Πιπερᾶ Κων/νου
Δάσκαλου
Εἰσαγωγὴ
Ἡ Βίβλος ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση μίας ποικιλόμορφης συλλογῆς κειμένων καὶ τὴν κοινὴ ἱερὴ βίβλο τῆς Συναγωγῆς, καὶ τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας (Παλαιὰ Διαθήκη). Στὰ χίλια περίπου χρόνια σύνθεσης καὶ καταγραφῆς αὐτῶν τῶν παραδόσεων, σ’ ἕνα λειτουργικὸ σῶμα, μορφοποιήθηκαν πληθώρα γεγονότων ἀπ’ τὴ ζωὴ ἑνὸς μικροῦ νομαδικοῦ λαοῦ καὶ ἀποτέλεσαν τὴν ζωντανὴ παράδοση μίας ἐμπειρικῆς σχέσης, τῆς ὁποίας θεμελιακὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ὑπῆρξε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν λαό του.
Οἱ βιβλικοὶ συγγραφεῖς δὲν ἀφηγοῦνται ἱστορικὰ γεγονότα μὲ στόχο τοὺς τὴ μελέτη καὶ τὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ἡ προοπτική του ἐσχατολογικοῦ μέλλοντος εἶναι αὐτὴ ποὺ καθορίζει τὸ περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐγκεντρίζουν στὴ μελέτη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Στὴ γλωσσικὴ συνάφεια τῆς ἔκφρασης τῶν βιβλικῶν διηγήσεων συναντᾶμε τὴν ἀναφορὰ σὲ μύθους καὶ θρύλους, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει νὰ κατανοοῦνται σὰν ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ σὰν μία προσπάθεια περιγραφῆς κάποιας ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀπουσιάζει ὁποιοσδήποτε ὁρισμὸς τῆς θεότητας. Οἱ βιβλικοὶ συγγραφεῖς δὲν ὁρίζουν τὸ Θεὸ ἀλλὰ ἀφηγοῦνται τὶς ἐνέργειές του (ἀπὸ τὴ δημιουργία μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου), μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες γίνονται φανερὲς οἱ ἰδιότητές του.
Στὴ Γένεση, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Πεντατεύχου (Γένεση, Ἔξοδος, Λευϊτικό, Ἀριθμοί, Δευτερονόμιο) ὡς ἀφετηριακὸ ἀφηγηματικὸ γεγονὸς δεσπόζει ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου σὲ ἔξι φάσεις καὶ ἡ δραματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου μὲ πτώσεις καὶ ἀνόδους. Στὰ δύο πρῶτα κεφάλαια περιέχονται δύο ἐντελῶς διαφορετικὲς μεταξύ τους ἀφηγήσεις ποὺ μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ὅμως στὸ μυθολογικὸ πλαίσιο τῶν διηγήσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στόχος τῶν βιβλικῶν συγγραφέων δὲν εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ἀφηγηματικὴ διακήρυξη τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό.
Στὰ πλαίσια τῶν ἀφηγηματικῶν αὐτῶν τρόπων θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν ὁ ἄνθρωπος, ὡς μέρος τοῦ κτιστοῦ κόσμου, οἱ σχέσεις του μὲ τὴν κτίση καὶ τὸ Θεὸ στὴν διαμορφούμενη πορεία ἔκπτωσης τοῦ ἀρχικοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του, ὅπως αὐτὲς ἀναδύονται μέσα ἀπὸ τὶς βιβλικὲς διηγήσεις καὶ οἱ σχέσεις τοῦ πρώτου ἀνδρόγυνου. Ἐπίσης Θὰ ἐπιχειρήσουμε τὴν ἐπανανάγνωση τῶν βιβλικῶν περιεχομένων ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ παράδοσης.
1.Οἱ ἀνθρωπολογικὲς διηγήσεις τῆς Γένεσης (Γέν. 1,1-2,25)
1.1 Θεολογικὲς συνιστῶσες στὶς βιβλικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου στὰ δύο πρῶτα κεφάλαια τῆς Γένεσης δὲν ἀκολουθεῖ μία ἑνιαία δομὴ στὴν ἀφήγησή της, ἀλλὰ προκύπτει ὡς σύνθεση δύο διηγήσεων-παραδόσεων, ποὺ ἡ καθεμιὰ ἐκφράζει ἕνα διαφορετικὸ στρῶμα πηγῶν. Εἰδικότερα ἡ πρώτη διήγηση (Γέν. 1,1-2,4α) προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἱερατικὴ πηγὴ-Κώδικα (P) καὶ συντέθηκε μετὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τὸ 586 π.Χ. Χρησιμοποιεῖ στὴν ἀναφορὰ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τὸν ὄρο Ἐλοχίμ. Ἡ δεύτερη διήγηση (Γέν. 2,4β-2,25) παραπέμπει σὲ ἀρχαιότερη πηγὴ (9ος αἵ. π.Χ), στὸ Γιαχβιστὴ (J) καὶ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὸ ὄνομα Γιαχβέ.
Οἱ δύο διηγήσεις περὶ δημιουργίας, ἂν καὶ διαφέρουν πολὺ μεταξύ τους, ἕπονται διαδοχικὰ κατὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως καὶ ἡ δεύτερη (J) κατὰ κάποιον τρόπο θεωρεῖται συμπληρωματική της πρώτης (P). Ἡ πρώτη (P) ἀρχίζει μὲ τὴ δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γὴς καὶ σὲ ἔξι διαδοχικὲς φάσεις ἀκολουθεῖ αὐτὴ τοῦ φωτός, τοῦ στερεώματος, τῆς ξηρᾶς, τῆς θάλασσας, τοῦ φυτικοῦ βασιλείου, τῶν φωστήρων τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ὄντων τῆς θάλασσας, τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅλων τῶν ζώων τῆς ξηρᾶς καὶ τέλος τοῦ ἀνθρώπινου ἀνδρόγυνου. Ἡ δεύτερη (J) διήγηση ξεκινᾶ μὲ τὴν πλάση τοῦ ἄνδρα καὶ ἀκολουθεῖ ἡ πλάση τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, ἡ δημιουργία παντὸς εἴδους ζώων καὶ ἡ δημιουργία τῆς γυναίκας.
Στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῆς ἀνθρωπολογικῆς διήγησης τοῦ (P) διακρίνονται μία σειρὰ ἀπὸ θεολογικὲς ἀπόψεις καὶ νοήματα. Ἀρχικὰ ἐκτίθεται τὸ θεῖο σχέδιο καὶ ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου τονίζεται ἡ ἀξία καὶ ὁ θεῖος προορισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ θέση του στὴν ἑξαήμερη δημιουργία. Τὴν πραγμάτωση τοῦ θείου σχεδίου βάσει προγράμματος ἀκολουθεῖ ὁ διαχωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἄρσεν καὶ θῆλυ, ἡ θεία εὐλογία πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ ἐγκατάστασή του στὸν ἤδη δημιουργημένο κόσμο καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ συντήρηση δημιουργημένου ἀνθρώπου.
Ἡ διαφοροποίηση τῆς δημιουργικῆς πρακτικῆς του Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο γίνεται φανερὴ μὲ τὴ φράση: «ποιήσωμεν» ὡς ἔκφραση τῆς παντοδύναμης, θείας, δημιουργικῆς θέλησης. Ἐξαίρεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τῆς θείας ἐνέργειας γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ διαγράφεται ἡ ὑπεροχὴ τοῦ νέου καὶ τελευταίου θείου ἔργου τῆς ἑξαημέρου, ἔναντι τῶν ὑπόλοιπων θείων δημιουργημάτων. Παράλληλα ὑποδηλώνεται ἡ ἀπαράμιλλη ἀξία τοῦ θείου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ γίνεται διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ μὲ τὸ λόγο του, ἀλλὰ προβάλλει ὡς ἄμεσος καὶ προσωπικὸς δημιουργός του ἀνθρώπου καὶ ἐμφανίζεται νὰ συσκέπτεται, νὰ ἀποφασίζει καὶ νὰ ἐξαγγέλλει τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας του, ὡς ἀπαύγασμα τῆς θείας ἀγάπης.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τ’ ἄλλα δημιουργήματα καὶ ἡ εἰδικὴ σχέση του μὲ τὸ Θεὸ ἐμφαίνεται δηλωτικὰ ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ γεγονός του: «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Τὸ «κατ’ εἰκόνα» προσδιορίζει ἡ ἀρχή, ἡ οὐσία, ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπορρέουσα ἀξία τοῦ μέσω τῆς στενῆς σχέσης καὶ ἐσωτερικῆς συγγένειάς του μὲ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργό του. Τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» καθορίζει ἡ σημασία, ὁ θεῖος προορισμὸς καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τοῦ νέου δημιουργήματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτησή του ἀπὸ τὸ Θεό. Οἱ δύο ὄροι –ἔννοιες φανερώνουν ἀφενὸς τὴν ἀρχικὴ τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφετέρου τὴν ἀπαράμιλλη ὑπεροχὴ τοῦ ἔναντι τῶν ὑπόλοιπων δημιουργημάτων, ὡς κορωνίδας τῆς δημιουργίας.
Στὴ δεύτερη διήγηση (Γέν. 2,4β – 2,25) κατὰ τὸν (J) τὸ κέντρο βάρους ἐντοπίζεται στὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπινου ζεύγους, Ἀδὰμ- Εὕας, ποὺ ἀναπτύσσεται ἀρκετὰ σὲ ἔκταση μετὰ ἀπὸ μία σύντομη διήγηση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ μᾶς εἰσάγει στὰ περὶ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ 3ο κεφάλαιο. Ὁ ἔντονα ἀνθρωποκεντρικὸς χαρακτήρας της, μὲ τὸ μυθολογικὸ ὑπόστρωμα, τὰ ἄφθονα ἀνθρωπομορφικὰ στοιχεῖα καὶ τοὺς συμβολισμούς, ὅλα μὲ ἀνεπιτήδευτο ὕφος καὶ πηγαία ἁπλότητα συντείνουν στὴ διαπίστωση ὅτι δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς πρώτης διήγησης (P), ἀλλὰ ἐπεξήγηση καὶ ἑρμηνεία της.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀρχέγονή του κατάσταση καὶ ἡ πτώση ἀποτελοῦν τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς ἀφηγηματικῆς ἀνάπτυξης τῆς διήγησης καὶ τοὺς κύριους θεολογικούς της ἄξονες. Ὁ ἄνθρωπος κατασκευάζεται ἀπὸ τὸ εὐτελέστερο ὑλικὸ «χοῦν» καὶ γίνεται «ψυχὴν ζῶσα» μόνο ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἐμφυσᾶ στὸ πρόσωπό του «πνοὴν ζωῆς».
Στὶς δύο βιβλικὲς παραδόσεις( P καὶ J) τοῦ κειμένου τῆς Γενέσεως ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ζεῖ μόνος του ἀλλὰ νοεῖται ὡς κοινωνία μεταξὺ ἴσων προσώπων. Ἡ ὀντολογικὴ αὐτὴ ἰσότητα γίνεται ἐμφανὴς στὴ διήγηση γιὰ τὴ δημιουργία τῆς γυναίκας (Γέν. 2,21-24), μετὰ τὸ ἐπεισόδιο τῆς ὀνοματοδοσία τῶν ζώων, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ ὑποδεέστερη θέση τοὺς ἔναντί του ἀνθρώπου στὸν ὁποῖο ‘’ἐνεφύσησε’’ ὁ Θεὸς ζωαρχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀρχή.
Τὸ κέντρο καὶ οἱ ἐπιδιώξεις τῶν δύο βιβλικῶν διηγήσεων ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπο δὲν συνάπτονται. Ἡ διήγηση τοῦ (P) δίνει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ φύση, τὴν οὐσία καὶ τὴν ἀξία του στὰ πλαίσια τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου καὶ ὁ (J) ἀναφέρεται στὸ διφυές του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖται ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα. Ἐντοπίζει τὴ διπλή του συγγένεια, ἀφενὸς πρὸς τὴ γῆ καὶ ἀφετέρου πρὸς τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ τὸν προσωπικό, ἀλλὰ ἀπόλυτα ὑπερβατικὸ Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
1.2 Ἄνθρωπος καὶ κτίση.
Οἱ ὄροι: «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» γίνονται σαφέστεροι μὲ τὴ συνέχεια τοῦ στίχου: « ἀρχέτωσαν», (Γέν. 2,26β), ὁ ὁποῖος δηλώνει τὴν σχέση τοῦ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιουργημένου ἀνθρώπου πρὸς τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀκολουθεῖ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ αὔξηση, πλήθυνση καὶ κυριαρχία τοῦ πάνω στὴ γῆ. Ἡ κυριαρχικὴ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου, ὀντολογικὸ στοιχεῖο τῆς ‘’κατ’ εἰκόνα’’ δημιουργίας του, στὴν κτίση, δὲν εἶναι ἀνεξέλεγκτη καὶ παραχωρεῖται σ’ αὐτὸν ἀπ’ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος καὶ ὑπόλογος ἀπέναντί Του γιὰ τὴ σωστή της διαχείριση.
Ο (J) καθορίζει ὡς ἔργο τοῦ ἀνθρώπου τὴ φροντίδα τῆς γὴς καὶ διακηρύσσει μὲ τρόπο διαφορετικὸ αὐτὸ ποὺ δηλώνεται στὸ (Γέν. 1,28 ἃ) γιὰ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ. Ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ σ’ ἕνα ἐπιμέρους κυριαρχικὸ ἀξίωμα. Εἶναι ἡ ἐξουσία ποὺ τοῦ δόθηκε καὶ γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ὑπεύθυνος. Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν τὸν κάνει ἔσχατο δυνάστη. Ἡ διήγηση τῆς Γένεσης ( Γέν.1,1-2,25) ὑπενθυμίζει τὸ Δημιουργὸ ποὺ στέκεται πάντα ἀπέναντι στὴ δημιουργία του, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ ζεῖ ἐνώπιών του.
Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ γῆ ἀντανακλᾶ τὴν προέλευσή του ἀπ’ αὐτὴ καὶ τὴ φυσική του θέση. Ἡ καλλιέργειά της γίνεται τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο ἔργο, ἀπαραίτητο μετὰ τὴν πτώση γιὰ τὴ συντήρησή του καὶ μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς ὀντολογικῆς του προοπτικὴ ἐπιστρέφει σ’ αὐτή. Ἡ δημιουργία δὲν τελειώνει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ μπαίνει σὲ μία νέα φάση μὲ πρωταγωνιστῆ τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα-ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ τὴ φύση καὶ τὴν ἀνάγει σὲ μία πορεία ἀνάλογης τελείωσης μὲ τὴ δική του. Γίνεται τὸ ἀναγωγικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ δική του κίνηση, ἀνόδου ἢ καθόδου πρὸς τὴν προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸ Δημιουργὸ νοηματοδοτεῖ τὴν ὕπαρξη ὅλης της κτίσης.
1.3. Οἱ συνέπειες τῆς πτώσης γιὰ τὴ σχέση ἀνθρώπου-Θεοῦ καὶ ἀνδρὸς-γυναικὸς
Τὴν ἱστορία τοῦ παραδείσου (Γέν. 2,8-9β-14, 16-17) καὶ τοῦ ἀνθρώπου μέσα σ’ αὐτόν, σ’ ἕνα δυναμικὸ πλαίσιο σχέσεων, μὲ ὀντολογικὸ προσανατολισμὸ τὴν δυναμικὴ ἔκφραση τῶν δομικῶν στοιχείων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» σὲ «καθ’ ὁμοίωσιν» ,ἀποδίδει ἡ βιβλικὴ διήγηση μὲ ἐπίκεντρο τὸ «ξύλον τῆς ζωῆς καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ». Στοὺς ἀνθρώπους παραχωροῦνται γιὰ διατροφὴ οἱ καρποὶ ὅλων τῶν δέντρων μὲ ἐξαίρεση τὴ βρώση τῶν καρπῶν τοῦ δέντρου τῆς «γνώσης». Ἡ παράβαση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς συνεπάγεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ θάνατο( πνευματικὸ καὶ σωματικό).
Ἡ ‘’γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ‘’παρουσιάζει μία ἑρμηνευτικὴ ποικιλομορφία μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖται νὰ περιγραφεῖ τὸ εὐρὺ πλαίσιο τῶν συνεπειῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὴ σχεσιακὴ δυναμική του μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο. Ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζει μία ἀπαίτηση ἠθικῆς αὐτονομίας καὶ ἄρνησης τῆς ἐξάρτησης τοῦ ἀπ’ τὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀνεξαρτησία ἀπ’ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ Θεό, συνεπάγεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ θάνατο. Ὁ βιβλικὸς συγγραφέας μὲ τὴν πρόσληψη μυθολογικῶν παραστάσεων διακηρύττει τὴν ἀλήθεια, ὅτι κάθε ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου στὴν πορεία του πρὸς τὴ θέωση ἔχει ἄμεση συνέπεια τὸν ἐκμηδενισμό του.
Ἡ σχέση ἰσότητας τῶν δύο φύλων( Γέν. 2,23-25) μετατρέπεται σὲ σχέση ὑποταγῆς τῆς γυναίκας στὸν ἄνδρα( Γέν. 3,16-20) καὶ ἀνταγωνισμοῦ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἡ προσωπικὴ κοινωνία ἀγάπης μεταβάλλεται σὲ ἀτομικὴ περιχάραξη μὲ ἔντονη τὴν αἴσθηση τῆς μεταβίβασης τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ παράπτωμα ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο.
Ἡ ἁμαρτία δὲν ἐμφανίζεται πάνω στὸν ἄνθρωπο ὡς ἐξωτερικὸ ἐμπόδιο, ἀλλὰ στέκεται ἀπέναντί του σὲ ἐπίπεδο προσωπικῆς ἐπιλογῆς. Ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης παίρνει ὁ ἄνθρωπος τὴ δυνατότητα τῆς ἀνυπακοῆς καὶ ἀποστερεῖται τὴν προοπτική της ὀντολογικῆς του τελείωσης μέσω τῆς ἀνεμπόδιστης καὶ προσωπικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό.
2.Ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἑρμηνεία τῶν βιβλικῶν δεδομένων περὶ δημιουργίας καὶ πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ διάκριση θεότητας καὶ κτίσης, ὄντος καὶ μὴ ὄντος, ἄκτιστου καὶ κτιστοῦ, εἶναι ἡ πρώτη βασικὴ διάκριση τῆς πατερικῆς θεολογίας ποὺ συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὸ βιβλικὸ κόσμο. Τὴν ἑτερότητα αὐτὴ τὴ συναντᾶμε εἰκονικὰ στὰ βιβλικὰ κείμενα μὲ τὴ διάκριση τοῦ ποιὸς ἔκανε τὸν κόσμο καὶ τοῦ πῶς ἔγινε ὁ κόσμος.
Οἱ ἀπαρχὲς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται στὸ σύνολο τῶν σπερματικῶν καταβολῶν (δημιουργικῶν λόγων τῶν ὄντων) τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπεριέχουν μὲ τὴ θεία πρόγνωση καὶ δύναμη τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ γίνει μέρος τῆς ἄκτιστης ζωῆς του. Ὡς μεθόριος ἀνάμεσα στὸν ὑλικὸ καὶ ἄυλο κόσμο, ἀφοῦ μετέχει καὶ στοὺς δύο ἀποτελεῖ τὴ γέφυρα, τὸ σημεῖο ἐπαφῆς γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ βιβλικὴ διδασκαλία καὶ θεολογία ἀποδίδουν τὴν εἰκόνα στὸ Λόγο, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὁ Χριστὸς καλεῖται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργικὴ ἀρχὴ μὲ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Πατέρα. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ κατ’ εἰκόνα αὐτοῦ δημιούργημα. Στὴν προκειμένη περίπτωση διαφαίνεται ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας. Ὡς εἰκόνα, ὁ Υἱὸ τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀληθινὸ γέννημα τῆς οὐσίας Του, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας ὡς κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δημιούργημα γίνεται υἱὸς κατὰ χάρη.
Τὸ κατ’ εἰκόνα ὡς ὀντολογικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται κυρίως στὸ νοερό, τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὸ κυριαρχικό του ἀνθρώπου πάνω στὴν κτίση. Τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἀναφέρεται στὴ σωστὴ χρήση τῶν προσόντων τοῦ κατ’ εἰκόνα μὲ τὴ συνέργια τῆς θείας χάρης.
Ἡ κατάσταση τοῦ κατ’ εἰκόνα λόγω τῆς κτιστότητας τοῦ φορέα ἐπιδέχεται ἐξέλιξη μὲ θετικὴ (τελείωση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ) ἢ ἀρνητικὴ φορὰ (στασιμότητα). Ἡ ἀπόλυτη, διαχείριση τοῦ αὐτεξούσιου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐλεύθερη ἄρνηση τῶν ζωοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ δράμα τῆς πτώσης, ἕνα ἐπεισόδιο στὴν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας καὶ ὄχι ἡ ἀφετηρία τοῦ ὅλου του γίγνεσθαι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς.
Ἡ πιὸ σοβαρὴ συνέπεια τῆς πτώσης εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἄμεσης κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα, ὡς σκοτισμὸ τοῦ νοῦ, ἐξασθένηση τῆς δύναμης τοῦ αὐτεξούσιου καὶ διαστροφὴ τῆς βούλησης, ἀλλὰ καὶ ἡ διατάραξη τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία. Κατὰ τὴν πτώση τὸ ὀντολογικὸ τρίπτυχο Θεὸς-ἄνθρωπος-κόσμος δὲν θεωρεῖται ὡς ἑνότητα ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας ἀλλὰ ἐκλαμβάνεται ὡς δυσαρμονία καὶ ἀμοιβαία ἐχθρότητα. Ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ ’ναι πρόσωπο ἀγαπητικὴς κοινωνίας μὲ τὸ συνάνθρωπο καὶ ἐκπίπτει δὲ ἄτομο.
Συμπεράσματα
Ἡ βιβλικὴ διήγηση τῆς Γένεσης (Γέν. 1, 1-2,25) καὶ τῆς πτώση (Γέν. 3,1-24) εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἀπαρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας. Μέσα ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου ξετυλίγεται ἡ πορεία μίας διαλεκτικῆς σχέσης ἀνάμεσα στὸν ἄκτιστο καὶ ὑπερβατικό, δημιουργὸ Θεὸ καὶ στὸν κτιστὸ καὶ ἀμφίρροπο στὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἀνυπαρξία, ἄνθρωπο. Ἡ ὀντολογικὴ ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ μέσα ἀπ’ τὴν κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ προσδιορίζει καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του ὡς λειτουργοῦ καὶ ἱερέα τῆς κτίσης.
Ἀρχέτυπό της κατ’ εἰκόνα δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀνακεφαλαίωση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ νέου Ἀδὰμ ποὺ ἐπανενεργοποιεῖ τὶς ὀντολογικὲς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν προσωπικὴ καὶ ὑπαρκτική του κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλάσμα ἔχει τὴ δεκτικότητα νὰ δεῖ συνολικὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ μία πορεία τελείωσης μέσα στὰ πλαίσια μίας σχέσης ποὺ σαρκώνεται σὲ συγκεκριμένο ἱστορικό, ἁπτό, κοινωνικὸ χῶρο.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἐπανανάγνωση τῶν βιβλικῶν διηγήσεων ἀκολουθεῖ τὴν ἐξωκτισιακὴ καὶ διαλεκτικὴ ὀντολογία ποὺ θεμελιώνει τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ποὺ πορεύεται μὲ πτώσεις καὶ ἀνυψώσεις ἀλλὰ πάντα διαλεκτικὰ καὶ προσωπικά.