Ο ΘΕΟΣΤΕΠΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (+337 Μ.Χ.)

MEGAS KVNSTANTINOS

Ο Ισαπόστολος Αυτοκράτορας που υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων και καθιέρωσε την Ανεξιθρησκεία -Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τιμά την επέτειο των 1700 ετών (313-2013 μ.Χ.)

 

Ιωάννη Ελ. Σιδηρά

θεολόγου, εκκλησιαστικού ιστορικού και νομικού

 

Το εγκόλπιο Ημερολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης για το σωτήριο έτος 2013, με την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του Ηγουμένου αυτής, Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου, είναι αφιερωμένο στην πάνσεπτη μορφή και την ιερά μνήμη του Αγίου Ενδόξου Ισαποστόλου και Θεοστέπτου Βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Προλογικό σημείωμα του Μητροπολίτη Προύσης κ. Ελπιδοφόρου

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προύσης κ. Ελπιδοφόρος στο «προλογικό σημείωμά του γράφει: «Εφέτος συμπληρούνται 1700 έτη από της εκδόσεως υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου του διατάγματος των Μεδιολάνων και της καταπαύσεως των φρικτών και απηνών διωγμών των Χριστιανών. Των διωγμών, οι οποίοι εταλάνισαν και ετάραξαν κυριολεκτικώς την Εκκλησίαν του Χριστού. Ως ταπεινόν, λοιπόν, αντίδωρον και ελάχιστον τεκμήριον της αιωνίου ευγνωμοσύνης ημών των αξιωθέντων ζειν και καταμένειν εις την Πόλιν, ένθα έστησαν οι πόδες αυτού, κατά το γραφικόν, αφιερούται η ταπεινή αύτη έκδοσις υφ’ ημών των κατοικούντων εις την Πόλιν, την οποίαν ίδρυσεν θεοκινήτως και τα όρια της οποίας, τη του Θεου υποδείξει, διεχάραξε. Δια τον Μέγαν Κωνσταντίνον εγράφησαν, γράφονται και θα γράφωνται πολλά και πολλάκις αντιφατικά.

Άλλοι εκ των ιστορικών επαινούν και εγκωμιάζουν αυτόν, με επικεφαλής τον Ευσέβιον Καισαρείας και άλλοι φρονούν ταναντία, με πρωταγωνιστήν τον Ζώσιμον. Οι κατήγοροι του Αγίου απομονώνουν μονομερώς και με μεγάλην προκατάληψιν και υποκειμενικότητα ορισμένας πράξεις και κινήσεις του και διαγράφουν την υπόλοιπον ένθεον ζωήν και πολιτείαν του. Κατά το σκεπτικόν των, θα πρέπει να καταδικάσωμεν και τον προφητάνακτα Δαυϊδ, ο οποίος, καίτοι ηξιώθη δύο χρισμάτων, προφητείας και Βασιλείας, περιέπεσεν εις το αμάρτημα του πολλαπλού φόνου και της μοιχείας.

Επίσης, τον Προφήτην Ηλίαν, τον κατασφάξαντα τους ιερείς του Βάαλ εις τον χείμαρρον Χοράθ. Τον Απόστολον Παύλον, τον πρότερον απηνή διώκτην των Χριστιανών και τον Απόστολον Πέτρον, τον πεσόντα εις το βαρύτατον αμάρτημα της τριπλής αρνήσεως. Αλλά και πλήθος άλλων Αγίων της αμωμήτου ημών πίστεως, οι οποίοι εχρημάτησαν μεγάλοι αμαρτωλοί, αλλά δια της μεγάλης και γνησίας των μετανοίας εξήλειψαν την αμαρτίαν των και έφθασαν εις μέτρα αγιότητος.

Μια προσωπικότης κρίνεται τηρουμένων πολλών αναλογιών και λαμβανομένου υπ’ όψιν του χώρου και του χρόνου, εντός του οποίου έζησε και εκινήθη, και υπό ποίας συνθήκας έπραξεν ό,τι έπραξεν. Είναι άδικον, ανώριμον και τραγικόν να κρίνωμεν με τα σημερινά δεδομένα πρόσωπα τα οποία έζησαν πολλούς αιώνας πριν.

Ημείς, πάντως, συναπαγόμενοι τη γνώμη και τω τρόπω αλλά και τη ευλαβεία της Εκκλησίας προς τον Άγιον Κωνσταντίνον μετ’ αυτής πάντοτε ψάλλομεν: «όντως, μακαρία η γαστήρ και ηγιασμένη κοιλία, η σε βαστάσασα, μέδων κοσμοπόθητε Χριστιανών η χαρά, Κωνσταντίνε Θεόστεπτε, Ρωμαίων η δόξα, πλούτος και υπέρμαχος των ορφανών και χηρών, σκέπη ταπεινών και απόρων, θλίψεων ανόρθωσις όντως και των αιχμαλώτων η ανάρρησις».

Αισθανόμενοι, λοιπόν, τούτον ως ιδιαίτερον προστάτην της υπ’ αυτού ιδρυθείσης Πόλεως ακαταπαύστως τω Κυρίω βοώμεν: «Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλίσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν Βασιλεύσιν Απόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν Πόλιν τη χειρί σου παρέθετο. Ην περίσωζε δια πάντος εν ειρήνη πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε φιλάνθρωπε».

 

Ο βίος του Αγίου Κωνσταντίνου
Στις σελίδες του εγκολπίου αυτού Ημερολογίου καταγράφεται συνοπτικώς και εμπεριστατομένως ο βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον οποίο και αναδημοσιεύουμε κάτωθι:

«Ο Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος ο Μέγας εγεννήθη στην Ναϊσσόν (Νίκαια- Δακία) της σημερινής Σερβίας, στις 20 Φεβρουαρίου, όχι προ του έτους 280 μ.Χ.

Ήταν υιός του Καίσαρος Κωνσταντίνου του Α΄ που είχε Ιλλυρική καταγωγή και της Αγίας Ελένης που γεννήθηκε στην πόλη Δρεπάνη της Βιθυνίας. Εκοιμήθη την 22α Μαΐου του 337 στον Χάρακα της Νικομηδείας. 
Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού (1η Μαΐου 305 μ. Χ.), ο Κωνστάντιος έγινε πρώτος «Αύγουστος» και κάλεσε τον υιό του Κωνσταντίνο στην Γαλατία και όταν συναντήθηκαν, του είπε: «Όπως ο Χριστός σε φύλαξε μέχρι τώρα από τις πλεκτάνες των εχθρών σου και σε έφερε ως άξιον βασιλέα, έτσι πιστεύω ότι θα σε βοηθήσει ως το τέλος, για να στερεώσεις παντού την χριστιανική πίστη». Μετά από λίγο απέθανε ο πατέρας του Αγίου, ο Κωνστάντιος, στο Εβόρακον (Υόρκη της Αγγλίας) και ο ρωμαϊκό στρατός ανεκήρυξε τον Κωνστάντιο ως αυτοκράτορα (25 Ιουλίου 306).

Συγχρόνως, ο Μαξέντιος, υιός του Μαξιμιανού, ανεκηρύχθη στην Ρώμη αυτοκράτωρ (28 Οκτωβρίου 306) με την βοήθεια του πατέρα του. Ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος συνήψαν συμμαχία με τον Κωνσταντίνο κατά του Γαλερίου, ο δε Κωνσταντίνος διεζεύχθη την Μινερβίνα και έλαβε σύζυγο την Φαύστα, θυγατέρα του Μαξιμιανού, που ήταν φημισμένη για την ομορφιά της αλλά και για την πονηρία της, και ανεγνωρίσθη το έτος 307 Αύγουστος από τον Μαξέντιο και τον Μαξιμιανό, πράγμα όμως που δεν ανεγνώρισε η Ανατολή. Κατόπιν, ο Μαξιμιανός ήλθε σε ρήξη με τον Μαξέντιο και κατέφυγε στον Μέγα Κωνσταντίνο στην Γαλατία. Επειδή όμως έκαμε μηχανορραφίες κατά του Κωνσταντίνου, τον Ιούλιο του 310, τον εφυλάκισε και κατ’ άλλους ιστορικούς, τον εθανάτωσε, κατ’ άλλους δε αυτοκτόνησε στην φυλακή.
Μετά τον θάνατο του Γαλερίου (Μάιος 311), οι δύο αυτοκράτορες της Ανατολής, ο Αύγουστος Λικίνιος και ο Καίσαρ Μαξιμίνος Δαίας, διεφώνησαν. Ο Μαξιμίνος έλαβε το μέρος του Μαξεντίου, ο δε Λικίνιος προσήγγισε τον Κωνσταντίνο και έλαβε ως σύζυγο την θετή αδελφή του Κωνσταντία.
Την άνοιξη του 312, ο Κωνσταντίνος άρχισε τον πόλεμο κατά του Μαξεντίου, τον ενίκησε και τον εθανάτωσε στην Μουλβία Γέφυρα (28 Οκτωβρίου 312). Πριν από τη νίκη του αυτή ο Άγιος Κωνστντίνος αξιώθηκε να δει, μεσημβρινή ώρα, και ενώ ο ήλιος έλαμπε, το σημείο του Τιμίου Σταυρού, αποτελούμενο από αστέρια και άκουσε εξ ουρανού την φωνή «Τούτω νικα», δηλαδή «με την δύναμη του σημείου του Σταυρού θα νικήσεις». Την ίδια νύκτα επίσης είδε εν οράματι τον Χριστό που του παρήγγειλε να κατασκευάσει ένα λάβαρο, όμοιο με το σημείο που είδε, για να το έχει το στράτευμά του.

Μετά από τη νίκη αυτή, ο Άγιος επέστρεψε στη Ρώμη νικητής και διήλθε από τη γνωστή θριαμβευτική αψίδα, κάτω από τις επευφημίες του λαού. Η Σύγκλητος απένειμε στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του «Πρώτου Αυγούστου». Ο Κωνσταντίνος διέταξε να στήσουν το Σύμβολο του Τιμίου Σταυρού στα πιο κεντρικά σημεία της πόλεως και έδωσε εντολή να ψάξουν και να εύρουν τα λείψανα των Αγίων που εμαρτύρησαν κατά τους διωγμούς και επίσης να αποφυλακισθούν οι κρατούμενοι και να αφεθούν ελεύθεροι οι εξόριστοι. Τον Φεβρουάριο του 313, ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα, όπου ετέλεσε τους γάμους του με την αδελφή του Κωνσταντίνου.

Το έτος αυτό ο Άγιος Κωνσταντίνος εξέδωκε το περίφημο Διάταγμα (Edictum = Έδικτον) των Μεδιολάνων.

Με το διάταγμα αυτό η Χριστιανική πίστη ανεκηρύχθη ως επίσημη θρησκεία του κράτους, παράλληλα όμως ο καθένας από τους υπηκόους είχε δικαίωμα να λατρεύει όποιον Θεό θέλει. Ο Άγιος επίσης θέσπισε να μη τολμήσει κανείς να βλασφημήσει τον Χριστό ή να ενοχλήσει χριστιανό. Πρόσταξε να εγγράφονται στον στρατό μόνον χριστιανοί και αυτοί μόνον να λαμβάνουν αξιώματα ή ηγεμονίες.

Έχτισε στην Ρώμη μεγάλο ναό του Σωτήρος Χριστού σε σχήμα Σταυρού, που τον σχεδίασε προσωπικώς και πρώτος αυτός έσκαψε τα θεμέλια του ναού και μετέφερε λίθους για να τιμηθεί ο Θεός.

Διέταξε αργία στις δύο εβδομάδες προ και μετά το Πάσχα, για να μπορούν οι χριστιανοί να προσέρχονται καθημερινώς στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Όρισε όσοι πτωχοί βαπτίζονται, να τρέφονται και να συντηρούνται με βασιλικά έξοδα. Επίσης, καθιέρωσε την Κυριακή ως αργία. Μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου στη Γαλατία, ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικινίου. Ο Κωνσταντίνος τον ενίκησε κοντά στο Σίρμιον (Σέρμιον) και με σύναψη ειρήνης κράτησε το Ιλλυρικόν (Βόρειος Ήπειρος) και έγινε έτσι κύριος των μισών εδαφών της αυτοκρατορίας.
Το 315 ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος ήταν Ύπατοι. Νέες διενέξεις μεταξύ των δύο, το 321, και εξαιτίας του επαναληφθέντος διωγμού των Χριστιανών από τον Λικίνιο, προκάλεσαν τον δεύτερο πόλεμο μεταξύ τους, στον οποίο νικήθηκε ο Λικίνιος στις 3 Ιουλίου 323 στην Αδριανούπολη και στις 18 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους στην Χρυσούπολη, οπότε και τον απέκλεισε στην Νικομήδεια. Με την μεσολάβηση της αδελφής του Κωνσταντίας, ο Κωνσταντίνος του υπεσχέθη να του χαρίσει την ζωή, αλλά, επειδή ο Λικίνιος έκαμε μυστικές συμφωνίες με τους βαρβάρους, διέταξε το 324 την θανάτωσή του και έτσι έμεινε μοναδικός αυτοκράτωρ.
Την 20η Μαϊου του 325 μ.Χ., ο Άγιος Κωνσταντίνος παρευρέθη στην εναρκτήρια τελετή της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την οποία ο ίδιος συνεκάλεσε για την καταδίκη των αιρετικών δοξασιών του Αρείου, που τάραξε την ειρήνη της Εκκλησίας. Μετά το πέρας της Συνόδου, ο Άγιος κάλεσε τους 318 θεοφόρους Πατέρες της Συνόδου σε συμπόσιο, όπου τους απένειμε πλούσια δώρα. Μάλιστα με πολλή ευλάβεια ασπαζόταν τα χέρια όλων και τα ακρωτηριασμένα μέλη πολλών εξ αυτών, που είχαν υποστεί μαρτύρια κατά τους διωγμούς. Όταν κάποιοι του ανέφεραν κατηγορίες για μερικούς από τους επισκόπους, δεν δέχθηκε να εξετάσει τις αναφορές τους και είπε: «Αν εγώ ο ίδιος προσωπικώς έβλεπα αρχιερέα να παρανομεί θα τον σκέπαζα με την πορφύρα μου».
Την 26ην Νοεμβρίου του 326, έθεσε τον πρώτο λίθο στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του. Κατόπιν θείου οράματος, με καθοδήγηση αγίου αγγέλου έθεσε τα όριά της και ανέθεσε σ’ ένα ειδικό άνθρωπο, τον Εφραδά, την επίβλεψη και φροντίδα της οικοδομήσεως. Η πόλη έγινε πανέμορφη, όπως άλλωστε μας περιγράφουν και οι κατά καιρούς περιηγητές της. Τα εγκαίνια ετέλεσε με κάθε επισημότητα στις 11 Μαΐου του 330.

Στην εποχή του Αγίου Κωνσταντίνου πραγματοποιήθηκε μεγάλη εξωτερική ιεραποστολή και τότε εβαπτίσθησαν οι Ινδοί, οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) και οι Αρμένιοι, με την εποπτεία του Αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας. Επίσης, ο Άγιος, πάλι κινούμενος από θεία αποκάλυψη, έστειλε την μητέρα του στους Αγίους Τόπους, για να εύρη τον Τίμιο Σταυρό και να αναδείξει τα παραμελημένα και κατεχωσμένα ιερά προσκυνήματα της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Εκεί έχτισε πάμπολλες εκκλησίες. Η Αγία Ελένη, που μαζί με τον Τίμιο Σταυρό βρήκε και τους τέσσερις τιμίους ήλους (καρφιά), ετοποθέτησε τους μεν δύο στο κράνος του Αγίου Κωνσταντίνου, τους δε άλλους δύο στο χαλινάρι του ίππου του.

Από τους τρεις υιούς που είχε αποκτήσει από την Φαύστα, ονόμασε Καίσαρες το 317 τον Κωνσταντίνο Β΄ και το 323-324 τον Κωνστάντιο Β΄. Το 333 ονόμασε τον Κώνσταντα και το 325 τον Δαλμάτιο, υιό του ετεροθαλούς αδελφού του Ιουλίου Κωνσταντίου. Ίσως ήθελε με τον τρόπο αυτό να αναβιώσει την τετραρχία του Διοκλητιανού. Ο Αννιβαλιανός, μικρότερος αδελφός του Δαλματίου, έλαβε σύζυγο την αδελφή του Κωνσταντίου, την Κωνσταντία και έλαβε το Βασίλειο του Πόντου.
Το 337, κατά την προετοιμασία του πολέμου κατά του Βασιλέως της Περσίας Σαπύρ Β΄, ο Άγιος Κωνσταντίνος ησθένησε ή κατά κάποιους ιστορικούς εδηλητηριάσθη από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και απέθανε, αφού προηγουμένως εβαπτίσθη από τον Άγιο Ευσέβιο, Επίσκοπο Νικομηδείας. Το Άγιο Λείψανό του ετάφη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, τον οποίο ο ίδιος είχε κτίσει».

Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος
Η 1700ή επέτειος αποτελεί αρίστη αφορμή για να εντείνουμε άπαντες τις προσπάθειές μας προς κατάπαυση πάσης εκδηλώσεως βίας εξ αιτίας θρησκευτικών διαφορών στον κόσμο.

Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α΄ αναφερόμενος στο κοσμοϊστορικό γεγονός των 1700 ετών από της υπογραφής του Διατάγματος των Μεδιολάνων υπό του Θεοστέπτου Βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, γράφει τα εξής. «… Η οριστική κατάπαυση των Διωγμών επήλθε, ως γνωστόν, το έτος 313, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ανέκαθεν υπήρξε διαλλακτικός και ανεκτικός έναντι της νέας θρησκείας λόγω και της ευσεβούς αυτού μητρός, της αγίας Ελένης, και ο συναυτοκράτωρ αυτού Λικίνιος υπέγραψαν το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων δια του οποίου παρείχετο στους χριστιανους ελευθερία ασκήσεως των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων και εκφράσεως της πίστεώς των, που διασφάλιζε απόλυτη θρησκευτική ελευθερία για άπαντες τους κατοίκους της αυτοκρατορίας.

Δια τούτο και η Εκκλησία του Χριστού ευγνωμόνως αναμιμνήσκεται του εμπνευστού του Διατάγματος τούτου, του ευσεβούς Βασιλέως Κωνταντίνου, ο οποίος, ανταποκρινόμενος ως άλλος Παύλος στην ουράνια κλήση, εγένετο όργανο της Θείας Πρόνοιας επ’ αγαθώ της Εκκλησίας, αναπέμπει δε χρεωστικώς δόξα και αίνο στον Δομήτορα αυτής Χριστό επί τη συμπληρώσει 1700 ετών από της εκδόσεως του Διατάγματος των Μεδιολάνων και της δι’ αυτού αποδοθείσας ελευθερίας σ’ Αυτήν.
Την τοιαύτη επέτειο τιμώσα η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία μετά χαράς επληροφορήθη την αφιέρωση του ανά χείρας Ημερολογίου της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκλης, στην οποία υπάρχει η καρτερικώς αναμένουσα την επαναλειτουργία αυτής Ιερά Θεολογική Σχολή, στον Θεόστεπτο Βασιλέα και Ισαπόστολο Άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα, επί τη ανωτέρω επετείω της υπογραφής και εξαπολύσεως του Διατάγματος αυτού δια του οποίου καθιερώθη η ανεξιθρησκεία και εθεμελιώθη η ελευθερία της πίστεως.

Θεωρεί δε ότι η εορταζομένη κατά το έτος 2013 1700ή επέτειος από της εκδόσεως του Διατάγματος των Μεδιολάνων αποτελεί αρίστη αφορμή για να εντείνουμε άπαντες τις προσπάθειές μας προς κατάπαυση πάσης εκδηλώσεως βίας εξ αιτίας θρησκευτικών διαφορών στον κόσμο, συνεργαζόμενοι ειρηνικώς μετ’ αλλήλων και σεβόμενοι τα πιστεύματα των συνανθρώπων μας, ακολουθούντες εν τούτω το παράδειγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον οποίο και παρακαλούμε να εύχεται Κυρίω τω Θεώ «υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών» ιδία δε υπέρ του εν τη ομωνύμω αυτού πόλει εδρεύοντος Οικουμενικού Θρόνου και της ευοδώσεως του έργου αυτού…»

 

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων
«Εμείς, ο Αύγουστος Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος Λικίνιος συναντηθήκαμε στο Μεδιόλανο και αφού σκεφθήκαμε καθαρά και σωστά αποφασίσαμε:

• Να δώσουμε στους Χριστιανούς και σε όλους τους άλλους την ελευθερία ν’ ακολουθούν τη θρησκεία που θέλουν, ώστε οποιαδήποτε θεότητα κι οποιαδήποτε ουράνια δύναμη υπάρχει να είναι ευνοϊκή σ’ εμάς και σε όσους βρίσκονται κάτω από την εξουσία μας.

 

• Να μην εμποδίζεται κανείς απολύτως να ασπάζεται τη θρησκεία και τη λατρεία των χριστιανών και καθένας να μπορεί ν’ αφιερώνεται στη θρησκεία που νομίζει ότι του ταιριάζει καλύτερα».

Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία