Γ. Θ. Πρίντζιπα
ἱστορικοῦ – συγγραφέως
Ἡ ἐκκλησιαστική ὑπαγωγή τῶν χριστιανῶν ἀπασχόλησε τήν Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα χρόνια της καί κυρίως ἀπό τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἀπό τότε οἱ Πατέρες εἶχαν τήν ἀντίληψη τῆς συστάσεως τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ὑπαγωγή τους σ᾿ αὐτές ὅλων τῶν πιστῶν, μέ κριτήριο τήν ἐντοπιότητά τους πέρα ἀπό τήν κατ᾿ ἀρχήν παγωγή τους στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἔννοια τῆς κατά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἀνῆκαν ὅλοι οἱ εἰς Χριστόν πιστεύοντες, ἀλλά καί ἡ ἔννοια τῆς κατά τόπον Ἐκκλησίας στήν ὁποία ὑπάγονταν οἱ χριστιανοί σύμφωνα μέ τόν τόπο διαμονῆς τους.
Ἔτσι ὅλοι ἀνῆκαν στήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία, ἀλλά καί στήν Τοπική Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τόν γεωγραφικό τόπο τῆς διαμονῆς τους. Μέ βάση τήν προβληματική αὐτή καθορίσθηκαν καί τά ὅρια τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή, τῶν πρεσβυγενῶν λεγομένων πατριαρχείων, ὅπως τά γνωρίζουμε σήμερα, στά ὁποῖα συμπεριλαμβανόταν καί ἡ Πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τά ὅρια αὐτά εἶχαν σχέση καί μέ τήν πολιτική διαίρεση τῆς ἐποχῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ
κράτους. Π.χ. στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπήχθησαν οἱ ἐπαρχίες πού ἀνῆκαν στό Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό Ἰλλυρικό καί ἡ Ἑλλάδα, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως οἱ ἐπαρχίες πού ἀνῆκαν στό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, τά ὁποῖα εἶχαν ἑνωθῆ ὑπό τό σκῆπτρο τοῦ αὐτοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Στήν Ἐκκλησία Ἀλεξανδρείας ὑπήχθησαν οἱ ἐπαρχίες τῆς Βορείου Ἀφρικῆς καί στήν Ἐκκλησία Ἀντιοχείας οἱ ἐπαρχίες πού βρίσκονταν στήν Ἀραβία. Ξεχωριστή μνεία ἔγινε γιά τ ήν Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ἀναγνωρίσθηκε ὡς ἰσότιμη μέ τίς ἄλλες, λόγῳ τῆς τιμητικῆς της θέσεως μέσα στήν χριστιανική ἱστορία ὡς “Μητέρας τῶν Ἐκκλησιῶν”. Κατά ἀνάλογο τρόπο στίς τοπικές Ἐκκλησίες ἀσκεῖτο ἡ κατά τόπον ἁρμοδιότητα τῶν Ἐπισκόπων, δηλαδή, ὁ ἐπίσκοπος εἶχε τήν πνευματική καί διοικητική ἁρμοδιότητα στά ὅρια τῆς συγκεκριμένης ἐπισκοπῆς. Ἔτσι οἱ πιστοί πού μετακινοῦνταν γιά διαφόρους λόγους ἀπό τόπο σέ τόπο ὑπάγονταν καί στήν πνευματική καί ποιμαντική εὐθύνη τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου καί ὄχι στήν εὐθύνη τοῦ ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς ἀπό ὅπου προέρχονταν. Π.χ. ὅσοι ἔφευγαν ἀπό τήν Ἀθήνα καί ἐγκαθίσταντο στήν Ἀλεξάνδρεια, ὑπάγονταν ― γιά ὅσο χρόνο παρέμεναν στόν ξένο τόπο ― στήν εὐθύνη τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας.
Οἱ Πατέρες ὅμως δέν θεωροῦσαν τά πράγματα ὁλοκληρωμένα δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν ― καί βρίσκεται ― σέ πορεία. Δέν ἀπέκλειαν τό γεγονός ὅτι νέες Ἐκκλησίες θά ὀργανωθοῦν μέσῳ τῆς ἱεραποστολικῆς δραστηριότητος καί μάλιστα ἐκεῖ πού οἱ ἴδιοι δέν μποροῦσαν νά τό φαντασθοῦν. Ποῦ θά ὑπάγονταν ἐκκλησιαστικά οἱ νέες αὐτές Ἐκκλησίες; Τήν λύση ἔδωσε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἡ ὁποία ἀποφάσισε, οἱ περιοχές αὐτές τίς ὀνόμασε “βαρβαρική”, δηλαδή, περιοχές ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νά ἀνήκουν ἐκκλησιαστικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Αὐτές ἦταν καί οἱ γεωγραφικές περιοχές, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἀσκοῦσε τήν ἱεραποστολική της δραστηριότητα. Ἔτσι κανένα σημεῖο τοῦ κόσμου δέν ἔμενε χωρίς τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας καί χωρίς τήν ἐκκλησιαστική του ἀναφορά. Ὅλα αὐτά κανονίσθηκαν ἔτσι, ἀπό τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος (451), πού νομοθέτησε μέ βάση τήν τότε πολιτική κατάσταση (1). Τά πράγματα βέβαια δέν ἔμειναν ἔτσι ὡς πρός τίς δικαιοδοσίες, ἀλλά ἀκολούθησαν τίς πολιτικές ἐξελίξεις καί τήν ἱστορία πού εἶχαν πολλές φορές ἔντονη μορφή, ὅπως τό Σχῖσμα Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τό 1054. Τό ζήτημα πῆρε δραματικές διαστάσεις, ὅταν ἡ Κωνσταντινούπολη κατελήφθη ἀπό τούς σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας, τό 1204. Τότε ἡ Ρώμη κατέλυσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στήν θέση του ἵδρυσε Λατινικό Πατριαρχεῖο μέ πρῶτο Πατριάρχη τόν Θωμᾶ Μοροζίνη,
ἐνῶ ὁ Ἕλληνας Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωάννης Ι΄ Καματηρός κατέφυγε στήν Βουλγαρία καί μετά στήν Θράκη, ὅπου πέθανε τό 1206.
Στό μεταξύ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνασυνεστήθη στόν τόπο ἐξορίας του, στήν Νίκαια, μέ πρῶτο Πατριάρχη τόν Μιχαήλ Δ΄ Αὐτωριανό. Ἀνάλογες περιπέτειες εἶχαν ὅλα τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καί οἱ Μητροπόλεις στήν Φραγκοκρατούμενη πλέον Ἑλλάδα. Ἡ Δυτική Ἐκκλησία ἔδειχνε τό βίαιο πρόσωπό της καί κατέλυσε τίς δικαιοδοσίες τῶν πρεσβυγενῶν πατριαρχείων. Ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη ἄρχισε νά ὑψώνεται ἕνα τεῖχος μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, τό δέ Σχῖσμα βάθαινε ὅλο καί περισσότερο. Ἀπό τότε καί κυρίως μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1453, πάγια πολιτική τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἡ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της σέ βάρος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ κάθε τρόπο, κυρίως ὅμως μέ χρήση βίας καί προσηλυτισμοῦ. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶχε πλέον διαρραγῆ ἀνεπανόρθωτα. Τό πρόβλημα εἶχε τήν πρακτική του διάσταση μέ τήν Ἑλληνική Διασπορά, μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1453.
Οἱ Ἕλληνες ὀρθόδοξοι πού κατέφυγαν στήν Δύση εἶχαν μείνει καί ἐκκλησιαστικά ἀνέστιοι. Ἐνῶ πρίν ἀπό τό Σχῖσμα δέν ὑπῆρχε πρόβλημα, τώρα ὑπῆρχε ἑδραιωμένη ἡ αἴσθηση τοῦ διαφορετικοῦ. Ἀπό τήν πρώτη ἐποχή θεωρήθηκε
ὅτι ἀνήκουν ἐκκλησιαστικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ ἔννοια τῆς “Βαρβαρικῆς” περιέλαβε πλέον καί τήν Εὐρώπη σύμφωνα μέ τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν λυνόταν τό πρόβλημα τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στήν Εὐρώπη καί ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης πού ἐγκαταστάθηκε στήν Εὐρώπη ἦταν ὁ λόγιος Γαβριήλ Σεβῆρος τό 1577, ὡς Μητροπολίτης Φιλαδελφείας μέ ἕδρα τήν Βενετία. Καί ὅμως τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἁπλά. Ἀπό τότε καί κυρίως τόν 17ο αἰῶνα καί μετά, αὐξήθηκε ἡ ἐμπορική κίνηση τῶν Ἑλλήνων πρός τήν Δυτική Εὐρώπη, τήν Ἑσπερία, καί μαζί μέ αὐτήν καί ἡ μετανάστευση τῶν ὑποδούλων πρός τά διάφορα ἐμπορικά κυρίως.
Στούς τόπους ὑποδοχῆς οἱ Ἕλληνες ὀργανώθηκαν στήν ἀρχή σέ κομπανίες πού ἦταν ἡ βάση τῶν ἑλληνικῶν συσσωματώσεων καί στήν συνέχεια σέ Κοινότητες, ἡ δραστηριότητα τῶν ὁποίων εἶχε κέντρο τήν Ἐκκλησία. Κανείς
καί ποτέ δέν εἶχε ἀμφισβητήσει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ὑπαγωγή αὐτῶν ἀνῆκε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό πρόβλημα παρουσιάστηκε τόν 19ο αἰῶνα μαζί μέ τήν ἔξαρση τῶν ἐθνικισμῶν στήν Βαλκανική καί κυρίως μετά τήν δράση τοῦ πανσλαβισμοῦ στήν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Κατά τήν περίοδο τῆς μετακινήσεως τῶν λαῶν ἀπό τήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία πρός τήν Εὐρώπη, μετανάστευσαν καί ἄλλοι ὑπόδουλοι πού δέν ἀνῆκαν στόν ἑλληνικό ἔθνος. Ὅλοι μαζί ― Ἕλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, κ.ἄ. ― στήν περίοδο πού ἱστοροῦμε ἀνῆκαν στό ἕνα καί μοναδικό
Γένος τῶν Ρωμηῶν Ὀρθοδόξων καί τελοῦσαν ὑπό τήν πνευματική ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὐτή ἡ ἑνότητα διερράγη τόν 19ο αἰῶνα μέ τά γνωστά γεγονότα τοῦ ἐθνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ στήν Βαλκανική καί τήν ἵδρυση τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
Ἡ διαίρεση αὐτή μεταφέρθηκε καί στήν Διασπορά. Ἔτσι ἐνῶ μέχρι τότε δέν εἶχε ἀναδυθῆ κανένα πρόβλημα ἐθνοτικοῦ χαρακτήρα, ἀπό τότε κι ἔπειτα ἐπῆλθε πλήρης διαίρεση μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων. Οἱ Βούλγαροι ἐπεδίωκαν νά τεθοῦν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας, οἱ Σέρβοι ὑπό τό Πατριαρχεῖο Σερβίας κ.λπ., μή ἀναγνωρίζοντες τήν ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί γι᾿ αὐτούς. Καί οἱ τοπικές Ἐκκλησίες βεβαίως ἦταν πρόθυμες νά ἀποστείλουν ἐπισκόπους στήν Διασπορά κι ἔτσι νά γίνη πιό περίπλοκη ἡ κατάσταση. Οὐσιαστικά ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Μείζονα Σύνοδο τοῦ 1872 (2).
Τό πρόβλημα ἐντάθηκε στόν 20ό αἰῶνα, ὅταν κύματα Ρώσσων ὀρθοδόξων κατέφυγαν στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική μετά τήν μπολσεβικική ἐπανάσταση. Αὐτοί οἱ ἐμιγκρέδες στίς χῶρες πού βρέθηκαν θέλησαν νά ἔχουν καί δικές τους ἐπισκοπές, παράλληλα μέ τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση πού ὑπῆρχε τότε. Ἔτσι ἕνα μέρος αὐτῶν ἀναγνώρισε τήν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο τούς ἐπέτρεψε νά ἔχουν τούς δικούς τους ἐπισκόπους τῆς ρωσσικῆς παραδόσεως, ὅπως τούς ὀνόμασε, ἄλλοι ἀπετέλεσαν τήν Ὀρθόδοξη Ρωσσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς μέ εὐλογία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας πού σύντομα αὐτονομήθηκε καί διέκοψε τίς σχέσεις της μέ τήν Μόσχα, ἐνῶ ἄλλοι τράβηξαν τόν δικό τους δρόμο. Ὅλοι αὐτοί ὅμως ἵδρυσαν ἐπισκοπές στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική προκαλώντας μεγάλη σύγχυση μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων. Μάλιστα ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει (ἄρθρ. 1, παρ. 3.) ὅτι μέλη της εἶναι οἱ διαμένοντες στήν Ρωσσία ὀρθόδοξοι καί ὅσοι διαμένουν στό ἐξωτερικό καί ἑκουσίως ἀποδέχονται τήν δικαιοδοσία της (3).
Τό παράδειγμα τῶν Ρώσσων ἀκολούθησε καί τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας γιά τούς Ἄραβες ὀρθοδόξους στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική. Μάλιστα αὐτές οἱ ἐπισκοπές πού δημιουργήθηκαν δέν ἔχουν σαφῆ γεωγραφικά ὅρια. Π.χ. ὑπάρχει Μητρόπολη Δυτικῆς καί Κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἔτσι, λοιπόν, παρατηρεῖται ἡ ἑξῆς εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας π.χ. στήν Γερμανία: Μητρόπολη Γερμανίας πού ἀνήκει στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Ἐξαρχία ὀρθοδόξων παροικιῶν ρωσσικῆς παραδόσεως (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), Μητρόπολη Δυτικῆς καί Κεντρικῆς Εὐρώπης (Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας), Ἐπισκοπή Βερολίνου (Ἐκκλησία Ρωσσίας), Ἐπισκοπή Κεντρικῆς Εὐρώπης (Ἐκκλησία Σερβίας), Μητρόπολη Γερμανίας (Ἐκκλησία Ρουμανίας), Ἐπισκοπή Δυτικῆς καί Κεντρικῆς Εὐρώπης (Ἐκκλησία Βουλγαρίας).
Τό ἴδιο συμβαίνει καί στίς ἄλλες χῶρες, ὅπως π.χ. στήν Γαλλία, ἀλλά καί στό Βέλγιο καί τήν Ὀλλανδία πού ἀνήκει
στήν Μητρόπολη Βελγίου. Στήν Ἀμερική τό πρόβλημα εἶναι ἀκόμη πιό ἔντονο, λόγῳ τῆς δράσεως ἐκεῖ ποικιλωνύμων σχισματικῶν. Αὐτή ἡ κατάσταση, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπό τήν μία δημιουργεῖ κακή εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας στούς ξένους καί ἀπό τήν ἄλλη γίνεται αἰτία συχνῶν ἐντάσεων μεταξύ τῶν Κοινοτήτων, ὅταν βέβαια διαταράσσονται οἱ λεπτότατες ἰσορροπίες. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος στήν πρόσφατη Σύνοδο τῶν Προκαθημένων, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 2014, διαμαρτυρήθηκε ἔντονα καί ζήτησε νά τηρηθῆ ἡ κανονική τάξη πού διασαλεύεται μέ τήν τακτική αὐτή.
Ἐλπίζουμε τό ζήτημα τῆς Διασπορᾶς νά λυθῆ μελλοντικά καί νά δοθοῦν ὁδηγίες πού θά τηροῦνται ἀπό ὅλους, μακριά ἀπό ἐθνοφυλετισμούς καί πολιτικές τῶν κρατῶν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Βλ. τό κείμενο στό Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, Ἔκδ. Γ΄ , Ἀθῆναι, Ἀποστολική Διακονία, 1997, σελ. 69 ― 70.
2. Βλ. Ἀρχιμ. Γρηγορίου Δ. Παπαθωμᾶ, Κανονικά Ἄμορφα: Δοκίμια Κανονικῆς Οἰκονομίας, Κατερίνη, Ἐπέκταση, 2006, σελ. 111.
3. Ἀρχιμ. Γρηγορίου Δ. Παπαθωμᾶ, ὅ.π., σ. 126.