Χαρούπι [Β’ μέρος]

– οι δυνατότητες παραγωγής Χαρουπιού στην Ελλάδα

– στατιστικά στοιχεία σχετικά με την παραγωγή Χαρουπιού στην Ελλάδα και Κύπρο

– το Χαρούπι στην Κύπρο τότε και σήμερα, στις προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής του επενδύει η Κύπρος

– εφαρμογές του Χαρουπιού στην διατροφή, στη βιομηχανία, ως ζωοτροφή

Με την παρούσα ανάρτηση συνεχίζουμε την μελέτη μας σχετικά με το επονομαζόμενο – και όχι άδικα όπως θα δούμε – ‘’δένδρο εργοστάσιο’’, την Χαρουπιά. Στο προηγούμενο άρθρο μας, βλέπε εδώ, είχαμε παρουσιάσει κάποια στοιχεία σχετικά με το δένδρο της χαρουπιάς και εφαρμογές του, που μάλιστα αναπτύχθηκαν είτε εγχώρια και οδηγήθηκαν από το κράτος σε αποτυχία είτε στο εξωτερικό.

Γράφει, λοιπόν, ο Σωτήρης Σοφιανόπουλος [1]:

‘’Σήμερα γίνεται χαρουποκαλλιέργεια στις Η.Π.Α., στο Ισραήλ και την Κύπρο. Η παραγωγή της Ελλάδος ανήρχετο στο παρελθόν στους 35-40.000 τόνους, αλλά λόγω της αδιαφορίας και της μη επιστημονικής αντιμετωπίσεως, έχει κατέβει πιθανώς σε 20.000 τόνους. (1) Αυτό οφείλεται στο ότι η μεγαλύτερη παραγωγή από όλες που ήταν η Κρήτη, – που έχει μπλέξει με τον τουρισμό, και με καμία επιστημονική αντιμετώπιση της χαρουπιάς – άρχισε να φθίνει. Πρέπει να γίνει συστηματική αντιμετώπιση του προβλήματος, δηλ. να γίνουν χαρουπώνες και θα μπορούσε ταυτοχρόνως να βόσκουν ζώα εντός της περιοχής τρώγοντας τα χαρούπια όπως πέφτουν, αλλά αυτό θα έχει ως μειονέκτημα την μη συλλογή του κουκουτσιού, που είναι πολύ καλό προϊόν για διάφορες χρήσεις, όπως προείπαμε. Είναι ακατανόητο η πάμπλουτος Αμερική να κάνει χαρουποκαλλιέργειες και όχι η Ελλάδα. 

Καρπός χαρουπιάς άγουρος

Γίνεται λοιπόν φανερό για ακόμη μία φορά ότι η πατρίδα μας έχει ατελείωτες δυνατότητες αξιοποιήσεως των φυσικών δεδομένων και να επιτύχει πράγματα που σχεδόν λόγω της αδυναμίας της φύσεως κανείς βόρειος λαός δεν μπορεί να επιτύχει. Διότι η χαρουπιά στα βόρεια κλίματα δεν ευδοκιμεί. Υπάρχουν πολλές χαρουπιές και στον νομό Αργολίδος, αλλά τίποτε σημαντικό με αυτές δεν γίνεται. Θα έπρεπε η ελληνική νομοθεσία να επιτρέπει την αντικατάσταση της σοκολάτας και να γίνει ένα ή περισσότερα εργοστάσια που να παράγουν αυτή την διατροφική πρώτη ύλη. Αντιλαμβάνεστε ποια θα ήταν η αντιμετώπιση των χαρουποκαλλιεργητών όταν το προϊόν τους κατέληγε σε βιομηχανία και γινόταν βρώσιμο προϊόν πόσο θα ανέβαινε η τιμή του. (2) Το σάρκωμα του χαρουπιού είναι μόνο σάκχαρα και οπωσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την δημιουργία ποτών. Το υπόλοιπο δε μετά την ξήρανση θα γινόταν ζωοτροφή. Υπάρχει μία εταιρία σήμερα που παράγει κόλλες από το κουκούτσι του χαρουπιού, αλλά αυτό είναι ένα πολύ μικρό μέρος της προσπάθειας που έπρεπε να γίνεται. Κυρίως πρέπει ο κόσμος να ενημερωθεί για την θρεπτική αξία και χρησιμότητα του χαρουπιού, γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι μεγάλο ρόλο στην σωστή διατροφή παίζει και η ενημέρωση του κοινού* από την Πολιτεία και τα μμε.

* π.χ. το χέλι, η έλλειψη του οποίου είναι της τάξεως των 50.000 τόνων στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει διαδοθεί στην πατρίδα μας, παρόλο που η τιμή του στην μορφή του καπνιστού χελιού φτάνει τις 15.000 δρχ. το κιλό. (η παράγραφος του βιβλίου έχει γραφτεί πριν το 1998, βλέπε στο Παράρτημα Σημείωση 3). Έτσι λοιπόν και με το χαρούπι, εάν το ελληνικό κράτος το αντιμετώπιζε με την συνολική του πλευρά και όχι μερικώς μόνον κάνοντας και καραμέλες και σοκολάτες, πολλά θα είχαμε να ωφεληθούμε οικονομικώς και οι ελληνικές σοκολατοποιΐες, όπως π.χ. Παυλίδου, θα είχαν ισχυροποιηθεί, αντί να αγορασθούν από ξένα συμφέροντα.

***

Παράρτημα

Σημείωση 1: Στατιστικά στοιχεία σχετικά με το Χαρούπι

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής η Ελλάδα διέθετε [2], το 2006, δενδρώδη καλλιέργεια της Χαρουπιάς σε έκταση 46.000 στρεμμάτων. Για το 2007 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις Χαρουπιάς κάλυπταν έκταση 43.000 στρεμμάτων. Από αυτά τα 43.000 στρέμματα, τα 12.000 αφορούσαν εκτάσεις πεδινές, τα 11.000 στρέμματα εκτάσεις ημιορεινές και τα 20.000 στρέμματα εκτάσεις ορεινές.

Αντίστοιχα, σε αριθμό καλλιεργούμενων δένδρων και σύμφωνα με την ανωτέρω πηγή η Ελλάδα διέθετε το 2006, 607.000 χαρουπιές. Το 2007 διέθετε 568.000 χαρουπιές εκ των οποίων οι 170.000 σε πεδινές εκτάσεις της χώρας μας, οι 169.000 σε ημιορεινές και οι 229.000 σε ορεινές περιοχές. Όσον αφορά τώρα στην παραγωγή χαρουπιών αποξηραμένων, η παραγωγή στην Ελλάδα το 2006 ανήλθε σε 15.000 τόνους, ενώ για το 2007 σε 13.000 τόνους. Για το 2007 η κατανομή της παραγωγής ήταν 3.000 τόνοι προερχόμενοι από πεδινές περιοχές, 5.000 τόνοι από ημιορεινές περιοχές και 5.000 τόνοι από ορεινές. 

Από τις πρώτες – σε παραγωγή [3] – χαρουπιών χώρες είναι η Ισπανία (με 40.000 τόνους για το 2012), η Ιταλία (με 30.841 τόνους για το 2012), η Πορτογαλία (με 20.000 τόνους για το 2012) και το Μαρόκο (με 20.500 τόνους για το 2012). Ακολουθούν η Ελλάδα (με 20.000 τόνους το 2012), η Τουρκία, η Κύπρος κ.α.

[4] Συλλογή χαρουπιών

Ωστόσο, πιστεύουμε ότι τα στοιχεία είναι ελλιπή διότι π.χ. το Ισραήλ καλλιεργεί εδώ και πολλά χρόνια Χαρουπιές και μάλιστα με υψηλή αποδοτικότητα δηλαδή 1.200 κιλά! ανά στρέμμα σε πυκνή φύτευση και αρδευόμενα όταν σε αραιή φύτευση και μη αρδευόμενη η παραγωγή ανέρχεται σε 150-200 κιλά ανά στρέμμα μόνο.

Όσον αφορά την πατρίδα μας. Η χαρουποκαλλιέργεια θα μπορούσε και έπρεπε να γίνεται συστηματικά τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, στα νησιά μας και την Κρήτη όπου υπάρχουν οι ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που δούλεψαν την καλλιέργεια χαρουπιάς η παραγωγή της Ελλάδας στις δεκαετίες 1960-1970 ξεπερνούσε τους 60.000 τόνους. Σήμερα η παραγωγή της Ελλάδας ανέρχεται μόνον στους 15.000 τόνους. Η ποσότητα αυτή δεν διακινείται όλη. Κατ’ άλλους το 80% της παραγωγής γίνεται στην Κρήτη και κατανέμεται εξίσου και στους τέσσερεις νομούς κατ’ άλλους το μεγαλύτερο μέρος παράγεται στην Πελοπόννησο (γύρω στο 60%) και το υπόλοιπο στην Κρήτη.

Η τιμή παραγωγού, το 2011, ανήλθε στα 30 λεπτά το κιλό, ενώ το 2012 ανήλθε στα 15 λεπτά στην Πελοπόννησο και στα 20 – 25 λεπτά στην Κρήτη.

Το χαρούπι στην Κύπρο [5]

Οι χαρουπιές πρέπει να προϋπήρχαν στην Κύπρο από τους προϊστορικούς χρόνους, αφού το νησί είναι στενά συνδεδεμένο με την προώθηση του χαρουπιού στον πολιτισμό. Το χαρούπι ονομαζόταν χαρακτηριστικά και ως ο «μαύρος χρυσός της Κύπρου», αφού αποτελούσε το προϊόν με τις μεγαλύτερες γεωργικές εξαγωγές του νησιού, και για ορισμένα χωριά, αποτελούσε την 3η κυριότερη γεωργική δραστηριότητα και κυριότερη πηγή εισοδήματος. 

Για ένα σημαντικό αριθμό οικογενειών, αυτό ήταν το μοναδικό τους εισόδημα, ο πανάκριβος θησαυρός τους. Εισόδημα που έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς Κύπριους να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως το πρώτο πνευματικό και επιστημονικό άλμα του κυπριακού λαού έγινε στηριζόμενο στο «μαύρο χρυσό» της. Μάλιστα, η Γερμανίδα αρχαιολόγος Magda Ohnefalsch-Richter, η οποία πέρασε πολλά χρόνια στο νησί, κατά την περίοδο 1894-1912, σχολίασε εκτενώς ότι, «χωρίς αυτό το δώρο της φύσης το νησί θα μπορούσε να είχε από καιρό κηρύξει πτώχευση». 

Επισήμανε ότι τα κυπριακά χαρούπια βαθμολογήθηκαν ως τα καλύτερα στον κόσμο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας τους σε ζάχαρη. Κατά την περίοδο 1962-66, ο μέσος αριθμός των χαρουπιών, σε οπωροφόρα κατάσταση, ήταν 2,4 εκατομμύρια. Αυτό, με τη σειρά του, απέδιδε κατά μέσο όρο 48.000 τόνους ή 20 κιλά χαρούπια ανά δένδρο. Η παραγωγή και εξαγωγή του χαρουπιού, παρέμεινε μια ακμάζουσα βιομηχανία, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, φτάνοντας στη μέγιστη εξαγωγή των 62,000 τόνων το 1968. 

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το εισόδημα άγγιζε τα δύο εκατομμύρια λίρες. Στη δεκαετία του 60΄, η Κύπρος κατείχε την 3η θέση παγκοσμίως στην παραγωγή χαρουπιών, με την Ισπανία και την Ιταλία να κατέχουν την 1η και την 2η αντίστοιχα. Λόγω της τουρκικής εισβολής όμως του 1974, χάθηκαν σημαντικές εκτάσεις χαρουπιών και η παραγωγή μειώθηκε σε ένα ετήσιο μέσο όρο της τάξης των 20.000 τόνων, κατά τη δεκαετία 1975-1985. Σήμερα, από τα 30.000 εκτάρια γης που υπήρχαν πριν το 1974, παραμένουν μόνο 1.700 εκτάρια χαρουπόδεντρων και καμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανωμένη χαρουποφυτεία. 

To 2016 το Πανεπιστήμιο Κύπρου άρχισε να σχεδιάζει ένα φιλόδοξο έργο. Το μεγαλύτερο φυσικό χαρουπόδασος της Kύπρου. 

Το σχέδιο περιλαμβάνει την καλλιέργεια, 40.000 χιλιάδων χαρουπιών, σε κρατική γη. Πέραν της δημιουργίας χαρουπόδασους, το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποφάσισε να ιδρύσει κέντρο ερευνών με την ονομασία «Μαύρος Χρυσός», το οποίο θα είναι αλληλένδετο με το χαρουπόδασος. 

Ένας από τους απώτερους σκοπούς του έργου είναι να συμβάλει ώστε η Κύπρος να ανακτήσει και να υπερβεί τα επίπεδα παραγωγής χαρουπιού που υπήρχαν πριν από την εισβολή, μέσω μιας διαδικασίας που θα επιτρέπει σε κάθε γεωργό που επιθυμεί, να ενταχθεί σε αυτή την προσπάθεια, ως ανεξάρτητος, ισότιμος συνεργάτης. Στόχος είναι να αξιοποιηθεί η αυξανομένη αυτή παραγωγή χαρουπιού, μέσα από μια σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση για μεταποίηση του σε νέα προϊόντα, τα οποία θα προωθούνται στη διεθνή αγορά.

Σημείωση 2: Εφαρμογές του Χαρουπιού στην διατροφή, στην βιομηχανία, ως ζωοτροφή [6] κ.α.

Ας δούμε εδώ, συνοπτικά, κάποιες από τις εφαρμογές του χαρουπιού στην διατροφή μας, ως ζωοτροφή και στην τεχνολογία. Διαβάζοντάς τες θα πρέπει να έχουμε κατά νου αυτό που γράφει ο Σωτ. Σοφιανόπουλος πόσο δηλαδή θα αυξανόταν το γεωργικό προϊόν αν το ελληνικό κράτος δεν είχε εμποδίσει την ιδιωτική πρωτοβουλία να παράγει από το χαρούπι σοκολάτα, καφέ, κόλλες κλπ. 

Δένδρο χαρουπιάς: βλαστός, άνθη, σάρκωμα, ψίχα.

Χρησιμότητα δένδρου: Χρήσιμα είναι όλα τα μέρη του δέντρου της χαρουπιάς. Τα φύλλα και οι φρέσκοι βλαστοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τη διατροφή αιγοπροβάτων όπως γίνεται στην Κύπρο, ιδιαίτερα σε περιόδους ξηρασίας. Ο φλοιός και τα φύλλα είναι πλούσια σε δεψικές ουσίες και οι μη ώριμοι καρποί σε ουσίες χρήσιμες στη βαφή. Χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία αλλά και στη βαφική. Οι βαφικές και κολλητικές ουσίες του δένδρου έχουν εφαρμογές την βυρσοδεψία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χαρτιού. Το ξύλο της χαρουπιάς χαρακτηρίζεται ως ξύλο σκληρό και βαρύ, κοκκινωπού χρώματος. Μπορεί επομένως εκτός από καύσιμη ύλη (καυσόξυλο, κάρβουνο) που χρησιμοποιείται σήμερα, να χρησιμοποιηθεί και στην επιπλοποιΐα. 

Χρησιμότητα χαρουπιού (σπόρος και ψίχα): Τα μέρη του σπόρου είναι το ενδοσπέρμιο, το φύτρο και ο φλοιός. Από το ενδοσπέρμιο παράγεται είδος αλεύρου. Το χαρουπάλευρο χρησιμοποιείται αντί της σκόνης κακάο και της σοκολάτας. Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή ψωμιού και αρτοσκευασμάτων. Από τον καρπό εξάγεται κόμμι χρήσιμο για τη βιομηχανία τροφίμων και την φαρμακευτική. Το έλαιο των καρπών χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιΐα.

Το μεγαλύτερο μέρος της ψίχας των χαρουπιών που παράγονται σήμερα, χρησιμοποιείται για ζωοτροφή. Η αξία του σε αμυλαξία είναι μικρότερη όταν συγκριθεί με άλλες κτηνοτροφές (καλαμπόκι 780 μονάδες, κριθάρι 689 μονάδες και χαρούπι 500 μονάδες). Αν όμως ληφθεί υπ’ όψιν η τιμή διάθεσής του, το καθιστά οικονομικότερη κτηνοτροφή. Όταν μάλιστα αναμιγνύεται με άλλες ζωοτροφές σε αναλογία 5 – 10% βελτιώνει τη γεύση των τροφών και έτσι καταναλίσκονται πιο ευχάριστα από τα ζώα.

Η σάρκα του χαρουπιού είναι αρκετά θρεπτική. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή σακχαρούχου σιροπιού, αναψυκτικών, μαρμελάδων αλλά και οινοπνευματωδών ποτών. Το χαρούπι, μπορεί να υποκαταστήσει κάλλιστα, τη σοκολάτα και το κακάο στην ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία. Βράζοντας τα χαρούπια παρασκευάζεται το χαρουπόμελο με γεύση όμοια της σοκολάτας, όμως υπερέχει αυτής σε θρεπτικά στοιχεία διότι περιέχει 52 φορές λιγότερο λίπος, δεν περιέχει αλλεργιογόνα και καφεΐνη και η γλυκύτητά της οφείλεται σε φυσικά σάκχαρα. Το χαρουπόμελο που παράγεται από το άλεσμα της ψίχας δίδει μια χαρακτηριστική γεύση στα κέικ, στα μπισκότα και στο ψωμί και τα απαλλάσσει από τη γλουτένη του σιτάλευρου. Μάλιστα το αλεύρι αυτό, αναφέρεται, κατάλληλο για τους βρεφικούς κοιλόπονους.

Αιωνόβια χαρουπιά

Σημείωση 3: Οι επισημάνσεις του Σωτ. Σοφιανόπουλου για το χέλι είναι πολύ σημαντικές. Ακόμη και σήμερα, πάνω από 20-25 χρόνια από τότε που τα έγραφε τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει πολύ (το εν λόγω πόνημα –υποσημείωση 1- εκδόθηκε το 2003 ωστόσο αναφέρεται σε έρευνα από τις αρχές του 1970).

Επιχειρηματίες με αγάπη για το αντικείμενο και την Ελλάδα μελέτησαν την εκτροφή χελιού και μετά από πολύ κόπο και χρόνο κατάφεραν να στήσουν εταιρείες που εισάγουν τα υαλόχελα από το εξωτερικό και τα εκτρέφουν, μεγαλώνουν και μεταποιούν στην Ελλάδα. Τέτοιες επιχειρήσεις υπάρχουν στην Άρτα, στην Χαλκιδική και στα Ιωάννινα.  

Η τιμή του καπνιστού χελιού ανά κιλό σήμερα, ανέρχεται στα 76-80 ευρώ. Να σημειώσουμε ότι η εκτροφή και η μεταποίηση του χελιού ήταν μια διαδικασία που σχεδόν κανείς δεν γνώριζε στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε επίπεδο εντατικής παραγωγής με σκοπό την εμπορία. Ενώ το αλιευτικό προϊόν θα μπορούσε να αναβαθμιστεί και να πολλαπλασιαστεί το ελληνικό κράτος και το Υπ. Γεωργίας δεν έκαναν τίποτε. Μετά από μελέτη και αναζήτηση οι ανωτέρω εταιρείες κατάφεραν να παράγουν συστηματικά χέλια. Κι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα για την οικονομία της πατρίδας μας. Σκεφτείτε το ίδιο να γινόταν από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον καθένα από εμάς – που μπορεί – σε όλους τους τομείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας, αλιείας, βιοτεχνίας, βιομηχανίας, πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα μας έχει μοναδικά στρατηγικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων χωρών.

Για την Ενωμένη Ρωμηοσύνη,

Αντώνης Καλόγηρος

Εκπαιδευτικός-οικονομολόγος

 

[1] Βλέπε βιβλίο: ‘’Οι ‘’Άγνωστες’’ πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας και η πολιτική τους σημασία’’, Σωτ.Α.Σοφιανόπουλος, Αθήνα 2003.

[2] Βλέπε τον τόμο της Στατιστικής Επετηρίδας της Ελλάδας 2009-2010 στην ενότητα Γεωργία-Κτηνοτροφία-Δάση-Αλιεία http://www.statistics.gr/  

[3] Τα στοιχεία προέρχονται από τον Food and Agriculture Organization, FAO, ο οποίος είναι διεθνής διακρατικός οργανισμός και αποτελεί εξειδικευμένη διεύθυνση του Ο.Η.Ε.

[4] Τις φωτογραφίες 2 και 4 αντλήσαμε από εδώ. Στην σχετική ανάρτηση μπορείτε να δείτε πλήθος φωτογραφιών σχετικά με την συλλογή, αποθήκευση κλπ του χαρουπιού.

[5] Για την ενότητα αυτή βασιστήκαμε σε σχετικό άρθρο του Τάσου Αναστάση από την Κυπριακή ιστοσελίδα offsite.com.cy εδώ.

[6] Για την ενότητα αυτή αντλήσαμε πληροφορίες από τον παρακάτω σύνδεσμο εδώ όπου στο τέλος της ανάρτησης θα βρείτε λοιπές πηγές και από σχετικό σύνδεσμο εδώ.