Θεοφάνη Μαλκίδη
Δρ. Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν
Οἱ Ὀθωμανοί ἐμφανίζονται στή Θράκη τό 1352, ὅταν πραγματοποιοῦν ἀπόβαση καί καταλαμβάνουν τήν Τζύμπη. Δυό χρόνια ἀργότερα ἰσχυρός σεισμός συγκλόνισε ἀρκετές θρακικές πόλεις, γκρεμίζοντας τά τείχη τους, ἐπιτρέποντας τούς Ὀθωμανούς νά τίς κυριεύσουν. Τό 1354 καταλαμβάνεται ἡ Καλλίπολη, τό 1361 ἡ Φιλιππούπολη καί τό Διδυμότειχο, τό 1362 ὁ Μουράτ ὁ Α΄ κυριεύει τήν Ἀδριανούπολη, τήν ὁποία κάνει τήν πρώτη πρωτεύουσα τῶν Σουλτάνων στήν Εὐρώπη. Τό 1371 στόν Ἔβρο, οἱ ἑνωμένες δυνάμεις τῶν χριστιανῶν τῆς Βαλκανικῆς ἡττήθηκαν ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1453, ὁλόκληρη ἡ Θράκη περιέρχεται στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν.
Κατά τήν περίοδο τοῦ 17ου, 18ου καί 19ου αἰώνα, οἱ Ἕλληνες ἀντιστέκονται στίς ἀφομοιωτικές πολιτικές μέ τίς κοινότητες.
Οἱ κατηγορίες τοῦ συστήματος τῶν κοινοτήτων ὡς μορφές πολιτικῆς, κοινωνικῆς καί οἰκονομικῆς ὀργάνωσης τῆς περιοχῆς εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Κοινωνικοπολιτικῆς, οἱ συντεχνίες τῶν ἐπαγγελματιῶν, πού συνέβαλαν μέ τίς συνεισφορές τους στήν ἵδρυση σχολείων, στή λειτουργία ἐκκλησιῶν καί τήν προμήθεια ὀπλισμοῦ.
2. Κοινωνικοοικονομικῆς, οἱ ναυτικοί συνεταιρισμοί, ἡ συνεργατική ψαρικῆς πού ἀναφέρεται στήν ἀπό κοινοῦ ἁλιεία. Αὐτές οἱ συνεργατικές ἦταν χωρισμένες σέ 40 μερίδες πού ἀνῆκαν στούς ἰδιοκτῆτες τους, ἐνῷ στή διανομή ἐξαγόταν ἕνα μερίδιο γιά κοινωνικά ἔργα στόν κοινοτικό χῶρο. Τέτοιες συνεργατικές ἐμφανίστηκαν στή Σωζόπολη, τή Μεσημβρία, τήν Ἀγαθούπολη.
3. Κοινωνικῆς κατεύθυνσης, ὁ ἀλληλοδανεισμός, ἀλλαξοβόιδισμα, ὁ ἀλληλοδανεισμός δηλαδή βοδιῶν γιά ὄργωμα, ἡ ἐξυπηρέτηση σέ κοινωνικές δουλειές γιά παράδειγμα τό χτίσιμο σπιτιοῦ γιά τό ὁποῖο οἱ συγχωριανοί κουβαλοῦσαν ὑλικά, τά δανεικαριά, νά πηγαίνει νά δουλεύει κάποιος σέ κτῆμα κ.ἄ.
Οἱ κοινότητες θά δώσουν μεγάλη σημασία στήν ἐκπαίδευση. Ἡ παιδεία εἶναι στό κέντρο τῶν δραστηριοτήτων, τῆς ἐκκλησίας, τῆς δημογεροντίας καί τῶν συντεχνιῶν. Ἐμφανίζεται ὡς ἀρρεναγωγεῖο, παρθεναγωγεῖο ἤ ἀλληλοδιδακτικό. Ἀπό τόν 15ο αἰώνα οἱ κοινότητες τῆς Ἀδριανουπόλεως καί Φιλιππουπόλεως ἀρχίζουν νά ἔχουν γραμματοδιδασκαλεῖα καί ἀλληλοδιδακτικά σχολεῖα. Στήν Ἀδριανούπολη μέ πρωτοβουλία τοῦ πατριάρχη ἐξ Ἀγχιάλου Ἱερεμία τοῦ Β’ τοῦ Τρανοῦ τό 1593 δόθηκε τό ἔναυσμα γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί ἔδινε τή δυνατότητα στούς ἐπισκόπους νά ἱδρύουν σχολεῖα στίς περιφέρειές τους[1].
Στήν Αἶνο λειτούργησε σχολεῖο τό 1652 μέ πρῶτο δάσκαλο τόν μοναχό Νικηφόρο, ἡ ἑλληνική σχολή Καλλιπόλεως ἱδρύθηκε στά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, στή Φιλιππούπολη τό πρῶτο κοινοτικό σχολεῖο ἱδρύθηκε τό 1780 καί ὀνομάσθηκε ἑλληνική κεντρική σχολή, τό κοινοτικό σχολεῖο τῆς Ραιδεστοῦ λειτούργησε τό 1760 καί τό «ἑλληνικό» στά 1790 μέ ἀξιόλογη βιβλιοθήκη, ἡ ἑλληνική σχολή Τυρολόης τό 1780 ἀπό τό μητροπολίτη Ἡράκλειας Μεθόδιο, στή Μάδυτο τό 1784, τό 1788 στό Μυριόφυτο, ἡ ἑλληνική σχολή Γανοχώρων τό 1790, τῶν Ἐπιβατῶν τό 1796 μέ παραίνεση τοῦ μητροπολίτη Σηλυβρίας Καλλίνικου καί συντηροῦνταν ἀπό τά ταμεῖο τῶν τριῶν ἐκκλησιῶν τῆς κοινότητας. Στή Σηλυβρία ἱδρύθηκε στά 1799 κοινοτικό σχολεῖο καί ἐργατική σχολή, πού τά συντηροῦσε ἡ συντεχνία τῶν γουναράδων. Στό Σκοπό τό κοινοτικό σχολεῖο ἱδρύθηκε στά 1810 στήν Ἀγχίαλο καί τή Σωζόπολη τό 1817 καί στή Λίτιτσα λειτούργησε σχολεῖο στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα.
Στήν Ἀδριανούπολη, μία ἐκ τῶν δύο σημαντικῶν πόλεων τῆς Θράκης, μαζί μέ τή Φιλιππούπολη, ὅπου καί μεγάλη ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαιδευτικῆς δραστηριότητας, ὑπῆρχε ἡ «Κεντρική ἐπί τῆς ἐκπαιδεύσεως Ἐφορία» ἡ ὁποία εἶχε σκοπό νά ἀναδιοργανώσει τήν ἑλληνική παιδεία.
Λίγο πρίν ἀπό τό 1821 ἡ συντεχνία τῶν ψωμάδων ἐνίσχυε τά σχολεῖα τῆς Αἴνου, ἐνῷ οἱ τσουκαλάδες συντηροῦσαν σχολεῖα, τή βιβλιοθήκη, ἐνῷ πρόσφεραν γιά τό νοσοκομεῖο της, γιά τό ὀρφανοτροφεῖο, τήν ἐκκλησία, γιά κοινωφελεῖς σκοπούς καί ἐργάστηκαν μαζί μέ τούς Αἰνίτες καπετάνιους, γιά τή μεταφορά ὅπλων. Ἡ συντεχνία τῶν Καπήλων (ταβερνιάρηδων) τῆς Φιλιππούπολης πρόσφερε κάθε χρόνο 1.000 γρόσια στό φημισμένο Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Στήν Ἀγαθούπολη μία πόλη περίπου 8.000 κατοίκους μέ κύρια ἀσχολία τή ναυτιλία, ἡ κοινότητα συντηρεῖ τέσσερα σχολεῖα, ἐνῷ στό Σαμάκοβο πού γνωρίζει τήν ἀναπτυξιακή καί κοινοτική του ἀκμή τόν 17ο αἰώνα, οἱ κοινοτικές ἀρχές ἱδρύουν καί συντηροῦν, παρθεναγωγεῖο, ἀρρεναγωγεῖο καί δημοτικό σχολεῖο. Ἡ μεγάλη ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαίδευσης πού σημειώθηκε κατά τόν 17ο καί 18ο αἰώνα ὑπῆρξε ἀπόρροια τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, πού βασίστηκε στήν ἐξέλιξη τῶν θρακικῶν συντεχνιῶν. Οἱ συντεχνίες συμμετέχουν στή διοίκηση τῆς κοινότητας καί ἐπιδεικνύουν πλούσια δραστηριότητα στήν Ἀνδριανούπολη, τίς Σαράντα Ἐκκλησίες, τήν Καλλίπολη, τή Ραιδεστό, στήν Αἶνο, τή Στενήμαχο, τή Σηλυβρία, στή Φιλιππούπολη, ὅπου καί τό ἀρχαιότερο κατάστιχο τῆς συντεχνίας τῶν ἀμπατζήδων (ἐμπόρων ὑφασμάτων -1685).
Στήν προετοιμασία γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821[1] οἱ θρακικές κοινότητες ἐμφανίζονται δυναμικά στό ἐθνικό ζήτημα τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνικοῦ στοιχείου καί ἀποτέλεσαν τίς ὀργανώσεις διαβίωσης, λειτουργίας καί παρέμβασης στά κοινά. Πολύ πιό πρίν ἀπό τόν Ρήγα Φεραῖο πρωτεργάτης τῆς ἀφύπνισης ὑπῆρξε ὁ θρακιώτης μοναχός ἀπό τήν Ἀδριανούπολη Θεόκλητος Πολυείδης πού περιόδευσε στήν Πετρούπολη, στή Λειψία καί σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές πόλεις καλλιεργώντας τό ἐπαναστατικό καί φιλελληνικό πνεῦμα. Τό γραπτό του «Οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγαθάγγελου» ἐνδυνάμωσε τόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό, γεγονός πού ἀντιλήφθηκε ὁ Ρήγας, ὁ ὁποῖος ἔχοντας παραμείνει γιά ἕνα διάστημα στήν Ανδριανούπολη, πραγματοποίησε τήν 1η ἔκδοση τοῦ ἔργου. Τά μέλη τῶν συντεχνιῶν στίς παραμονές τῆς ἐπανάστασης ἀναλάμβαναν ὁλοένα καί μεγαλύτερη δράση, μέ τή μύηση πολλῶν Θρακῶν στούς κόλπους τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Οἱ τρεῖς ἱδρυτές τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἔμποροι τῆς Ὀδησσοῦ, Ξάνθος, Σκουφᾶς, Τσακάλωφ θά μυήσουν τό 1815 ὡς τέταρτο μέλος, τόν θρακιώτη Ἀντώνιο Κομιζόπουλο ἀπό τήν Φιλιππούπολη, ἔμπορο στή Μόσχα, τόν ὁποῖο ὁ Ξάνθος στά ἀπομνημονεύματά του τόν ἀποκαλεῖ «χρηστοήθη καί ἔντιμον»[1]. Ὁ γεννημένος στήν Κωνσταντινούπολη ἱστορικός τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Ἰ. Φιλήμων, Κύπριος στην καταγωγή, γραμματέας τοῦ Δ. Υψηλάντη, παραθέτει 700 ὀνόματα Φιλικῶν ἀπό τούς ὁποίους οἱ 31 εἶναι Θράκες καί ἀναφέρει ὅτι «ἐάν οἱ Ἕλληνες ἔμποροι τῆς Δύσεως καί τοῦ Βορρᾶ ἐκυοφόρησαν τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καί Ἕλληνες τῆς Ὀδησσοῦ τήν ἐγέννησαν, Ἕλληνες τῆς Θράκης τήν ἐθήλασαν».
Οἱ κοινότητες ἀποτελοῦν τόν θεσμό μέ τόν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες ἐπιβιώνουν τήν περίοδο τῆς κατοχῆς καί φτάνουν στήν περίοδο τῆς ἐπανάστασης. Στή Θράκη ἡ ἐπανάσταση παρά τήν ἐγγύτητα μέ τήν πρωτεύουσα, πραγματοποιεῖται καί παρά τίς θυσίες (π.χ. Ὁλοκαύτωμα τῆς Σαμοθράκης τήν 1η Σεπτεμβρίου 1821), ἕνα μέρος τῆς περιοχῆς ἀπελευθερώνεται σχεδόν 100 χρόνια μετά τή συγκρότηση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους.
Οἱ κοινότητες, ἐκτός ἀπό σχολεῖα, κοινωνικές δομές, δημιουργοῦν τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἐπιβίωση καί τήν ἀντίσταση, ἀποτελοῦν (καί ) στή Θράκη τό στοιχεῖο ἑνότητας καί διάσωσης τῆς Ρωμηοσύνης, τοῦ Γένους, μέχρι νά ἔρθει ἡ Παλιγγενεσία.
[1] Διαμαντοπούλου Ν. «Ὁ Μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Τρανός καί ἡ κατάστασις τοῦ Ἔθνους κατά τόν ΙΣΤ΄ αἰώνα». Θρακικά, 6 (1935) σ.182-201.