ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ

14. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ 4

 

Κων/ντίνου Χ’’Ἀντωνίου

Λογοτέχνη-Ἱστορικού

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

 

Σὲ λίγους μῆνες καὶ στὴ διάρκεια τοῦ Κριμαϊκοῦ Πολέμου, ποὺ τότε ξεσπᾶ, τὸ σύνθημα «Ἑλληνικὴ Αὐτοκρατορία» θὰ κυριαρχεῖ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τοῦ Πέτα (διακήρυξη τοῦ Σπύρου Καραϊσκάκη, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῆς Ἠπείρου), μέχρι τὸ νέο βιβλίο τοῦ Βυζαντίου  (τὸ ἐκδιδόμενο στὰ γαλλικὰ Ἀνατολικὸν Ζήτημα), προκαλώντας μεταφυσικοὺς συνειρμοὺς μὲ τὰ 400 χρόνια ἀπὸ τὴν Ἅλωση. Μετὰ τὴ διακήρυξη τῆς ἑλληνικῆς διαχρονίας ἀπὸ τὸν Ζαμπέλιο, τὸν Βυζάντιο καὶ τὸν Παπαρρηγόπουλο, καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων στὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Θεσσαλία, τὸν ἀναβρασμὸ σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια  καὶ ἐν τέλει μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὸν ἀγγλογαλλικὸ στόλο, ποὺ κορυφώνεται μὲ τὴν Κατοχὴ τοῦ Πειραιῶς, ἡ ἀπογοήτευση θὰ εἶναι μεγάλη. Τὰ ἰδεολογήματα τοῦ διαφωτισμοῦ κατέρρεαν, ὁ ἀντιδυτικὸς λόγος ὀξύνετο καὶ τὸ τέλος τῆς Βαυαροκρατίας, μὲ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ Ὄθωνος ἦταν ζήτημα χρόνου.

Βυζάντιος, Ζαμπέλιος καὶ Παπαρρηγόπουλος ἔγραψαν πραγματικὴ ἱστορία, δὲν ὄρθωσαν ἰδεολογικὲς κατασκευές, ὅπως οἱ σημερινές, ἢ ὅπως οἱ διαφωτιστικές, ποὺ καθιστοῦσαν τοὺς Ἕλληνες δέσμιους τῆς  εἰκόνας ποὺ κάθε φορὰ σχηματίζουν γι’ αὐτοὺς οἱ Εὐρωπαῖοι ἐπιστήμονες  (πότε λατρευτική της ἀρχαίας Ἑλλάδος, πότε διαλυτική της νεολληνικῆς ἑνότητας ). Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Βυζαντίου φυσικὰ οὐδέποτε σταμάτησε. Ἦταν πάντα χρήσιμη, διότι διασπᾶ τὴν ἐθνικὴ συνέχεια καὶ ὑπηρετεῖ τὶς θεωρίες ποὺ θέλουν τὸ ἔθνος νεωτερικὸ κατασκεύασμα. Διότι πῶς θὰ ἐξηγηθεῖ ἡ ἐξαφάνιση δύο χιλιετιῶν ἀπὸ τὴν ἱστορία ἑνὸς ἔθνους: Συγχρόνως μὲ τὴν ἀμφισβήτηση ἐπιτυγχανόταν καὶ κάτι ἄλλο. Ἐμφανίζεται ἡ ἑλληνικὴ ἑνοποίηση τοῦ 19ου καὶ 20ου  αἰώνα ὡς ἕνας ἐπεκτατισμός, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ ἀποκατάσταση ἑνὸς ἀρχαίου ἔθνους στὸν ἱστορικό του χῶρο ἀλλὰ ἐπέκταση σὲ ἕναν χῶρο μικτῶν πληθυσμῶν ( ὅπως ὅλος ὁ βαλκανικὸς καὶ μικρασιατικὸς χῶρος), ἀφοῦ ἡ ἐθνολογικὴ ἀλλοίωση δὲν ἦταν πιὰ τὸ ἀπαράδεκτο ἀποτέλεσμα μίας κατάκτησης ἀλλὰ ἡ φυσικὴ σύνθεση χώρου καὶ πληθυσμοῦ, καθιστώντας ἔτσι τὴν ἀπόσχιση τελείως ὑποκειμενικὸ ζήτημα ὡς πρὸς τὴ δικαιολόγηση τῆς. Ἐδῶ ἀκριβῶς θεμελιώνει τὰ ἐπιχειρήματά της ἡ τουρκικὴ ἱστοριογραφία ἀλλὰ καὶ σύγχρονες ἀπόψεις ἀκόμη καὶ ἑλληνόφωνων συγγραφέων περὶ ἐθνοκάθαρσης ποὺ ἐκτέλεσαν οἱ Ἕλληνες στὶς περιοχὲς ποὺ ἐνσωμάτωσαν στὸ ἑλληνικὸ κράτος.

Ὁ Παπαρρηγόπουλος δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπὸ νὰ τονίσει μίαν αἴσθηση πάγια σὲ ἕνα συγκροτημένο συλλογικὸ σῶμα, αἴσθηση ποὺ μόνο στοὺς διανοούμενους τοῦ φωτιδισμοῦ δὲν ἦταν καθαρή. Ὁ Παπαρρηγόπουλος κατηγορήθηκε καὶ στὸν καιρό του καὶ βέβαια καὶ στὸν καιρό μας. Μιστριώτης, Σαρίπολος  καὶ Καλλιγᾶς συναγωνίζονταν σὲ χυδαῖες ὕβρεις κατὰ  τοῦ Παπαρρηγόπουλου. Μάταια! Ἡ γενιὰ τοῦ 1880 θὰ πάρει τὴ σκυτάλη ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ 1850 καὶ θὰ ὁδηγήσει τὸ ἔθνος στὴ λαμπρότερη νεότερη στιγμή του: Τὶς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰώνα. Διόλου τυχαῖα, ὅταν τὸ 1888  ὁ Παπαρρηγόπουλος ἐντάσσει τὴν ἔννοια τοῦ λαοῦ στὴν ἱστοριογραφία – δείχνοντας πὼς ὁ ἀντιβυζαντινισμὸς καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς συνέχειας ἦταν ἰδέες λογίων, ἐνῷ ὁ κληρονόμος τοῦ ἔθνους λαὸς πάντα τιμοῦσε τοὺς  προγόνους τους – ὁ Ψυχάρης δοξάζει λαὸ καὶ ἔθνος μὲ τὸ περίφημο Ταξίδι του ποὺ ἐκδίδεται ἐκείνη τὴ χρονιά, προσκλητήριο τῆς ἐθνικῆς ἀναγέννησης ποὺ οἱ Μυστριώτηδες ἀδυνατοῦσαν νὰ καταλάβουν θαμμένοι στὴν ἀρχαιολατρικὴ ἰδεοληψία τους.

Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς δὲν ὑπέρεβη μαγικὰ τὸ ἀνὰ μέσον χάσμα ποὺ ἔλεγε ὁ Σαρίπολος. Εἶναι σύνθεση τοῦ ἀρχαίου κλασικοῦ ἰδεώδους ἀλλὰ καὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ ρομαντικοῦ βάθους τῆς δισυπόστατης ἑλληνικῆς ψυχῆς. Ἡ ἥττα τοῦ 1922  καὶ ἡ εἴσοδος ἑνὸς τελευταίου διαφωτιστικοῦ ρεύματος, τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, προκάλεσε   μία νέα ἀμφισβήτηση τῆς ἑλληνικῆς συνέχειας ποὺ θεωρήθηκε ἰδεολόγημα τῆς ἀστικῆς ἱστοριογραφίας ἐνῷ διανοούμενοι τῆς Ἀριστερᾶς, ἀπὸ τὸν Κορδάτο ὣς τὸν Χατζή, ταύτισαν τὴ Μεγάλη Ἰδέα μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς νοελληνικῆς ἀστικῆς τάξης. Ἡ πτώση τῶν σοσιαλιστικῶν καθεστώτων καὶ τὸ τέλος τῆς μαρξιστικῆς ἱστορικῆς ἀφήγησης προκάλεσε ἕνα νέο φαινόμενο, ἰδιαίτερα ἔντονο στὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια ποὺ παραδόθηκαν σὲ ἕνα μέτωπο νεοφιλελεύθερης Ἀριστερᾶς ἀναφέρω ὡς χαρακτηριστικὸ τρόπο ἱστορικῆς ἐργασίας μία Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ (τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἐνοχλοῦσε προφανῶς) ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἐκδόθηκε ἀπὸ μεγάλο δημοσιογραφικὸ ὀργανισμό.

Ἡ ἱστορία ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 1770. Οἱ Ἕλληνες τοῦ 18ου  αἰώνα χαρακτηρίζονται «πολιτιστικὴ ὀντότητα σὲ ἐθνοτικὴ διαδικασία». Ὀρθόδοξοι  «ἑλληνόφωνοι» καὶ «ἑλληνότροποι» μὲ διπλὲς ἢ τριπλὲς  ἐθνοπολιτισμικὲς ἀναφορὲς ποὺ προχωροῦν  «πρὸς ἕνα ἀπροσδιόριστο ἀκόμη σημεῖο ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι γνώριζαν ποὺ ὁδηγοῦσε».

(Β. Παναγιωτόπουλος, Πρόλογος). Εἶναι προφανὲς ὅτι θέλουν νὰ δείξουν πὼς ἡ νεοελληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση διαμορφώνεται χάρη στὸν Διαφωτισμὸ καὶ χάρη στὴν καπιταλιστικὴ ἀνάπτυξη ποὺ βλέπουν στὸ τέλος τοῦ 18ου στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. «Οἱ ἰδέες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας διεισδύουν στὶς ἑλληνικὲς κοινωνικὲς ὁμάδες καὶ διαβρώνουν τὴν προαιώνια τάξη πραγμάτων, στοιχειώνουν νέες ἐλπίδες συγκρότησης τῆς κοινωνίας τῶν ὑποτελῶν». Λὲς καὶ οἱ ὑπόδουλοι πρὶν ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ δὲν ποθοῦσαν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Ποιός εἶναι ὁ στόχος; Νὰ φανεῖ πὼς ὅλα ἀρχίζουν μὲ τὸν Διαφωτισμό, πὼς τὸ ἔθνος εἶναι νεωτερικὸ κατασκεύασμα. Στὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ ἴδιου ἔργου ὁμολογεῖται γιὰ τὸν τρόπο συγγραφῆς, ἡ ὁδηγία πρὸς τοὺς συντάκτες «νὰ μὴν προτάσσουν ἐκτεταμένες χρονολογικὲς ἀναγωγὲς στοὺς προηγούμενους αἰῶνες». Σωστά! Διότι ἔτσι θὰ φαινόταν ἡ συνέχεια ποὺ τόσο ἐνοχλεῖ!

Μία μοντέρνα φράση στὴν ὁποία ἀρέσκεται αὐτὴ ἡ σχολὴ εἶναι ὁ ὅρος  «ἐθνικὸ ἀφήγημα», ἐνῷ μιλοῦν περὶ ἱστορίας. Αὐτοὶ οἱ ποῦροι ἐπιστήμονες χαρακτηρίζουν ἔτσι τὴν ἱστορία σκοπίμως. Διότι τὸ ἀφήγημα εἶναι εἶδος λογοτεχνικό. Θέλουν ἔτσι νὰ εἰσαγάγουν στὴν ἱστορία τὸν σχετικισμὸ καὶ τὴν ὑποκειμενικότητα. Ὁ ἱστορικὸς δίνει νόημα καὶ γράφει ἕνα ἀφήγημα μὲ βάση κάποια ἀσαφῆ φαινόμενα. Ἔτσι μποροῦν νὰ χαρακτηρίζουν «ἐθνότητα» τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, «ἀλλαγὴ τοῦ ἡγεμονικοῦ μορφώματος» ( Ἀσδραχᾶς )  τὸ 1453, «ἐκ τῶν ὑστέρων ἱστοριογραφικὴ κατασκευὴ» τὴν τρίσημη ἑλληνικὴ ἱστορία. Οἱ ὅροι ἔθνος καὶ Ἕλληνες «ἀνήκουν στὸ ἐννοιολογικὸ στερέωμα τῆς ἐποχῆς τῆς κατασκευῆς καὶ ὄχι τῆς ἐποχῆς στὴν ὁποία ἀναφέρονται». Ἀκόμη καὶ τὸν ὅρο Ἑλληνισμὸ τὸν ἀναλύουν ὡς ὅρο δηλωτικὸ ἐνέργειας (ἐξελληνισμοῦ) καὶ ὄχι κατάστασης.

Ἡ αἰτία τοῦ φαινομένου αὐτοῦ εἶναι διπλὴ: ἀφενὸς οἱ ἰδεοληψίες

(φαινόμενο ἀρκετὰ εἰρωνικὸ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ συνήθως προέρχονται ἀπὸ τὶς σχολὲς τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ) καὶ ἀφετέρου ἡ ἀπόλυτη ἐξειδίκευση μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχουν βασικὲς γνώσεις γιὰ περιόδους παλαιότερες ἢ γιὰ φαινόμενα συναφῆ καὶ ἀλληλένδετα. Σύνδρομο αὐτῆς τῆς ἀντίληψης εἶναι καὶ ἡ ἐπιλεκτικὴ καὶ ἐγγενῶς ἰδεολογικὰ σημασιοδοτημένη ὁριοθέτηση τῶν πεδίων ἱστοριογραφικῆς παρατήρησης. Οἱ συνεχεῖς ἐξεγέρσεις ὑποβαθμίζονται ἢ διαστρέφονται σὲ κοινωνικές, ὅπως ἡ συμμετοχὴ Ἑλλήνων στὶς συγκρούσεις τῶν ξένων στρατῶν μὲ τοὺς Ὀθωμανούς. Τονίζονται φαινόμενα ἐνσωμάτωσης καὶ ἐθελοδουλείας ἢ ἡ ἀνοχὴ τῶν κατακτητῶν. Μεθερμηνεύουν καὶ νοηματοδοτοῦν  μὲ βάση  τὴν ἰδεολογία τους καὶ μάλιστα ἀποδίδουν αὐτὴν τὴ μέθοδο στοὺς ἐθνοκεντρικούς.  «Ἀλβανικὴ» γράφει ὁ Ἀσδραχᾶς γιὰ τὴν ἀρβανίτικη μετανάστευση τοῦ 14ου  αἰώνα, ἐνῷ ὅλοι ξέρουμε τὴν τεράστια διαφορὰ τῶν δυὸ ὅρων, ἀφοῦ ὁ ἕνας σημαίνει ἔθνος καὶ ὁ ἄλλος φυλὴ χωρὶς ἐθνικὴ συνείδηση. Κι ὅμως! Στὸ τέλος τοῦ Προλόγου  τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέφερα ὁ διευθυντὴς τῆς ἔκδοσης γράφει πὼς «ἐθνοκεντρικὴ εἶναι  καὶ  ἡ δική μας ἱστοριογραφικὴ προσπάθεια»! Σκεφθεῖτε  σύγχυση  ποὺ ἐνῷ ρητὰ λέει «πὼς οἱ συντάκτες δὲν αἰσθάνονται καμιὰ* ἐχθρότητα καὶ καμιὰ ἀλληλεγγύη στὶς πράξεις τῶν ἱστορικῶν  ὑποκειμένων» , θεωρεῖ ἐθνοκεντρικὴ τὴν προσπάθεια, ἐπειδὴ φαίνεται δὲν καταγγέλουν ἀρκούντως τὴν ἑλληνικὴ ἄποψη.

Τὸ συγκεκριμένο ἔργο δὲν εἶναι βέβαια συμπτωματικό. Πληθαίνουν τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ ἀναθεωρητικὲς ἰδεολογικὲς ἐφευρέσεις, τὶς ὁποῖες κάποιοι φιλοδοξοῦν νὰ ἐπιβάλουν στὴ θέση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους ποὺ καταγγέλλουν τὸ Πατριαρχεῖο  γιὰ ἐνδοτισμό, μαθαίνουμε τώρα γιὰ τὴν «ἀνεκτικὴ ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία» καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ καταλάβουμε ἐκείνους τοὺς ἀνόητους προγόνους μας ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἴδια ἄποψη καὶ ξεσηκώνονταν κάθε τρὶς καὶ λίγο βυθίζοντας τὸν τόπο καὶ τὶς οἰκογένειές τους στὸ αἷμα  – ἀπὸ πλήξη προφανῶς μέσα στὴν ὀθωμανικὴ εὐημερία. Ἀκοῦμε ἐπίσης γιὰ τὰ   «ἐγκλήματα» τῶν Ἑλλήνων, ὅταν κατέλαβαν τὴν Τριπολιτσά,  λὲς καὶ σὲ μία Ἐπανάσταση  μετὰ ἀπὸ αἰῶνες κατατρεγμοῦ δὲν ὑπάρχει φυσικὸ ξέσπασμα βίας. Ἄλλος δηλώνει – μιλάω πάντα γιὰ ἀπόψεις ποὺ ἐξέφρασαν ἄτομα ποὺ κατέχουν ἕδρες ἱστορίας σὲ ἑλλαδικὰ πανεπιστήμια- πὼς δὲν ξέρουμε ἂν τὴ φωτιὰ στὴ Σμύρνη τὸ 1922 τὴν ἔβαλε ὁ τουρκικὸς ἢ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς – κι ἂς εἶχε φύγει ὁ τελευταῖος ἀπὸ τὶς 27 Αὐγούστου, τρεῖς μέρες πρίν ἀρχίσει ὁ ἐμπρησμὸς γιὰ νὰ ἐξαλειφθεῖ κάθε ἴχνος τῆς Γκιαοὺρ Ἰσμίρ. Καὶ βέβαια κοινὸς τόπος ὅλων ὅτι «κι ἐμεῖς κάναμε ἐγκλήματα κατὰ τῶν Τούρκων» , ἐξισώνοντας ἔτσι πράξεις βίας φυγάδων καὶ λιποτακτῶν ἑνὸς ἡττημένου στρατοῦ μὲ τὴν κρατικὴ πολιτικὴ γεοκτονίας ποὺ ἡ Τουρκία εἶχε ἐξαπολύσει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Ἑλλάδας στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Σμύρνης τὸ 1919.

Διαβάζουμε ἀκόμη, γιὰ τὰ  «ἐγκλήματα τῶν Συμμάχων» στὸν Β΄  Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ σκεπτόμαστε ὅτι προφανῶς ἔπρεπε νὰ ἀφήσουν τοὺς Γερμανοὺς νὰ ἐξολοθρεύουν τὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη καὶ νὰ μὴν βομβαρδίζουν τοὺς  «ἀθώους ἀμάχους» στὴ Γερμανία – κι ἂς κέρδιζε τὸν πόλεμο ὁ Ἄξονας. Γιὰ μία ὁλόκληρη σχολὴ ἱστορικῶν τελευταῖα, ὅλα εἶναι ἴδια καὶ ὅμοια. Οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ βία τῶν ὑπόδουλων δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξιολογικὴ διαφορὰ μὲ αὐτὴ τῶν κατακτητῶν. Ὅλα εἶναι σχετικά, ἄτακτα καὶ αὐθαίρετα. Ταραχὲς παροδικὲς καὶ ὁρμὲς χωρὶς σκοπὸ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀλλὰ γνώσεις ἀκαλλιέργητες, ἕρπουσες, ἀνίκανες νὰ γίνουν ἱστορία, νὰ δώσουν στὴ ζωὴ σκοπὸ καὶ ἐλευθερία. Πλῆθος γεγονότων, μὰ ἱστορία πουθενά. Οἱ μεταμοντέρνοι ἐπαγγελματίες ἱστορικοὶ κάνουν σήμερα αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγοροῦσαν κάποτε τοὺς ἰδεαλιστὲς φιλοσόφους. Ξεκινοῦν μὲ a priori ἰδεολογικὲς ἐφευρέσεις καὶ ἀναζητοῦν τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ τὶς στηρίξουν. Εἶναι οἱ ἱστορικοὶ ποὺ νιώθουν καμαριέρηδες (καὶ ξέρουμε πὼς κανένας ἥρωας δὲν εἶναι ἥρωας γιὰ τὸν καμαριέρη του, ὄχι γιατί δὲν ὑπάρχουν ἥρωες ἀλλὰ γιατί αὐτοὶ εἶναι καμαριέρηδες) , ποὺ πασχίζουν νὰ καταρρίψουν τὰ πρότυπα τῆς  ἡρωϊκῆς ζωῆς σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Οἱ καμαριέρηδες καὶ οἱ καμαριέρες τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ποὺ βρέθηκαν στὰ  ἑλληνικὰ πανεπιστήμια  θυμίζουν ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο παράδειγμα τοῦ Χέγκελ γιὰ τὸν ἠθικολόγο δημοδιδάσκαλο ποὺ καταφέρεται κατὰ τοῦ Μ .  Ἀλεξάνδρου, ἐπειδὴ «παραφέρθηκε ἀπὸ τὰ πάθη τῆς δόξας καὶ τῆς κατάκτησης» καὶ ἔτσι ὁ δημοδιδάσκαλος (καὶ ὁ ἱστορικὸς τῶν ἑλληνικῶν πανεπιστημίων -συμπληρώνουμε ἐμεῖς-)  θεωρεῖ «πὼς ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μ . Ἀλέξανδρο γιατί δὲν ἔχει τὰ ἴδια πάθη, ἀπόδειξη πὼς δὲν κατέκτησε τὴν Ἀσία, ἀλλὰ ζῆ ἥσυχα καὶ ἀφήνει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ζοῦν ἥσυχοι καὶ αὐτοί».

Κήρυκες μιᾶς ἠθικῆς δούλων, γραικύλοι ἀντάξιοι τῶν προγόνων τους (ἂν ὑπάρχει συνέχεια καταγωγῆς) τῆς ρωμαιοκρατίας, τρόφιμοι τοῦ κράτους ὅλοι, μὰ ἀνίκανοι νὰ γράψουν μία Ἱστορία τῆς προκοπῆς, μία Ἱστορία ποὺ θὰ μείνει μετὰ τὸ βιοτικό τους πέρασμα, περιορίζονται σὲ μία δημοσιογραφικὴ ἀρθρογραφία στὰ συγκροτήματα ποὺ ζοῦν καὶ κερδίζουν ἀπὸ τὸν ἐθνικό μας ἐκφυλισμό. Μάταιος κόπος! Ἡ ἱστορική ἐμπειρία δὲν ὑποτάσσεται στὶς τάχα καθαρὲς ἰδέες. Κατασκευὴ ἰδεολογικὴ εἶναι τὸ ἔργο τους, καὶ ἂς παριστάνει τὴν «ἀναθεώρηση». Δὲν εἶναι Ἱστορία. Ἱστορία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ γεγονότος καὶ ὄχι ἡ ἑρμηνεία γι’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ζήσαμε  ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια πλευρά. Ἡ δική μας  Ἱστορία εἶναι ἡ ἀγωνία καὶ τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ μας. Αὐτὴ ἡ ἱστορία δὲν ἔχει τελειώσει. Κάθε ἄξιος νὰ ζήσει στὸν ἱστορικὸ χρόνο λαός εἶναι φορέας ἑνὸς πνευματικοῦ κόσμου, μιᾶς παράδοσης. Αὐτὴ ἐνσαρκώνει τὴν ἱστορική του ἀξία καὶ τὴν ξέχωρη φυσιογνωμία του καὶ αὐτὴν ἔχει χρέος νὰ περιφρουρεῖ ἡ πολιτεία.

Ἡ νεοελληνικὴ  ταυτότητα ἔχει καὶ πάλι ἀπέναντί της μία πρόκληση. Ἡ ἐποχή μας, ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀποθάρρυνσης, εἶναι ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἡ πιὸ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ μας προσώπου. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πρόοδος χωρὶς τὴ βίωση τῆς Ἱστορίας μας, χωρὶς τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀπέναντί της στὴν καθημερινή μας ζωὴ καὶ ὅτι τὸ χρέος μας δὲν τὸ ἐπιτελοῦμε μὲ ἐπετειακὲς ὡραιολογίες ἀλλὰ μὲ τὴ συνειδητοποίηση ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ πολιτισμοῦ μας εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ μοναχικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ συλλογικοῦ μας προσώπου. Ἡ κατάσταση τῶν ἱστορικῶν σπουδῶν σήμερα στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴ συστηματικὴ ἀμφισβήτηση τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας, τὴν ἐπίμονη καλλιέργεια τῆς σχετικοποίησης καὶ τῆς ἡττοπάθειας, προκαλεῖ καὶ μᾶς θέτει ἐνώπιον σοβαροῦ ὑπαρκτικοῦ διλήμματος: Ἢ θὰ ἐνσωματωθοῦμε σὲ μία παρηκμασμένη Εὐρώπη ὡς μία μάζα ξεριζωμένων ποὺ θὰ ἀναζητᾶ φθηνὲς ἡδονὲς ἢ θὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς σύγχρονου ὑποδείγματος βίου, ὀργανικῆς ἐξέλιξης τῆς μακρᾶς παράδοσης ποὺ γεννήθηκε σ’αὐτὸν τὸν τόπο μὲ θεμέλια τὴν Πίστη καὶ τὴν Ἐλευθερία.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011

 

 



* Σ.τ.Ἐ. Διατηροῦμε τὴν ὀρθογραφία τῶν συγγραφέων