Απόδοση στην Νεοελληνική – Αντιγραφή – Επιμέλεια: Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι οι οδοδείκτες στην πορεία της επίγειας ζωής μας. Οφείλουμε να τους εμπιστευόμαστε και στον βίο τους και στην διδασκαλία τους, για ασφαλή άφιξη στον προορισμό μας, που είναι η εν Χριστώ ζωή στον παρόντα αιώνα, τον απατεώνα, και η κατάλληλη προετοιμασία, για την αιωνιότητα.
Γενικά, για το πως αντιλαμβανόταν ο Άγιος Νεκτάριος τον ρόλο του Έλληνα μας πληροφορεί η ομιλία του με θέμα «Περί κλήσεως και αποστολής του Έλληνος», που έγινε στη Ριζάρειο Σχολή, κατά την απονομή των διπλωμάτων των απολυθέντων ιεροσπουδαστών το 1906, εποχή που ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν σε έξαρση.
Στο βιβλίο: «Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως- Η πρώτη αγία Μορφή των καιρών μας», Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, Αθήνα 1998, νομίζει κανείς πως ο Άγιος μιλάει για τη σημερινή εποχή. Σε ομιλία του προς τους ιεροσπουδαστές της Ριζαρείου Σχολής, τόνιζε ανάμεσα στα άλλα:
«Στα έθνη επικράτησε ένας εθνικός εγωισμός, ο οποίος ζητά να επικρατήσει αυτός πάνω από όλους. Δεν σεβάστηκε ούτε θεία ούτε ανθρώπινα δίκαια και κήρυξε πόλεμο και κατά των θείων και κατά των ανθρωπίνων δικαίων, αφού ανακήρυξε ως αληθινό δίκαιο το δικό του συμφέρον και ως δικαιοσύνη την δική του υπεροχή στην δύναμη (…). Ο Σταυρός ήταν και θα είναι πάντοτε για τον Έλληνα το σύμβολο των ηθικών και θρησκευτικών αρχών του, για τις οποίες αγωνίστηκε και τις υποστήριξε χύνοντας γι` αυτές το αίμα του. Με τον Σταυρό το ελληνικό έθνος υπερνίκησε τον κατακλυσμό, ο οποίος κατέκλυσε τα αρχαία έθνη (…). Το ελληνικό έθνος, λοιπόν, οφείλει, αφού έρθει σε πλήρη επίγνωση της κλήσης και της αποστολής αυτού, να εργασθεί πρώτα ώστε να τελειωθεί το ίδιο στη σοφία και στην αρετή, μέσα από την βαθιά γνώση των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων και κατά δεύτερο να εργαστεί υπέρ των αδελφών και των πλησίον αυτού, συνεχίζοντας έτσι το έργο των ενδόξων του προγόνων, των αναγνωρισμένων ευεργετών της ανθρωπότητας (…). Η Πατρίδα και η Εκκλησία έχουν σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά από άνδρες αφοσιωμένους στις αρχές του Σταυρού, άνδρες ακούραστους, άνδρες οι οποίοι να ζουν όχι για τον εαυτό τους, αλλά για το Γένος και την Εκκλησία».
Αλλά και στο βιβλίο: «Σπουδάζοντας με έναν Άγιο», Εκδόσεις: «ΑΘΩΣ» και στο κεφάλαιο: «Περί της σχέσης της Εκκλησίας προς την Πολιτεία», διαβάζουμε την σχετική διδασκαλία του Αγίου:
«Η Εκκλησία ως προς την διακυβέρνησή της είναι ανεξάρτητη από την πολιτεία. Αυτό διότι είναι καθαρά θρησκευτικό καθίδρυμα και το πολίτευμά του είναι καθαρά πνευματικό. Και, όπως είναι φυσικό, τα πνευματικά κυβερνιούνται από άνδρες πνευματικούς, που έχουν τοποθετηθεί από την Εκκλησία γι` αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Η Εκκλησία, ως Βασιλεία Θεού, δεν έχει τίποτα κοινό με τα έργα της Βασιλείας του κόσμου. «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ, είπε ο ιδρυτής της, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Η εξουσία της Εκκλησίας είναι απλώς πνευματική και τόσο στη διοίκηση, όσο και στην ανάπτυξη και πρόοδό της εξασκείται κατ` εξοχήν με πνευματικά μέσα. Η πνευματική εξουσία της Εκκλησίας δεν παρεμβαίνει καθόλου στις ενέργειες της πολιτικής εξουσίας. Δεν αντίκειται και δεν φέρνει αντιρρήσεις προς την πολιτεία και την πλήρη εξάσκηση της εξουσίας της τελευταίας. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν και φύσει αδύνατο. Διότι η μεν εξουσία της Εκκλησίας εκτείνεται μόνο στο πνευματικό πεδίο της ζωής του ανθρώπου, η δε εξουσία της πολιτείας αφορά όλη τη ζωή των πολιτών. Η μεν Εκκλησία διακυβερνά τον χριστιανό άνθρωπο, η δε πολιτεία τον πολίτη άνθρωπο. Επειδή όμως ο πολίτης και ο χριστιανός είναι ένας και ο αυτός άνθρωπος, οι ενέργειες της πολιτείας και της Εκκλησίας απλώς συναντιούνται στο υποκείμενο των ενεργειών και των δύο. Οι ενέργειες αυτές, αφού συναντιούνται στο ίδιο πρόσωπο, έτσι και συμφωνούν στο σκοπό και το αποτέλεσμα της ενέργειας. Έτσι κι αλλιώς, οι ενέργειες αυτές δεν θα μπορούσαν να είναι και διαφορετικές ή και εχθρικές, διότι και η Εκκλησία και η πολιτεία επιδιώκουν την ηθική διάπλαση του υποκειμένου, στο οποίο απευθύνονται. Η Εκκλησία δεν μπορεί, από τη φύση της, να συγκρουστεί με την πολιτεία, εφόσον οι νόμοι της πολιτείας είναι θεμελιωμένοι στον έμφυτο ηθικό και φυσικό νόμο και είναι νόμοι ηθικοί, που συμφωνούν προς τον ηθικό νόμο και τις ηθικές αρχές της Εκκλησίας. Οι νόμοι της Εκκλησίας μόνο τότε αντίκεινται προς τους νόμους της πολιτείας, όταν οι τελευταίοι δεν στηρίζονται στον έμφυτο ηθικό και τον αντίστοιχο φυσικό νόμο, αλλά θεσμοθετήθηκαν αυθαίρετα. Τέτοιοι όμως νόμοι αντιτίθενται όχι μόνο προς τους νόμους της Εκκλησίας αλλά και προς τους καθαρά ανθρώπινους νόμους, γι` αυτό και απορρίπτονται και από τους ίδιους τους πολίτες. Έτσι, λοιπόν, ούτε σ` αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία εξέρχεται από το πλαίσιο του ειρηνικού της πολιτεύματος. Η Εκκλησία μπορεί, επομένως, να παρέχει σε μια τέτοια πολιτεία πολλούς μάρτυρες της αληθείας, αλλά όχι και ανατροπείς των καθεστώτων. Η Εκκλησία αφού έχει τέκνα της τους πολίτες, έχει κοινά συμφέροντα με την πολιτεία. Η κοινότητα αυτή των καθηκόντων αποτελεί το σύνδεσμο της ενέργειας και των δύο ηθικών προσώπων και επιβάλλει τη σύμφωνη και από κοινού συνεργασία τους, με σκοπό την ηθική και πνευματική ανάπτυξη και πρόοδο των χριστιανών πολιτών.
Την αμοιβαία σχέση των δύο πολιτειών είναι πρώτιστη ανάγκη να χαρακτηρίζει ο αμοιβαίος σεβασμός, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και η χριστιανική αγάπη. Καθότι αυτοί είναι οι αληθινοί και ασφαλείς ηθικοί δεσμοί, που συνδέουν άρρηκτα τους δύο αυτούς θεσμούς και συνεισφέρουν τα μέγιστα προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Η κοινή συνεργασία παράγει αμοιβαία καθήκοντα και δικαιώματα. Ο κοινά επιδιωκόμενος σκοπός απαιτεί αμοιβαία υποστήριξη και ενίσχυση. Και η μεν Εκκλησία απαιτεί την υποστήριξη της πολιτείας για την ασφάλεια, την ησυχία, την τάξη και την πρόοδό της. Η δε πολιτεία απαιτεί την ηθική ενίσχυση της Εκκλησίας. Κατ` αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία αναλαμβάνει να αναδείξει ευσεβείς και ηθικούς πολίτες και η πολιτεία αναλαμβάνει να υποστηρίξει το έργο της Εκκλησίας.
Η αμοιβαιότητα της ανταπόδοσης και της δράσης γεννά ασφαλώς και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Και η μεν πολιτεία επιτρέπει στην Εκκλησία ελευθερία δράσης εντός της επικράτειάς της και η Εκκλησία επιτρέπει την εποπτεία της πολιτείας και την έγκριση των ανωτάτων εκκλησιαστικών αρχηγών της, με σκοπό την τέλεια πληροφορία της πολιτείας περί της αξίας και ικανότητας του προσώπου που πρόκειται να αναλάβει θέση διοίκησης της Εκκλησίας. Αλλά οι παραχωρήσεις αυτές της Εκκλησιάς και της πολιτείας καθόλου δεν περιορίζουν την ελευθερία και ανεξαρτησία και των δύο. Καθότι καθόλου δεν παραβιάζουν τους θεμελιώδεις νόμους των πολιτευμάτων. Πρόκειται για συμβατικές παραχωρήσεις. Η Εκκλησία και η πολιτεία σεβόμενες η μία την άλλη, οφείλουν να θεωρούν τον εαυτό τους η καθεμιά ως συμπληρωματικό μέλος του ενός και του αυτού σώματος, εντός του οποίου ενοικεί η πνευματική και σωματική ζωή του ανθρώπου. Ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέει περί του συνδέσμου των δύο τέλειων οργάνων του ανθρώπου: «Όλα τα πράγματα θεμελιώθηκαν πάνω στην ιεροσύνη και τη βασιλεία. Γιατί, παρότι διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους (η ιεροσύνη είναι η ψυχή και η βασιλεία το σώμα), αλλά αποβλέπουν σε έναν κοινό σκοπό, που δεν είναι άλλος παρά η σωτηρία των υπηκόων». Έτσι η Εκκλησία πρέπει να υπακούει στους νόμους της πολιτείας, η δε πολιτεία οφείλει να σέβεται τους νόμους της Εκκλησίας. Αυτή είναι η σχέση της Εκκλησίας με την πολιτεία» …
Απόδοση στην Νεοελληνική – Αντιγραφή – Επιμέλεια:
Κιλκίς, 20-12-2020