Τσακτσίρα Μαρίας
Φοιτήτριας
Θέση και λειτουργία των αισθήσεων ως πυλών της πόλης-ψυχής τού παιδιού.
«Νόμισον εἶναι βασιλεύς πόλιν ἔχων ὑπήκοον τήν τοῦ παιδός ψυχήν» (Παράγραφος 8). Στο σημείο τούτο, ξεκινά ο συγγραφέας να αναφέρεται στην αγωγή των αισθήσεων των παιδιών, οι οποίες είναι πύλες για διάφορους λογισμούς, «έχοντας όλη την μέχρι τότε γνώση και φιλοσοφία, την αντίληψη των αρχαίων και του Πλάτωνα για την «πόλη», που θεωρεί θεϊκή τη σύσταση της, αφού η πολιτική ζωή είναι ο χώρος φανέρωσης τής προσωπικής μεταφυσικής αλήθειας τού ανθρώπου».[1]
Οι λογισμοί έχουν διάφορες μορφές και παρομοιάζονται με ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα στην κοινωνία τής πόλης. «Οἱ μέν κλέπτουσιν, οἱ δέ δικαιοπραγοῦσιν(κάνουν ό,τι πρέπει), οἱ δέ ἐργάζονται, οἱ δέ ἁπλῶς ὡς ἔτυχεν ἅπαντα πράττουσιν, οὕτω δή καί ἐν ψυχῇ διάνοιαι(σκέψεις) καί λογισμοί. Οἱ μέν στρατεύονται κατά τῶν ἀδικούντων, οἶον ἐστίν ἐν πόλει οἱ στρατιῶται,(πλατωνικό θυμοειδές) οἱ δέ τοῦ παντός προνοοῦσιν καί σώματος καί οἰκίας, οἷον ἐστίν οἱ πολιτευόμενοι (δημοτικοί υπάλληλοι)(πλατωνικό επιθυμητικό), οἱ δέ ἐπιτάττουσιν(προστάζουν), οἷον ἐστίν οἱ ἄρχοντες(πλατωνικό λογιστικό)» (Παράγραφος 8). Υπάρχουν εκτός των άλλων και λογισμοί που αφηγούνται άσεμνες ιστορίες, όπως κάνουν οι ακόλαστοι άνθρωποι και άλλοι που φλυαρούν άσκοπα. Υπάρχουν τέλος και λογισμοί, που φέρονται ευγενικά και αυτοί είναι ελεύθεροι. Το σώμα λειτουργεί ως ένα είδος συνόρου. «Το μοντέλο τής ψυχής- πόλης είναι μια χωρική κατ’ αναλογία αναπαράσταση τού δυισμού καλού και κακού. Το όριο(που φιλτράρει το κακό) είναι το «τείχος» τής ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι ένα άνοιγμα εκτεθειμένο στις επιθέσεις. Πρόκειται για μια πόλη οχυρό».[2]
«Δεῖ τοίνυν νόμων ἡμῖν, ὥστε τούς μέν πονηρούς ἐξορίζειν, τούς δέ ἀγαθούς ἐγκρίνειν καί μή ἐᾶν(να μην αφήνουμε) κατεξανίστασθαι(να πολεμούν) τῶν ἀγαθῶν τούς πονηρούς» (Παράγραφος 9). Όπως σε μια πολιτεία αν θεσπίσει κανείς νόμους που δίνουν πολλά δικαιώματα στους κλέφτες ανατρέπει το παν και εάν οι στρατιώτες δεν χρησιμοποιήσουν την νόμιμη εξουσία τους τότε ανατρέπεται η ευταξία, το ίδιο κατ’ αναλογία συμβαίνει και με τους λογισμούς στην παιδική ψυχή. Χωρίς καμιά αμφιβολία, θα πρέπει να ελέγχεται σχολαστικά τι εισέρχεται σ’ αυτή. «Το καλό πρέπει να γίνει αμυντικά επιθετικό και η ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να μετατραπεί σε έναν ηθμό, που δεν θα επιτρέπει την είσοδο σε όσους έχουν κριθεί ως ξένα προς τον προορισμό τού ανθρώπου. Είναι λοιπόν απαραίτητη μια εντατική ‘‘ξενηλασία’’».[3]. Στην 3η «Περί Ἄννης» ομιλία τού ιερού Χρυσοστόμου υπάρχουν συναφείς αναφορές: «Διότι είναι χειρότεροι από ληστές αυτοί οι λογισμοί, που αιχμαλωτίζουν την ελευθερία των παιδιών, τα κάνουν δούλους των αλόγων παθών, κατατρυπώντας τα παντού και γεμίζοντας τη διάνοιά τους με πολλά τραύματα. Ας τα επιβλέπουμε λοιπόν καθημερινά και χρησιμοποιώντας το λόγο σαν μαστίγιο ας διώχνουμε όλα τα πάθη τού είδους αυτού» (MPG 54, 652-660)».[4]
Η πόλη την οποία περιγράφει ο συγγραφέας είναι «Πόλις ξένους ἔχουσα πολίτας, οὔπω(ακόμη) οὐδενός ἐμπείρους. Τούς δέ τοιούτους μάλιστα εὔκολον ῥυθμίζειν. […]Οἱ δέ παντός ἄπειροι εὐκόλως ἄν δέξοιντο τούς παρά σοῦ νόμους». «Καί τῶν παραβαινόντων γενοῦ προστάτης(φρόντισε να μην καταπατούνται)». «Καί προσέχετε ἀκριβῶς. ‘Υπέρ γάρ τῆς οἰκουμένης ἡμῖν ἡ νομοθεσία» (Παράγραφοι 10-12). Για τις φράσεις αυτές γράφει ο Μωραΐτης: «Η αγωγή καθίσταται πανίσχυρη. Μπορούμε δια της πλήρους επίβλεψης της αγωγής και δια της κατάλληλης και σκόπιμης επενέργειας εκ των έξω να κατορθώσουμε το παν. Και αλλού είναι ακόμη πιο αισιόδοξος (ο συγγραφέας), για ό, τι μπορεί να κατορθώσει η αγωγή».[5]
Πιο συγκεκριμένα «Ἔστωσαν οὖν οἱ μέν περίβολοι καί πύλαι τέσσαρες αἰσθήσεις». «Πύλαι δέ αὐτῷ οἱ ὀφθαλμοί, ἡ γλῶσσα, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, εἰ βούλει καί ἡ ἁφή» (Παράγραφος 12). Αυτές είναι οι δίοδοι τόσο των αγαθών όσο και των πονηρών λογισμών. Πρώτη σε σημασία είναι η πύλη της γλώσσας. Γι’ αυτήν προτείνεται, σύμφωνα με τη φωνή τού προφήτη και βασιλιά Δαβίδ: «Κατασκευάσωμεν οὖν αὐτῇ θύρας καί μοχλούς ἀπό χρυσίου, τά λόγια τοῦ Θεοῦ». «Διδάσκωμεν ταῦτα διά παντός ἐν τοῖς χείλεσι στρέφεσθαι, μή ἁπλῶς μηδέ περιέργως(όχι τυχαία και άσκοπα) μηδέ σπανιάκις, ἀλλά διηνεκῶς(συνέχεια)». «Ῥήματα παιδεύοντες τό παιδίον φθέγγεσθαι σεμνά καί εὐσεβῆ». «Τούς ὑβριστικούς λόγους καί λοιδόρους(χλευαστικούς), τούς ανοήτους, τούς αἰσχρούς, τούς βιωτικούς, τούς κοσμικούς, πάντας ἐξελάσωμεν» (Παράγραφος 13). «Θές νόμον εὐθέως μηδένα ὑβρίζειν, μηδένα βλασφημεῖν, μή ὀμνύναι(να μην ορκίζεται), ἄμαχον εἶναι(να είναι υποχωρητικός)» (Παράγραφος 15). Ευθύς αμέσως ο συγγραφέας παρουσιάζει λογικές σωφρονιστικές μεθόδους σε περίπτωση που το παιδί δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες: Βλέμμα αυστηρό, λόγια δηκτικά, καλοπιάσματα και υποσχέσεις, φόβος από απειλές εφαρμόσιμες, που όμως δεν θα εφαρμόζονται. Τίθεται κατηγορηματικά κατά της σωματικής τιμωρίας, διότι συνεπάγεται την καθόλου επιθυμητή ασφαλώς αδιαφορία από πλευράς του παιδιού. Ειδικά για το βλέμμα αναφέρεται: «Το βλέμμα τού παιδαγωγού ορίζει και εγείρει το έργο του ως αξία ηθική και αισθητική. Το βλέμμα τού παιδαγωγού διαπερνά, διαλύει και ανασυνθέτει. Είναι το απόλυτο, που κοιτώντας ιδρύει».[6]
Και τί είναι αληθινά χρήσιμο να διδάσκεται το παιδί; «Δίδαξον αὐτόν ἐπιεικῆ(καλόγνωμος) εἶναι καί φιλάνθρωπον. Ἄν ἴδῃς διαβάλλοντα(να συκοφαντεί) τινα, ἐπιστόμισον(κλείσε του το στόμα) καί τήν γλῶτταν κατά τῶν ἁμαρτημάτων τῶν αὑτοῦ μετάστησον(κάνε τον να παραδεχθεί τα δικά του ελαττώματα)» (Παράγραφος 16). Η αγάπη στους συνανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους επιβάλλει να εκφραζόμαστε γι’ αυτούς με λόγια επαίνου, φιλοφροσύνης και καλοσύνης. Είναι καλό να διδαχθεί το παιδί την αυτοκριτική. Κανείς δεν έχει το προνόμιο της άψογης τελειότητας. Η στροφή στα έσω αποτρέπει από το να κατακρίνει κανείς αρνητικά σημεία των άλλων. «Η θύρα της γλώσσας ακτινοβολεί και αντιπροσφέρει την αγάπη στους άλλους. Ο ευχάριστος, σεμνός και ευσεβής λόγος οικοδομεί την ύπαρξη των ακουόντων, αλλά και τού ομιλούντος. Ο καλός λόγος δεν είναι μόνο η καλή έκφραση της εξωτερικής συμπεριφοράς, αλλά έχει σμιλευτεί στα έγκατα και στα βάθη τού πυρήνα τής ύπαρξης, για να εξωτερικευθεί επιεικής και φιλάνθρωπος στην αγαπητική επικοινωνία της προσφοράς, ως κενότητας και πληρότητας τής ύπαρξης».[7]
Χρειάζεται σύμπνοια για να αποκτηθεί η συνήθεια να μιλά κανείς ευγενικά και με σύνεση, δίχως να μεταχειρίζεται απρεπείς και χυδαίες λέξεις και φράσεις. Στην εξάσκηση της καλής και ενδεδειγμένης έκφρασης θα συντελέσει για μια ακόμη φορά το παράδειγμα τού παιδαγωγού, τής μητέρας, τού συνοδού τού παιδιού. Ο συγγραφέας εκφράζει την αισιόδοξη πεποίθηση, ότι τα καλά αποτελέσματα θα γίνουν γρήγορα ορατά, όταν έγκαιρα και εξαρχής οι γονείς χειραγωγήσουν με κάθετο τρόπο τα παιδιά. Σημειώνει με οξυδέρκεια ο Β. Σκιαδάς: «Συχνά ακούγεται ο παραλογισμός, ότι «οι μεγάλοι μπορούν να μιλούν όπως θέλουν, αλλά όχι και τα παιδιά». Κάτι τέτοιο εδραιώνει στο παιδί την πεποίθηση ότι η άσχημη γλώσσα είναι ένα συναρπαστικό προνόμιο των μεγάλων, το οποίο αν μιμηθούν θα γίνουν και αυτά μεγάλα. Τα παιδιά μιλάνε συνήθως καθώς μιλάνε και τα πρόσωπα τού περιβάλλοντός τους. Η αγωγή της γλώσσας τού παιδιού θα επιτευχθεί κυρίως με το δικό μας παράδειγμα(των γονέων), αλλά και όλων εκείνων με τους οποίους το παιδί έρχεται σε επαφή».[8] Ειδικά για το παράδειγμα της μητέρας έγινε σχετική αναφορά σε άλλο παιδαγωγικό σύγγραμμα τού Χρυσοστόμου. Εδώ ας σημειωθεί μόνο, ότι «ο Αυγουστίνος έγραφε για τη μητέρα του Μόνικα: ‘‘μου μιλούσε μέσω των αρετών της’’».[9]
Ενώ από την πρώτη πύλη της γλώσσας-ομιλίας μπορούν μόνο να βγαίνουν πολίτες-λογισμοί, από τη δεύτερη πύλη, αυτή της ακοής, μπορούν αντιθέτως μόνο να μπαίνουν λογισμοί. Οι δύο πύλες σχετίζονται βέβαια στενότατα. «Ὁ γάρ μή ἀκούων αἰσχρά μηδέ πονηρά, οὐδέ φθέγγεται αἰσχρά» (Παράγραφος 21). «Μηδέν οὖν ἄτοπον(άπρεπο) ἀκουέτωσαν οἱ παῖδες μήτε παρά οἰκετῶν, μήτε παρά παιδαγωγοῦ, μήτε παρά τροφέων» (Παράγραφος 22). «Μή τοίνυν μηδέ μύθους ἀκουέτωσαν ληρώδεις(ανόητους) καί γραώδεις» (Παράγραφος 23). Ας μην ακούν τα παιδιά παραμύθια πολύ ανόητα ή τρομακτικά. Το περιβάλλον τού σπιτιού και οι άνθρωποι που το περιστοιχίζουν είναι ανάγκη να είναι καθαρά από άπρεπα, ανήθικα και άλλα επιβλαβή λόγια. «Ἔστωσαν φανεροί (δοκιμασμένοι), ὥσπερ ἀγάλματι προσιόντες οἱ συναντιλαμβανόμενοι (όσοι βοηθούν) τῆς τέχνης ἡμῖν».
Ως διέξοδο για τις στιγμές που τα παιδιά είναι κουρασμένα από τα μαθήματα και επειδή «φιλεῖ ἡ ψυχή τοῖς παλαιοῖς ἐνδιατρίβειν διηγήμασιν» (Παράγραφος 24), ο συγγραφέας προτείνει ιστορίες από τη Βίβλο. Τα παιδιά προσφέρουν από μόνα τους ευκαιρίες και αφορμές να τα διδάξει κανείς, αρκεί αυτός να έχει την παρατηρητικότητα να τις αντιλαμβάνεται και να τις αξιοποιεί: «Χρησιμοποιούμε» την ανάγκη τού παιδιού για χαλάρωση: Είναι ένα ζήτημα που αφορά τόσο την ψυχολογία τού παιδιού όσο και την εκπαιδευτική ηθική (εάν το παιδί βρίσκει ευχάριστη την εκπαίδευσή του δεν θα εγείρει εμπόδια)».[10] Η δε απόλαυση από τα διηγούμενα είναι κατά τον ιερό Πατέρα μέσο και όχι σκοπός καθαυτή. Είναι παραχώρηση στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Και να πως αυτό γίνεται σαφές: «Στην έντεχνη χρήση των καλών διηγήσεων η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να επισημάνει ένα πλήθος παιδαγωγικών αρχών: Μπορεί να βρει την ερώτηση και το διάλογο ανάμεσα στον παιδαγωγό και τον παιδαγωγούμενο, την εξήγηση, την εσωτερική εποπτεία, την εξαγωγή ηθικών διδαγμάτων, την εφαρμογή κ. ά.».[11]
Στο παράδειγμα που παρατίθεται στο κείμενο αναλύεται ο τρόπος, με τον οποίο ενδείκνυται να παρουσιαστεί στα παιδιά η ιστορία των αδελφών Κάιν και Άβελ. Δίνονται λοιπόν οι εξής οδηγίες, που ισχύουν γενικότερα: «Καί καταγλύκαινε τά διηγήματα, ὥστε τινά εἶναι τῷ παιδί καί τερπνότητα καί μή ἀποκάμνειν αὐτῷ τήν ψυχήν(το νου)». «Εἶτα αὐτόν καί διανάστησον(μίλησε με ζωηρότητα) μηδέν ψευδές ἐπιφέρων» (Παράγραφος 24). Όσοι αφηγούνται είναι καλό να φέρνουν τα λεγόμενα στα μέτρα του κόσμου τού παιδιού, ώστε να μπορεί αυτό να αποκομίσει αληθινά κάτι ωφέλιμο από ό, τι ακούει. Εδώ, δηλαδή, συνιστώνται οι διασκευές, ως δείγμα ευαισθησίας απέναντι στα παιδικά συναισθήματα και σε όσα μπορεί να κατανοήσει ένα παιδί ως συμπέρασμα-δίδαγμα. Και μάλιστα αυτό το δίδαγμα είναι σκόπιμο να μεταδίδεται, αφού το παιδί έχει ακούσει πολλές φορές την ιστορία και την έχει διηγηθεί και το ίδιο.
«Καί ὅταν κατάσχῃ τό διήγημα, τότε αὐτῷ καί το κέρδος ἐρεῖς» (Παράγραφος 25).Ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτό της ιστορίας τού Ισαάκ και των γιών του Ησαύ και Ιακώβ, είναι κατάλληλη για τα παιδιά και επειδή έχει περισσότερη δράση από την προηγούμενη και γιατί διδάσκει πολλά: σεβασμό και τιμή προς τους γονείς, η λαιμαργία βλάπτει, η οποιαδήποτε απάτη αποκαλύπτεται, ελπίδα στην άνωθεν βοήθεια, δεν καταφρονούμε τη φτώχεια, γενναιότητα και καρτερία στις συμφορές.
Διακόπτοντας την ανάλυση των διδαγμάτων που προσφέρει η ιστορία τού Ιακώβ και τού Ησαύ, ο Συγγραφέας κάνει μια παρέμβαση και μιλά για τα ονόματα των παιδιών. Παίρνει αφορμή γι’ αυτό από το γεγονός, ότι ο Θεός άλλαξε το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ, κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού οράματος που είχε, καθώς καταδιωκόταν από το μεγαλύτερο αδελφό του. Τα ονόματα που οι γονείς δίνουν στα παιδιά τους είναι καλό να είναι ονόματα αγίων, ώστε να γίνονται γι’ αυτά αφορμή εξάσκησης της αρετής. «Τοῦτο οὖν καί ὑμᾶς παρακαλῶ ταῖς τῶν δικαίων προσηγορίαις ἐπονομάζειν τά ὑμέτερα παιδία» (Παράγραφος 34).
Ο βαθμός δυσκολίας και το βάθος των νοημάτων που περιέχει μια ιστορία είναι καλό να αυξάνονται ανάλογα με την ηλικία των παιδιών- ακροατών. «Μετά δέ ταῦτα λέγε αὐξηθέντι καί φοβερώτερα διηγήματα. Ἁπαλῇ μέν γάρ οὔσῃ τῇ διανοίᾳ τοσοῦτον ἐπιτίθει βάρος ἵνα μή καταπλήξῃς(να μην το καταπιέσεις)» (Παράγραφος 37). Αφού συμπληρώσει τα δεκαπέντε ας ακούσει το παιδί για την κόλαση και όταν γίνει δεκαοκτώ να ακούσει για τις τιμωρίες του Θεού (Σόδομα, κατακλυσμός, Εβραίοι στην έρημο προς τη γη της επαγγελίας). Κάθε διδαχή έχει τον κατάλληλο καιρό. «Είναι σοβαρό παιδαγωγικό σφάλμα να μιλάμε στα μικρά παιδιά για τους δαίμονες, διότι, αν ένα παιδί ακούσει μια φορά πώς ακριβώς αυτοί είναι, είναι αδύνατο να μην αρχίσει να τους φαντάζεται και θα οδηγηθεί έτσι σε μια πολύ επικίνδυνη πνευματική κατάσταση. Η ιδέα της κόλασης φοβίζει τα παιδιά και βεβαίως όχι με τον τρόπο που ενδεχομένως φοβίζει τους ενηλίκους. Αυτό το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά δεν είναι ο φόβος της κολάσεως, αλλά η αγάπη στο Θεό».[12]
Επόμενη πύλη είναι η όσφρηση: «Οὐδέν οὕτως ἐκλύει(αδυνατίζει) τόνον ψυχῆς, οὐδέν οὕτως χαλᾷ(χαλαρώνει), ὡς τό εὐωδίαις ἤδεσθαι(το να απολαμβάνει)» (Παράγραφος 39). Οι πειρασμοί δυναμώνουν, ο χαρακτήρας τού παιδιού γίνεται μαλθακός και αδύναμος στις δύσκολες συνθήκες, εφόσον δεν έχει υποστεί την παραμικρή σκληραγωγία και οι προϋποθέσεις για πνευματική πρόοδο καταστρέφονται. Σκόπιμο είναι κατά τις απόψεις τού Χρυσοστόμου να αναπνέει το παιδί τον καθαρό αέρα της φύσης. Πράγματι, οι συχνές εξορμήσεις για άθληση, παιχνίδι ή περιπάτους στη φύση συνιστούν μια πολύ καλή διέξοδο εκτόνωσης για τα παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας και συντελούν- ιδιαίτερα στην εποχή μας- στην καλλιέργεια του σεβασμού απέναντι σε ό, τι ανήκει στο φυσικό περιβάλλον. Και είναι βεβαίως μια ευκαιρία να αισθανθούν ανεμπόδιστα την παρουσία τού Θεού, κάτι που κάποτε φαίνεται δύσκολο στο χώρο της καθημερινότητας, όπου βρίσκονται ασφυκτικά κυκλωμένα από τα επιτεύγματα τού τεχνικού πολιτισμού.
Η πύλη, η οποία ευλόγως παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία να περιφρουρηθεί ακολουθεί στη συνέχεια: «Ἔστιν καί ἑτέρα πύλη, δυσφύλακτος, ἡ τῶν ὀφθαλμῶν. (Παράγραφος 40). Σφοδρῶν ἐνταῦθα χρή τῶν νόμων» «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τό παιδίον, ἵνα μή λύμην(διαφθορά) ὁλόκληρον καί διά τῆς ἀκοῆς καί διά τῶν ὀφθαλμῶν δέχηται» (Παράγραφος 41). Η εμβέλεια των ματιών είναι μεγάλη και η όραση ως αίσθηση πολύ ισχυρή. Κάθε εικόνα που για οποιοδήποτε λόγο προκαλεί το ενδιαφέρον των ματιών εντυπώνεται στον εγκέφαλο. Χρειάζεται επομένως δυνατή θέληση για να καθοδηγεί κανείς την αίσθηση αυτή.
Στο σύνολο του έργου του ο Χρυσόστομος καταγγέλλει τα δημόσια θεάματα, ειδικότερα τον ιππόδρομο και το θέατρο, ως χώρους ακατάλληλους για όσους έχουν επιλέξει το χριστιανικό τρόπο ζωής. Πάρα πολλές φορές και με έντονο τρόπο, όταν αγανακτεί, αποτρέπει να βρίσκονται οι χριστιανοί στους χώρους αυτούς, μια που μόνο επιζήμιοι μπορούν να αποβούν γι’ αυτούς. Και όχι αδικαιολόγητα: «Στους χορούς επικρατούσε το ανατολίτικο ύφος τής προκλητικότητας. Η χαλάρωση και η έκλυση των ηθών ήταν φυσικό και επόμενο. Ο ι. Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το θέατρο θρόνο πανώλης, σκηνή ανηθικότητας, σχολείο ακολασίας».[13] Για το νοσηρό αυτό κλίμα της διαφθοράς πιο συγκεκριμένες πληροφορίες δίδει ο Κορνιτσέσκου: «Στον δ΄ αιώνα οι παραστάσεις χαμηλής ποιότητας έργων ήταν πολλές και αποτελούσαν συνηθισμένο μέσο ψυχαγωγίας, στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων. Παραστάσεις έργων χείριστης ποιότητας, τα οποία εξέθεταν με ωμή φυσικότητα τα ανθρώπινα ελαττώματα (παντομίμα, σατυρικός χορός). Γελοιοποιούνταν όλοι, από τον μεθυσμένο σύζυγο μέχρι και τους επισκόπους, παριστάνονταν ακόλαστες πράξεις και ξεστομίζονταν φράσεις με διφορούμενο ανήθικο νόημα».[14] Επομένως, κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρείται φρόνιμο να παρακολουθούν τα παιδικά μάτια τέτοιας φύσεως θεάματα.
Προκειμένου δε να αποφευχθούν τα επίμονα και επιβλαβή βλέμματα προς το παιδί προτείνεται η σεμνή του εμφάνιση. «Τό πολύ τοῦ καλλωπισμοῦ περιελεῖν(περιορίζει)» (Παράγραφος 42). «Ἀλλά δεῖξον αὐτῷ κάλλη ἕτερα καί ἀπάξεις ἐκεῖθεν τούς ὀφθαλμούς, οἷον τόν οὐρανόν, τόν ἥλιον, τούς ἀστέρας, τῆς γῆς τά ἄνθη, λειμῶνας, βιβλίων κάλλη» (Παράγραφος 44). Ας ψυχαγωγείται το παιδί με τρόπους και μέσα που δεν προκαλούν βλάβες ψυχικές και πνευματικές. Και ας μαθαίνει από νωρίς ότι, σε αντίθεση με την εφήμερη σωματική ομορφιά, η ομορφιά της ψυχής και τού πνεύματος είναι αυτή που χαρίζει την πληρότητα τής ευτυχίας, έλκει και τέρπει όσους συναναστρέφονται μαζί του, πολύ συχνά δε χαρίζει στα χαρακτηριστικά μια ξεχωριστή γλυκύτητα και χάρη. «Διαλέγου αὐτῷ περί κάλλους ψυχῆς» (Παράγραφος 47).
Οι εναλλακτικές λύσεις στη χριστιανική αγωγή για την δικαιολογημένα τόσο απαραίτητη ψυχαγωγία είναι πολλές. «Το πρόβλημα της ψυχαγωγίας τού παιδιού και της εναλλαγής παραστάσεων είναι υπαρκτό. Χρειάζεται σίγουρα το καλό θέαμα: ένα ντοκιμαντέρ, κάποια εξερευνητική εκπομπή και ό,τι άλλο θα ψυχαγωγεί, θα ευχαριστεί και θα μορφώνει, χωρίς ‘‘να προτρέπει βιαίως πως προς τα φαινόμενα καλά’’ κατά την έκφραση τού αγ. Μαξίμου, δηλαδή χωρίς να παρασύρει βίαια σ’ εκείνα που φαινομενικά μόνο παρουσιάζονται σαν καλά».[15]
Ακολουθεί η πύλη τής αφής που εκτείνεται σε όλο το σώμα: «Δοκοῦσα(φαίνεται σαν να είναι) μέν κεκλεῖσθαι, ὥσπερ δέ ἀνεῳγμένῃ, οὕτω πάντα ἔνδον παραπέμπουσα». Είναι η πλέον ανοιχτή αίσθηση. «Ταύτην μήτε ἁπαλοῖς ἱματίοις μήτε σώμασι προσομιλεῖν(να έρχεται σε επαφή) ἀφῶμεν. Σκληράν αὐτήν καταστήσωμεν» (Παράγραφος 48). Σκοπός των νόμων της πόλης-ψυχής είναι να καλλιεργήσουν την αρετή, να καταργήσουν πιθανές αρνητικές ροπές και να κάνουν κάθε πάθος να ατροφήσει.
Παραπέμποντας στην πλατωνική τριμερή διαίρεση της ψυχής, ο Συγγραφέας αναφέρεται έπειτα στην αγωγή της εσωτερικής ζωής και συγκεκριμένα ορίζει πρώτον την ψυχική ορμή που «κατοικεί» στην καρδιά, δεύτερον την επιθυμία, που εδρεύει στο ήπαρ και τρίτον τη νόηση, που βρίσκεται ασφαλώς στον εγκέφαλο. Καθένα από τα τρία μέρη αυτά διαθέτη μια αρετή και μια κακία. Η ψυχική ορμή έχει ως αρετή τη φρονιμάδα και την καλοσύνη, ως κακία το θράσος και τη σκληρότητα. Η επιθυμία έχει ως αρετή τη σωφροσύνη και ως κακία την ασέλγεια. Η νόηση έχει ως αρετή τη φρόνηση και ως κακία την ανοησία. Ο Β. Σκιαδάς επισημαίνει: «Στην καλλιέργεια της ψυχικής ορμής(ενός ακμαίου δηλαδή βουλητικού) θα συμβάλλουν η αυτοεξυπηρέτηση, η αυτοκυριαρχία και αυτοσυγκράτηση από τα πείσματα και τις άλλες αδυναμίες. Στην ανάπτυξη ενός υγιούς επιθυμητικού θα συμβάλλει η επέκταση της αγάπης και πέραν των προσώπων τού άμεσου περιβάλλοντος τού παιδιού. Στην δε πρόοδο τού λογιστικού θα συμβάλλει η επέκταση των γνωστικών κύκλων τού παιδιού και η διεύρυνση των γνωστικών του οριζόντων». [16]
Συνεχίζεται…
[1] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου, σελ. 57- 58
[2] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 55- 56
[3] Ε. Θεοδωροπούλου, όπ. π., σελ. 56
[4] Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, Χρυσοστομικός Άμβων, Τόμος Γ΄, σελ. 208
[5] Δ. Μωραΐτης, Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τους γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα», σελ 12
[6] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 88
[7] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου, σελ. 75
[8] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 92
[9] Αδελφότητα Θεολόγων ΖΩΗ, Το παιδί- Ένας άγνωστος κόσμος, σελ. 152
[10] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 39
[11] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-Ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 94
[12] Αδελφή Μαγδαληνή, Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα, σελ. 80
[13] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου, σελ. 43- 45
[14] Κ. Κορνιτσέσκου, Ο ανθρωπισμός κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, σελ. 93- 94
[15] Β. Σκιαδάς, Αγωγή- μόρφωση- ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 95
[16] Β. Σκιαδάς, όπ. π., σελ. 97