Εἰρήνης Τσαμπαλᾶ
φιλολόγου
«Ἡ Ρωμηοσύνη ἐν’ φυλὴ συνότζιαιρη τοῦ κόσμου
Κανένας δὲν εὑρέθηττζεν γιὰ νὰ τὴν ἠξαλείψη,
κανένας γιατὶ σιέπει τὴν ‘ποὺ τὰ ἄψη ὁ Θεός μου.»
[Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι φυλὴ σύγχρονη μὲ τὴ γέννηση τοῦ κόσμου
κανένας δὲν βρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἀφανίσει κανένας γιατὶ τὴ σκεπάζει
ἀπὸ ψηλὰ ὁ Θεός μου…]
Αὐτὰ διαβεβαίωνε μὲ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια τὸν Τοῦρκο πασὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὅταν τὸν ἀπειλοῦσε πὼς ἔχει σκοπὸ νὰ ἀφανίσει ὅλους τους Ἕλληνες, λίγο πρὶν τὸν κρεμάσει, στὶς 9 Ἰουλίου 1821.Ἐν τούτοις γίνονται σήμερα λυσσώδεις προσπάθειες γιὰ νὰ ἀφανιστεῖ ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὶς πανάρχαιες ρίζες του, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιαμφισβήτητες καθὼς καὶ ἡ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς φυλῆς μας. Ἂν καὶ οἱ προσπάθειες αὐτὲς εἶναι παλιὲς-ὁ Γερμανὸς Φαλμεράγιερ ἀπ’ τὸ 1830 διατύπωνε τὴ θεωρία καὶ τὴν ἄποψη ὅτι: «οὔτε μιὰ σταγόνα γνήσιο ἑλληνικὸ αἷμα δὲν τρέχει στὶς φλέβες τῶν χριστιανῶν κατοίκων τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος»- αὐτὸ ποὺ εἶναι λυπηρὸ σήμερα εἶναι ὅτι ἐμφανίζονται καὶ Ἕλληνες «ἱστορικοὶ ἀνιστόρητοι» ποὺ ὑποστηρίζουν διάφορα, ἐπιδιώκοντας κυρίως νὰ ἀκυρώσουν τὸ ἑλληνοχριστιανικὸ Βυζάντιο.Αὐτὸ μὲ παρακινεῖ νὰ καταθέσω ἐδῶ ψήγματα μόνο τῶν στοιχείων ποὺ ἀνακάλυπτα, μὲ πολὺν ἐνθουσιασμὸ καὶ ἔκπληξη, διδάσκοντας τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, καὶ ποὺ δείχνουν πὼς οἱ Ἕλληνες τῶν μυκηναϊκῶν χρόνων ποὺ ἔζησε ὁ Ὀδυσσέας (12ος αἰ. π. Χ. ), τῶν χρόνων ποὺ ἔγραψε ὁ Ὅμηρος τὰ ἔπη του (8ος αἰ . π.Χ.) καὶ τῆς μετέπειτα ἀρχαιότητας, τοῦ Ἀλεξάνδρου, τῶν βυζαντινῶν καὶ τῶν νεότερων χρόνων εἶναι ἴδιοι καὶ ἀπαράλλακτοι στὶς ἀξίες τους, στὶς ἐκδηλώσεις τους καὶ στὴν ψυχοσύνθεσή τους.Τὸ κυριότερο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς εἶναι ἡ θεοσέβειά του, τὸ βαθὺ θρησκευτικό του συναίσθημα. Ἀναρωτιέται κανεὶς πὼς ἕνας λαὸς 1000 χρόνια πρὸ Χριστοῦ ἔπλασε μὲ τὴ φαντασία τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἔδωσε στοιχεῖα καὶ γνωρίσματα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς ἀποκάλυψε αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος.Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι κατὰ βάση οἱ θεοί τους δὲν ἦταν γεμᾶτοι πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἀλλὰ ἐδῶ ἐπικεντρωνόμαστε στὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς ἀφοροῦν.Αὐτὸ καταφαίνεται ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα γραπτὰ λογοτεχνικὰ κείμενα ποὺ εἶναι τὰ ὁμηρικὰ ἔπη.Ὁ Ὅμηρος ἐπιχειρῶντας νὰ γράψει δύο μεγάλα ἔπη, ἔργα τιτάνια, αἰσθάνεται ἀδύναμος νὰ τὰ βγάλει πέρα μόνος. Γι’ αὐτὸ στὸ προοίμιο κάθε ἔργου ἐπικαλεῖται τὴ Μούσα, θεὰ τῆς ποίησης, γιὰ νὰ τοῦ φωτίσει τὸν νοῦ, οὕτως ὥστε μέσα ἀπ’ τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια, νὰ ψάλλει τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων ἀφενὸς καὶ τὴν ψυχικὴ δύναμη, τὴν ἀγωνιστικότητα, τὴ φιλοπατρία τοῦ ξενιτεμένου Ἕλληνα ἀφετέρου.
«Ψάλλε μου, θεά…».Ἀρχίζει λοιπόν, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ θείου. Τὸ ἔργο του, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, πὼς εἶναι θεόπνευστο. Ἀπό ‘δῶ καὶ μπρὸς ἡ θεϊκὴ παρουσία θὰ εἶναι ἔκδηλη σὲ ὅλο του τὸ ἔργο. Οἱ θεοὶ εἶναι δίπλα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νοιάζονται γι΄ αὐτούς. Μὲς στὴν καλοπέρασή τους στὸν Ὄλυμπο δὲν τοὺς ξεχνοῦν, παρὰ κάνουν συσκέψεις καὶ συνεδριάσεις γιὰ ν΄ ἀποφασίσουν γιὰ τὴν τύχη τους. Ὁ Δίας, ὁ πατέρας των θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἔχει τὸν πρῶτο λόγο. Βάζει τὰ πράγματα στὴ θέση τους: ρυθμίζουν καὶ οἱ θεοὶ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀσυλλογισιά τους παθαίνουν καὶ ὑποφέρουν. Ἡ παράβαση τοῦ θεϊκοῦ νόμου βέβαια τιμωρεῖται καὶ ὁ παραβάτης πληρώνει ἀκριβὰ τὴν ἐγωιστικὴ στάση του ἀπέναντι στὸ θεῖο καὶ στοὺς ἠθικοὺς κανόνες. Ἀντίθετα ὁ θεοφοβούμενος κι ὅποιος ἐπιτελεῖ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα, π ρ ο σ τ α τ ε ύ ε τ α ι . Κι ὁ Ὀδυσσέας εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀγαπητὸς τῶν θεῶν γιατί εἶναι θεοσεβής, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ Ἀθηνᾶ.Παρόλα αὐτὰ δὲν τοῦ συγχωροῦνται ὁρισμένα σοβαρὰ σφάλματα ποὺ ἔχει κάνει: τυφλώνει τὸ γυιὸ τοῦ Ποσειδώνα, τὸν Κύκλωπα,καὶ καυχιέται ὕστερα γι’ αὐτό· ἔτσι γίνεται ὑβριστὴς καὶ θὰ τὸ πληρώσει μὲ τὶς ἀπερίγραπτες περιπέτειές του στὴ θάλασσα.Παρόλα αὐτὰ θὰ τὴ γευτεῖ τοῦ γυρισμοῦ τὴ μέρα. Προστάτης του καὶ βοηθὸς ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ. Ὅταν τὸ καράβι τῶν Φαιάκων θὰ τὸν ἀφήσει κοιμισμένο στὴν ἀμμουδιὰ τῆς πατρίδας του, θὰ ἐμφανιστεῖ δίπλα του μὲ τὴν πραγματική της μορφὴ καὶ θὰ κουβεντιάσουν σὰν δυὸ καλοὶ φίλοι γιὰ ὅσα θ’ ἀκολουθήσουν καὶ πῶς θὰ βγεῖ νικητὴς ἀπ’ τὶς δοκιμασίες ποὺ τὸν περιμένουν στὸ παλάτι.Δὲν ὑπάρχει πιὸ συγκλονιστικὴ καὶ τρυφερὴ σκηνὴ ἀπ’ αὐτὴ σ’ ὅλη τὴν Ὀδύσσεια. Φανερὴ ἡ παρουσία καὶ παρέμβαση τοῦ θείου, ὅπως στὴ χριστιανική μας λατρεία ὅπου ἅγιοι καὶ ἄγγελοι παραστέκουν στοὺς πιστοὺς στὶς δύσκολες στιγμές, συχνὰ καὶ μὲ τὴν παρουσία τους. Σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν ἀπαντᾶται αὐτὸ στὶς ἀρχαῖες ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὅπου οἱ θεοὶ εἶναι φοβεροὶ καὶ ἀπόμακροι.Ἐτοῦτος ὁ λαὸς ποὺ τὰ ἐπινόησε αὐτὰ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ ἄμεσος πρόγονος τοῦ Ἕλληνα τῶν βυζαντινῶν καὶ τῶν νεότερων χρόνων. Αὐτὸς ποὺ πρὶν ἀπὸ κάθε του ἐνέργεια κάνει θυσία στοὺς θεούς, ποὺ πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς (κάθοδος Ὀδυσσέα στὸν Ἅδη, στὸ χῶρο τῶν νεκρῶν), ποὺ παραδέχεται ἀπόδοση δικαιοσύνης μετὰ θάνατον, Τάρταρα γιὰ τοὺς κακούς,Ἠλύσια πεδία γιὰ τοὺς καλοὺς (Κόλαση-χριστιανικὸς Παράδεισος). Αὐτὸς ποὺ διασκεδάζει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μὲ τοὺς ἴδιους σχεδὸν χοροὺς ὅπως καὶ σήμερα. Ποὺ οἱ ἥρωες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου ἔχουν τὴν ἴδια τρυφερὴ σχέση μὲ τὰ ἄλογά τους ὅπως ἔχει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, οἱ ἀκρίτες πολεμιστὲς τοῦ Βυζαντίου, οἱ ἥρωες τοῦ ’21, οἱ λαϊκοὶ ξωμάχοι.Ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν Ξένιο Δία, προστάτη τῆς φιλοξενίας, μὲ τὸ ἴδιο φιλικὸ χαμόγελο ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι δυνατὰ στοιχεῖα ποὺ δείχνουν τὴν ἑνότητα τῆς φυλῆς μας ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ὣς τώρα…Καὶ βέβαια δὲν μποροῦμε νὰ ἀποχωρισθοῦμε τὸν Ὅμηρο χωρὶς νὰ μείνουμε σ’ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο σκηνικὸ τῆς ἀναγνώρισης τῶν δύο συζύγων καὶ τῆς ἀφοσίωσης τῆς Πηνελόπης στὸν ξενιτεμένο ἄντρα της. Γιατί ἰδιαίτερα ἡ Ὀδύσσεια εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἕνας ὕμνος στὴν πιστὴ Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρτεμης, ἔργο τοῦ Θεόφιλου σύζυγο. Ἡ στάση της ἔμεινε παράδειγμα πρὸς μίμηση στοὺς αἰῶνες. Ἡ ἀφοσίωσή της ἀπόλυτη, κι ἂς ἔχουν περάσει 20 ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἀποχώρησε ὁ καλός της. Τὸ βράδυ, ἀφοῦ στερέψουν τὰ δάκρυά της ἀπ’ τὸν πόνο, προσεύχεται στὴ θεὰ τῆς ἁγνότητας, τὴν Ἄρτεμη.«Τρισέβαστη Ἄρτεμη, τοῦ Διὰ θυγατέρα,στεῖλε σαΐτα νὰ μοῦ πάρει τὴ ζωή. Νὰ πάω στὸν Ἅδη μὲ τοῦ Ὀδυσσέα τὴ θύ- μηση. Δίχως νὰ χρειαστεῖ νὰ γλυκάνω ἄλλου καρδιά…» Ἡ πιστότητα ποὺ φτάνει μέχρι τὸ θάνατο. Ἡ ἄρνησή της στοὺς πιεστικοὺς πειρασμοὺς τῶν μνηστήρων παραμένει ἠθικότατο δίδαγμα. Ἡ σύνεσή της θαυμαστή. Δὲν θὰ ἀποδεχτεῖ εὔκολα καὶ ἄκριτα τὸν ξένο ποὺ ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ στὸ παλάτι της ἀπὸ τὸ πουθενὰ καὶ ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ὁ Ὀδυσσέας.Θὰ τὸν δοκιμάσει σκληρά. Κι ὅταν τῆς ἀποκαλύψει τὸν μυστικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν κατασκευάσει τὸ νυφικὸ κρεβάτι τους, ὅταν θὰ ἐφτίαχναν τὴ δική τους οἰκογένεια, (τὸ εἶχαν στηρίξει στὸν κορμὸ μιᾶς ἐλιᾶς κι ἦταν ἀμετακίνητο),τότε μόνο ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά της στὸν ἀγαπημένο τῆς ἄντρα, παρότι ἡ καρδιά της τὸ λαχταροῦσε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή. Τὴν ὕμνησαν ποιητὲς καὶ ποιητές.Χαρακτηριστικὸ τὸ τετράστιχο στὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Πολέμη:
«Μὰ ἡ πίστη σου ποτὲ δὲν ἀποσταίνει μὲ τὴν καθάρια νὰ σοῦ λέει φωνή της,
πὼς ἡ πιστὴ ἡ ἀγάπη εἶναι μαγνήτης,ποὺ τραβάει καθε ἀγάπη πλανεμένη.»
Ἕνα μήνυμα ἠχηρὸ πρὸς πολλὲς σημερινὲς ἑλληνίδες συζύγους πού, παρασυρμένες ἀπὸ ποικίλες σειρῆνες, εὔκολα προδίδουν τὴ συζυγικὴ κλίνη, ἀγνοώντας τὴ σχετικὴ χριστιανικὴ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποδεικνύονται κατώτερες ἀκόμα κι ἀπ’ τὴν ὁμηρικὴ Πηνελόπη. Ἀκόμη κι οἱ ἁπλές, πονεμένες γυναῖκες τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου,ποὺ ἔμεναν μῆνες καὶ χρόνια μόνες, μὲ τοὺς ἄντρες τους νὰ ταξιδεύουν, ἔμεναν τὸ ἴδιο ἀφοσιωμένες στὸν ξενιτεμένο σύζυγο, ὅσο ὀδυνηρὸ κι ἂν ἦταν αὐτὸ γιὰ τὴ νεαρὴ ἰδιαίτερα κόρη ποὺ συχνὰ τὴν ἄφηνε «τριῶν ἡμερῶν νυφούλα». Κι ἂν ὁ Ὅμηρος ἐπαινεῖ τὴν Πηνελόπη μὲ τὰ πλέον κολακευτικὰ λόγια δὲν ὑπολείπεται σὲ οὐσία καὶ βάθος καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὅταν λέει:
«τίποτα δὲν ἐζήλεψα μὲς στὸν ἀπάνω κόσμο
μόν’ τ’ ἄλογο τὸ γλήγορο καὶ τὸ καλὸ ζευγάρι
(τὰ βόδια γιὰ ὄργωμα) καὶ τὴ γυναίκα τὴν καλὴ
ποὺ νὰ τιμάει τὸν ἄντρα».
Ἡ σοφία, ἠ ανδρεία, ἡ ἀρετή, ἡ προσωπικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐλευθερία, ἡ εὐσέβεια, ἡ συζυγικὴ ἀφοσίωση, ἡ ἀγάπη ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς οἰκογένειας καὶ στὴν πατρίδα εἶναι ἀξίες διαχρονικές,ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ παλιά. Αὐτὸ λέει ἡ ἱστορία, τὰ γραπτὰ κείμενα καὶ ἡ ὅλη ἀρχαία καλλιτεχνικὴ δημιουργία. Ποιός λοιπὸν θὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ θὰ τὰ ἀναιρέσει ὅλα αὐτά;Μόνο κακοπροαίρετοι καὶ ὑστερόβουλοι ποὺ ὑπηρετοῦν ξένα κέντρα.Ἐμεῖς ὅμως οἱ περισσότεροι ποὺ τὄχουμε καμάρι νὰ εἴμαστε καὶ νὰ λεγόμαστε Ἕλληνες, πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς πηγές μας. Ἐμεῖς δώσαμε τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ στὸν κόσμο.Αὐτὸς ὁ φωτεινὸς πολιτισμὸς πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα μας. Κι ἐμεῖς οἱ γνήσιοι κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας, νὰ γίνουμε ἐκτελεστὲς καὶ συνεχιστὲς τῆς πανάρχαιας ἑλληνικῆς μας κληρονομιᾶς γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ Ρωμηοσύνη. Διότι: «ἡ Ρωμηοσύνη ἐν’ νὰ χαθῆ (θὲ νὰ χαθεῖ),ὄντας ὁ κόσμος λείψει!»
1. Ὁμήρου Ἰλιάδα-Ὀδύσσεια διδακτικὰ βιβλία ἐκδ. 1991.
2. Η Οδύσσεια τοῦ Ὁμήρου-Ἡ Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου, Τρι-
αντ. Δελῆ
3. Μηνύματα ἀπὸ τὴν ἀρχαία μας κληρονομιά, ἐκδ. Ἡ ζωὴ
τοῦ Παιδιοῦ (1995)