς τὸν πα­τοῦν οἱ ξέ­νοι».

     Τὸν και­ρὸ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἀ­κό­μη ἀ­ε­ρο­πλά­να, αὐ­το­κί­νη­τα καὶ κι­νη­τὰ τη­λέ­φω­να, Internet, Facebook κ.λπ. ἡ λαχ­τά­ρα νὰ μά­θου­με κά­τι νέ­ο ἀ­πὸ τὴν μα­κρι­νή μας πα­τρί­δα, ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­το­νῶν ποὺ μέ­να­νε στὴν Ἀ­με­ρι­κή, γι­νό­τα­νε μὲ τὸ νὰ γυ­ρο­φέρ­νουν λι­μά­νι­α καὶ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοὺς σταθ­μοὺς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα μή­πως καὶ συ­ναν­τή­σουν κά­ποι­ον νε­ο­φερ­μέ­νο πα­τρι­ώ­τη καὶ νὰ μά­θουν ἀ­π᾿ αὐ­τὸν τὰ νέ­α τῆς πα­τρί­δας. Κι ἂν αὐ­τὰ ἦ­σαν κα­λὰ χαι­ρόν­του­σαν σὰν τὰ μι­κρὰ παι­δι­ὰ καὶ ὕ­στε­ρα σὲ κά­ποι­ο κα­πη­λει­ὸ εὐ­φραί­να­νε τὶς καρ­δι­ές τους μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σὶ καὶ κου­βεν­τού­λα. Καὶ ὅ­ταν πά­λι αὐ­τὰ ἦ­σαν ἄ­σχη­μα καὶ πέν­θι­μα, θλί­ψη, βου­βα­μά­ρα καὶ μαύ­ρη σκι­ὰ ὁ­λό­γυ­ρα. Συ­χνὰ τὸ πα­ρά­πο­νο καὶ ἡ ἀ­νημ­πο­ρε­σι­ὰ γι­νό­ταν πι­κρὸ δά­κρυ γι­ὰ νὰ κυ­λή­σει ἀ­πὸ τὶς κόγ­χες τῶν μα­τι­ῶν στὰ μά­γου­λα. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν μας. Θυ­μᾶ­στε, στὰ πρῶ­τα χρό­νι­α τῆς ξε­νι­τει­ᾶς μας, μὲ τὶς ὧ­ρες γυ­ρο­φέρ­να­με κι ἐ­μεῖς μέ­σα στοὺς με­γά­λους σταθ­μοὺς τοῦ Μο­νά­χου, τῆς Στουτ­γάρ­δης, τῆς Φραγ­κφούρ­της, τῆς Κο­λω­νί­ας, τοῦ Ντύσ­σελ­ντορφ, τοῦ Ντόρ­τμουντ καὶ τοῦ Ἀ­νό­βε­ρου. Ἀ­πὸ τὸν Πει­ραι­ᾶ ξε­κι­νοῦ­σε τὸ τραῖ­νο τῶν Gastarbeiter γι­ὰ τὴ Γερ­μα­νί­α, παίρ­νον­τας μα­ζί του ἀ­πὸ σταθ­μὸ σὲ σταθ­μὸ τὰ νει­ᾶ­τα τῆς μάν­νας Ἑλ­λά­δας. Τί ἦ­ταν ἀ­νήμ­πο­ρη ἡ πα­τρί­δα νὰ μᾶς χορ­τά­σει ψω­μὶ καὶ παι­δεί­α, νὰ μᾶς ἐ­ξα­σφα­λί­σει μί­α θέ­ση δου­λει­ᾶς. Κι ἐ­μεῖς πα­λλη­κα­ρά­κι­α καί κο­πε­λι­ὲς στὸ ἄν­θος τῆς ἡ­λι­κί­ας μας, χω­ρὶς γλῶσ­σα, χω­ρὶς χρή­μα­τα, χω­ρὶς κἄν γνώ­ση τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ μας, νοι­ώ­θα­με ἕ­να πι­κρο­χα­ρού­με­νο συ­ναί­σθη­μα νὰ βα­ραί­νει τὴν καρ­δι­ά μας. Μί­α γι­α­τί ἀ­φή­να­με πί­σω μας γο­νεῖς, ἀ­δέλ­φι­α, φί­λους, ἀ­γα­πη­τι­κι­ά, καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἠ­δο­νι­ζό­μα­σταν ἀ­πὸ τὸ ἄ­γνω­στο ποὺ μᾶς πε­ρί­με­νε στὴν μα­κρι­νή, γι­ὰ κεῖ­να τὰ χρό­νι­α, Γερ­μα­νί­α. –«Μα­ννού­λα θὰ φύ­γω, μὴν κλά­ψεις γι­ὰ μέ­να, ἡ μοῖρα τὸ γρά­φει μο­νά­χος νὰ ζῶ» τρα­γου­δού­σα­με ἀ­συν­τό­νι­στα τὸ γνω­στὸ λυ­πη­τε­ρὸ τρα­γού­δι τοῦ Στέ­λλι­ου Κα­ζαν­τζί­δη, μέ­σα στὰ ἐρ­γα­το­βα­γό­νι­α μὲ σκέ­ψεις ἀ­νά­κα­τες. Τὸ Dortmund ἦ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος σταθ­μός! Θυ­μᾶ­στε, πὼς τεν­τώ­να­με τὸ αὐ­τί, μή­πως κι ἁρ­πά­ξου­με ἀ­πὸ κά­που τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ λα­λι­ά, τὴ λα­λι­ὰ τὴ γνώ­ρι­μη ποὺ τό­σο μᾶς ἔ­λει­πε.

     Στὴν Κο­λω­νί­α 4 Ἀ­πρι­λί­ου 1967 ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ποὺ ἔ­μει­νε ὁ ἐ­πι­στή­θι­ος φί­λος (ἡ φι­λί­α ἄρ­χι­σε (ἀ­ρι­στε­ρὸς αὐ­τὸς δε­ξι­ὸς ἐ­γὼ) τὸ Φθι­νό­πω­ρο 1959 καὶ κρα­τά­ει ἕ­ως σή­με­ρα) Γι­ῶρ­γος Κα­σμε­ρί­δης. Ὁ Γι­ῶρ­γος, με­τὰ τὸ πτυ­χί­ο του στὴν ΑΣΟΕ, ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ­νον τὸν κα­ρὸ τὴν δι­δα­κτο­ρι­κή του δι­α­τρι­βὴ στὰ Οἰ­κο­νο­μι­κὰ / Betriebswirtschaft, στὸ Πα­νε­πι­στή­μι­ο zu Koln. Εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει μία­ φω­το­γρα­φι­κὴ μη­χα­νὴ μάρ­κα Exakta καὶ μα­θαί­νον­τας φω­το­γρά­φι­ζε ὅ,τι ἔ­βρι­σκε μπρο­στά του. Ἄ­τυ­χος, βρέ­θη­κα κι ἐ­γὼ στὸ δρό­μο του. Ὅ­σο γι­ὰ τὴν πί­πα: Τό­τε μᾶς εἶ­χε πι­ά­σει ὅ­λους ἡ σο­σι­α­λί­ζου­σα μα­νί­α (Μά­ρι­ος Νι­κο­λι­νά­κος, Θω­μᾶς Ρη­νι­ώ­της, Γι­ῶρ­γος Κα­σμε­ρί­δης, Ἀ­χιλ­λέ­ας Νι­κο­λα­ϊ­δης, Γι­άν­νης Χα­νού­μης, Κώ­στας Νι­κο­λά­ου, Βά­σος Μα­θι­ό­που­λος, Κά­ρο­λος Πα­πού­λι­ας καὶ ἄλ­λοι). Πρό­τυ­πο, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ δι­α­νό­η­ση, ὑ­ψη­λό­βαθ­μα στε­λέ­χη τῆς SPD (στὸ ζε­νὶθ τό­τε τῆς πο­λι­τι­κῆς τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ αἴ­γλης), ὅ­πως ὁ Fraktionschef Herbert Wehner, ὁ Vordenker Egon Bahr, ὁ Professor Horst Ehmke = αὐ­τὸς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα στὴ Γερ­μα­νί­α τὸν κρα­τού­με­νο στὶς φυ­λα­κὲς Κα­θη­γη­τὴ Γε­ώρ­γι­ο-Ἀ­λέ­ξαν­δρο Μαγ­κά­κη), ὁ Karl Wienand, οἱ 3 τε­λευ­ταῖ­οι πρω­το­πα­λλήκα­ρα τοῦ χα­ρι­σμα­τι­κοῦ ἀρ­χη­γοῦ τους Willy Brandt. Ἀ­πὸ τοὺς πα­ρα­πά­νω δι­κούς μας ἀρ­κε­τοὶ εὐ­ερ­γε­τή­θη­καν ἀ­πὸ τὴν SPD μὲ θέ­σεις στὴ Deutsche Welle γι­ὰ τὶς ἑλ­λη­νι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς (Βά­σος Μα­θι­ό­που­λος, Κά­ρο­λος Πα­πού­λι­ας, Κώ­στας Νι­κο­λά­ου) καὶ ἄλ­λοι σὲ θέ­σεις Κοι­νω­νι­κῶν Λει­τουρ­γῶν, γι­ὰ τὴν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν Ἑλ­λή­νων Gastarbeiter, μὲ τὴ με­σο­λά­βη­ση καὶ τὴν πο­λύ­πλευ­ρη στή­ρι­ξη τοῦ Georg Albrecht (ζεῖ στὸ Ντύσ­σελ­ντορφ), δι­ευ­θυν­τι­κὸ καὶ δρα­στή­ρι­ο στέ­λε­χος στὸ Diakonische Werk τῆς τό­τε πα­νί­σχυ­ρης Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴ Ρη­να­νί­α-Βε­στφα­λί­α.

     Ὑ­πάρ­χει, φί­λοι ἀ­να­γνῶ­στες, καὶ ἀ­γα­πη­τὲς ἀ­να­γνώ­στρι­ες, ἕ­να συγ­κι­νη­τι­κὸ ἀ­νέκ­δο­το ἐ­πει­σό­δι­ο καὶ θαρ­ρῶ ἀ­ξί­ζει νὰ σᾶς τὸ ἀ­να­φέ­ρω σή­με­ρα. Σὲ μί­α τέ­τοι­α, τυ­χαῖα, συ­νάν­τη­ση στὴν πρώ­τη μα­ζι­κὴ με­τα­να­στευ­τι­κὴ ἔ­ξο­δο τῶν Ἑλ­λή­νων πρὸς τὴν Ἀ­με­ρι­κή, ἕ­νας ἀ­πό­κλη­ρος με­τα­νά­στης ἔ­φερ­νε βόλ­τες σὲ μέ­ρη ποὺ συ­νή­θως σύ­χνα­ζαν οἱ ἀλ­λο­δα­ποί. Ἐ­κεῖ στὴ γύ­ρα, γι­ὰ κα­νέ­να συμ­πα­τρι­ώ­τη, κά­ποι­α στιγ­μὴ ρω­τά­ει ἕ­ναν ξέ­νο σὲ σπα­στὰ ἀ­με­ρι­κά­νι­κα, ποὺ τοῦ φά­νη­κε γι­ὰ Ἕλ­λη­νας, ἀ­πὸ ποῦθε κα­τά­γε­ται. Ὁ ρω­τη­θείς ὅ­μως δὲν τοῦ ἀ­παν­τά­ει εὐ­θεῖ­α, ἀλ­λὰ ἀρ­χί­ζει νὰ τοῦ πε­ρι­γρά­φει ὅ­σο κα­λύ­τε­ρα μπο­ροῦ­σε στὴν ξέ­νη γλῶσ­σα τὶς ὀ­μορ­φι­ὲς τοῦ τό­που του, νὰ τοῦ μι­λά­ει γι­ὰ τὸν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό, τὶς γα­λά­ζι­ες θά­λασ­σες μὲ τὶς ἀ­μέ­τρη­τες ἀ­κρο­γι­α­λι­ές, γι­ὰ τὰ ψη­λὰ βου­νὰ καὶ τὶς κα­τα­πρά­σι­νες πε­δι­ά­δες, γι­ὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τοὺς ἥ­ρω­ες τῆς πα­τρί­δας του, τὶς φι­λό­ξε­νες καρ­δι­ὲς ποὺ κα­τοι­κοῦν στὴ χώ­ρα του, ὥ­σπου ὁ ἄλ­λος δὲν ἄν­τε­ξε. Τοῦ λέ­ει νὰ στα­μα­τή­σει καὶ μὲ βουρ­κω­μέ­να μά­τι­α τοῦ ἀ­παν­τά­ει μὲ τὰ λό­γι­α τοῦ ποι­η­τῆ: «Σώ­πα, τὴ χώ­ρα πού μοῦ λὲς τὴ γνώ­ρι­σα, τὴν εἶ­δα, τὴν μα­κρι­νὴ πα­τρί­δα σου ἔ­χω κι ἐ­γὼ πα­τρί­δα».

     Ὕ­στε­ρα κύ­λη­σαν τὰ χρό­νι­α, με­στώ­σα­με στὴν ξέ­νη γῆ, μά­θα­με τὴ γλῶσ­σα τους, τὸ πρῶ­το ἐρ­γα­λεῖ­ο γι­ὰ κά­θε ἐ­πι­τυ­χί­α. Ἔ­πει­τα πα­ρα­τή­σα­με τὶς σί­γου­ρες δου­λει­ές μας στὰ ἀν­θρα­κω­ρυ­χεῖ­α, στὰ χυ­τή­ρι­α καὶ στὰ ἐρ­γο­στά­σι­α γι­ὰ τοὺς ἄλ­λους ἀλ­λο­δα­πούς, κι ἐ­μεῖς, μὲ τὸ ἔμ­φυ­το χά­ρι­σμα τῆς φυ­λῆς, ριχ­τή­κα­με στὸ ἐμ­πό­ρι­ο, στὰ γράμ­μα­τα καὶ τὶς ἐ­πι­στῆ­μες, στὶς τέ­χνες καὶ στὶς χρη­μα­τι­στη­ρι­α­κὲς συ­ναλ­λα­γές. Κά­ποι­οι σκον­τά­ψα­με. Δὲν ἦ­ταν στρω­μέ­νος μὲ ρο­δο­πέ­τα­λα ὁ δρό­μος τῆς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας καὶ αὐ­το­νό­μη­σης ποὺ ἐ­πι­λέ­ξα­με. Ἀρ­κε­τοὶ καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ χά­σα­νε τὶς μι­κρές τους οἰ­κο­νο­μί­ες, ποὺ εἴ­χα­νε συγ­κεν­τρώ­σει μὲ στε­ρή­σεις καὶ θυ­σί­ες μάρ­κο-μάρ­κο, ἀ­πὸ τὴν σκλη­ρὴ δου­λει­ὰ στὶς φάμ­πρι­κες. Μὰ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­να­ση­κω­θή­κα­με, ὀρ­θο­πο­δή­σα­με, ὑ­περ­νι­κή­σα­με ἐμ­πό­δι­α καὶ δυ­σκο­λί­ες καὶ τέ­λος στε­ρι­ώ­σα­με γι­ὰ τὰ κα­λά. Σή­με­ρα οἱ Ἕλ­λη­νες τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἐ­λά­χι­στες πε­ρι­πτώ­σεις, εὐ­η­με­ροῦν! Τὸ δη­λώ­νει αὐ­τὸ ὑ­πεύ­θυ­να κά­ποι­ος ποὺ ἐρ­γά­στη­κε 30 χρό­νι­α σὲ Πι­στω­τι­κὰ Ἱ­δρύ­μα­τα (γερ­μα­νι­κὸ καὶ ἑλ­λη­νι­κὸ) καὶ πα­ράλ­λη­λα ὑ­πῆρ­ξε, ἀ­πὸ τὸ 1974 μέ­χρι στὶς μέ­ρες μας, ὁρ­κω­τὸς δι­ερ­μη­νέ­ας καὶ με­τα­φρα­στὴς στὸ Ἐ­φε­τεῖ­ο τοῦ Ντύσ­σελ­ντορφ. Εἶ­ναι, ὅ­πως ξέ­ρε­τε, οἱ δύ­ο το­μεῖς ὅ­που τὸ ἄ­το­μο ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τὸν συ­νο­μι­λη­τὴ του φα­νε­ρώ­νον­τάς του κρυ­φὲς πτυ­χὲς τῆς ζω­ῆς του. Στὴν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση δί­νει πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ὰ τὰ χρή­μα­τά του (τὸ πι­ὸ πο­λύ­τι­μο ἀ­γα­θὸ γι­ὰ πολ­λοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας) καὶ στὴ δεύ­τε­ρη γι­ὰ τὰ προ­σω­πι­κὰ του βι­ώ­μα­τα, συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ προ­βλή­μα­τα. Συ­χνὰ ἔ­χω τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ὅ­σοι ἀ­σκοῦ­νε τὸ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα τοῦ τρα­πε­ζι­κοῦ -ὑ­ψη­λό­βαθ­μα στε­λέ­χη- καὶ αὐ­τὸ τοῦ δι­ερ­μη­νέ­α-με­τα­φρα­στή, γνω­ρί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα κι ἀ­π᾿ αὐ­τοὺς τοὺς ἱ­ε­ρεῖς ἐ­ξο­μο­λό­γους (κι αὐ­τοὶ πη­γαί­νουν στὴν Τρά­πε­ζα). Ἄ­σε ποὺ οἱ ἐ­ξο­μο­λο­γή­σεις δὲν εἶ­ναι πι­ὰ τῆς μό­δας, ἀλ­λὰ καὶ πα­λι­ά, πο­τὲ οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν τὰ λέ­γα­νε ὅ­λα στοὺς πα­πᾶ­δες ποὺ τοὺς ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σαν. Στὸν τρα­πε­ζι­κὸ ὅ­μως λέ­νε τὰ πράγ­μα­τα μὲ τὸ ὄ­νο­μά τους: κύ­ρι­ε Νι­κό­που­λε, ἔ­χω αὐ­τὲς κι αὐ­τὲς τὶς οἰ­κο­νο­μί­ες, τί νὰ κά­νω; δὲν θέ­λω νὰ μά­θει τί­πο­τα ὁ ἄν­δρας μου. Εἶ­ναι χαρ­το­παί­κτης, εἶ­ναι τοῦ πι­ο­τοῦ, εἶ­ναι τοῦ κα­φε­νεί­ου, εἶ­ναι γυ­ναι­κὰς κ.λπ. Καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ρι­ά: τὸ μά­τι τῆς γυ­ναί­κας μου γυ­α­λί­ζει ἐ­πι­κίν­δυ­να, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, δὲν τὴν ἔ­χω πι­ὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Τὸ πο­σὸ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ μεί­νει μυ­στι­κὸ στὸ ὄ­νο­μά μου, γι­ὰ τὴν ὥ­ρα τὴν κα­κι­ὰ καὶ τὴ δύ­σκο­λη, γι­ὰ τὰ παι­δι­ά, ἂν ὅ­λα δὲν πᾶ­νε κα­λὰ μὲ τὴ γυ­ναῖκα μου καὶ στὸ τέ­λος χω­ρί­σου­με. Ἄχ, βι­βλί­ο τρί­το­μο θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ συγ­γρά­ψει πά­νω σ᾿ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι καὶ τὸ κα­τα­ρα­μέ­νο τὸ ἀ­πόρ­ρη­το ποὺ μᾶς κα­τα­δι­ώ­κει μέ­χρι τὸν τά­φο.

     Ὁ Αὔ­γου­στος μῆ­νας, λοι­πόν, εἶ­ναι ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος μῆνας τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πὸ τὰ πο­λὺ πα­λι­ὰ χρό­νι­α. Ὁ μῆ­νας τῆς ξε­γνοι­α­σι­ᾶς καὶ τῆς ἀ­φθο­νί­ας, ὁ μῆ­νας ποὺ ὁ τζίτ­ζι­κας σκά­ει ἀ­πὸ τὸ πο­λὺ τρα­γού­δι καὶ ὁ μέρ­μηγ­κας ἀ­πὸ τὴν πολ­λὴ δου­λει­ά. Αὐ­τὸ τὸ γνώ­ρι­ζαν φαί­νε­ται οἱ ἐρ­γο­στα­σι­άρ­χες στὴ Γερ­μα­νί­α ἀλ­λὰ καὶ ἀλ­λοῦ. Τὸ ἴ­δι­ο καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐ­πι­νό­η­σαν τὰ ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ συ­στή­μα­τα. Ἔτ­σι μᾶς ἔ­γι­νε συ­νή­θει­ο νὰ παίρ­νου­με τὴν ἄ­δει­ά μας τὸν Αὔ­γου­στο καὶ νὰ ἀ­να­χω­ροῦ­με οἰ­κο­γε­νει­α­κῶς γι­ὰ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη μας πα­τρί­δα Ἑλ­λά­δα. Θὰ θυ­μοῦν­ται οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι, ὅ­τι ἡ προ­σω­ρι­νὴ ἐ­πι­στρο­φή, ἡ πο­θη­τή μας ἄ­δει­α, γι­νό­ταν στὴν ἀρ­χὴ ὁ­δι­κῶς μέ­σῳ Αὐ­στρί­ας καὶ Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­ας ποὺ τὸ μῆ­κος τῆς δεύ­τε­ρης δὲν ἔ­λε­γε νὰ τε­λει­ώ­σει. Ὁ δρό­μος ἕ­νας καὶ μο­να­δι­κὸς καὶ σὲ ἄ­θλι­α κα­τά­στα­ση. Ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α με­γά­λη καὶ ἀ­χα­λί­νω­τη. Ἑ­κα­τον­τά­δες κά­θε κα­λο­καί­ρι τὰ αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κὰ δυ­στυ­χή­μα­τα, πολ­λὲς δε­κά­δες οἱ νε­κροί, Τοῦρ­κοι, Ἕλ­λη­νες, του­ρί­στες, ντό­πι­οι κ.ἄ. Κά­θε δύ­ο-τρί­α χι­λι­ό­με­τρα καὶ σταυ­ρός, κά­θε χαν­τά­κι καὶ ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το μὲ γερ­μα­νι­κὰ νού­με­ρα. Φτά­να­με στὸν προ­ο­ρι­σμό μας, στὸ σπί­τι μας, μὲ τὴν ψυ­χὴ στὸ στό­μα. Ἀ­νά­βα­με κε­ρὶ στὴν Πα­να­γι­ὰ τοῦ χω­ρι­οῦ καὶ τὴν πα­ρα­κα­λού­σα­με ἡ Χά­ρη της νὰ μᾶς συ­νο­δεύ­ει καὶ κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φή μας στὴ χώ­ρα τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας. Ἔ­πει­τα, ὅ­λως ξαφ­νι­κά, ἀλ­λά­ξα­νε τὰ πο­λι­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ οὔ­τε ποὺ προφ­τά­σα­με νὰ χα­ροῦ­με τὴν πε­ρί­φη­μη Autoput, τὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μό τους ποὺ γι­νό­ταν μὲ γορ­γοὺς ρυθ­μοὺς μὲ τὰ χρή­μα­τα τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Τρά­πε­ζας. Φλό­γες τυ­λί­ξα­νε τὴ γεί­το­να χώ­ρα. Δι­α­λύ­σα­νε τὴν ὀν­τό­τη­τά της, μπρο­στὰ στὰ ἔκ­πλη­κτα μά­τι­α ὅ­λου τοῦ κό­σμου, μέ­σα σὲ λί­γους μῆ­νες, χω­ρὶς νὰ κου­νη­θεῖ φύλ­λο -δι­α­μαρ­τυ­ρί­α ἀ­πὸ που­θε­νὰ- ἐ­κτὸς τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ!

 

     Ἀ­πὸ τὶς Παι­δι­κὲς Κα­τα­σκη­νώ­σεις στὴν Καλ­λι­θέ­α Δρά­μας στὰ τέ­λη τοῦ 50ντα. Μα­θη­τὴς τό­τε Γυ­μνα­σί­ου ἐρ­γα­ζό­μουν τὰ κα­λο­καί­ρι­α στὶς Κα­τα­σκη­νώ­σεις ὡς βο­η­θὸς τοῦ Ἀ­πο­θη­κά­ρι­ου ἀ­εί­μνη­στου πι­ὰ Μπάρ­μπα-Θα­νά­ση. Ἀρ­χι­μά­γει­ρας ὁ κα­λό­καρ­δος καὶ σφό­δρα κα­λαμ­πουρ­τζὴς Βαγ­γέ­λης Πί­σπας ἀ­πὸ τὴν Ἤ­πει­ρο. Στὴ φω­το­γρα­φί­α συ­νο­δεύ­ω ὁ­μα­δάρ­χισ­σες μὲ τὰ «παι­δι­ά» τους ποὺ με­τα­φέ­ρουν μέ­σα σὲ με­γά­λα τα­ψι­ὰ τὸ με­ση­με­ρι­ά­τι­κο φα­γη­τὸ ἀ­πὸ τὸ φοῦρ­νο τοῦ χω­ρι­οῦ, ἰ­δι­ο­κτη­σί­α κ. Σκα­φί­δα, στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α τῆς Κα­τα­σκή­νω­σης. Φτω­χοὶ μὰ ὄ­μορ­φοι και­ροὶ …

     Ἀλ­λη­λο­μα­τώ­σα­νε τὰ χέ­ρι­α τους οἱ πρώ­ην γεί­το­νες ὁ ἕ­νας στὴ ζω­ὴ τοῦ ἄλ­λου, τὸ μί­σος πῆ­ρε πα­ρα­νο­η­τι­κὲς δι­α­στά­σεις καὶ τὰ βά­σα­να τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων, ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τὰ τῶν Σέρ­βων, δὲν ἔ­χουν τε­λει­ω­μὸ μέ­χρι στὶς μέ­ρες μας. Καὶ μέ­σα σὲ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ θο­λού­ρα καὶ τὴ συμ­φο­ρά, νἄ­σου καὶ οἱ Σκο­πι­α­νοὶ νὰ αὐ­το­βα­πτί­ζον­ται «Μα­κε­δό­νες» ἀ­πό­γο­νοι τοῦ Φι­λίπ­που καὶ τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου, τοῦ Ἀ­μύν­τα καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη καὶ ἀ­ναι­δέ­στα­τοι, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ πλα­στο­γρά­φοι, νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν χάρ­τες τῆς «Μα­κε­δο­νί­ας τοῦ Αἰ­γαί­ου» στοὺς ὁ­ποί­ους συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ τὸ λί­κνο τοῦ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ὁ θε­ϊ­κὸς ΟΛΥΜΠΟΣ! Ἀλ­λὰ καὶ ὁ τά­φος τῶν γο­νι­ῶν μου στὴ Δρά­μα. Μπρά­βο σας γεί­το­νες, ἂν δὲν σᾶς κό­ψου­με τὴ φό­ρα, εἶ­στε σὲ θέ­ση νὰ τυ­πώ­σε­τε καὶ νέ­ους χάρ­τες ὅ­που θἄ­ναι μέ­σα καὶ ἡ Ἤ­πει­ρος, μιά καὶ ἡ μάν­να τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου ἦ­ταν Ἠ­πει­ρώ­τισ­σα, ἀλ­λὰ καὶ μέ­ρη τῆς Θεσ­σα­λί­ας ἀ­φοῦ τὸ ξα­κου­στὸ ἄ­λο­γο τοῦ Στρα­τη­λά­τη, ὁ Βου­κε­φά­λας, ἦ­ταν θεσ­σα­λι­κὴ ράτ­σα ἀ­πὸ τὰ ξα­κου­στὰ λι­βά­δι­α της.

     Ὅ­μως τὰ ἀ­δέρ­φι­α μας στὴν πα­τρί­δα, τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ δαι­μό­νι­ο ποὺ δὲν κοι­μᾶ­ται, κι ἂς τὸ νο­μί­ζουν κά­ποι­οι ὅ­τι εἶ­ναι ἔτ­σι, αὐ­ξή­σα­νε τὰ δρο­μο­λό­γι­α, ἱ­δρύ­σα­νε νέ­ες ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κὲς ἑται­ρί­ες, πα­ραγ­γεί­λα­νε τὰ πι­ὸ σύγ­χρο­να καὶ γορ­γο­τά­ξι­δα κα­ρά­βι­α τοῦ κό­σμου -πε­ρί­πα­τος εἶ­ναι πι­ὰ ἡ θα­λάσ­σι­α ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὴν Ἰ­τα­λί­α γι­ὰ τὴν Ἡ­γου­με­νίτ­σα καὶ τὴν Πά­τρα. Κι ἐ­κεῖ στὰ σύγ­χρο­να λι­μά­νι­α μας, πε­ρι­μέ­νει ἡ Ἐ­γνα­τί­α Ὁ­δὸς γι­ὰ νὰ μᾶς φέ­ρει γρή­γο­ρα καὶ ἀ­σφα­λέ­στα­τα στὰ πα­τρο­γο­νι­κά μας, στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ μᾶς ἀ­γα­ποῦν καὶ μᾶς πε­ρι­μέ­νουν.

Κα­λὸ καὶ εὐ­χά­ρι­στο Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο

 

Elliniki Gnomi

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα