ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – καθηγητού
Η Μ. Ασία υπήρξε το λίκνο Αγίων της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά και κοιτίδα Νεομαρτύρων στα νεώτερα χρόνια. Μια πλειάδα ηρώων ανδρών και γυναικών αντάλλαξαν τη ζωή τους με το μαρτύριο και το θάνατο για την αγάπη του Χριστού. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο Καραμάνος από τη Σμύρνη.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μ. Ασίας περί το 1623 από ευσεβείς Χριστιανούς γονείς. Ζούσε ήσυχη ζωή με την οικογένειά του και δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα να τον κακολογήσει κανένας. Φαίνεται ότι τον διέκρινε βαθειά πίστη στο Θεό και ήταν ευλαβής και πιστός Χριστιανός. Όμως κάποια μέρα συνέβη έναν πολύ ατυχές συμβάν. Για κάποια αιτία θύμωσε πολύ και πάνω στην οργή του ξεστόμισε τη φράση: «θα γίνω τούρκος», εννοώντας ότι θα γίνει έξαλλος, εκτός εαυτού από το ινάτι του.
Τον απερίσκεπτο λόγο του άκουσαν και κάποιοι παριστάμενοι τούρκοι, οι οποίοι εξέλαβαν τα λόγια του ως ομολογία πίστης στο Ισλάμ, ως διαβεβαίωση ότι θα γινόταν τούρκος. Τον άρπαξαν και τον οδήγησαν βιαίως στον τούρκο δικαστή, τον κατή, στον οποίο κατάγγειλαν το περιστατικό, ότι μεταστράφηκε στον μουσουλμανισμό και δέχτηκε να γίνει τούρκος υπήκοος. Ζητούσαν από τον κατή να επισημοποιήσει την υποτιθέμενη επιθυμία του, ως μόνος αρμόδιος, σύμφωνα με την οθωμανική δικαιοσύνη.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως ήταν τακτική των τούρκων να κατασκευάζουν ψεύτικες κατηγορίες στους υπόδουλους Χριστιανούς, από ασήμαντες αφορμές, με σκοπό, αφ’ ενός μεν την τρομοκρατία τους, για να μην σηκώνουν κεφάλι και αφ’ ετέρου, με τον τρόπο αυτόν υποχρέωναν τους δειλούς σε εξισλαμισμό, για να αποφύγουν τα μαρτύρια και το θάνατο.
Ο δικαστής τον ρώτησε αν είναι αληθινή η μαρτυρία των τούρκων μαρτύρων και ο Νικόλαος απάντησε με θάρρος και παρρησία: «Μη γένοιτο, να αρνηθώ ποτέ τον ποιητή και σωτήρα μου, τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό, που πρόκειται να κρίνει ζώντας και νεκρούς και να αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του»! Αρνήθηκε με βδελυγμία την συκοφαντία, την οποία απέδωσε σε σκευωρία εναντίον του. Τότε ο κατής θύμωσε και έδωσε διαταγή να τον δείρουν αλύπητα. Τον παρέλαβαν κάποιοι αγροίκοι στρατιώτες οι οποίοι τον μαστίγωσαν ανηλεώς για πολλή ώρα. Ο Νικόλαος υπόμεινε με γενναιότητα τους φοβερούς πόνους του μαστιγώματος, χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή. Τα μόνα του λόγια ήταν προσευχές και επικλήσεις στο Χριστό να τον ενδυναμώσει στη δοκιμασία του.
Βλέποντας ο δικαστής ότι ο Νικόλαος παρέμεινε σταθερός στην πίστη του, έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στη φυλακή, χωρίς φαγητό και νερό και να τον ξυλοκοπούν δύο φορές την ημέρα. Έφεραν στη φυλακή την μητέρα του και τη σύζυγό του, οι οποίες προσπάθησαν να τον πείσουν να πει το ναι προσωρινά, να γλυτώσει τα μαρτύρια και το θάνατο και ύστερα βλέπουμε. Αλλά ο Μάρτυς δεν ήθελε να ακούσει τέτοια πρόταση, διότι την θεωρούσε ως προδοσία, έστω και αν ήταν ψεύτικη. Ούτε τα βασανιστήρια, η πείνα και η αφόρητη δίψα τον κατέβαλαν να ενδώσει στους αλλοθρήσκους τυράννους.
Ύστερα από μερικές ημέρες πίστεψε ο δικαστής ότι θα είχε «σωφρονιστεί». Το ισχυρό καθημερινό μαστίγωμα, η δίψα και η πείνα θα είχαν κάμψει κάθε αντίστασή του. Έτσι έδωσε διαταγή να βγάλουν από τη φυλακή και να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, όπου, όπως πίστευε, θα ομολογούσε την πίστη του στο Ισλάμ και θα δεχόταν να γίνει τούρκος πολίτης. Ο δικαστής τον ρώτησε ξανά αν αποφάσισε να ασπασθεί το Ισλάμ. Μάλιστα άρχισε τα ταξίματα. Του υποσχέθηκε πως αν έλεγε το ναι θα του δινόταν πλούτη και τιμές. Και τον απείλησε ότι αν δεν δεχόταν τον περίμεναν μαρτύρια και ο βέβαιος θάνατος.
Εκείνος, στάθηκε αγέρωχος, με υψηλό ηρωικό φρόνημα και έδωσε την απάντηση: «Είτε στη θάλασσα με ρίξετε, είτε στη φωτιά με κάψετε, είτε λεπτά κομμάτια με κόψετε, εγώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό δεν αρνούμαι»! Και άρχισε να το επαναλαμβάνει συνεχώς και φωναχτά να το ακούν όλοι. Αυτό εξόργισε τον δικαστή και τους παραβρισκόμενους τούρκους. Ο δικαστής προσπάθησε για ύστατη φορά να τον πείσει, με νέες κολακείες και απειλές. Αλλά βλέποντας ότι αυτός ήταν αμετάπειστος τον παρέδωσε στους στρατιώτες να του κάμουν με το ζόρι περιτομή. Τον έδεσαν χειροπόδαρα σε μια κολώνα και του έκαμαν την περιτομή. Ο Μάρτυρας φώναζε με όση δύναμη είχε: «Τι και να με κόβετε; Τον Χριστό μου δεν Τον αρνούμαι. Αυτόν πιστεύω ως αληθινό Θεό. Τούρκος δεν πρόκειται να γίνω»!
Μετά από αυτό και βλέποντας ο δικαστής ότι η περιτομή δεν έφερε αποτέλεσμα, διέταξε να τον οδηγήσουν στη φυλακή και να τον υποβάλλουν σε σκληρότερα βασανιστήρια, τα οποία συγκλόνισαν ακόμα και τους ξένους, οι οποίοι βρισκόταν στη Σμύρνη. Τα βασανίστρια διήρκησαν περισσότερο από ένα μήνα και ο Μάρτυρας τα υπέμεινε με ηρωισμό και καρτερία. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά και αγαλλίαση και δόξαζε συνεχώς το Θεό για την μεγάλη τιμή που του δόθηκε να υποφέρει για το όνομά Του και την αγάπη Του.
Βλέποντας ο δικαστής ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια να μεταπειστεί ήταν ανώφελη έβγαλε τη διαταγή: θάνατος διά απαγχονισμού. Τον κρέμασαν το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης 19 Μαρτίου του έτους 1657, σε ηλικία 34 ετών. Το ιερό του λείψανο έμεινε κρεμασμένο, όπως προέβλεπαν οι τουρκικοί νόμοι, τρεις ημέρες κρεμασμένο για παραδειγματισμό. Κατόπιν το ξεκρέμασαν και αγγάρεψαν κάποιους Χριστιανούς να το σύρουν και να το πετάξουν στη θάλασσα. Όμως κάποιοι Φράγκοι ναυτικοί, πλήρωσαν τους τούρκους, το έβαλαν σε δίχτυ και το πήγαν στη χώρα τους όπου το έθαψαν με τιμές Μάρτυρα.
Η μνήμη του τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου.