Πῶς βρὲ παιδιά μου, θὰ καταφέρετε νὰ βγάλετε ἀπὸ τὸ αἷμα μας, τὴν Ἑλλάδα πού κυλάει; Τοὺς ἥρωες, τοὺς ἀγωνιστές, τοὺς Ἁγίους, καὶ τελικὰ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό; Τὸ Α καὶ τὸ Ω; Ποιοὶ εἶστε; Ποιὸν ἀντιπροσωπεύετε;
Αὐτὰ γι’ αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ ἕνα γλυκὸ γαλανόλευκο ἀεράκι θὰ στείλει κάποια στιγμή, στὸ ἔρημο καὶ μοναχικὸ σπίτι τους, νὰ ἀναλογίζονται τὰ «περασμένα μεγαλεῖα» τους καὶ ἐλπίζω, τὸ τί «προσέφεραν» στὴν πατρίδα τους.
Στὰ δικά μας τώρα. Ἐγὼ ὅπως ξέρετε γράφω γιὰ τὸ 1821. Σᾶς ἔπαιξα καὶ ἕνα ἀπόσπασμα τὸν Ὀκτώβριο στὸ Ἠρώδειο. Γράφω καὶ γιὰ νὰ ἀπαντήσω σὲ ὅλους αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους, μὲ τὸ μόνο ὅπλο ποὺ διαθέτω. Τὴν μουσική. Κυρίως ὅμως, γιὰ νὰ τιμήσω πραγματικὰ τὸ 1821. Ὅπως κάνω χρόνια τώρα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν Ἰωάννη, τὸν Κῶν/νὸ Παλαιολόγο, τὸν Πλαστήρα, τὴν Πόλη, τὴν Σμύρνη, τὴν Ἠλιοποτισμένη, καὶ βέβαια τὴν Δέσποινα καὶ τὸν Χριστό.
Καὶ μὲ τὴν ματαιοδοξία τοῦ καλλιτέχνη, ἀλλὰ καὶ τὴν σιγουρία τοῦ μουσικοῦ μου παρελθόντος, ἐλπίζω ὅτι ὅταν ἡ σκόνη κατακαθήσει καὶ ἕκαστος κατεργάρης ἐπιστρέψει στὸν πάγκο του, αὐτὴ ἡ μουσικὴ θὰ μείνει στὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ψυχές σας. Καὶ τῶν παιδιῶν σας.
Σὰν προσευχή, σὰν γαλάζια κυματιστὴ ἀνεπαίσθητη αὔρα, ἑλληνικοῦ δειλινοῦ.
Πάντα Θεοῦ θέλοντος.