(Θεολογικὴ προσέγγιση κατά τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο)
Ὁ γάμος καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ παιδοποιΐα, ἀποτελοῦν, μετὰ τὴν παιδεία, τὴν πρώτη καὶ βασικὴ μορφὴ κοινωνικοῦ βίου. Ἡ παρθενία ἀποτελεῖ ἐξαίρεση καὶ ὑπέρβαση τοῦ γάμου. Ὁ γάμος, στὸ πλαίσιο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς θείας οἰκονομίας, εἶναι δευτερογενὲς γεγονός. Δὲν δημιουργήθηκε συγχρόνως μὲ τοὺς πρωτοπλάστους, ἀλλὰ αὐτοὶ ἕνεκα τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ, πλάστηκαν ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι βιολογικὰ κατάλληλοι «γιὰ γάμου κοινωνία». Ἡ καθαυτὸ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀναφέρεται στὸν Ἀδάμ, ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ὁποίου κατασκευάστηκε ἡ γυναῖκα.
Στὴν περίπτωση τῆς δημιουργίας τῆς γυναίκας, ὁ Μωϋσῆς (στὰ πρῶτα Κεφάλαια τοῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως) χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «ὠκοδόμησεν» ὁ Θεός, ἀντὶ τοῦ ρήματος «ἔπλασεν» πού χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν Ἀδάμ. Δηλαδὴ, ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γίνει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, ἐνῶ ἡ γυναῖκα ποὺ γίνεται μετὰ τὸν Ἀδάμ, εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας καὶ «ἰσάξια» μὲ αὐτὸν καὶ δὲν ὑπολείπεται σὲ τίποτα ἀπὸ τὸν ἄνδρα.
Ἡ ἀρχικὴ ζωὴ τῶν πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο, ὑπῆρξε «παρθενική». Οἱ πρωτὸπλαστοι συμπεριφέρονταν ἀγγελικὰ, διότι εἶχαν δημιουργηθεῖ «ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι» καί δὲν ἔνοιωθαν ἐπιθυμία σαρκική, οὔτε πιέζονταν ἀπὸ πάθη καὶ φυσικὲς ἀνάγκες. Ἡ συνουσία, τὰ πάθη, οἱ παντοδαπὲς ὠδίνες τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θάνατος, εἶναι “φαινόμενα μεταπτωτικά”.
Ἡ αἴσθηση τῆς ἐλλειματικότητας στὸν ἄνδρα καὶ στὴν γυναίκα, ἐμφανίζεται μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, διότι μέχρι τότε ζοῦσαν ζωή «ἀγγελικὴ καὶ ἀνενδεῆ». Ἡ κατάσταση τῆς ἀναλογικῆς καὶ ἀμοιβαίας ἐλλειματικότητας τῶν δύο φύλων, εἶναι ψυχολογική και ἀνατομικο-βιολογικὴ. Καὶ οἱ δύο χρειάζονται τὴν ἀμοιβαία “παραμυθίαν” στὴν διάρκεια τῆς ζωῆς καὶ κυρίως τὴν ἁπάλυνση τοῦ πόνου ποὺ προκαλεῖ ὁ θάνατος. Ἔτσι, ἡ διὰ τοῦ γάμου ἀλληλοσυμπλήρωση καί ἡ τεκνογονία, ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἀντίδοτο τῆς ἐξώσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ὡς ἀντίδοτο τοῦ θανάτου.
Ἡ συνουσία, ὡς τρόπος ἀναπαραγωγῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι «συγκατάβαση τοῦ θεοῦ», ὁ ὁποῖος «τὴν συγχωρεῖ» (δηλ. τὴν ἐπιτρέπει) πρὸς ‘‘παραμυθίαν’’ τοῦ γεγονὸτος τοῦ θανάτου.
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ἰδίως κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο), ἡ συνουσία ἔχει θέση μόνο μέσα στὰ πλαίσια τοῦ γάμου, διότι μόνο μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἐπιτελεῖται ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου, δηλ. ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν συζύγων καὶ ἡ τεκνογονία.
Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ πρὸ τοῦ γάμου σεξουαλικὲς σχέσεις δὲν εὐλογοῦνται, διότι ἀποτελοῦν ἐγωϊστικὸ γεγονός. Ἀποτελοῦν ἀποφυγὴ εὐθύνης, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ δὲν συμβάλλουν στὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν προσώπων ποὺ μετέχουν σ᾿ αὐτές, ἀκόμα καὶ ἂν τὰ πρόσωπα αὐτά, πρόκειται νὰ ἔλθουν σὲ γάμου κοινωνία. Ἐπὶ πλέον, ἐπιτιμῶνται καὶ καταδικάζονται καὶ αὐτοὶ ποὺ «βδελίσσονται ἢ ὑποτιμοῦν γενικῶς τὸν γάμο», διότι προφανῶς θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση καὶ σὲ τελευταῖα ἀνάλυση βδελίσσονται καὶ ὑποτιμοῦν, τὸ ἴδιο τὸ ἔργο τοῦ θεοῦ.
Ἐπίσης, τονίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ συνουσία τῶν συζύγων δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ τεκνογονία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ «ἄνωθεν συμμαχία», δηλ. ἡ συνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ «διεγείρει τὴν φύσιν πρὸς γονὴν». Αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς παραθεωρεῖται ἀπὸ τὰ σύγχρονα ζευγάρια, εἶναι ὅτι οἱ σύζυγοι «χάριτι καὶ συνεργείᾳ Θεοῦ» γίνονται γονεῖς καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις.
Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ πρωτογενὴς σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἐλλειμματικότητας (σωματικῆς, ψυχολογικῆς καὶ πνευματικῆς) ἐφ᾿ ὅσον οἱ σύζυγοι ὀφείλουν νὰ ἀλληλοβοηθοῦνται γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δευτερογενὴς σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ τεκνογονία, ὡς ἀντίδοτο τοῦ θανάτου.
Μετὰ ὅμως τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ –λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος- ἐφ᾿ ὅσον οἱ σύζυγοι εἶναι πεπεισμένοι, ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ, δὲν χρειάζονται πιὰ τὴν παρηγορία τῆς τεκνογονίας. Ἔτσι καὶ τὰ ζευγάρια, ποὺ γιὰ διαφόρους λόγους δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν τέκνα, μποροῦν νὰ βλέπουν σὰν σκοπὸ τοῦ γάμου των, τὴν ἀμοιβαία βοήθεια γιὰ νὰ κάνουν πνευματικὴ πρόοδο καὶ νὰ κατακτήσουν πιὸ εὔκολα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τέλος, ἡ τεκνογονία συμβάλλει ἐπίσης πολὺ στὴν ἐπίτευξη τῆς σωφροσύνης μέσα στὸν γάμο, διότι κάθε τέκνο γίνεται γέφυρα ποὺ ἑνώνει καὶ γαληνεύει τοὺς δύο συζύγους. Ἡ σωφροσύνη εἶναι σχεδὸν ταυτόσημη μὲ τὴν ἐγκράτεια σὲ εὑρύτερη ἔννοια, ὅπως καὶ «ἡ πνευματικὴ νηστεία» πού συνιστᾶ ἐγκράτεια ὄχι πλέον σωματική, ἀλλὰ κυρίως πνευματικὴ ἐγρήγορση, προσοχὴ καὶ αὐτοπεριορισμὸ σὲ κάθε ἀφορμὴ ἁμαρτίας (δηλ. νηστεία καὶ ἐγκράτεια ὀφθαλμῶν, λόγου, ἀκοῆς, πονηρῶν θεαμάτων, ἀκροαμάτων, περιορισμὸ ὑπερηφάνειας, κ.λ.π.).