Γέροντος Ἰακώβου
(Ἀπομαγνητοφωνημένη συζήτηση)
Ἐρώτηση: –Γέροντα, πεῖτε μας τί γίνεται μέσα στό Ἱερό τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, καί στόν ὑπόλοιπο Ναό. Ἐμεῖς δέν βλέπουμε τίποτα.
Ἀπάντηση: –Ἄχ, τέκνον μου,…κάποτε λειτουργοῦσα στό Μοναστήρι, χρόνια τώρα πολλά, -ἔχω τώρα 38 χρόνια στό Μοναστήρι- καί ὅπως λειτουργοῦσα εἶχα ἕνα γεροντάκι -καλόγερος- καί ἐγώ ἔκανα τόν παπᾶ καί κεῖνος ἔψαλλε, ἦταν τό ἀναλόγιο στή μέση. Καί ὅπως, ἐκεῖ στό Χερουβικό ὕμνο (…) ἔλεγε τό γεροντάκι καί ἔψελνε. Ξαφνικά ἀκούω ἕνα φτερούγισμα μές τό Ἱερό, σάν πολλά παλληκάρια, στά λευκά ντυμένοι καί φτερουγίζανε, ἔβλεπα καί μπροστά μου (…) μές τό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Εἶναι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων πού εἶναι μέσα, οἱ ἅγιοι Πάντες, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τ᾿ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐν ὥρᾳ τῆς Θ. Λειτουργίας, καί τάγματα Σεραφείμ, Χερουβείμ, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά τά δοῦμε βέβαια αὐτά. Ὅμως ἐφόσον μᾶς ἀξίωσε καί εἴμαστε ἱερουργοί τῶν θείων Μυστηρίων, κάτι βλέπουμε καί κάτι πιστεύουμε. Λοιπόν, καί ὅπως ἔκανα τίς μετάνοιες καί ἔλεγα ”οἱ τά Χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες”, ἀκούω ἕνα φτερούγισμα στόν ἀριστερό μου ὦμο, μία μεγάλη φτέρυγα, εἶδα τήν φτέρυγα (…) καί λέω: «Τόν εὐλογημένο, τήν ὥρα πού πῆγα νά σηκώσω τά Ἅγια, τόν εὐλογημένο τόν γέροντα, τόν πατέρα Εὐθύμιο, φαίνεται πέρασε μπροστά ἀπ᾿ τήν Ἁγία Τράπεζα, ἀπ᾿ τήν Ὡραία Πύλη γιά νά πάρη τό θυμιατό νά θυμιάση πού θά βγῶ νά κάνω τήν εἴσοδο», δύο ἄνθρωποι εἴμασταν στό Ἱερό, δέν ὑπῆρχαν ἄλλοι. Καί δέν ἦταν ὁ πατήρ Εὐθύμιος. Λέω, φαίνεται πῆγε νά πάρη τό θυμιατό καί μέ τό ράσο μέ ἔκανε, ἀλλά αὐτό ἦταν πτέρυγα, μία μεγάλη πτέρυγα τόσο μεγάλη πού μέ φτερούγισε πάνω ἐδῶ στόν ὦμο μου.
Κοιτάζω λοιπόν, βλέπω τόν γέροντα στήν θέση του καί ἔλεγε -δέν εἶχε πάει στό Σχολεῖο νά μάθη γράμματα καθόλου- ἀλλά ἔμαθε ὅλα τά Ἐκκλησιαστικά γράμματα, τόν φώτισε ὁ Θεός, καί ἔλεγε ὁ γέρος ἐκεῖ: «Ὡς τόν Βασιλέα, ὡς τόν Βασιλέα…», γιά νά ἑτοιμαστῶ ἐγώ, ὁ ἱερέας. Ἕνα τροπάριο εἶναι, ἕνα στιχάκι, ὁ Χερουβικός ὕμνος, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε εὐχές νά διαβάσουμε, ἔχουμε νά θυμιάσουμε, νά ποῦμε τόν Ν΄ ψαλμό καί πολλά. Λοιπόν, τόν εὐλογημένο λέω, ἔφυγε τώρα μέσα ἀπ᾿ τήν Ὡραία Πύλη, τόν πάτερ Εὐθύμιο καί μέ ἔσπρωξε καί ἀκούμπησε πάνω μου γιά νά πάρη τό θυμιατό; Καί κοιτάζω τόν γέροντα καί ἔψαλλε ”ὡς τόν Βασιλέα, ὡς τόν Βασιλέα…”. Βλέπω ἐκεῖ στό μέσον τῆς Ἐκκλησίας, στό Δεσποτικό δίπλα ἦταν τό ἀναλόγιο τότε. Βλέπω τόν γέροντα στή θέση του, ποιός γέροντας εἶναι κεῖ μέσα (…) ἄκουσα ἕνα θόρυβο μέσα στό Ἱερό. Κόσμος δέν ἦρθε, κοίταζα τήν πόρτα, τήν ἔξω πόρτα καί μπαίνει κόσμος μέσα, κόσμος ὅμως δέν ἦταν. Μπῆκαν μέσα κόσμος, μπῆκαν μέσα παπᾶδες. Παπᾶδες; Στό Μοναστήρι παπᾶδες; Μέ αὐτό τόν καιρό; Καί χειμῶνας καιρός λέω. Εἶναι καί ὁ δρόμος, εἶναι ἀκατάλληλος δρόμος, δέν ἔχει δρόμο τό Μοναστήρι, πρέπει νά ᾿ρθῆτε μέ τά πόδια. Κοιτάζω, τίποτα, κανένας. Μετά ἀφοῦ τελείωσε ἡ Λειτουργία, λέω, βρέ πατέρα Εὐθύμιε (…) μπῆκες λέω ἀπ᾿ τό Ἱερό τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου;
«Μπά ἐγώ, Πάτερ μου νά μπῶ στ᾿ Ἅγιο Βῆμα; Μᾶς ἀπαγορεύουν Πάτερ, ἐμᾶς τούς μοναχούς πού δέν ἔχωμε ἱερωσύνη οὔτε στά Βημόθυρα δέν μποροῦμε νά πατήσωμε Πάτερ μου, γιά νά νἄψουμε τά καντήλια, μπροστά στό τέμπλο. Ὑπάρχει κανόνας τῆς Ἐκκλησίας». Λέω, «Πάτερ μου ἄκουσα ἕνα φτερούγισμα στόν Χερουβικό ὕμνο, στόν ἀριστερό μου ὦμο μία πτέρυγα μεγάλη μέ χτύπησε». Καί μοῦ λέει, «Πάτερ, Λειτουργία, ἅγιοι θά ᾿ναι, ἁγίοι θά ᾿ναι, ἁγίοι» (…).
Λοιπόν κατάλαβα ὅτι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων εἶναι μέσα στήν Θ. Λειτουργία.
Πόσες φορές τόν ἅγιο Δαβίδ τόν ἔχουμε δεῖ ζωντανό! Θά πεῖτε πώς τόν βλέπετε Πάτερ; Σάν ἕνας μοναχός (…) χτυπᾶ τό σήμαντρο μόνος του, χτυπᾶ τήν καμπάνα καί μπαίνουμε, καί ᾿ρχόμαστε στήν Ἐκκλησία καί βλέπουμε ἕνα γέροντα, ἕνα καλόγερο, σάν τόν π. Σεραφείμ, δέν ξέρω ἄν τόν ξέρετε -εἶναι τώρα μέ τήν ἁγία Κάρα (…) σ᾿ ἕνα χωριό-. Τόν βλέπουμε καί μπαίνουμε στό Ἱερό καί γίνεται ἄφαντος. Πόσες φορές μίλησα μαζί του, πόσες φορές! Καί ὅταν ἀδιαθέτησα καί ἀρρώστησα ἀπό στεναχώρια τοῦ Μοναστηριοῦ, ὄχι ἀπό τούς Πατέρες ἀλλά ἔχουμε καί μεῖς τά δικά μας, πολλές φορές ὅταν ἐργάζονται καί οἱ Πατέρες ὑπάρχει καί τό κυνηγητό, ὑπάρχουν καί οἱ πειρασμοί, τά σκάνδαλα. Εἴχαμε ἕνα κτηματάκι καί στό κτηματάκι αὐτό, ἔλεγα καί τόν κ. Τζούμα, ἤτανε 450 χρόνια καί ἔγιναν ἀπαλλοτριώσεις τό ᾿32-᾿38 καί πῆραν τά κτήματα οἱ ἀκτήμονες, περίπου 20-30 χιλ.στρέμματα πῆραν οἱ κοσμικοί. Καί τά δάση βέβαια (…) ἔγιναν Δημόσιο δάσος (…) ἔχουμε τόν κόσμο βοηθάει ὅλος ὁ κόσμος τό Μοναστήρι. Δέν ἔχουμε ἀνάγκη οὔτε ἀπό κτῆμα, οὔτε περιουσία, ἀλλά ἐφόσον ὑπάρχει ἕνας μικρός ἐλαιῶνας καί λίγα χωραφάκια καί λίγο στάρι μᾶς δίνουν λίγο ψωμί. Σήμερα εἶναι ὁ π. Ἰάκωβος, ἔρχεται ὁ κόσμος βοηθᾶ τό Μοναστήρι. Αὔριο ἐγώ πεθαίνω. Εἶναι 6 Πατέρες στή Μονή, μπορεῖ νά ᾿ρθοῦν 2-3 ἀκόμη, ἄς γίνουν 5-10. Ἔ!! Πῶς νά ζήσουν καί αὐτοί ἄν δέν ἔχουν λίγο ψωμάκι στό Μοναστήρι, ἕνας ἀποκλεισμός, κάτι. Νά μήν ἔχουν λίγο λαδάκι, νά μαζέψουν λίγες ἐλίτσες; Ὁ Θεός βέβαια δέν ἀφήνει κανένα, φροντίζει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πόσο μᾶλλον γιά μᾶς, ἀλλά σάν ἄνθρωποι ὅμως καί ἐφόσον ὑπῆρξαν στό Μοναστήρι χιλιάδες στρέμματα γιατί νά μήν ἔχη τό Μοναστήρι λίγα χωραφάκια ἴσα-ἴσα νά βγάλουν λίγο ψωμάκι καί ἕναν ἐλαιῶνα.
Λοιπόν, πῆγε ἕνας ἀσεβής ἄνθρωπος καί μᾶς ἔκοψε 33 ρίζες ἐλιές ἀπό τή ρίζα, καί ἔβαλε χῶμα ἀπό πάνω, τίς χωμάτωσε. Ἔρχεται κάποιος καί μοῦ λέει, ”Πάτερ κόψαν τίς ἐλιές τοῦ Μοναστηριοῦ καί τίς κάνανε ξυλοκάρβουνα”. Βρέ παιδί μου, λέω, τώρα τό Μοναστήρι θά περιμένω ἐγώ, (…) ἐγώ εἶχα περιουσίες καί τίς ἄφησα, εἶχα τούς γονεῖς μου, τά ἀδέρφια μου (…). Ἀλλά τί νά κάνω νά φύγω ἀπ᾿ τό Μοναστήρι, νά πάω νά περιμένω τό κτῆμα μή τό καταπατήσουν καί κόψουν τίς ἐλιές; Τί νά κάνω; Ἐγώ ἦρθα γιά τόν ὅσιο Δαβίδ ἐδῶ μέσα. Τόν βλέπω ζωντανό τόν Ἅγιο. Γιατί ὁ ἅγιος Δαβίδ ἐδῶ μέσα ἁγίασε, ἐδῶ μέσα ἀσκήτευσε. Λέει καλά, λέει Πάτερ, ποιός τίς ἔκοψε τίς ἐλιές; Ἔ!!! Πῆγα μπροστά στόν Ἅγιο τόν προσκυνάω καί τοῦ λέω: «Ἅγιέ μου Δαβίδ, νά βάλης τό χέρι σου, κοίταξε, θά μοῦ πῆς τώρα ποιός ἔκοψε τίς ἐλιές μέχρι τό βράδυ. Νά μοῦ τόν φέρης αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἐλιές (…) δέν θά τόν κάνω κακό». Κακό δέν ἔκανα ποτέ μου, οὔτε καί μύρμηγκα. Κάποτε σκότωσα ἕνα μύρμηγκα, τόν πάτησα μία φορά, ὅταν ἤμουν μικρό παιδί, μέ μάλωσε ἡ μάννα μου καί μοῦ εἶπε (…) πατᾶς ἕνα μύρμηγκα, αὐτός ἔχει ζωή. Καί ἀπό τότε φοβᾶμαι καί τόν μύρμηγκα νά πατήσω ἀκόμη (…).
Πάω λοιπόν στόν Ἅγιο καί τοῦ λέω: «Ἅγιέ μου, ἐγώ τά δικά μου τἄδωσα, τίς περιουσίες μου τίς ἄφησα, πέθαναν οἱ γονεῖς μου δέν πῆγα νά τούς δῶ. Πῆγες ἐσύ ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς σου;» εἶπα τόν ἅγιο Δαβίδ. Μιλοῦσα μαζί του τώρα, στήν εἰκόνα. Τώρα σ᾿ ἔφτιαξα τό Μοναστήρι, κάνεις μία χαρά, καμαρώνεις. Δέ μοῦ λές τώρα, τό κτῆμα νά πάω νά περιμένω κάτω ἤ τό Μοναστήρι; Ἐγώ ἦρθα νά κάνω προσευχή, καί μάλιστα δέν ἦρθα στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου, ἐδῶ. Ἐγώ εἶχα σκοπό νά πάω σέ μία ἐρημιά καί νά εἶμαι μόνος μου. Ἐγώ (…) δέν εἶχα συντροφιές, οὔτε μέ παιδιά μιλοῦσα, οὔτε μέ γυναῖκες. Μόνο μέ τούς παπᾶδες, τούς ἀγαποῦσα ὅμως τούς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Λέω, «Ἅγιέ μου νά φύγω (…) τώρα γιά τήν δική σου περιουσία ἐδῶ πέρα, νά μέ παίρνουν στά Δικαστήρια καί τὄνα καί τ᾿ ἄλλο καί νά τρέχω στά Ἐφετεῖα ἐξαιτίας τό ἕνα μέτρο γῆς, τό κτῆμα; Ἄκουσε ἅγιέ μου Δαβίδ, νά τό ξέρης, ἄν μέχρι τό βράδυ δέν τόν φέρεις πρό τοῦ Ἑσπερινοῦ μιά ὥρα, νά τό ξέρης θά σέ κλείσω ἐδῶ μέσα, καντήλι δέ θά σ᾿ ἀνάψω, οὔτε θά σέ λιβανίσω, οὔτε θά σέ λειτουργήσω. Ἅγιέ μου λέω, ἔπαθα καρδιά, ἔπαθα στεναχώρια, ἔπαθα τόσα καί τόσα καί σηκώνομαι μετά κόπου καί κάνω Λειτουργία. Ἐσύ μέ βοηθᾶς, ἀλλά ἅγιέ μου Δαβίδ, συγχώρα με αὐτό πού σοῦ εἶπα, ἐγώ θά σέ λιβανίσω, θά σέ θυμιάσω, ἀλλά νά τόν φέρης, νά τόν δῶ, ἄν δέν τόν φέρεις γέρο, πρόσεξε». Ποῦ νά ξέρω ἐγώ ποιός ἔκοψε τά δέντρα. Τό βράδυ παιδιά μου μιά ὥρα πρό τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅπως ἤμουν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τοῦ λέω: «Γέρο, δέν φάνηκε, αὐτός πού ἔκοψε τά δέντρα». Ξαφνικά μπαίνει μέσα ἕνας, ἔκανε τόν σταυρό του ἔτσι. Λοιπόν, λέω αὐτός εἶναι. Βλέπω λάμψαν τά μάτια τοῦ Ἁγίου, γιατί στήν εἰκόνα του, κινεῖται. Καί τό θυμιατό του κινεῖται καί ἡ εἰκόνα του χτυπάει ὅταν ἔχουμε στεναχώριες, στό Μοναστήρι κάτι, καί χτυπάει ἡ εἰκόνα ἀναστατωμένη μέσα στό τέμπλο. Ἐπίσης καί τ᾿ ἅγια Λείψανα γίνεται ἕνας κρότος μέσα. Τόν βλέπω λοιπόν, ἔρχεται κατά πάνω μου.
–Καλησπέρα Πάτερ.
–Καλησπέρα.
–Πάτερ, ἐγώ ἔκοψα τά δένδρα…τίς ἐλιές.
–Ποιές ἐλιές, ποιά δέντρα παιδί μου; Λέω, ἔκανα πώς δέν ἤξερα.
–Νά, ἐδῶ τοῦ ἁγίου Δαβίδ τά δέντρα, τίς ἐλιές.
–Παιδί μου, λέω, γιατί τίς ἔκοψες τίς ἐλιές τοῦ ἁγίου Δαβίδ; Ἐάν, λέω, 450 χρόνια πού εἶναι τό Μοναστήρι αὐτό, εἶναι τό κτηματάκι αὐτό 400 χρονῶν, μόνο τό κτηματάκι. Ἐάν ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔκοβε μία ρίζα ἐλιά κάθε χρόνο δέν θά ὑπῆρχαν (…). Θές παιδί μου ἐσύ, νά ἀσχολοῦνται μέ δικές σου ἐλιές ὅλοι, μέ δικά σου δέντρα;
–Ὄχι.
–Ἐσύ γιατί;
–Ἔ! καλά μοῦ λέει, θά μέ πᾶς στά Δικαστήρια ἐσύ π. Ἰάκωβε, ἐσύ εἶσαι ἅγιος ἄνθρωπος.
–Βρέ, δέ θά σέ πάω στά Δικαστήρια ἐγώ, θά σέ πάη ὅμως ὁ ἀγρονόμος. Γιατί, ὅταν πηγαίνης καί κόβεις καθημερινῶς τά δέντρα τοῦ Μοναστηριοῦ, καί ὅταν κόβης τό ἕνα δέντρο, δέν σκέφτεσαι ὅτι κάποιος τίς φύτευσε, κάποιο νοικοκύρη εἴχαμε ἤ Ἅγιο ἤ παπᾶ ἤ κοσμικό, λαϊκό. Δέν τό σκέφτηκες στίς 2, στίς 5. Πῶς ἔκοψες τίς 33 ἐλιές; Καί τώρα τί θές;».
–Δέ θά μέ συγχωρήση ὁ ἅγιος Δαβίδ;
–Βέβαια θά σέ συγχωρήση ὁ ἅγιος Δαβίδ, ἀλλά νά μᾶς δώση καί μυαλό ὁ ἅγιος Δαβίδ. Ἐμεῖς θέλουμε νά περισώσουμε τό κτῆμα μας. Γιατί παιδί μου τίς ἔκοψες; Ἄν παιδί μου πηγαίνετε κάθε μέρα καί κάθεστε ἐκεῖ δίπλα καί λέτε, τώρα μέ τά κόμματα καί τώρα μέ τήν κατάσταση θά τό πάρουμε τό κτηματάκι. Ὁρίστε τό Μοναστήρι ἔδωσε 30 χιλιάδες στρέμματα σέ 15 χωριά, ὅλη ἡ περιοχή ἐδῶ πέρα ἔχει τά κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ. Καί ἀφῆσαν καμμιά 50 στρέμματα σέ μιά βουνοπλαγιά, τά καλλιεργοῦν τρεῖς οἰκογένειες. Καί τώρα αὐτοί (…) μᾶς δίνουν λίγο σταράκι, (…) ἀλλ᾿ ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό χωράφια, ἀλλά ἐφόσον εἶναι τοῦ Ἁγίου, γιά συντήρηση τά ᾿φήσαμε.
Καί τώρα ἐπειδή ἔγινε ὁ δρόμος στό Λουτρό, ἀξιοποιεῖται τό κτηματάκι αὐτό. Καί τώρα θέλουν νά τό καταπατήσουν. Καί τώρα χτίσανε κτίσματα ἐκεῖ κάτω, πολλά (…) ταλαιπωρίες πού πέρασα. Τώρα λέει:
–Θά μέ πᾶς στό Δικαστήριο;
Ἐγώ τοῦ ᾿πα:
–Παιδί μου στό Δικαστήριο δέν σέ πάω. Οἱ γονεῖς μου δέν πῆγαν στό Δικαστήριο. Ἀλλά ὑπάρχει ὅμως τώρα ὁ ἀγρονόμος θά σέ μυνήση.
Πῆγα στό Δικαστήριο, νά μήν τά πολυλογῶ (…). Καί γιά 33 ἐλιές πού μᾶς κόψαν μᾶς δώσαν 1.500 δραχμές. Παιδιά μέ συγχωρεῖτε τά κόμματα καί αὐτή ἡ κατάστασις (…).
–Πάρτα παιδί μου, τό Μοναστήρι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό 1.500 δραχμές. Ἡ Μονή ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό κτηματάκι της. Ἐμεῖς παιδί μου, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό Χριστό καί ψυχή, δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό κτήματα, ἐφόσον ὑπάρχουν ὅμως αὐτά, καί αὐτό τό κτηματάκι θά τό ὑποστηρίξουμε.
Πῆγα μέχρι τόν Ἄρειο Πάγο, ἄς εἶναι καλά μᾶς βοηθήσανε (…) αὐτός πού τό εἶχε ἁρπάσει (…) ἔδινε οἰκόπεδα δωρεάν, ἔδινε λάδια, κτήματα, γιά νά μήν τό πάρη τό Μοναστήρι τό κτηματάκι. Ἦταν στό Μοναστήρι ὅμως, 450 χρόνια τό κτῆμα αὐτό. Τό πῆρε. Καί μέ Λειτουργίες πού ἔκανα, τά χρήματα πού μάζεψα, ἀγόρασα μέ 500 χιλιάδες, τό κτῆμα αὐτό. Βέβαια χρόνια τώρα. Καί τό κερδίσαμε καί εἶπα:
–Ἅγιέ μου Δαβίδ ἄν εἶναι τό κτῆμα δικό σου νά κάνης τό θαῦμα σου.
Λοιπόν, πῆρα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου (…) καί ὅταν κόβαν τίς ἐλιές τοῦ Μοναστηριοῦ. Τώρα ὁ Ἰάκωβος, αὐτός εἶναι ἅγιος, δέν πρόκειται νά μᾶς κάνη κακό. Βλέπετε παιδιά ὅμως, δέν εἶναι καί δικά μου. Ἡ εὐθύνη εἶναι μεγάλη, πού ἔχω μέσ᾿ στό Μοναστήρι. Καί ἐγώ εἶχα ἔρθει μέ πρόγραμμα νά εἶμαι σ᾿ ἕνα ἀσκητήριο καί νά κάνω μετάνοιες καί νηστείες ὅπως μέ εἶχε μάθει ἡ μητέρα μου ἀπό μικρό παιδί. Δέν ἤθελα μικρός, νά ἔρθω στό Μοναστήρι καί νά μέ βλέπει ὁ κόσμος καί νά βλέπω τόν κόσμο (…) ἁπλός ἄγαμος ἄνθρωπος, ἀλλά ἐκεῖνο πού εἶναι στήν ψυχή, ἦταν πώς νά ἁγιάσω, νά γίνω ἅγιος. Τώρα ἀντί γιά ἅγιος, κολάστηκα. Μέ τὄνα μέ τ᾿ ἄλλο.
Καί θά σᾶς πῶ παιδιά μου, παίρνω τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ντύθηκα τά ”ἱερά” μου, καί πάω μέ τά πόδια στό κτῆμα κάτω, καί γονάτισα καί ἔβαλα σέ μία ἐλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, καί σταύρωσα τά τέσσερα σημεῖα τοῦ κτήματος καί λέγω: «Ἅγιέ μου Δαβίδ, ἐάν εἶναι δικά σου, νά τά ὑποστηρίξης, νά καταισχυνθῆ ὁ διάβολος».
Διότι ὁ διάβολος μέ πολεμοῦσε. Λοιπόν καί λέγω μετά «ἄν εἶναι δικά σου ἅγιε Δαβίδ δεῖξ᾿ τό θαῦμα σου, νά τά πάρουμε νά μήν μᾶς καταπατήσουν τό κτῆμα, καί νά φύγουν αὐτοί οἱ κακοί ἄνθρωποι». Θυμίασα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, θυμίασα τό κτῆμα ὁλόκληρο μέ τό θυμιατό, μέ λιβάνι, πῆρα τήν εἰκόνα καί γύρισα στό κτῆμα καί τό σταύρωσα, στά τέσσερα σημεῖα. Γονάτισα καί προσευχήθηκα: «Ἅγιέ μου Δαβίδ, Πανάγαθε Θεέ, ἐγώ δέν ἔχω κτηματική περιουσία, ἐγώ τά δικά μου τ᾿ ἄφησα, ἔρημα τά δικά μου, εἶχα περιουσίες μεγάλες, ἐγώ ἔχω ἀνάγκη ἀπό Χριστό καί ψυχή». Νά σώσω τήν ψυχή, μήν κάνω σάν τόν σημερινό πλούσιο πού ἤθελε νά χαλάση τίς ἀποθῆκες (…) καί νά φτιάξη πιό μεγαλύτερες. Ἀλλά εἶδες τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; «Ἄφρων αὐτή τῇ νυκτί τήν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν». Δέν εἶπε ὅτι θά τήν πάρη ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ὅτι ἀπαιτοῦσιν οἱ δαίμονες τήν ψυχή του. Αὐτά πού ἑτοίμασες τινι ἔσται.
Εἴχαμε στήν Μ. Ἀσία παιδιά μου, -ἀπό τό ἕνα θέμα στό ἄλλο- εἴχαμε κτήματα, περιουσία, τά ᾿φήσαμε. Μητροπολιτικοί ναοί, οἱ παπποῦδες μας, δεκατέσσαρεις Ἀρχιμανδρίτες πού ᾿φθασε ἡ μάννα μου στό σόϊ μας, Δεσποτάδες καί, καί, καί πολλά. Τά σπίτια μας κλειδώσανε, δώσανε στόν Τοῦρκο τά κλειδιά, καί φύγανε (…). Ἤμουν ἑνάμιση χρονῶν παιδάκι, μέ ᾿κρυψε ἡ μάννα μου στήν ποδιά της μέσα. Ἀπό κάτω μέ σκέπασε νά μή μέ σφάξουν οἱ Τοῦρκοι. Φύγαμε μέ σφαγή καί μέ πολύ δυσκολία. Καί εἶχε πάρει ἡ μητέρα μου ἕνα σακκουλάκι μέ μιά ὀκά σησάμι καί λίγο ρακί, λέει: «Νά δίνω τά παιδιά μου λίγο σησαμάκι στό στόμα τους». Τί νά πάρη; Τά παιδιά της νά πάρη ἡ μητέρα μου; Γιατί ἔγινε ἐξορία, πεθάναν οἱ παππούδες μας στήν Ἄγκυρα (…) καί ἦταν ἁγιασμένα μέρη. Ἄλλοι πεθάναν στήν Ἄγκυρα, ἄλλοι στήν (…) εἴμεθα πνεῦμα πορευόμενον καί οὐκ ἐπιστρέφον, ὅπως λέει καί ὁ θεῖος Δαβίδ. Γι᾿ αὐτό νά φροντίζουμε τήν ψυχή μας. Ἀλλά κοίταξε μή μᾶς κοροϊδεύουν κιόλας, νά ᾿ρχεται ὁ ἄλλος τώρα, ἦρθε ἐπειδή κάναμε ἀγρυπνία, εἴχαμε ἕνα δέντρο, μία καστανιά 300 ἐτῶν, καί κόψαν τήν καστανιά καί τήν πῆραν, ἕνας ἀσεβής Δασονόμος καί κἄναν στό σπίτι του τά κουφώματα. Μετά ἀπό 15 μέρες ἔμαθα ἐγώ ὅτι ἔκοψαν τήν καστανιά. Παιδιά μου τώρα τήν ἀγρυπνία νά ᾿κανα ἐγώ; Τήν Λειτουργία; Ἤ νά πάω νά περιμένω τήν καστανιά; Ἤ νά περιμένω τίς ἐλιές τοῦ Μοναστηριοῦ; Ἐσύ Ἅγιέ μου κατά τά ἔργα τους, νά τούς ἀνταποδώσης, κακό νά μήν πάθουν, νά τούς φωτίσης. Αὐτός πού ἔκοψε τήν καστανιά καί τήν πῆρε ἀντί γιά 400 δραχμές πού πῆρε νά μεταφέρη τήν καστανιά, ἔσπασε τό βράδυ τό τρακτέρ καί πληρώνει 60 χιλιάδες. Πρίν 20 χρόνια, 60 χιλιάδες ἦταν ἀκριβά. Βλέπετε; Καί μετά μέθυσε καί τό εἶπε, λέει, «Πάτερ μου, ἐγώ τήν πῆρα τήν καστανιά. Μέ ᾿βαλε ὁ τάδε». Ὁ δέ Δασονόμος ”ἔφαγε ἕνα φύσημα” καί στά σύνορα βρίσκεται τώρα αὐτός. Ἐγώ τό κατάλαβα ὅτι αὐτός ἔκοψε τό δέντρο, μετά βρήκαμε καί τό δέντρο. Ἔκοψε τά ξύλα καί τά ἔβαλε μέσα στό σπίτι του (…). Εἴδαμε τά ξύλα καί μοῦ λέει:
«Πάτερ, μή πᾶς καί πεῖς στόν (…) τίποτε, γιατί θά χάσω τό ψωμί μου». Λέω:
–Ποιός ἔκοψε τήν καστανιά; Τήν ἔκοψε ὁ ἴδιος;
Τό ᾿μαθα ἐγώ. Ποῦ νά περάση ἀπ᾿ τό Μοναστήρι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ἐμεῖς κακό δέν κάνουμε σέ κανένα, ἀλλά γιατί νά κόψετε τό δεντράκι αὐτό πού ᾿ταν 300 χρόνων; Δέν γίνονται τά δέντρα ἔτσι εὔκολα. Νά πῶ καί ᾿γώ ἕνα λόγο, πού ᾿χει ἕνα μονάκριβο κοριτσάκι; Παιδιά δέν ἔκανε, τοῦ ᾿δωσε ὁ Ἅγιος μετά ἀπό 15 χρόνια παιδί. Νά πῆ κανένας, ἀλλά δέν εἶμαι καμμιά γυναικούλα τοῦ δρόμου νά βλασφημῶ καί νά καταριέμαι, ἐμεῖς εἴμαστε Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐμεῖς κάνουμε προσευχή, ἀλλά καμμιά φορά μπορεῖ νά γογγύση κανείς, νά πῆ κανείς, ὅπως ἔκοψε αὐτός τό δέντρο, νά τοῦ κόψη ὁ Θεός τό παιδί. Ἀλλά εἶπα, Θεέ μου φώτισέ τον νά μετανοήση, νά ζητήση συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Δαβίδ.
Εἶναι πολύ θαυματουργός ὁ Ἅγιος. Δέν περνάει ὥρα, δέν θά περάση ἡ ἡμέρα χωρίς νά τό δείξη τό θαῦμα του ὁ Ἅγιος.
Τό ᾿79, κάτι ἀδιαθέτησα καί ἐντρεπόμουνα νά πάω στό γιατρό, δέν εἶχα πάει ποτέ μου σέ γιατρό, ἔγινα 55 χρονῶν. Οὔτε ἀσπιρίνη ἤξερα, οὔτε τίποτα. Ἤμουνα τόσο κακορίζικος ἄνθρωπος, ἀπό παιδί. Οἱ γονεῖς μου μέ παίρναν μικρό καί μέ δέναν τά πόδια μου καί τά χέρια μου μέ τό σκοινί, μέ πιάναν ἐδῶ τή μύτη μου, μ᾿ ἀνοίγαν μέ τά κουτάλια τό στόμα μου, καί μέ ρίχναν τήν ἀσπιρίνη. Τόσο κακορίζικος ἄνθρωπος ἤμουνα, καί γι᾿ αὐτό ὁ Θεός μέ τιμώρησε καί παίρνω τώρα 7-8 χάπια τήν ἡμέρα. Δόξα τῷ Θεῷ, τί νά κάνουμε «εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Καί εἶπαν οἱ γιατροί, 99% ἦταν καρκίνος σ᾿ ἕνα σημεῖο τοῦ σώματός μου. Καί ᾿γώ πῆγα τρεῖς φορές στήν Ἀθήνα, εἶπε ὁ γιατρός νά μέ δῆ. Ἐγώ ντρεπόμουνα δέν ἤθελα νά μέ δῆ, γύριζα πίσω (…). 14 χιλιάδες τήν ἡμέρα (…). Καί ἔλεγα, ὅταν κάθομαι στό Μοναστήρι μου καί ἀσκητεύω, καί ἔρχομαι ἐδῶ πέρα νά κάνω πορνεία καί νά φύγω;
–Καί πώς Πάτερ κάνεις πορνεία;
–Ἐγώ εἶμαι ἱερέας, μέ συγχωρεῖτε, μέ γυμνώνετε καί μέ πιάνετε τό σῶμα μου, νά μέ βλέπετε τό σῶμα μου. Πορνεύω, κάνω πορνεία. Πάτερ μου, λέει, δέν πορνεύετε (…). Μέ συγχωρεῖτε, λέω, ἐγώ εἶχα ἀρχές ἀπό παιδί, ἀρχές πνευματικές, ἀλλά τώρα, πώς νά ξεντυθῶ γιατρέ μου; Μοῦ λές; Βγάζω τό ράσο μου, πώς νά βγάλω τό ράσο μου; Μένει τ᾿ ἀντερί. Μοῦ λέει, βγάλε τ᾿ ἀντερί. Πώς νά βγάλω τ᾿ ἀντερί; Νομίζω πώς εἶμαι κανένας κοσμικός καί νομίζω πώς κάνω πράξεις κακές. Δέν τίς ἔχω κάνει, ἀλλά σᾶς ζητῶ συγγνώμη γιά τήν φράση μου.
Βρέ Πάτερ μου, λέει, μέ πιάνει ἡ πίεση πάει 25. Μοῦ ᾿δωσε ὁ γιατρός φάρμακα γιά πίεση, γιατρέ μου λέω, τά φάρμακα πού μοῦ ᾿δωσες παθαίνω ὑπόταση καί πάει μέχρι 8, καί ὅταν λειτουργῶ μέ πιάνει μία θαμπάδα στά μάτια μου καί νέκρα. Μέ κόβει κρύος ἱδρῶτας καί (…) στήν Λειτουργία σταμάτησα καί ἔφυγα. Γιατρέ μου, νά σοῦ πῶ τήν ἀλήθεια, ἐγώ ἀπ᾿ τήν ντροπή μου, πού μέ βλέπεις, δέν ἔχω πίεση, ἀλλά γιατρέ μου μέ συγχωρεῖτε πότε 9 ἔχω, πότε 10, 11, 12, 13, δέν ἔχει ὅρια ἡ πίεση ἡ δική μου. Λέει, κόψε τά φάρμακα. Ἔκοψα τά φάρμακα καί εἶμαι καλύτερα, χωρίς τό φάρμακο πού ἔπαιρνα.
Λοιπόν παιδιά μου…καί ντρέπομαι καί νά πάω καί στόν γιατρό ἀκόμα. Μέ ᾿λεγε ὁ μακαρίτης ὁ Γέροντάς μου, «Πάτερ Ἰάκωβε, ἀπό τόν ἐγωϊσμό πού ἔχεις θά σέ τιμωρήση ὁ Θεός παιδί μου. Θά σέ βλέπουν οί γιατροί». Λοιπόν τό ᾿παθα αὐτό. Ἐκεῖ πού λέτε, εἴχαμε τόν πατήρ Νικόδημο, ἦταν ἀπ᾿ τήν Κύμη ὁ μακαρίτης καί ἤτανε πνευματικοί ἀδελφοί μέ τόν Ἰάκωβο, τόν πρώην Λαρίσσης, πρίν τόν Θεολόγο, (…) τόν Σχίζα, μάλιστα. Λοιπόν, ἦταν ἀπό τῆς Κύμης τά μέρη καί λέει: «Παιδί μου θά σέ τιμωρήση ὁ Θεός γιατί λές τώρα. Γυναίκα χθές σέ εἶδε (… …). Παιδί δέν μέ εἶδε, (…) ἀπό μικρό, στό σπίτι μου δίπλα, ἦταν σάν Μοναστήρι καί ἔλεγα νά μή μέ δῆ ἄνθρωπος. Ὅταν θά πεθάνω στήν ἔρημο ἔ…θά μέ δοῦν ἐκεῖ πέρα, θά μέ πιάσουν, θά ἀνοίξουν μία λάκκα, θά μέ χώσουν ἐκεῖ μέσα. Παιδιά μου νομίζω πώς θά μείνω μόνος μου στήν ἔρημο ν᾿ ἀσκητεύσω. Παραπάνω εἶχα σκάψει μία γαλαρία, νά πάω νά μπῶ μέσα νά κάνω προσευχές καί μετάνοιες. Ὕστερα μέ μαλώνει ὁ Γέροντας καί μοῦ λέει: «Βρέ Πάτερ μου, ὁλόκληρο Μοναστήρι. Βρέ Πάτερ μου, δέν ἔχει κανέναν ἐδῶ πέρα, ἔλα ᾿δῶ παιδάκι μου, ἔχει ἐδῶ κελλάκια. Δύο κελλάκια ἔχει» (…). Μετά σέ τρεῖς μῆνες μέ ᾿καναν καί ἱερέα, μετά μέ φορτώσανε ἕξι-ἑφτά χωριά, γύριζα τά χωριά μέ τό μουλάρι, νά ᾿ξομολογῶ τόν κόσμο, ἐπί Γρηγορίου, τοῦ Δεσπότη, τοῦ ἀειμνήστου, καί πολλά. Ἔ!!! Δόξα τῷ Θεῷ. Τί νά κάνουμε, τώρα ἐπέμεινα στό Μοναστήρι, ἔχω 38 χρόνια, μένω ἐδῶ στό Μοναστήρι μ᾿ ὅλη μου τήν ψυχή. Ἀλλά μέ ᾿δωσε ὁ Θεός δοκιμασίες. Κάθε 3 μῆνες παιδιά μου, πάω καί πορνεύω στήν Ἀθήνα καί γυρίζω. Αὐτό κάνω παιδιά μου. Πάω καί μέ βλέπουν οἱ γιατροί, σᾶς ζητῶ συγγνώμη παιδιά μου,…νά μέ συγχωρεῖτε, ἔ…καί ὁ λόγος πού εἶπα βέβαια, δέν ἔπρεπε νά τόν πῶ, ἀλλά παιδιά μου νά μέ συγχωρεῖτε. Πάω καί κάνω ἁμαρτία καί φεύγω. Καί μέ βλέπει ὁ γιατρός, μέ κάνει μία ἐξέταση στήν καρδιά -ἔχω βηματοδότη, δέν λειτουργεῖ καλά- καί μέ τήν κούραση πού ἔχω ἀπό τόν κόσμο, περνάει πολύς κόσμος ἀπό τό Μοναστήρι, χιλιάδες κόσμος, θέλω νά τούς δῶ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τί νά δῶ; Χθές, περάσανε καμμιά σαρανταριά ἄτομα, ἤτανε ἀπ᾿ τό Ἄργος. Ἔκλαιγε λοιπόν, ἔ…Πάτερ μου, λέει, τήν εὐχή νά πάρουμε.
–Καί ἡ ἀδελφή μου, ἡ ἀδελφή μου ἡ μακαριστή, πέθανε 25 χρονῶν -τήν πάντρεψα καί ἔφυγα στό Μοναστήρι- (…) πέθανε ἀπό μία ἔνεση. Τήν ἔκανε μία χωρική, εἶχε μία σκουριασμένη βελόνα καί τήν κέντησε ἐδῶ πέρα, καί τήν χτύπησε στό νεφρό. Πάτερ, μοῦ λέει, ἔτσι μοῦ εἶπαν. Ἐγώ, πέθανε ἡ ἀδελφή μου, δέν πῆγα νά τήν δῶ, ἡ ἀδελφή μου πέθανε, ἐγώ δέν πῆγα στήν κηδεία της, πουθενά. Ἀδελφοί καί μήτηρ μου καί γονεῖς μου, ἐσεῖς εἶσθε παιδιά μου. Καί πέθανε ἡ ἀδελφή μου καί δέν πῆγα οὔτε στήν κηδεία της, τίποτα. Παρόλο πού ᾿καναν 50 τηλεγραφήματα ἀπό τήν Ἀθήνα καί λένε «τόσο σκληρός εἶναι αὐτός ὁ παπᾶς καί δέν ἔρχεται;». Παιδιά μου, μέ συγχωρεῖτε, νά χάσω τήν ψυχική μου ὠφέλεια; Ἐγώ ἐγκατέλειψα ὅλα τά γήϊνα παιδιόθεν. Γιατί καταλαβαίνετε ὅτι ἦρθα μέ πρόγραμμα, γιά νά γίνω μοναχός τώρα,…
«Ἀπό τό κακό πού ἐπικρατεῖ σήμερα, θά βγῆ μεγάλο καλό. Βλέπω μιά ἐλιά. Τό ἕνα κλωνάρι της ἔχει ξεραθεῖ, τό ἄλλο τό τρώγει ἡ κάμπια καί θά ξεραθῆ κι αὐτό. Ἀλλά πετιέται ἕνα ἄλλο βλαστάρι ἀπό κάτω πού ἔχει πολύ θυμό (δύναμη) καί ἀναπτύσσεται γρήγορα».
(Γέροντας Παΐσιος)