Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Τό 1922 ἦρθε ἀπό τήν Μικρασία μέ τούς πρόσφυγες ἕνα ὀρφανό Ἑλληνόπουλο, ὀνόματι Συμεών. Ἐγκαταστάθηκε στόν Πειραιᾶ σέ μιά παραγκούλα καί ἐκεῖ μεγάλωσε μόνο του. Εἶχε ἕνα καροτσάκι καί ἔκανε τόν ἀχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Γράμματα δέν ἤξερε οὔτε πολλά πράγματα ἀπό τήν πίστη μας. Εἶχε τήν μακαρία ἁπλότητα καί πίστη ἁπλῆ καί ἀπερίεργη.
Ὅταν ἦρθε σέ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἔκανε δύο παιδιά καί μετακόμισε μέ τήν οἰκογένειά του στή Νίκαια. Κάθε πρωΐ πήγαινε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ γιά νά βγάλη τό ψωμάκι του. Περνοῦσε ὅμως κάθε μέρα τό πρωΐ ἀπό τό ναό τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στό τέμπλο, ἔβγαζε τό καπελάκι του καί ἔλεγε: «Καλημέρα, Χριστέ μου, ὁ Συμεών εἶμαι. Βοήθησέ με νά βγάλω τό ψωμάκι μου». Τό βράδυ πού τελείωνε τήν δουλειά του ξαναπερνοῦσε ἀπό τήν Ἐκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στό τέμπλο καί ἔλεγε: «Καλησπέρα, Χριστέ μου, ὁ Συμεών εἶμαι. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού μέ βοήθησες καί σήμερα». Καί ἔτσι περνοῦσαν τά χρόνια τοῦ εὐλογημένου Συμεών.
Περίπου τό ἔτος 1950 ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀρρώστησαν ἀπό φυματίωση καί ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὁλομόναχος ὁ Συμεών καί συνέχισε ἀγόγγυστα τήν δουλειά του ἀλλά καί δέν παρέλειπε νά περνᾶ ἀπό τόν ἅγιο Σπυρίδωνα νά καλημερίζη καί νά καλησπερίζη τόν Χριστό, ζητώντας τήν βοήθειά Του καί εὐχαριστώντας Τον.
Ὅταν γήρασε ὁ Συμεών, ἀρρώστησε. Μπῆκε στό Νοσοκομεῖο καί νοσηλεύτηκε περίπου γιά ἕνα μῆνα. Μιά προϊσταμένη ἀπό τήν Πάτρα τόν ρώτησε κάποτε:
–Παπποῦ, τόσες μέρες ἐδῶ μέσα δέν ἦρθε κανείς νά σέ δῆ. Δέν ἔχεις κανένα δικό σου στόν κόσμο;
–Ἔρχεται, παιδί μου, κάθε πρωΐ καί ἀπόγευμα ὁ Χριστός καί μέ παρηγορεῖ.
–Καί τί σοῦ λέει, παπποῦ;
–«Καλημέρα, Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι, κάνε ὑπομονή». «Καλησπέρα, Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι, κάνε ὑπομονή».
Ἡ Προϊσταμένη παραξενεύτηκε καί κάλεσε τόν Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, νά ἔρθη νά δῆ τόν Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ὁ π. Χριστόδουλος τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἔπιασε κουβέντα, τοῦ ἔκανε τήν ἐρώτηση τῆς Προϊσταμένης καί ὁ Συμεών τοῦ ἔδωσε τήν ἴδια ἀπάντηση. Τίς ἴδιες ὧρες πρωΐ καί βράδυ, πού ὁ Συμεών πήγαινε στό ναό καί χαιρετοῦσε τόν Χριστό, τώρα καί ὁ Χριστός χαιρετοῦσε τόν Συμεών. Τόν ρώτησε ὁ Πνευματικός:
–Μήπως εἶναι φαντασία σου;
–Ὄχι, πάτερ, δέν εἶμαι φαντασμένος, ὁ Χριστός εἶναι.
–Ἦρθε καί σήμερα;
–Ἦρθε.
–Καί τί σοῦ εἶπε;
–Καλημέρα Συμεών, ὁ Χριστός εἶμαι. Κάνε ὑπομονή σέ τρεῖς μέρες θά σέ πάρω κοντά μου πρωΐ–πρωΐ.
Ὁ Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στό Νοσοκομεῖο, μιλοῦσε μαζί του καί ἔμαθε γιά τήν ζωή του. Κατάλαβε ὅτι πρόκειται περί εὐλογημένου ἀνθρώπου. Τήν τρίτη ἡμέρα πρωΐ–πρωΐ πάλι πῆγε νά δῆ τόν Συμεών καί νά διαπιστώση ἄν θά πραγματοποιηθῆ ἡ πρόρρηση ὅτι θά πεθάνει. Πράγματι ἐκεῖ πού κουβέντιαζαν, ὁ Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ἦρθε ὁ Χριστός», καί ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.
Ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.
Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿ οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θεόν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.
Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:
Α΄. Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέδρα τῆς Κυβερνήσεώς της κατασταθῶσιν ὁριστικῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ ἐπιτρέψωσιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν καθέδραν εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.
(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,
-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)
Ὅταν οἱ ὑπεύθυνοι ἐνθυμηθοῦν νά πραγματοποιήσουν τό λησμονημένο καί ἀνεκπλήρωτο τάμα τοῦ Ἔθνους καί ἀρχίση ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ, τά ἔσοδα ἀπό τήν διάθεση τοῦ παρόντος βιβλίου θά διατεθοῦν γιά ἕνα λιθαράκι στό Ναό τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.