τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι <<ποιητὴς>> τόσων κακῶν ποὺ ὑπάρχουν δίπλα μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὴν φθορά, τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια καὶ τελικὰ τὸν θάνατο. Τότε ὅμως πῶς ὑπάρχουν;
Ἐδῶ ὑπάρχουν διάφορες ἐξηγήσεις καὶ φυσικὰ ἠ Ἐκκλησία μας ἔχει καὶ ἐκφράζει περὶ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος τὸν θεολογικό της λόγο. Ἕναν λόγο ποὺ <<σαρκώνεται>>, ὅταν ὑπάρχει πίστη καὶ ὄχι τόση λογικοκρατία, τόσα ἐπιχειρήματα καὶ ἀποδείξεις.
Ἡ Γένεση, στὸ 3ο κεφάλαιό της περιγράφει τὶς τραγικὲς στιγμὲς τῆς λεγομένης πτώσης. Ὁ ἄνθρωπος <<ἐπαναστατεῖ>> καὶ ζητᾶ αὐτοθέωση, <<ἀπατηλὴ αὐτονομία>>, καὶ ἀντ’ αὐτῆς κερδίζει τὴν διάσπαση, τὸν χωρισμό, τὴν διαίρεση, τὴν μοναξιά. Διασπᾶ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία. Προκαλεῖται σύγχυση ὅπως διαφαίνεται στὴν Βαβέλ (Γεν.11, 1-9). Τρώει τὸ ψωμί του μὲ κόπο (Γεν.3,19 ). Ὅμως καὶ ἡ γῆ τὸν ἐκδικεῖται, μὲ τὸν τρόπο της. Μὲ <<ἀγκάθια καὶ τριβόλια>>, ποὺ τὸν κατατρυποῦν καὶ τὸν ματώνουν (Γεν.3.18), ἀφοῦ ἐξ’ αἰτίας του, ὅλη ἡ δημιουργία βρίσκεται ὑποτεταγμένη στὴν φθορά, ὄχι ἐπειδὴ ἔφταιγε, ἀλλὰ γιατὶ ἔτσι θέλησε αὐτὸς ποὺ τὴν ὑπέταξε (Ρωμ.8,20). Προσοχὴ στὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἁμάρτησε εἶναι ὁ καθένας μας, ἡ κοινὴ ἀνθρώπινή μας φύση.
Ὅμως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ δώσει τὴν προοπτικὴ τῆς ἐλπίδας, ἡ ὁποία στηρίζεται καὶ πάλι στὸ ἴδιο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. Δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει ὁ Θεὸς σὲ φθορὰ τὴν δημιουργία. Ἡ ἐλπίδα δὲν πέθανε (Ρωμ.8,20). Θὰ συντριβεῖ τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (Γεν.3,15) καὶ θὰ ἔρθουν πάλι, γιὰ ὅποιον τὸ θελήσει, λαμπρὲς ἡμέρες. Θὰ ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν στάχτη του. Θὰ ἀνοίξει καὶ πάλι ὁ δρόμος πρὸς τὸ δέντρο τῆς ζωῆς (Πρμ.3,18). Αὐτὸ θὰ γίνει γιὰ τοὺς πρὶν τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ,διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ Νόμου, ἐνῶ γιὰ τοὺς <<ἐν Χριστῶ>> ἀναγεννημένους μὲ μόνη τὴν ἀληθινὴ πίστη σὲ Αὐτόν. Θὰ εἶναι ἡ συνέχεια, αὐτοί, τοῦ ἱεροῦ ὑπολείμματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦρθε Αὐτὸς καὶ ἀνέλαβε ὅλων τὰ βάρη, τὰ σήκωσε στοὺς δικούς του ὥμους, καὶ στὶς πληγές του βρήκαμε ἐμεῖς τὴν γιατρειά (Ησ.53,5). Ἧρθε μὲ τὴν μορφὴ δούλου, <<ἔγινε σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος>> (Ψλ.21,7). Ἀτιμάζεται, χλευάζεται, καταδικάζεται, ἀλλὰ ὡστόσο γίνεται νέος γενάρχης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μία πηγὴ ζωῆς μὲ καθάριο νερό. Μένει μόνος ἀλλὰ ἑνώνει τοὺς πάντες. Διορθώνει, θεραπεύει, ἁγιάζει, νοηματοδοτεῖ ἀπ’ ἀρχῆς τὴν προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐργάζεται γιὰ τὴν κένωση καὶ τὴν ὕψωση (Φιλ. 2,8-11. Ἐβρ.1,3) καὶ αὐτὸ μὲ διάκριση, χωρὶς νὰ φωνάζει καὶ νὰ θριαμβολογεῖ. Μπῆκε στὸ βασίλειο τοῦ θανάτου καὶ τὸ κατέστρεψε καὶ ἔτσι <<ὁ Ἄδης ἐπικράνθη>> ! <<Στένων βοᾶ>>!
Καὶ ἐνῶ ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σπουδαῖα, ὅπως καὶ εἶναι, φαίνεται σὰ νὰ μὴν ἔχουν ὑπόσταση, ἀφοῦ καὶ πάλι ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια, ὁ θάνατος ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν, νὰ ταλαιπωροῦν καὶ νὰ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς γίνεται αὐτό;
Τὸ ἀντίδοτο ὅμως πρὸς τὸ <<μὴ ἀποθανεῖν>> ὑπάρχει πλέον. Ὁ θάνατος πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.Ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Ἀθάνατο Θεό. Ἡ ἀθανασία εἶναι γεγονὸς γι’ αυτὸν καὶ ζωντανὸ παράδειγμα, πολὺ κοντινό μας, εἶναι οἱ ἅγιοι. Καὶ νὰ ποὺ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ ἀλήθεια βιωμένη στὶς μέρες μας.
Ἔτυχε νὰ ζήσουμε ἕνα τέτοιο σημάδι ἀθανασίας. Πρὶν χρόνια ἔγινε στὸ νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν. Ἀγρυπνία ἦταν καὶ στὸ κέντρο ἕνας εὐλογημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πατὴρ Εὐμένιος Σαριδάκης. Ὁ κόσμος ἀρκετός, ἀλλὰ πικρία πουθενά. Ἀνθρώπινη στεναχώρια ναί, σὲ στενοὺς συνεργάτες καὶ πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ κυριαρχεῖ κάτι ἄλλο. Ἱερὸς ἐνθουσιασμός, χαρμολύπη. Αὐτὴ ἡ Λειτουργία, παρόντος τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγιασμένου γέροντος μύριζε ἀνάσταση. Τότε καταλαβαίνεις γιὰ τί μᾶς ἤθελε καὶ πῶς μᾶς ἤθελε ὁ Θεός. Συγκληρονόμους καὶ βασιλεῖς μᾶς ἤθελε. Ἦταν αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, ἡ ἀτέρμονη χαρὰ ὅτι δὲν τελειώνει τίποτα μὲ τὸν θάνατο, ἀντίθετα ὅλα τότε ἀρχίζουν. Ἀνάσταση, ἔγερση, ἀθανασία, αἰωνιότητα, χαρά, ἐλπίδα, ὅλα μαζὶ ἀναμεμιγμένα μέσα σὲ ὅσους βρέθηκαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἐκεῖ.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ φύση ἰσορροπεῖ καὶ συμφιλιώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν παρουσία τῶν ἁγίων. Δίνει καὶ αὐτὴ τοὺς καρπούς της, ὡς συμμετοχὴ στὸ πανηγύρι τῆς ἀφθαρσίας, τῆς ἀναγεννημένης ζωῆς. Ἀνθίζουν τὰ μικρότερα λουλούδια καὶ τὰ μεγαλύτερα δοξολογοῦν μὲ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων τους. Ὁ οὐρανὸς ξαστερώνει καὶ τὸ δροσερὸ ἀεράκι ἀναζωογονεῖ.
Ὁ δρόμος στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι μονόδρομος καὶ μοιάζουν πολλοὶ οἱ δρόμοι. Ἀκολουθοῦμε λοιπὸν τὰ ἴχνη Του.Ἀναζητοῦμε τὸ Πρόσωπό Του. Ἐκεῖνος ἤδη ἀναμένει τὴν δική μας θέληση σχέσης καὶ κοινωνίας. Ὁ Χριστὸς συνεχίζει νὰ αἱμορραγεῖ γιὰ ὅλους, καὶ μὲ τὸ δικό του αἷμα ἀναζωογονεῖ ἐμᾶς. Μᾶς δυναμώνει μὲ τὸ Αἷμα του ποὺ τὸ προσφέρει διαρκῶς. Μᾶς καλεῖ σὲ συνοδοιπορία.
Ἡ πορεία πρὸς τὸ φετινό Πάσχα, ἄς μᾶς βρεῖ μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις. Ἄς ὑπάρξει πραγματικὴ θέληση, φιλότιμο, προσπάθεια συναντήσεως μαζί Του. Ἄς γίνουν κόκκινα τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ δικό του Αἷμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δηλωτικὸ τῆς ἁγιότητας, εἶναι ὅμως σημάδι ἐκούσιας παράδοσης στὸ θέλημά Του, μετάνοιας καὶ θέλησης γιὰ σχέση υἱοῦ πρὸς Πατέρα.