Η διοίκηση ολικής ποιότητας στην εκπαίδευση

Γράφει o Συντονιστής Eκπαίδευσης στο Γιοχάνεσμπουργκ, Δρ. Βλάχος Γεώργιος

1. Στόχοι και γενικές αρχές της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας (ΔΟΠ)

Με τον όρο ποιότητα, εννοούμε «το σύνολο των θετικών ιδιοτήτων ενός πράγματος», το οποίο σχετίζεται με την ικανοποίηση των αναγκών του πελάτη. Η Διοίκηση Ολικής Ποιότητας (Δ.Ο.Π.) είναι μια νέα φιλοσοφία μάνατζμεντ για τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας ενός οργανισμού ως σύνολο και απαιτεί τη συμμετοχή όλων σε όλες τις εσωτερικές διαδικασίες του οργανισμού (Δερβιτσιώτη, 1993). Έχει ως μοναδικό στόχο την ικανοποίηση του πελάτη ή γενικότερα του χρήστη των υπηρεσιών του οργανισμού παράλληλα με τη συνεχή βελτίωση των επιχειρησιακών και παραγωγικών διαδικασιών του τελευταίου. Τα μυστικά για την επιτυχημένη εφαρμογή της Δ.Ο.Π. είναι η αποτελεσματική εκπαίδευση, η συμμόρφωση με τις προσδοκίες των πελατών, η αποφυγή της ζημίας, η υπεροχή και η προστιθέμενη αξία ενός προϊόντος, η λήψη των αποφάσεων με βάση αντικειμενικά στοιχεία (Δερβιτσιώτη, 2001), η συστηματική εμπλοκή της ανώτερης διοίκησης σε όλες τις βασικές λειτουργίες (Harrigton, 1987) και η δέσμευσή της για την τήρηση των αρχών και των στόχων της Δ.Ο.Π (Hradesky, 1995).

2. Η αναγκαιότητα ένταξης της ΔΟΠ στην εκπαίδευση

Ο Deming, πίστευε ότι όσο περισσότερο οικοδομεί κάποιος πάνω στην ποιότητα, τόσο λιγότερο κοστίζει αυτή (Walton, 1986). Για το λόγο αυτό, η ποιότητα πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο στις επιχειρήσεις, τη βιομηχανία και την οικονομία γενικότερα, αλλά και στην εκπαίδευση, καθώς η τελευταία, στη σύγχρονη εποχή είναι άμεσα συνυφασμένη με την οικονομία, αφού «η επένδυση στη μόρφωση αποδίδει τον καλύτερο τόκο». Η μάθηση, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η ποιότητα, είναι μια συνεργατική προσπάθεια όπου συμμετέχουν από κοινού το Υπουργείο με τα Αναλυτικά Προγράμματα, τα στελέχη εκπαίδευσης, οι τοπικοί φορείς, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς (Deming, 1986). Βασικός στόχος του σχολείου θα πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση των μαθητών και της διδασκαλίας, προκειμένου αυτοί να ανταποκρίνονται ολοένα και πιο αποτελεσματικά στις προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Έτσι, το σχολείο καλείται να εναρμονιστεί με τις απαιτήσεις των καιρών και του ιδιαίτερα ανταγωνιστικού σύγχρονου περιβάλλοντος, ώστε να προετοιμάσει πολίτες ενεργούς οι οποίοι θα μπορούν άμεσα να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να διασφαλιστεί η ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών και των μεθόδων διδασκαλίας, η καταλληλόλητα και η επάρκεια των διδασκόντων, η αξιοπιστία της υλικοτεχνικής υποδομής, ο έλεγχος των επιδόσεων των μαθητών, αλλά και η ομαλή μετάβασή τους στην αγορά εργασίας (Μπρίνια, 2008), εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνεχή βελτίωση και αξιοποίηση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού με σκοπό την επίτευξη υψηλών εκπαιδευτικών υπηρεσιών (Φασούλης, 2001). Τέλος, για την εφαρμογή της ΔΟΠ στην εκπαίδευση θεωρείται
απαραίτητη η παρουσία μιας ικανής και αποτελεσματικής ηγεσίας που θα απομακρύνει τα εμπόδια για την πρόοδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που θα επηρεάζει προς τη σωστή κατεύθυνση, που θα μεταδίδει το όραμα του σχολείου, θα ενθαρρύνει τη συμμετοχή και τη συν ευθύνη στη λήψη αποφάσεων.

3. Η ένταξη της ΔΟΠ στην εκπαίδευση
3.1. Πεδίο εφαρμογής της 

Η ΔΟΠ μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στη διοίκηση σχολικών οργανισμών, αλλά και μέσα στην τάξη με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας (Ζαβλανός, 2003). Η διοίκησή της ορίζεται ως η συνεχής και δυναμική διαδικασία λήψης αποφάσεων μέσω  προγραμματισμού, οργάνωσης, διεύθυνσης και ελέγχου όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής προσπάθειας, της οποίας αποδέκτες είναι όχι μόνο οι μαθητές, αλλά και η οικογένεια, οι μελλοντικοί εργοδότες, αλλά και οι κοινωνικοί φορείς ευρύτερα (Πετρίδου, 2005). Επομένως, η ΔΟΠ στα σχολεία προσβλέπει στο να αποκτήσει η εκπαίδευση ανταγωνιστικότητα και η μεγάλη καινοτομία της είναι ότι προσθέτει αξία στις διαδικασίες, ώστε η μάθηση να είναι πραγματικά μια επένδυση μεγαλύτερη από τα χρήματα, τον κόπο και το χρόνο που δαπανήθηκαν για την απόκτησή της. Τα σχολεία που έχουν εφαρμόσει τις αρχές της ΔΟΠ χαρακτηρίζονται ως «σχολεία ποιότητας» και επιδιώκουν την τελειότητα μέσα βέβαια από μακροχρόνιες διαδικασίες που θα επιφέρουν συνεχείς βελτιώσεις αποτελεσμάτων (Ζαβλανός, 2003).

Στα σχολεία ποιότητας, επιβάλλονται αλλαγές στο ρόλο των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι πλέον η αυθεντία και η πηγή της γνώσης, αλλά ο συντονιστής της προσπάθειας και ο διευκολυντής της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Πασιαρδής, 1993). Οι μαθητές δεν είναι πια άβουλοι και παθητικοί αποδέκτες της παρεχόμενης γνώσης, αλλά ενεργά μέλη στην εκπαιδευτική διαδικασία που παροτρύνονται στη διερεύνηση ιδεών, που ανακαλύπτουν τη γνώση και διαθέτουν κρίση και ικανότητα αφαιρετικών συλλογισμών. Οι γονείς από την πλευρά τους δεν είναι αμέτοχοι θεατές, αλλά ισότιμοι συνέταιροι με ρόλο ενεργό στη διαδικασία της εκπαίδευσης. Επομένως, κάθε σχολική μονάδα είναι ένα επιμέρους σύστημα του όλου εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας που βρίσκεται όμως παράλληλα σε διαρκή αλληλεξάρτηση με άλλα συστήματα του εξωτερικού του περιβάλλοντος. Για την επίλυση των όποιων προβλημάτων λειτουργίας του σχολείου απαιτείται ορθολογική αξιοποίηση των υλικών και άυλων πόρων του για την επίτευξη των στόχων του. Έτσι, η λειτουργία κάθε σχολικής μονάδας κινείται στη λογική, σύμφωνα με τις αρχές της ΔΟΠ, της ελαχιστοποίησης του κόστους και της μεγιστοποίησης του οφέλους που μπορεί να επιτευχθεί μέσω του προγραμματισμού. Βασικές αξίες και τυπικά χαρακτηριστικά ενός ποιοτικού σχολείου είναι να προσφέρει στους μαθητές του πρόσβαση και δυνατότητα άσκησης και εφαρμογής σε ένα σύνολο γνώσεων, που θα τους προετοιμάσουν να ζήσουν στη σύγχρονη περίπλοκη και ευμετάβλητη κοινωνία ( Murray & Chapman, 2003).

Επιπλέον, χρειάζεται να προωθεί τις αξίες της αριστείας και των υψηλών επιδιώξεων και να είναι δημοκρατικό, δίκαιο, και ισότιμο απέναντι στους μαθητές του. Επιπρόσθετα ένα ποιοτικό σχολείο θα πρέπει να εμφυσάει στους μαθητές το αίσθημα της αυτοπεποίθησης και της αξιοπρέπειας, καθώς και τις αξίες της προσωπικής αυτονομίας και της κοινωνικής προσφοράς.

3.2. Κριτήρια ποιότητας στην εφαρμογή της ΔΟΠ 

Οι σχολικές μονάδες, για να είναι αποτελεσματικές, χρειάζεται να ικανοποιούν συγκεκριμένα παιδαγωγικά, οικονομικά και διοικητικά κριτήρια. Σύμφωνα με τις αρχές της ΔΟΠ, απαιτείται εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε όλους για τη λήψη αποφάσεων στη σχολική μονάδα, τεχνική υποστήριξή της, προώθηση ευέλικτων διαδικασιών και αλλαγή της γραφειοκρατικής δομής, υπό την επίβλεψη όμως και καθοδήγηση μιας ηγεσίας που συντονίζει, εμψυχώνει και εμπνέει. Πιο συγκεκριμένα, τα σπουδαιότερα στοιχεία που με ορθολογικό τρόπο μπορούν να βελτιώσουν τις λειτουργίες του σχολείου είναι: ο Διευθυντής, ο σύλλογος διδασκόντων, ο συντονισμός της σχολικής ζωής, η διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος, η πλήρης αξιοποίηση των διατιθέμενων μέσων-πόρων, το διοικητικό, επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, το σχολικό κλίμα, ο τρόπος επιβολής πειθαρχίας, η κουλτούρα, οι σχέσεις των εμπλεκομένων, η ποιότητα της διδασκαλίας και της μάθησης, η επικοινωνία, οι αμοιβές και η αναγνώριση (Ζωγόπουλος, 2011).


Σύμφωνα με τη ΔΟΠ, μια σχολική μονάδα είναι ένας οργανισμός ο οποίος λειτουργεί μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον με απώτερο σκοπό την ικανοποίηση των μαθητών και των γονέων τους για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα που επιτυγχάνει. Επιπλέον, μια σχολική μονάδα που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της ΔΟΠ , κρίνεται σκόπιμο να επιδεικνύει αφοσίωση στη διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε αυτή, ώστε να αναπτύσσεται μια καινοτόμος επαγγελματική κουλτούρα με νέες παιδαγωγικές προσεγγίσεις και διδακτικές μεθόδους που θα οδηγήσουν στον επιθυμητό στόχο της μαθησιακής διαδικασίας.

3.3. Στοιχεία που καταδεικνύουν την ύπαρξη της ΔΟΠ
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι ποιοτικό σχολείο θεωρείται εκείνο στο οποίο η γνώση οικοδομείται με βιωματικό τρόπο, και είναι συναφής με τη διαδικασία  προετοιμασίας λειτουργικών και ενεργών πολιτών για το μέλλον (Δούκας, 1999), είναι ευέλικτο, ανταγωνιστικό και επαρκές που εκπληρώνει τους στόχους του, λειτουργεί όσο το δυνατόν πιο αυτόνομα, κάνει πράξη την εκπαιδευτική αποκέντρωση και την ίδια στιγμή, μπορεί και
προσαρμόζεται στις αλλαγές και στις νέες συνθήκες (Παπαλεξανδρή και Μπουραντάς, 2003).  Ένας κεντρικός πυλώνας ανάδειξης της ποιότητας θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι τα τελευταία χρόνια τα νέα αναλυτικά προγράμματα που εκφράζουν τους νέους στόχους της που στηρίζονται στη διερευνητική και εποικοδομητική προσέγγιση της γνώσης (Βεϊκου, Σιγανού & Παπασταμούλη, 2007). Κατά αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ποιοτικότερο εκπαιδευτικό έργο.


Παράλληλα, στα νέα προγράμματα εντάσσονται καινοτόμες δράσεις, που αναβαθμίζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης. Επίσης, τα νέα αυτά προγράμματα επιδιώκουν να αναπτύξουν την προσωπικότητα, την αυτοπεποίθηση, την αυτοεκτίμηση και την υπευθυνότητα του μαθητή, ώστε αυτός να διαμορφώσει θετικές στάσεις και συμπεριφορές στη ζωή του. Παράλληλα, σε ό,τι αφορά τις διδακτικές μεθόδους, πολύ σημαντικές θεωρούνται οι νέες εκσυγχρονισμένες μέθοδοι διδασκαλίας που προωθούν τις ΤΠΕ στην εκπαίδευση, την ομαδικότητα και τη συνεργασία, τον εποικοδομητισμό και την εννοιολογική μάθηση, την κριτική σκέψη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας, προσανατολιζόμενες βέβαια πάντα στο μαθητή και τις ανάγκες του (Πασιαρδής, 2004).


Άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η αλλαγή του προσανατολισμού της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών αφού, τίθεται ως στόχος η ενημέρωσή τους σε σύγχρονους επιστημονικούς, παιδαγωγικούς, τεχνολογικούς, κοινωνικούς και πολιτικοοικονομικούς τομείς, καθώς και η εξοικείωσή τους με νέα μεθοδολογικά εργαλεία που θα τους οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων, σε αρτιότερη οργάνωση και αποτελεσματικότερη και άρα ποιοτική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού τους έργου. Επίσης, στοχοθετείται η ενημέρωση σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης σχολικής μονάδας, διαχείρισης τάξης και κρίσεων και εξοικείωσης με τις Νέες Τεχνολογίες που προάγουν την ποιοτική εκπαίδευση. Τέλος, απαραίτητη θεωρείται η χρήση των ψηφιακών μέσων, ώστε οι μαθητές και των πιο απομακρυσμένων περιοχών να μπορούν να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και τα ίδια μέσα με τα παιδιά όλου του κόσμου.


3.4. Η ΔΟΠ στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα
Η ΔΟΠ μπορεί να εφαρμοστεί στη διοίκηση των εκπαιδευτικών μονάδων προσφέροντας μια νέα πνοή σε αυτές, βελτιώνοντας την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Ωστόσο, η διοίκηση των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων διαθέτει όλες τις αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, όπως είναι η πολυνομία, η υπέρμετρη γραφειοκρατία, ο υπερσυγκεντρωτισμός και οι αναχρονιστικές διοικητικές διαδικασίες οι οποίες καθιστούν τη διοίκηση δύσκαμπτη, πολυδάπανη και χρονοβόρα. Επιπλέον, οι υλικοτεχνικές ελλείψεις, η ανεπάρκεια οικονομικών κονδυλίων, η ελλιπής επιμόρφωση του διδακτικού προσωπικού και η έλλειψη κατάρτισης των στελεχών εκπαίδευσης σε θέματα σύγχρονου management δυσχεραίνουν την εφαρμογή της ΔΟΠ στα σχολεία στην Ελλάδα.


Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα η εκπαίδευση αποτελεί ένα πεδίο αλλεπάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων, χωρίς συνήθως μακρόπνοο σχεδιασμό και μακροπρόθεσμους στόχους. Για αυτό χρειάζεται, λοιπόν, να διαμορφωθεί μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική πολιτική που θα είναι απόρροια της ουσιαστικής συμμετοχής όλων των κοινωνικών εταίρων που επηρεάζονται από τις αλλαγές (κυβερνώντες, γονείς, μαθητές, φορείς επαγγελματικών οργανώσεων) και θα στηρίζεται στον ορθολογισμό, την ποιότητα, και κυρίως στην αποδοχή από τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας (Σαΐτης, 2000). Επιπλέον, η σταθερότητα του διδακτικού προσωπικού είναι ένα μεγάλο ζητούμενο για την εφαρμογή και επιδίωξη της ποιότητας σε μια σχολική μονάδα, καθώς η ποιότητα είναι ένα όραμα. Ωστόσο, η διαδικασία στελέχωσης των σχολείων στη χώρα μας μοιάζει περισσότερο με μια απλή διεκπεραιωτική κίνηση που απλώς αποσκοπεί στην κάλυψη κενών θέσεων παρά στη στόχευση μιας ποιοτικότερης εκπαίδευσης, αφού τα κενά καλύπτονται συνήθως την τελευταία στιγμή και ο εκπαιδευτικός καλείται ξαφνικά να διδάξει συχνά πολλά αντικείμενα και σε διαφορετικά σχολεία. Παράλληλα, για να μπορεί να θεωρείται η ποιότητα επιτεύξιμος στόχος στην Ελλάδα, χρειάζεται και η κατάλληλη υλική υποστήριξη από την Πολιτεία. Αν λάβουμε όμως υπόψη μας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία γίνεται αντιληπτό πόσο δύσκολος μεν, αλλά όχι ακατόρθωτος στόχος είναι η ποιοτική εκπαίδευση.


Μειονέκτημα, επίσης, του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος παραμένει και η έλλειψη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών που μέχρι σήμερα δεν υφίσταται ως μια επίσημα θεσπισμένη διαδικασία, η οποία όμως θα προάγει το εκπαιδευτικό έργο και θα συμβάλλει στη βελτίωση των υποδομών και της διδασκαλίας χωρίς, ωστόσο, να αποτελέσει εργαλείο εκφοβισμού των εκπαιδευτικών. Η αξιολόγηση είναι προϋπόθεση για μια ποιοτική εκπαίδευση, έτσι ώστε να ενδυναμώνει το εκπαιδευτικό έργο και το κύρος των εκπαιδευτικών ανατροφοδοτώντας το με δημιουργικό τρόπο. Εάν συνέβαινε το τελευταίο, τότε η αξιολόγηση θα είχε περισσότερο την υποστήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας, με την προϋπόθεση βέβαια πως η τελευταία θα είχε πεισθεί για την αντικειμενικότητα των κριτηρίων εφαρμογής και για τους στόχους της αξιολογικής διαδικασίας. 

Όσον αφορά στην επιμόρφωση στελεχών και εκπαιδευτικών και του σημαντικού της ρόλο στην εξασφάλιση της  οιότητας στην εκπαίδευση, θεωρούμε την έλλειψη ποιοτικών χαρακτηριστικών στην εκπαίδευση στην Ελλάδα και αποτέλεσμα της έλλειψης επιμόρφωσης και πρώτα από όλα των στελεχών της εκπαίδευσης. Είναι γεγονός ότι ο διευθυντής ευθύνεται όχι μόνο για την ομαλή λειτουργία του σχολείου και το συντονισμό της σχολικής ζωής, αλλά και την αναβάθμιση του σχολείου και της καλλιέργειας ενός ποιοτικού προφίλ και οράματος για το σχολείο το οποίο καλείται να εμφυσήσει και να μεταδώσει και στους συναδέλφους του εκπαιδευτικούς. Ο διευθυντής όμως του ελληνικού σχολείου, σύμφωνα με το ισχύον συγκεντρωτικό σύστημα, δε διαθέτει πολλές διακριτικές ευχέρειες δράσης ή διστάζει να αναλάβει αποφασιστικές αρμοδιότητες. 

Εξάλλου, επωμίζεται ένα τόσο μεγάλο και σύνθετο έργο το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την εποπτεία του έργου των εκπαιδευτικών, τη φροντίδα και υποστήριξη των μαθητών, την επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον του σχολείου, τη διασφάλιση της αρτιότητας της κτιριακής και υλικοτεχνικής υποδομής του σχολείου, την ενασχόληση με διάφορα άλλα γραφειοκρατικού τύπου διοικητικά θέματα- ώστε πολλές φορές είναι πρακτικώς δύσκολο να ασχοληθεί με ποιοτικούς στόχους, που βέβαια θα έπρεπε να ήταν η κατεξοχήν ενασχόλησή του. Άλλωστε, πολλοί διευθυντές δεν είναι καν στοιχειωδώς καταρτισμένοι πάνω σε θέματα σύγχρονης διοίκησης ούτε και τους παρέχονται κίνητρα υλικά και μη, για να επιδιώξουν μια σχετική κατάρτιση και επιμόρφωση (Σαϊτη, Φεγγάρη & Βούλγαρη, 1997). Πέρα από τα διευθυντικά στελέχη, επιμόρφωση χρειάζονται και οι εκπαιδευτικοί, καθώς η ανάπτυξη των παιδαγωγικών επιστημών τα τελευταία χρόνια, οι σύγχρονες κοινωνικογνωστικές προσεγγίσεις και η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας έχουν προκαλέσει ριζικές αλλαγές στο διδακτικό και παιδαγωγικό τους έργο, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητο να αναλάβουν νέους ρόλους και να εκπαιδεύονται διά βίου, ώστε να μπορούν να
ανταπεξέλθουν στην εκπαιδευτική διαδικασία και να διατηρήσουν το κύρος τους απέναντι στους μαθητές τους (Ματθαίου, 1999). Ωστόσο, η μεγάλη μάζα των εκπαιδευτικών ούτε κίνητρα έχει, λόγω έλλειψης αξιολόγησης και επιβράβευσης ούτε τη δυνατότητα, αφού οι συνεχείς οικονομικές περικοπές κάθε άλλο παρά ενθαρρύνουν την επιμόρφωση και την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.

Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι δεν μπορούμε ακόμη να μιλάμε για ύπαρξη ΔΟΠ στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δεδομένου ότι το σχολείο δεν είναι εναρμονισμένο με το ιδιαίτερα ανταγωνιστικό σύγχρονο περιβάλλον, ώστε να προετοιμάζει πολίτες ενεργούς οι οποίοι θα μπορούν άμεσα και επιτυχώς να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να εναρμονιστούν τα Αναλυτικά Προγράμματα, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η υλικοτεχνική υποδομή και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών με συνεχή αξιολόγηση και ανατροφοδότ ηση.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Βέικου, Χ., Σιγανού, Α., Παπασταμούλη, Ε., (2007). Σύντομη επισκόπηση του παιδαγωγικού πλαισίου του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Επιθεώ ρηση εκπαιδευτικώ ν θεμάτων, 13, 55 – 68
Δερβιτσιώτη, Κ.Ν., (1993). Διοίκηση Ολικής Ποιότητας. Αθήνα: Σταμούλης.
Δερβιτσιώτης, Κ.Ν., (2001). Ανταγωνιστικότητα με Διοίκηση Ολικής Ποιότητας. Αθήνα: Interbooks.
Δούκας, Χ., (1999). Ποιότητα και Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση – Συνοπτική Ερευνητική Επισκόπηση.
Επιθεώρηση εκπαιδευτικών θεμάτων, 1, 172 – 186.
Ζαβλανός, Μ., (2003). Η Ολική Ποιότητα στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Σταμούλης

Ζωγόπουλος, Ε., (2011). Ανάλυση Παραγόντων και Κριτηρίων και Υλοποίηση Μοντέ λου Βελτίωσης Ολικής Ποιότητας
στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Κουτουζής, Μ. & Κόκκος, Α., (1999). Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική. Πάτρα: Ε.Α.Π.
Ματθαίου, Α., (2007). Ποιότητα στην εκπαίδευση. Ιδεολογικές ορίζουσες, εννοιολογήσεις και πολιτικές–Μια συγκριτική θεώρηση. Επιθεώ ρηση εκπαιδευτικώ ν θεμάτων, 13, 10 – 32.
Μπρίνια, Β., (2008). Management εκπαιδευτικώ ν μονάδων και εκπαίδευσης. Αθήνα: Σταμούλης.
Πασιαρδής Π., (2001). Μοντέ λα διοίκησης της εκπαίδευσης. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Πετρίδου, Ε., (2002). Διοίκηση Ποιότητας στην Εκπαίδευση. Διοικητική Ενημέρωση, 22.
Σαΐτης, Χ., Φέγγαρη, Μ., Βούλγαρης, Δ., (1997). Επαναπροσδιορισμός του ρόλου της ηγεσίας στο σύγχρονο σχολείο. Διοικητική Ενημέρωση, τ. 7.
Σαΐ της, Χ., (2000). Οργάνωση & Διοίκηση της Εκπαίδευσης. Αθήνα: Ατραπός.
Τζιμογιάννης, Α., (2011). Μοντέ λα ηλεκτρονικής μάθησης. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Φασούλης, Κ., (2001). Η Ποιότητα στη Διοίκηση του Ανθρώπινου Δυναμικού της Εκπαίδευσης: Κριτική Προσέγγιση στο Σύστημα Διοίκησης Ολικής Ποιότητας– Δ.Ο.Π., Επιθεώ ρηση Επιστημονικώ ν & Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 4.
Deming, W. E., (2002). Out of the Crisis. Cambridge Massachusetts: The MIT Press.
Harrigton, H. J., (1987). The Improvement Process. New York: Mc Graw- Hill.
Hradesky, J., (1995). Total quality Management Handbook. New York: McCraw- Hill
Murray, P. & Chapman, R., (2003). From continuous improvement to organizational learning: developmental theory. The Learning Organization, 10 (5), 278.
Walton, M., (1986). The Deming Management Method. New York: Perigree Books, Putnamm