Ἀγγελικῆς Μοσχονᾶ
Μετά ἀπό παρότρυνση ἑνός φιλικοῦ ζευγαριοῦ, οἱ γονεῖς μου μᾶς πῆραν καί πήγαμε στό Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ. »Ἄν καί εἴμαστε τρία ἀδέρφια, ἀκολουθήσαμε ἐγώ (Ἀγγελική) καί ἡ ἀδερφή μου Ἄννα–Μαρία. Μόλις φτάσαμε στό μοναστήρι, μᾶς ὑποδέχτηκε στήν εἴσοδο ὁ ἴδιος ὁ γέροντας Ἰάκωβος, λέγοντάς μας: “Καλῶς ἤλθατε! Γειά σου Ἀγγελική, γειά σου Ἄννα–Μαρία…, ὁ Δημητράκης ποῦ εἶναι, γιατί δέν τόν φέρατε;” (ἀναφερόμενος στόν ἀδερφό μας). Καί χωρίς νά μᾶς ἔχη ξαναδεῖ ποτέ!
»Ὁ πατέρας ἀκόμα τότε ἦταν λαϊκός καί δούλευε ὡς νοσηλευτής. Πολλές φορές ὅμως στήν ζωή του ἔμενε ἄνεργος. Χωρίς νά γνωρίζη τίποτα ὁ Γέροντας, τοῦ εἶπε: “Γιατί, παιδί μου; δέν γνωρίζεις ὅτι τό φαγητό μας πρέπει νά τό βγάζουμε μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας;”. »Τό ἴδιο ἀπόγευμα, θυμᾶμαι, ἔγινε Παράκληση, ὥστε νά ἐλεήση ὁ Θεός νά βρέξη, γιατί εἶχε πάρα πολύ καιρό νά βρέξη. Καί ξαφνικά ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί!!! Οἱ μοναχοί γύριζαν στήν αὐλή γεμᾶτοι χαρά! »Τό βράδυ κοιμηθήκαμε ἐκεῖ· καί τήν ἑπομένη τό πρωΐ πήγαμε στήν θεία Λειτουργία. Ἡ μητέρα μου ἔβλεπε τόν Γέροντα νά μήν πατᾶ στήν γῆ. Λειτουργοῦσε καί ἦταν ὑπερυψωμένος μισό μέτρο ἀπό τό ἔδαφος!
»Ἤμουν πολύ ζωηρό παιδί. Πρίν πᾶμε, λοιπόν, στό μοναστήρι, κάνοντας ποδήλατο ἔπεσα πάνω σέ μία κολώνα, κάνοντας μία πολύ μεγάλη γρατζουνιά στό μάγουλο. Γιά νά ἐπουλωθῆ ἤθελε σίγουρα εἴκοσι μέρες καί φυσικά θά μοῦ ἄφηνε κάποιο σημάδι!
»Τήν ἡμέρα πού φεύγαμε, λοιπόν, θυμᾶμαι τόν Γέροντα νά μοῦ φωνάζη: “Ἀγγελικούλα, ἔλα ἐδῶ. Ποῦ χτύπησες, παιδί μου;”. Τοῦ ἐξήγησα καί ἐκεῖνος σταύρωσε μέ τό χέρι του τό μάγουλό μου.
»Μᾶς ἀποχαιρέτησε καί φύγαμε. Ξεκινώντας γιά τήν ἐπιστροφή, ξαφνικά τό βαθύ γδάρσιμο ἔκανε κρούστα, ἡ ὁποία ἄρχισε νά πέφτη σάν λέπια καί ἡ γρατζουνιά ἐξαφανίστηκε τελείως χωρίς νά ἀφήση τό παραμικρό σημάδι! Θυμᾶμαι νά φωνάζουν ὅλοι μές στό αὐτοκίνητο: “Ὁ Γέροντας ἔκανε θαῦμα στήν Ἀγγελική”. »Μεγαλώνοντας τόν εἶχα πάντα στήν καρδιά καί στήν ψυχή μου χαραγμένο ὡς ἅγιο. Εἶχα ἕνα μικρό εἰκονάκι μέ τήν φωτογραφία του στό δωμάτιό μου. Πολλές φορές τοῦ μιλοῦσα καί ζητοῦσα τήν παρηγοριά του.
»Ἔγινα κομμώτρια. Καί κάποια στιγμή ὁ ἀδερφός μου μοῦ σύστησε νά κουρέψω μία φίλη του πού ἔπασχε ἀπό πολύ βαριά κατάθλιψη. Πῆγα 2–3 φορές στό σπίτι της καί τήν κούρεψα. Ἔπειτα ἀπό λίγο καιρό τήν συναντήσαμε στόν δρόμο, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα καί ἦταν ἐντελῶς χαμένη. Στεναχωρήθηκα πολύ καί ἄρχισα νά προσεύχωμαι στόν Γέροντα. Εἶχε μπλέξει καί προσπαθοῦσε μέσῳ διαλογισμοῦ καί ἄλλων παραπλησίων τρόπων νά ἀντιμετωπίση τό πρόβλημά της.
»Ξαφνικά μετά ἀπό λίγες μέρες μέ πῆρε τηλέφωνο καί ἤθελε νά ἔρθη σπίτι μου νά τήν κουρέψω. Ἦρθε· καί τήν κούρεψα στό δωμάτιό μου, ὅπου σέ ἕνα τοῖχο εἶχα κολλήσει τήν φωτογραφία τοῦ Γέροντα. Ἐκείνη τήν εἶδε, ἀλλά δέν μοῦ εἶπε τίποτα. Μετά ἀπό λίγες μέρες, μοῦ εἶπε ὁ ἀδερφός μου: “Ξέρεις, ἡ φίλη μου μοῦ εἶπε, πώς τό προηγούμενο βράδυ πρίν ἔρθη σέ ἐσένα, εἶδε στόν ὕπνο της ἕναν Γέροντα…, τόν Γέροντα πού ἔχεις τήν φωτογραφία του στό δωμάτιό σου”. Ἐγώ τά ἔχασα, γιατί κατάλαβα τό θαῦμα τοῦ Γέροντα! Τό κορίτσι αὐτό πλέον εἶναι μιά χαρά καί παντρεύτηκε!»
Περιοδικό Ε.ΡΩ. Τέυχος 31