Ὁ Χριστός, σαράντα μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Σταυρική Του θυσία, προσπάθησε νὰ δείξει στοὺς μαθητές Του, ὅτι ἑκουσίως θὰ θελήσει νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ. Παρέλαβε τοὺς τρεῖς ἐπιλέκτους μαθητές, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τόν Ἰωάννη καὶ ἀνῆλθε «εἰς ὂρος ὑψηλόν», τὸ Θαβὼρ, καὶ «μετεμορφώθη ἐνώπιον αὐτῶν» καί «ἐγένοντο τά ἱμάτια αὐτοῦ λευκά ὡς τό φῶς». Τότε, «ὢφθησαν αὐτῷ συλλαλοῦντες Μωϋσῆς καί Ἠλίας».
Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας εἶναι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες τῆς Παλ. Διαθήκης, ἐκπρόσωποι «τοῦ νόμου», (ὁ Μωϋσῆς), καὶ «τῶν Προφητῶν», (ὁ Ἠλίας). Στὴν «Μεταμόρφωση» συνυπάρχει τό παρελθόν, (δηλ. οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες τῆς Παλ. Διαθήκης ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας), τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, (οἱ τρεῖς μαθητὲς Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης). Οἱ ζῶντες, (οἱ τρεῖς μαθητὲς καὶ ὁ Ἠλίας), καὶ οἱ κοιμηθέντες, (Μωϋσῆς). Ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅλα αὐτά, τὰ συνενώνει ὁ Χριστὸς, «ὁ ὧν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος».
Ὁ σκοπὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἦταν, νά δείξει στούς τρεῖς ἐπίλεκτους μαθητές Του, (Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη), καὶ δι᾿ αὐτῶν σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν πραγματικὴ Θεϊκή Του φύση καὶ τὴν δόξα ποὺ θὰ ἔχει στὸν “μέλλοντα αἰῶνα”, (στὴν 8η λεγόμενη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας), μετὰ τὴν Δευτέραν Του Παρουσία καὶ τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὥστε νὰ μὴν δειλιάσουν οἱ μαθητές Του, ὅταν τὸν δοῦν νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι ἑκούσια ἀνεβαίνει στὸν Σταυρὸ. Αὐτὸ περιγράφεται πολὺ ὡραία ἀπὸ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως ὡς ἑξῆς: «ἐπὶ τοῦ ὄρους Μετεμορφώθης καὶ ὡς ἐχώρουν, (ὅσο μποροῦσαν), οἱ μαθητές Σου τὴν δόξαν Σου ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σὲ ἴδωσιν σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν ὅτι Σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα».
Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, γνωστοποίησαν οἱ τρεῖς μαθητὲς στοὺς ὑπόλοιπους, κατὰ ρητὴ παραγγελία τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Εἶναι βέβαιο ὅμως ὅτι τὴν βαθειὰ κατανόηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, καθὼς καὶ τὴν σὲ βάθος ἑρμηνεία ὅλων τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀπὲκτησαν οἱ μαθητὲς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν Πεντηκοστὴ.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ δεύτερο, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὸν ἑαυτό Του, διότι ἔρχεται νὰ δείξει στοὺς μαθητές Του καὶ δι᾿ αὐτῶν ἀντιπροσωπευτικὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο, τὴν πραγματική Του φύση μέσα στὸ κόσμο, δηλ. τὴν Θεότητα (ποὺ κρύβεται μέσα στὴν φαινομενική Του ἀνθρωπότητα), ἀλλὰ καὶ τὴν μελλοντική Του δόξα ὡς Θεοῦ καί ὡς ὑπερτάτου Κριτοῦ, στὴ ζωὴ τῆς 8ης ἡμέρας, στὴ ζωὴ τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος», στὴν νέα ἐποχή τῆς νέας θεϊκῆς δημιουργίας ποὺ θὰ ἀνατείλει μετὰ τὴν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία καὶ τὴν «Κοινὴ Ἀνάσταση». Ἡ θέαση τῆς μελλοντικῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Μεταμόρφωση στὸ ὄρος Θαβώρ, εἶναι ἕνα μικρὸ παράθυρο, ἕνα “φλάς” ποὺ ἄναψε γιὰ μία στιγμὴ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ μαθητὲς «ὡς ἠδύναντο», (δηλ. ὅσο μποροῦσαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ τὰ γήϊνα μάτια τους), τὶς ὑπερκόσμιες καὶ πέραν κάθε φαντασίας πραγματικότητες ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Αναδημοσίευση απο 6/8/2019