από την Ανθή Γεωργίου
Στα κόκκινα ντύθηκε μετά από τρία χρόνια το εμπορικό ισοζύγιο στα αγροτικά προϊόντα, προκαλώντας προβληματισμό για την πορεία των εξαγωγών μέχρι το κλείσιμο της φετινής χρονιάς. Και όλα αυτά σε μια χρονιά που σημαδεύτηκε από την έντονη αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον όσο και τα αυξημένα κόστη παραγωγής, αλλά και την επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία έχει επεξεργαστεί ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών «Incofruit Hellas», το πρώτο εννιάμηνο του 2024 υπάρχει έλλειμμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων κατά 35,01 εκατ. ευρώ, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2023 υπήρχε πλεόνασμα κατά 432,743 εκατ. ευρώ.
Έτσι, ενώ οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων το εννιάμηνο αυξήθηκαν σε αξία κατά 6,06% φτάνοντας τα 8,228 δισ. ευρώ από 7,862 δισ. ευρώ, το αντίστοιχο διάστημα του 2023, οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόνο κατά 0,1% αγγίζοντας τα 8,303 δισ. ευρώ από 8,294 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των εξαγωγέων στον ΟΤ, υπάρχει η προοπτική η χρονιά να κλείσει με αρνητικό πρόσημο εφόσον το επόμενο τρίμηνο συνεχιστεί η ανισορροπία εισαγωγών/εξαγωγών.
«Αυτή η αρνητική εξέλιξη έρχεται μετά από τρεις χρονιές του 2020, 2021 και 2023 που το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων είχε καταγράψει μετά από 36 χρόνια πλεόνασμα 510,953 εκατ. ευρώ και 459,332 εκατ. ευρώ, και 452,611 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Στο πλεόνασμα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων του 2023 κυρίαρχη ήταν η συμμετοχή του τομέα φρούτων λαχανικών και παρασκευασμάτων τους (2,05 δισ. ευρώ)», εξηγεί στον ΟΤ ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Γιώργος Πολυχρονάκης.
Τι δείχνουν τα στοιχεία για τα αγροτικά προϊόντα
Σημαντική μείωση σε αξία καταγράφεται, σύμφωνα με τα στοιχεία, στις εξαγωγές ελαιολάδου, οι οποίες έφτασαν 661 εκατ. ευρώ από 986 εκατ. ευρώ, το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Άνοδος όμως καταγράφεται στις εξαγωγές επιτραπέζιας ελιάς, οι οποίες έφτασαν τα 592 εκατ. ευρώ από 468 εκατ. ευρώ αλλά και της φέτας στα 633 εκατ. ευρώ από 584 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, οι εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών το εννιάμηνο του 2024 ήταν οριακά μειωμένες κατά 0,9% σε όγκο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους φτάνοντας συνολικά τους 1.330,797 χιλιάδες τόνους. Η αξία τους όμως ήταν αυξημένες κατά 7,9% αγγίζοντας τα 1,335 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι αποστολές λαχανικών είναι αυξημένες τόσο σε αξία κατά 7,5% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2023, οι οποίες ανήλθαν σε 235,104 εκατ. ευρώ όσο και σε όγκο κατά 13.7% φτάνοντας τα 265,86 χιλ. τόνους.
Στον αντίποδα, μειωμένες εμφανίζονται οι εξαγωγές φρούτων σε όγκο οι οποίες έφτασαν τους 1.100,36 χιλ. τόνους, ενώ η αξία τους αυξήθηκε κατά 8,0% αγγίζοντας τα 1,100 δισ. ευρώ.
Επίσης, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία αναγγελιών εξαγωγών προερχόμενα από το Μητρώο Εμπόρων Νωπών Οπωροκηπευτικών (ΜΕΝΟ), που τηρείται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, διαπιστώνεται μια μικρή αύξηση των φθινοπωρινών και χειμερινών φρούτων και λαχανικών.
Αυξημένες οι εισαγωγές
«Λαμβάνοντας υπόψη την ελαφρώς μειωμένη μέχρι σήμερα εξαγωγή σε όγκο, η οποία οφείλεται αφενός στην παρατηρούμενη υποκατανάλωση στις καταναλωτικές αγορές, και αφετέρου στην έλλειψη εργατών γης για την συγκομιδή τους, το μόνο αισιόδοξο είναι ότι η μεσοσταθμική αύξηση στην τιμή μονάδας πώλησης τους στο 8,9%. Αύξηση όμως που δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής και εμπορίου, που κατ’ ελάχιστο έχει αυξηθεί κατά 30% την τελευταία τριετία», εξηγεί στον ΟΤ ο κ. Πολυχρονάκης.
Αντίθετα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αύξηση καταγράφηκε στις εισαγωγές οπωροκηπευτικών το εννιάμηνο του 2024 έναντι της ίδιας περσινής περιόδου. Πιο αναλυτικά, οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών αυξήθηκαν κατά 6,6% σε όγκο (660 τόνοι) και κατά 12,9% σε άξια (651 εκατ. ευρώ).
«Αυτή η συνεχώς αυξητική τάση των εισαγωγών οπωροκηπευτικών, που ακολουθείται και σε άλλα αγροτικά προϊόντα είναι ανησυχητική, καθώς αποτελεί ένδειξη ότι υπάρχει η προοπτική στο τέλος του χρόνου να καταγραφεί ελλειμματικό πρόσημο στο ισοζύγιο των αγροτικών μας προϊόντων», σημειώνει ο κ. Πολυχρονάκης.