Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
6-4-2020
Κορωνοϊός
Ἡ ἐλαύνουσα πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ ἦταν λογικὸ νὰ ἀφήσῃ τὸ γλωσσικό της ἀποτύπωμα. Πιθανώτατα ὁ κορωνοϊὸς θὰ εἶναι ἡ λέξη τῆς χρονιᾶς. Προτιμήσαμε τὴν γραφὴ μὲ ὠμέγα, διότι ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὴν «κορώνα» καὶ τὸν «ἰό». Ὁ κορωνοϊὸς πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ ἠλεκτρονικὸ μικροσκόπιο φαίνεται σὰν κορώνα, σὰν τὸ στεφάνι ποὺ φοροῦσαν οἱ βασιλεῖς. Ἀπὸ τὸ 1832 (πρωτόκολλο ἐκλογῆς τοῦ Ὄθωνα) μέχρι τὸ 1974 τὸ πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος ἦταν βασιλευομένη δημοκρατία (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀπὸ τὸ 1864 ἦταν βασιλευομένη δημοκρατία) ἡ κορώνα ἦταν συχνόχρηστη λέξη. Ἀκόμα χρησιμοποιοῦμε τὶς φράσεις: «Τὴν ἔχω κορώνα στὸ κεφάλι μου», «κορώνα ἢ γράμματα», «παίζει τὴν ζωή του κορώνα-γράμματα». Στὸν πληθυντικὸ «οἱ κορῶνες» εἶναι οἱ λόγοι ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ ἐντυπωσιασμό, οἱ μεγαλοστομίες. Ἀποτελοῦν ὅρο τοῦ πολιτικοῦ λεξιλογίου: προεκλογικὲς/ἐθνικιστικές κορῶνες. Ἡ κορώνα ἀνήκει στὶς ταξιδιάρες λέξεις ποὺ στὴν γλωσσολογία τὶς λέμε ἀντιδάνεια. Ἡ λέξη εἶναι ὁμηρική. Ἡ κορώνη ἦταν εἶδος πτηνοῦ μὲ κόκκινα πόδια καὶ ἐρυθρὸ ράμφος. Κορώνη ὀνομαζόταν καὶ ἡ κουροῦνα. Ἡ κορώνη χρησιμοποιήθηκε εὐρέως μεταφορικὰ μὲ τὴν γενικὴ ἔννοια τῆς κυρτότητας (κυρτὸ ἄκρο τῆς πρύμνης, κρίκος τῆς πόρτας, ἄκρη τοῦ τόξου, ἀπόφυση τοῦ βραχίονα κ.λπ.). Ἡ μεταφορικὴ αὐτὴ χρήση ὀφείλεται στὴν κυρτότητα τοῦ ράμφους καὶ τὼν ποδιῶν τοῦ πτηνοῦ αὐτοῦ. Ὡς ὅρος τῆς ἀνατομίας ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Γαληνό. Ἡ σημασία «εἶδος στεφάνου» ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Φρύνιχο. Ἡ κορώνη «πέρασε» στὰ λατινικά. Στὰ ἑλληνικὰ ξεχάστηκε. Ἀπὸ τὰ λατινικὰ ξαναῆλθε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸν 16ο αἰῶνα γραμμένη μὲ ὄμικρον. Ἡ κορώνη ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν κωμόπολη τῆς Νοτιοδυτικῆς Πελοποννήσου στὸν νομὸ Μεσσηνίας, ποὺ εἶναι εὐρύτατα γνωστὴ ἀπὸ τὴν παροιμία «Ἔχω μπάρμπα στὴν Κορώνη». Τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ὡς μπέης τῆς Κορώνης διοριζόταν στενὸς συγγενὴς τοῦ Σουλτάνου. Ἐπειδὴ ὁ μπέης τῆς Κορώνης ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπιρροὴ στὸν Σουλτᾶνο, ὅποιος δυσκολευόταν νὰ ἐπιτύχῃ λύση στὸ πρόβλημα κατέφευγε στὸν μπέη γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ τὸ ἐπιλύσῃ.
ἐγκύπτω ἢ ἐνσκήπτω;
Ἡ ἐπιδημία ἐνέκυψε ἢ ἐνέκηψε; Συνήθως συγχέονται τὰ ρήματα ἐγκύπτω καὶ ἐνσκήπτω. Τὸ «ἐγκύπτω» σημαίνει σκύβω καὶ ἐξετάζω μὲ προσοχή, ἀπὸ τὴν πρόθεση «ἐν» καὶ τὸ ρῆμα «κύπτω» (κλίνω τὸ κεφάλι πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ κάτω): Ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε νὰ ἐγκύψῃ στὰ προβλήματα τῶν ἀγροτῶν.
Ὁμόρριζα τοῦ ἐγκύπτω εἶναι: ἀνακύπτω, προκύπτω, ὑποκύπτω, σκύβω, σκύψιμο.
Τὸ «ἐνσκήπτω» σημαίνει πέφτω ξαφνικά, ὁρμητικά. Τὸ «σκήπτω» ἤδη στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶχε ἀποκτήσει μεταφορικὴ σημασία· λεγόταν γιὰ ἀρρώστια, συμφορὰ ἢ κίνδυνο: «ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει, λοιμὸς ἔχθιστος, πόλιν». Τὸ ρῆμα σκήπτω εἶναι παράγωγο τοῦ δωρικοῦ τύπου σκᾶπος (κλάδος), ὁπότε ἀρχικὴ σημασία τοῦ ρήματος θὰ πρέπῃ νὰ θεωρηθῇ αὐτὴ τοῦ μέσου τύπου σκήπτομαι «στηρίζομαι πάνω σὲ κλαδὶ γιὰ νὰ βαδίσω καὶ νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτό μου. Τὸ κλαδὶ λειτουργοῦσε ὡς μπαστούνι, ἀλλὰ καὶ ὡς ὅπλο. Ἀπὸ τὴν δεύτερη σημασία προέκυψε ἡ σημασία τοῦ ἐνεργητικοῦ σκήπτω «ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω, πέφτω». Ὁμόρριζα τοῦ σκήπτω: σκῆπτρο, σκηπτοῦχος. Συνεπῶς ἡ ἐπιδημία, ἡ θύελλα, ὁ κεραυνός, τὸ δριμὺ ψῦχος ἐνσκήπτει.
ἐπιδημία ἢ πανδημία;
Ὁ κορωνοϊὸς εἶναι ἐπιδημία ἢ πανδημία; Ἡ «ἐπιδημία» εἶναι σύνθετη λέξη ἀπὸ τὴν πρόθεση «ἐπί» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «δῆμος». Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα δηλώνει τὴν ἔλευση καὶ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς ἰατρικὸς ὅρος εἶναι ἡ παθολογικὴ κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτικὴ νόσος ποὺ προσβάλλει μεγάλο ἀριθμὸ ἀτόμων τῆς ἴδιας περιοχῆς. Ἡ «πανδημία», (παν+δῆμος) ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἐπίθετο «πάνδημος», εἶναι ἡ ἐπιδημία ποὺ ἐξαπλώνεται γρήγορα καὶ προσβάλλει ὁλόκληρο τὸν πληθυσμὸ μιᾶς χώρας. Συνεπῶς στὸν κορωνοϊὸ ἀνήκει δικαιωματικὰ ὁ χαρακτηρισμὸς πανδημία.
κροῦσμα
Τοῦ συρμοῦ ἔγινε καὶ ἡ λέξη «κροῦσμα». Κροῦσμα εἶναι κάθε περίπτωση ἀτόμου ποὺ προσβάλλεται ἀπὸ ἐμφανιζόμενη μολυσματικὴ νόσο, ἰδίως ἐπιδημική, ἡ προσβολή. Τὴν θυμόμαστε ἀπὸ τὰ κρούσματα ἡπατίτιδας. Στὰ ἀρχαῖα κροῦσμα ἦταν τὸ τραῦμα, τὸ χτύπημα, ἀπὸ τὸ ρῆμα «κρούω». Λέμε «κρούω τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου», «κρούω τὶς καμπάνες».
Καραντῖνα
Οἱ καμπάνες ἔπεσαν καὶ αὐτὲς θύματα τῆς ἰταλικῆς προελεύσεως καραντίνας. Τί εἰρωνεία τῆς τύχης! Ἂν καὶ ἡ καραντίνα εἶναι ἰταλικῆς κοπῆς, δὲν ἐφαρμόστηκε ἐγκαίρως στὴν γειτονική μας χώρα. Ἡ «καραντῖνα» σήμαινε τὴν ὑγειονομικὴ κάθαρση, διάρκειας σαράντα ἡμερῶν. Οἱ σαράντα μέρες ἀναφέρονται στὴν ὑποχρεωτικὴ περίοδο ἀπομόνωσης τῶν πλοίων καὶ τοῦ πληρώματος, κατὰ τὴν ἐπιδημία τῆς Μαύρης Πανώλους (1348 – 1353). Ἡ καραντῖνα λοιπὸν εἶναι ἡ ἰταλικὴ λέξη quarantena, προερχόμενη ἀπὸ τὸ ἀριθμητικὸ quaranta «σαράντα», ἐπειδὴ στὰ πλοῖα, σὲ περίπτωση μεταδοτικῶν ἀσθενειῶν τοῦ πληρώματος ἐπιβαλλόταν ἀπομόνωση σαράντα ἡμερῶν πρὶν τοὺς ἐπιτραπῇ ἡ εἴσοδος στὸ λιμάνι.
περιορισμός καὶ ἀπαγόρευση
Στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας μεταξὺ ἄλλων ἐπιβλήθηκε ὁ περιορισμὸς τῶν μετακινήσεων καὶ ὄχι ἡ ἀπαγόρευση, ὅπως κακῶς γράφεται κατὰ κόρον. Δὲν ἔχουμε ἀπαγόρευση, ἀλλὰ περιορισμὸ τῆς κυκλοφορίας. Ἀπαγόρευση ἐπιβλήθηκε μόνο στὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας! Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν λέξη ἀπαγόρευση καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια πλήρη ἀπαγόρευση ἢ πλήρη ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὴν λατρεία.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ
Κατακλείοντες θὰ σχολιάσουμε τὸ ὕφος καὶ τὴν γλῶσσα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κορωνοϊοῦ. Νομίζω ὅτι ὁ γλωσσικὸς σχολιασμὸς δὲν ἐμπίπτει στὶς ἀπαγορεύσεις ποὺ ἐπέβαλε στὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ «Σύνοδος» (1η Ἀπριλίου 2020). Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ δὲν νομιμοποιεῖται ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο νὰ ἐπιβάλῃ ἀπαγορεύσεις στοὺς πολῖτες. Βάλαμε τὴν λέξη «Σύνοδο» ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, διότι δὲν πρόκειται γιὰ σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ τηλεδιάσκεψη. Ἡ σύνοδος προϋποθέτει τὴν φυσικὴ παρουσία τῶν συμμετεχόντων.
μετέχω ἢ παρακολουθῶ;
Ἀκούστηκε ἀπὸ ἀρχιερατικὰ χείλη ὅτι οἱ πιστοὶ μποροῦν νὰ παρακολουθοῦν τὴν Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὴν τηλεόραση. Στὴν Θεία Λειτουργία μετέχουμε. Δὲν εἶναι θέαμα ἢ παράσταση γιὰ νὰ τὴν παρακολουθήσουμε. Πικρὸς ὁ συνειρμός: «Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!».
κοινωνῶ
Μητροπολίτης παρότρυνε τοὺς πιστοὺς νὰ κοινωνήσουν μὲ Μέγα Ἁγιασμό. Ἔγραψε ἐπὶ λέξει: «Νὰ κοινωνήσετε μόνοι στὸ σπίτι σας μὲ Μέγα Ἁγιασμό». Ἐδῶ ἔχουμε διπλὸ λάθος. Ἡ κοινωνία προϋποθέτει συμμετοχή. Συμμετοχὴ κατὰ μόνας δὲν νοεῖται. Τὸ ρῆμα «κοινωνῶ» παραπέμπει στὴν Θεία Κοινωνία καὶ δημιουργεῖ ἐπικίνδυνους συνειρμούς· ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος οἱ πιστοὶ νὰ ταυτίσουν τὴν Θεία Κοινωνία μὲ τὸν Μέγα Ἁγιασμό.
ὑπακοή
Ἄλλος ἀρχιερέας συμβούλευσε τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ὑπακοὴ τοὺς νόμους. Ἡ Ὑπακοὴ εἶναι «ἡ τελεία ἀπάρνηση τῆς ψυχῆς μᾶς, ἡ ὁποία φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος. Ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο: Ὑπακοὴ εἶναι νέκρωσις τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐνῷ ὁ νοῦς εἶναι ζωντανός. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέταση, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῇς στὸν Θεό, νὰ μὴ φοβᾶσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξιδεύῃς στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο, νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς δικῆς μας θελήσεως καὶ ἀνάσταση τῆς ταπεινώσεως». Ὁ ὅρος ὑπακοὴ εἶναι ἐκκλησιαστικὸς καὶ εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ μεταφέρεται στὸ πολιτικὸ λεξιλόγιο, διότι πειθαναγκάζει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀσκήσουν μιὰ χριστιανικὴ ἀρετὴ στὸν κοσμικὸ βίο. Στοὺς νόμους πειθαρχοῦμε, δὲν ὑπακοῦμε.
ἑορτή, πανήγυρις, ἀπόδοση
Στὴν ἐν λόγῳ «Σύνοδο» ἀποφασίστηκε νὰ ἑορταστῇ τὸ Πάσχα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα μὲ τὴν λογικὴ ὅτι στὴν Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τελεῖται ἡ ἴδια Θεία Λειτουργία μὲ τὴν Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ ἐκπρόσωπος μάλιστα τῆς «Συνόδου» γιὰ νὰ ἀμβλύνῃ τὶς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν καὶ νὰ μετριάσῃ τὴν ἀπαρέσκειά τους εἶπε ὅτι κάθε Κυριακὴ ἑορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σαφὲς ἐν προκειμένῳ ὅτι ἔχουμε σύγχυση τῶν ὅρων: ἑορτή, ἀπόδοση καὶ πανήγυρις. Ἡ λειτουργικὴ πανήγυρις (παν- + ἄγυρις «συνέλευση, συγκέντρωση) ἔχει χαρακτῆρα πιὸ ρωμαλέο ἀπὸ τὴν ἑορτή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε Κυριακὴ ἑορτάζουμε οὐσιαστικὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀναστάσιμη ὅμως πανήγυρι τελοῦμε μόνο τὸ Πάσχα. Ἡ δὲ ἀπόδοση σὲ καμμία περίπτωση δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ τὴν ἑορτὴ οὔτε μὲ τὴν πανήγυρη. Ἡ ἀπόδοση προϋποθέτει τὴν ἑορτή, προηγεῖται ἡ ἑορτὴ καὶ ἕπεται ἡ ἀπόδοση.
[1] Ὁρισμένα λεξικὰ ὀρθογραφοῦν τὴν κορώνα μὲ ὄμικρον μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὰ λατινικά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ λέξη ἀποτελεῖ ἀντιδάνειο, ἔχει δηλαδὴ ἀπώτερη ἑλληνικὴ καταγωγὴ καλὸ εἶναι νὰ γραφῇ μὲ ὠμέγα.
[2] Μέχρι τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1864 τὸ πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος ἦταν συνταγματικὴ μοναρχία.
[3] Ὁμήρου, Ἰλιάς, Δ΄, 111.T.W. Allen, Homeri Ilias, vols. 2-3, Oxford: Clarendon Press, 1931: 2:1-356; 3:1-370.
[4] De anatomicis administrationibus libri ix {0057.011} Med.C.G. Kühn, Claudii Galeni opera omnia, vol. 2, Leipzig: Knobloch, 1821 (repr. Hildesheim: Olms, 1964): 215-731. Word Count: 78,397
[5] ΕΚ ΤΩΝ ΦΡΥΝΙΧΟΥ ΤΟΥ ΑΡΑΒΙΟΥ ΤΗΣ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Praeparatio sophistica (epitome) {1608.001} Lexicogr. J. de Borries, Phrynichi sophistae praeparatio sophistica, Leipzig: Teubner, 1911: 1-129.
[6] Γεωργίου Χορτάτζη A.D. 16-17 Creticus Katzurbos {5500.004} Alt. Title: Κατζοῦρμπος Comic., Poem. A.D. 1595-1596 Vernacular L. Polites, Γεωργίου Χορτάτζη Κατζοῦρμπος, Ἡράκλειον Κρήτης: Ἑταιρία Κρητικῶν Ἱστορικῶν Μελετῶν, 1964: 3-91.
[7] Σοφοκλέους Οἰδίπους Τύραννος, 7, H. Lloyd-Jones and N.G. Wilson, Sophoclis fabulae, Oxford: Clarendon Press, 1990: 120-180.
[8] Πάνδημος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνήκει ἢ ἀναφέρεται σὲ ὁλόκληρο τὸν λαό, αὐτὸς ποὺ ἐπιτελεῖται ἢ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν συμμετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ: πάνδημο συλλαλητήριο/πάνδημη συμμετοχή. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα πάνδημος λέξις ἦταν ἡ χυδαία λέξη καὶ πάνδημος ἔρως ὁ κοινός, ὁ χυδαῖος, ὁ σαρκικὸς ἔρωτας, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν οὐράνιο.
[9] Ἀλεξάνδρος Παπαδιαμάντης, Ἔπεα πτερόεντα, Ἅπαντα, τόμος τέταρτος, κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθῆνα, 1985, σελ. 191-192.
[10] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄ Περὶ Ὑπακοῆς, 3-4, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 1992, σελ. 66.
[11] Ἂν τὰ Χριστούγεννα συμπέσουν ἡμέρα Κυριακή, ἡ Ἀναστάσιμη Ἀκολουθία καταλιμπάνεται.