ΕΡΓΟΝ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΒΙΟΤΩ ΦΑΟΣ *

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

 

Στὸν ὄγδοο ψαλμό, τὸν χαρακτηριζόμενο ὡς ἑσπερινὸ ὕμνο, ὁ Δαβὶδ ἀνυμνεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μεγαλοπρέπεια ἐξαπλώνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ. Στὸν στίχο 4 ὁ Θεὸς κατασκευάζει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ δάκτυλά Του «ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας». Ἔχει μεγάλη σημασία ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ δράση τοῦ Δημιουργοῦ περιγράφεται φυσικὰ μὲ τὶς χειρονομίες τοῦ ἐργάτη[1]. Μὲ τὶς περιγραφὲς αὐτὲς ἐξαίρεται ἡ ἀξία τῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προπτωτικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν»[2]· ὁ ἄνθρωπος διατάχθηκε νὰ ἐργάζεται τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ διαφυλάσσει τὴν ἀρχική του ὡραιότητα. Ἡ ἐργασία καὶ μετὰ τὴν πτώση δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἀρετή, νὰ εἶναι διακονία, ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχει ἀναφορὰ ὄχι στὴν ἐγωιστικὴ κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου ἢ στὴ δημιουργία πρόσθετων ἀναγκῶν, ἀλλὰ στὴ χρεία τῶν ἀδελφῶν. Ἡ ἐργασία κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη γίνεται ἀρετὴ καὶ μέσο ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του θέση, τοῦ βασιλέως τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ[3]. Ὁ χριστιανισμὸς τόνισε καίρια τὴν ἀποστολὴ τῆς ἐργασίας καὶ τὴν ἀνύψωσε στὴν πρέπουσα θέση της. Ἦταν λοιπὸν ἑπόμενο ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη ἐργασία[4] νὰ ἀποκτήσει ξεχωριστὴ σημασία. Ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς ἐργασίας ἦταν ἡ σωματικὴ ἢ πνευματικὴ ἐνέργεια γιὰ παραγωγὴ ἔργου. Τὸ ὁμόρριζο ὁμηρικὸ ἔργον δήλωνε τὸ σύνολο τῶν προσπαθειῶν καὶ ἐνεργειῶν ποὺ καταβάλλονται γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἕνας στόχος· δήλωνε καὶ ἐνέργειες θεῶν «ἔργ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί[5]». Τὰ ὄργια, ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα μὲ τὸ ἔργον, κυριολεκτικὰ εἶναι «ὅσα πράττονται» μὲ θρησκευτικὴ σημασία, οἱ πράξεις ἰδιωτικῆς τελετουργίας[6]. Τὸ ἔθος ἐπέβαλε τὸν περιορισμὸ τῆς χρήσης τῆς λέξης κυρίως σὲ ἰδιωτικὲς τελετὲς τῆς μυστηριακῆς λατρείας καὶ ἰδίως σὲ ἐκεῖνες τοῦ Διονύσου. Ἡ σύγχρονη σημασία τῶν ὀργίων προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ καὶ ρωμαϊκὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φύση τῆς Διονυσιακῆς θρησκείας[7], καθὼς πίστευαν ὅτι κατὰ τὶς τελετὲς γίνονταν ἀφροδισιακὲς ἀκολασίες.

Ἐπανερχόμαστε στὸ ἔργον. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση τοῦ Ἡσιόδου «ἔργον δ’ οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος»[8], ἤτοι ἡ ἐργασία δὲν εἶναι ντροπή, ἀλλὰ ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν δουλεύεις. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡσιόδου ἡ  ἀεργία, ἡ «ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἐργασία λόγῳ ὀκνηρίας, ἡ τεμπελιά, ἡ νωθρότητα, ἡ φυγοπονία» ἐθεωρεῖτο ὄνειδος. Γιὰ τὸν ποιητὴ τῶν «Ἔργων καὶ τῶν Ἡμερῶν» τὸ καλύτερο εἶδος ζωῆς εἶναι τοῦ χωρικοῦ ποὺ ἔχει κάποια ἰδιοκτησία· πολὺ κουραστικὴ βέβαια, ἀλλὰ εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἐξασφαλίζει τέλεια τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου[9]. Ὁ χειρῶναξ, ὁ ἄναξ[10], βασιλιᾶς, ἄρχοντας τῶν χεριῶν, ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἢ μὲ τὰ ὄργανα (< θ. ὀργ-, μεταπτ. βαθμίδα τοῦ θ. ποὺ ἀπαντᾶ στὴ λ. ἔργον), τὰ ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ὄργωνε τὴ γῆ ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στὴν ἐποχὴ τῶν ἐπῶν.

Τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ οἱ ἀντιλήψεις γιὰ τοὺς χειρώνακτες ἄλλαξαν. Τὰ χειρωνακτικὰ ἐπαγγέλματα ταιριάζουν στοὺς δούλους, ὄχι στοὺς ἐλεύθερους πολίτες. «Θὰ ἔπρεπε ν’ ἀρνηθοῦμε τὴν ἰδιότητα τοῦ πολίτη σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἡ πόλη τοὺς ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσει. Ἡ τέλεια πόλη δὲν θὰ κάνει ποτὲ τὸν ἐργάτη πολίτη. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει κανεὶς πολιτικὴ ἀρετὴ κάνοντας τὴ ζωὴ ἑνὸς ἐργάτη, ἑνὸς μισθωτοῦ… Ὀνομάζουμε χειρωνακτικὰ ἐπαγγέματα ὅλα αὐτὰ ποὺ χαλοῦν τὶς διαθέσεις τοῦ σώματος»[11] . Ἡ σπουδὴ τοῦ λεξιλογίου εἶναι ἀποκαλυπτική. Ὁ βάναυσος (βαῦνος «φοῦρνος» + αὔω «ἀναβω φωτιά») εἶναι ὁ τεχνίτης ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴ φωτιά (μεταλλουργός, ἀγγειοπλάστης), ἀργότερα συνεκδοχικὰ βάναυσος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται χειρονακτικά, μὲ σαφῶς περιφρονητικὴ σημασία. Ἡ λ. βάναυσος χρησιμοποιεῖται στὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ξενοφώντα γιὰ νὰ δηλώσει «τὸν τεχνίτη, τὸν χειρώνακτα», κυρίως δὲ αὐτὸν ποὺ κάνει χρήση τῆς φωτιᾶς, δηλαδὴ τὸν ἀγγειοπλάστη καὶ σιδηρουργό, ἐνῷ συχνὰ ἀπαντᾶ καὶ μὲ τὴ σημασία τοῦ «χυδαίου, πρόστυχου, ἀνάξιου». Τέχνη βάναυσος εἶναι ἡ μηχανικὴ ἐργασία, ἡ πρόστυχη, ἡ ταπεινὴ τέχνη, ἐνῷ σήμερα βάναυσο λέμε τὸν ἀγροῖκο. Ἀνάλογη σημασιολογικὴ ἐξέλιξη εἶχαν τὰ περισσότερα ἐπίθετα ποὺ δήλωναν τὸν ἐργατικὸ ἄνθρωπο. Ὁ ἄθλιος χρησιμοποιήθηκε στὴν ἀττικὴ διάλεκτο μὲ μεταφορικὴ σημασία γιὰ νὰ δηλώσει «τὸν ἄξιο λύπης, οἴκτου, τὸν ταλαίπωρο», σημασία ἡ ὁποία προέκυψε ἀπὸ τοὺς μόχθους, τὴν κουραστικὴ προετοιμασία καὶ τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ ἀγώνα. Ἔχουμε ἐδῶ μία ἐνδιαφέρουσα σημασιολογικὴ ἐξέλιξη ἀπὸ τὴ σημασία τοῦ ἐπάθλου καὶ τοῦ συναγωνισμοῦ (ἄθλιος ἦταν ἀρχικὰ ὁ νικητὴς διαγωνισμοῦ) γιὰ τὸ ἔπαθλο στὴ σημασία τοῦ ἄθλιου, τοῦ δυστυχοῦς, ἐξέλιξη παρόμοια πρὸς ἐκείνη ποὺ σημειώθηκε στὴν Ἑλληνικὴ καὶ κατὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴ σημασία τοῦ «ἀγώνα»,  καὶ τοῦ ἀναφερόμενου στὸν ἀγώνα (ἀγώνιος) στὴ σημασία τοῦ ἄγχους γιὰ τὸν ἀγώνα, τῆς ἀγωνίας. Ὁ μοχθηρὸς ἦταν ἀρχικὰ αὐτὸς ποὺ κατέβαλε μόχθο, ὁ καταπονημένος. Ἐξαιτίας τοῦ ἀριστοκρατικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς κοινωνίας, ποὺ θεωροῦσε, ὅπως ἀναφέραμε, τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία χαρακτηριστικό τοῦ δούλου καὶ ὄχι ἰδεώδη ἀπασχόληση τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου τὸ ἐπίθετο κατάντησε νὰ σημαίνει τὸν φαῦλο. Ὁμοίως καὶ ὁ πονηρός, ὁ κοπιώδης, αὐτὸς ποὺ πονοῦσε (ἐξ οὗ καὶ τὸ πόνημα «ἔργο τὸ ὁποῖο ἔχει παραχθεῖ μὲ πολὺ κόπο καὶ μόχθο, τὸ συγγραφικὸ ἔργο, τὸ βιβλίο). Ἀπὸ τὴν ἴδια ἐτυμολογικὴ οἰκογένεια ὁ πονηρὸς καὶ τὸ πόνημα, μὲ ἀρνητικὴ σημασιολογικὴ χροιὰ τὸ πρῶτο καὶ μὲ θετικὴ τὸ δεύτερο. Ὁ πανοῦργος, αὐτὸς ποὺ ἔκανε κάθε εἴδους ἔργο, ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνει ὁτιδήποτε κακό· ἡ λέξη προϊόντος τοῦ χρόνου ἀπέκτησε ἀρνητικὴ σημασία «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται[12]». Ὁ ραδιοῦργος, τέλος, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ εὔκολα (ῥάδιος «εὔκολος», ῥᾶ «εὔκολα», ῥάθυμος «αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ») ἔκανε κάποιο ἔργο, συνήθως κακό.

Σήμερα θεωροῦμε αὐτονόητο ὅτι ὅποιος ἐργάζεται πρέπει νὰ πληρώνεται. Στὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ ἡ κατάσταση ἦταν διαφορετική. Ὁ Πλάτων κατηγορεῖ τοὺς σοφιστές, ἐπειδὴ δίδασκαν ἐπ’ἀμοιβῇ. Ὁ Πρωταγόρας ἦταν πιθανὸν ὁ πρῶτος δάσκαλος ποὺ δίδασκε μὲ ἀνταμοιβὴ καὶ ἦταν ξακουστὸς γιὰ τὰ ὑψηλὰ δίδακτρα ποὺ χρέωνε τοὺς μαθητές του. Ἐπισκεπτόταν τὶς ἑλληνικὲς πόλεις καὶ ὑποσχόταν νὰ διδάξει στοὺς νέους τὴν ἀρετή. Ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδιναν οἱ σοφιστὲς νὰ ἐκπαιδεύσουν τοὺς μαθητές τους στὴ ρητορικὴ καὶ δικανικὴ τέχνη δημιουργήθηκε ἠ λέξη ἐπάγγελμα ποὺ σημαίνει ὑπόσχεση· ἄς θυμηθοῦμε τὴ «γῆ τῆς ἐπαγγελίας» τὴ Χαναάν, τὴ χώρα ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς Ἑβραίους. Καὶ σήμερα τὸ ἐπάγγελμα εἶναι μιὰ ὑπόσχεση ποὺ δίνει ὁ ἐργαζόμενος στὸν ἐργοδότη ὅτι θὰ ἀσκήσει εὐσυνειδήτως τὴν ἐργασία ποὺ ἔχει ἀναλάβει. Ὁρισμένοι ὅμως λησμονοῦν τὴν ὑπόσχεσή τους καὶ γίνονται κάπηλοι. Κάπηλος στὴν ἀρχαιότητα ἦταν ὁ οἰνοπώλης, ὁ ἰδιοκτήτης ταβέρνας (καπηλειοῦ). Ἐπειδὴ ἐκμεταλλευόταν τοὺς πελάτες του, ἰδιαίτερα αὐτοὺς ποὺ ἔπιναν ὑπὲρ τὸ δέον, ὁ κάπηλος ἔγινε συνώνυμο τοῦ ἀπατεώνα, ἐκείνου ποὺ ἐκμεταλλεύεται ὑψηλὴ ἰδέα ἢ αἴσθημα[13], μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε πολλῶν εἰδῶν κάπηλους, ἀρχαιοκάπηλους, γλωσσοκάπηλους, ἐθνοκάπηλους, ἐργατοκάπηλους, θεοκάπηλους, πατριδοκάπηλους, πολεμοκάπηλους.

Ὅπως ὅλες οἱ ἀξίες, ἔτσι καὶ ἡ ἐργασία μποροῦν νὰ γίνουν ἀντικείμενο καπηλείας. Ἡ γλώσσα καραδοκεῖ· τοὺς ἀργόσχολους (<ἄεργος + σχολή «ἀπραξία») τοὺς στιγματίζει, ἐνῷ στοὺς ρέκτες[14] ἐπιδαψιλεύει  ἐπαίνους.  

 

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011

 



[1] Ὁμοίως καὶ στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» Γεν. 2,7.

[2] Γεν.2,7

[3] Π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Τὸ νόημα τῆς ζωῆς στὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1997, σελ. 203.

[4] Ἀπαντᾶται ἤδη στὸν Πίνδαρο, Ὀλυμπιονῖκαι 8,42.

[5] Ὀδ. α 338.

[6] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 473.

[7] E.R.Dodds, Εὐριπίδου Βάκχαι, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2004, σελ. 71-72.

[8] Ἡσιόδου, Ἔργα καὶ Ἡμέρες 311.

[9] André Aymard, L. idée de travail dans la Gréce archaique (Journal de Psychologie, 1948, σελ. 29-50.

[10] Ἄναξ (θηλ. ἄνασσα) ἦταν ὁ ἀνώτατος ἄρχοντας, ὁ βασιλιᾶς, ἦταν ἐπίσης προσωνυμία τῶν θεῶν, ἰδιαίτερά του Ἀπόλλωνος (στὰ λειτουργικὰ κείμενα ἡ Παναγία μας ἀποκαλεῖται Παντάνασσα, βασίλισσα τῶν πάντων) καὶ  τῶν ὁμηρικῶν ἡρώων καὶ ἰδιαίτερά του Ἀγαμέμνονος ἢ ἄλλων ἔξοχων προσώπων. Ἡ παλαιὰ κλητικὴ ἀνὰ (τύπος ποὺ ἀντικαταστάθηκε γενικὰ ἀπὸ τὸ ἄνάξ) λέγεται γιὰ τὸν Δία στὴν Ἰλιάδα καθὼς καὶ γιὰ τὸν Ἀπόλλωνα. Ἡ κύρια σημασία τῆς λέξης φαίνεται ὅτι εἶναι αὐτὴ τοῦ «προστάτη, σωτήρα», πράγμα ποὺ πιστοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τοῦ τ. στυάναξ «ὁ προστάτης, ὁ σωτήρας τοῦ ἄστεως». Στὴν ἀττικὴ διάλεκτο σώζεται ὡς ἐπίθετο θεῶν, στοὺς ὁποίους γίνεται ἐπίκληση (π. χ. τοῦ Ἀπόλλωνα στὸν Ἀριστοφάνη) ἢ ἀπὸ λυρικὲς σκηνὲς τῆς τραγωδίας.

[11] Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Γ΄, 3, 2-4.

[12] Πλάτων, Μενέξενος, 247a.

[13] «Οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ λοιποὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» (Β΄ Κορ. 2,17).

[14] Ρέκτης, ὁμόρριζο μὲ τὸ ἔργο, εἶναι ὁ δραστήριος, ὁ ἐνεργητικός, ὁ δημιουργικός.