Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. κζ’. Γιά λο­γι­σμό ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας δαι­μο­νί­στη­κε.  κη΄. Ὁ θε­λη­μα­τά­ρης δέν κά­νει γιά μο­να­χός 

κζ’. Γιά λο­γι­σμό ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας δαι­μο­νί­στη­κε 

 

    Ο γε­ρω–Ἀ­γά­πιος ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της ἦρ­θε 20 ἐτῶν γιά μο­να­χός καί ἐ­κοι­μή­θη 90. Οὐ­δέ­πο­τε βγῆ­κε ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἄν καί ἦ­ταν ἀ- σθε­νι­κός καί ὑ­πέ­φε­ρε, ὅ­μως ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή. Ἦ­ταν ἄ­κρως νη­στευ­τής καί νη­πτι­κός. Πο­λε­μοῦ­σε μέ το­ύς δα­ί­μο­νες πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν φα­νε­ρά, καί το­ύς ἔ­βλε­πε. Κάποτε εἶ­χε ἀ­γρυ­πνί­α στό Κυ­ρια­κό καί αὐ­τός δέν τό ἤ­ξε­ρε. Ὅ­λη τή νύ­χτα ἀγρυπνώντας στό Κελλί του δει­νο­πά­θη­σε πα­λε­ύ­ον­τας μέ το­ύς δα­ί­μο­νες. 

Κάποτε τοῦ πέ­ρα­σε ἕ­νας λο­γι­σμός ὑ­πε­ρή­φα­νος, «ἆρά­γε κά­νουν οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες τό­ση ἄ­σκη­ση καί προ­σευ­χή;». Δέχτηκε δυ­στυ­χῶς τόν λο­γι­σμό. Ὅ­μως, γιά νά τόν θε­ρα­πε­ύ­ση ὁ Θε­ός, ἐ­πέ­τρε­ψε καί δαι­μο­νί­στη­κε καί ἔ­κα­νε πα­λα­βά πράγ­μα­τα. Οἱ πα­τέ­ρες τόν ἔ­κλει­σαν στόν πύρ­γο τῆς Λα­ύ­ρας. Σέ μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων βγῆ­κε ὁ ἐ­φη­μέ­ριος, ὅ­πως συ­νή­θως, στήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη καί εἶ­πε στο­ύς πα­τέ­ρες νά κά­νουν κομ­πο­σχο­ί­νι γιά τόν γε­ρω Ἀ­γά­πιο. Τήν ἴ­δια ὥ­ρα ἐμ­φα­νί­στη­κε στόν γε­ρω Ἀ­γά­πιο ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Μι­χα­ήλ καί ἔ­δι­ω­ξε τό δαι­μό­νιο. Ὅ­ταν τό πρωΐ ὁ δι­α­κο­νη­τής τοῦ πῆ­γε τό φα­γη­τό, τοῦ εἶ­πε ἤ­ρε­μα ὁ γε­ρω Ἀ­γά­πιος: «Αὐ­τήν τή νύ­χτα ἦρ­θε ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Μι­χα­ήλ καί μέ ἔ­κα­νε κα­λά». Τόν ἄ­φη­σαν ἐ­λε­ύ­θε­ρο καί συ­νέ­χι­σε το­ύς ἀ­γῶ­νες του, ἀλ­λά τώ­ρα μέ πραγ­μα­τι­κή τα­πε­ί­νω­ση. 

 

 κη΄. Ὁ θε­λη­μα­τά­ρης δέν κά­νει γιά μο­να­χός 

 

     ‘Ηρ­θε κά­ποι­ος ἐγ­γράμ­μα­τος νά γί­νη μο­να­χός καί τόν κρά­τη­σε ὁ Γέροντας ἑ­νός Κελ­λιοῦ γιά νά τόν δο­κι­μά­ση. Σέ μία πα­νή­γυ­ρη γνω­στοῦ τους  Κελ­λιοῦ πῆ­ρε ὁ Γέροντας μα­ζί του καί τόν δό­κι­μο. Ὁ­δοι­πο­ροῦν­τες ἔ­φθα­σαν σ᾿ ἕ­να ση­μεῖ­ο πού τό μο­νο­πά­τι χώ­ρι­ζε σέ δύ­ο. Ὁ δό­κι­μος πῆ­ρε τό εὐ­θύ καί ἔ­φθα­σε πιό γρή­γο­ρα. Ὁ Γέροντας ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε τό  πιό ὁ­μα­λό μο­νο­πά­τι καί ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τόν δό­κι­μο, ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Εἶ­δες, Γέροντα, ἔ­φθα­σα πιό  γρή­γο­ρα». 

Ἀ­πό αὐ­τό ὁ Γέροντας κα­τά­λα­βε ὅ­τι δέν κά­νει γιά μο­να­χός. Εἶ­πε στήν συ­νο­δε­ί­α του ὅ­τι θά τόν διώ­ξει, για­τί ὁ ἄν­θρω­πος πού κρα­τά­ει τήν γνώ­μη του καί κά­νει τό θέ­λη­μά του, δέν κά­νει γιά κα­λό­γε­ρος.  

Ἀ­φοῦ εἶ­χε κά­νει δύο μῆ­νες δό­κι­μος διώχθηκε καί πῆ­γε στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου. Οἱ πα­τέ­ρες ἦ­ταν πο­λύ ἀ­να­παυ­μέ­νοι μα­ζί του καί ἔ­λε­γαν στόν πρῶ­το Γέροντα: «Δέν μᾶς ἔ­στει­λες ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ἄγ­γε­λο». Ὁ Γέροντας ἔ­λε­γε: «Μα­κά­ρι, ἀλ­λά θά δοῦ­με». Γιά τήν προ­κο­πή του τόν ἔ­κα­ναν σέ δύο χρό­νια κα­τευ­θεῖ­αν με­γα­λό­σχη­μο, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα τά πέ­τα­ξε, γύρι­σε στόν κό­σμο καί παν­τρε­ύ­τη­κε. Ἔτσι δυστυχῶς δι­και­ώ­θη­κε ἡ πρόβλε­ψη τοῦ δι­α­κρι­τι­κοῦ Γέροντα.  

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα