Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου κ. κ. Θεόκλητο, τόσο γιά τήν ὁλόθυμη ἀρχιερατική του εὐλογία νά ὁμιλήσω στήν ἀποψινή ἐκδήλωση τοῦ Σωματείου «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη» ὅσο καί γιά τήν τιμητική παρουσία του σέ αὐτήν. Τόν εὐχαριστῶ γιά τήν καρδιακή ἀναφορά του στό πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καί Καθηγουμένου μας, Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, τοῦ ὁποίου τήν πνευματική παρακαταθήκη ἡ Ἱερά Μονή μας αἰσθάνεται ὡς μεγάλη εὐλογία. Ἡ τιμή πού ἀφειδώλευτα ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε πρός τό πρόσωπο τοῦ ὁμιλοῦντος ἀντανακλᾶ τήν μεγάλη του ἀγάπη καί τόν εὐχαριστῶ.
Συγχαίρω τόν Πρόεδρο τῆς «Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης» καί τούς συνεργάτες του γιά τήν διοργάνωση τῶν τριήμερων ἐκδηλώσεων «Στούς πρόποδες τοῦ Ἄθωνα» στήν ὄμορφη καί ἱστορική πόλη τῆς Ἱερισσοῦ ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τοῦ Ἀριστοτελείου Πολιτιστικοῦ Κέντρου τῆς πόλεως. Εὐχαριστῶ τό Διοικητικό Συμβούλιο τῆς Ε.ΡΩ. γιά τήν πρόσκληση νά ὁμιλήσω καί εὔχομαι νά τούς ἐνδυναμώνῃ ὁ Θεός στό ἔργο, τό ὁποῖο ἐπιτελοῦν στίς δύσκολες στιγμές πού διέρχεται ἡ πατρίδα μας.
Εὐχαριστοῦμε ὅλοι τόν Δήμαρχο Ἱερισσοῦ καί τήν Πρόεδρο τοῦ Πολιτιστικοῦ γιά τήν φιλοξενία τῆς ἐκδηλώσεως στό πανέμορφο αὐτό ἀμφιθέατρο.
Στά μέλη καί τούς φίλους τῆς Ε.ΡΩ. πού ἤλθατε ἐδῶ ἀπό ὅλη τῆς Ἑλλάδα, μεταφέρω τίς εὐχές τοῦ σεβαστοῦ μας Καθηγουμένου, Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου, καί εὔχομαι τό προσκύνημά σας νά εἶναι γεμᾶτο μέ τίς εὐλογίες τῆς Παναγίας μας.
ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΛΕΞΑΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
Πρῶτον, ἤρθατε μέλη τῆς Ε.ΡΩ. ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα γιά νά ζήσετε ἕνα τριήμερο στούς πρόποδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νά κάνετε τόν περίπλου τῆς ὑπερχιλιόχρονης πνευματικῆς αὐτῆς παλαίστρας, στήν ὁποία χιλιάδες ψυχές ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν Πνεῦμα. Ἦταν πολύ σωστό νά περιληφθῆ στό πρόγραμμά σας μία ἀναφορά σέ ἐκεῖνα τά πράγματα πού δέν βλέπουν οἱ προσκυνηταί οὔτε μέ τά κιάλια ἀπό τό καράβι οὔτε περιδιαβαίνοντας τίς αὐλές τῶν μοναστηριῶν καί τά καλντερίμια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τά πράγματα ἐκεῖνα πού δουλεύονται μέσα στίς καρδιές καί εἶναι γνωστά στόν μοναχό καί στόν Θεό.
Δεύτερον, ἡ ψυχή ὅλων μας γεμίζει μέ πικρία, θλίψη καί ἀπορία γιά ὅσα γίνονται τόν τελευταῖο καιρό στήν πατρίδα μας μέ τήν διδασκαλία ἐφέτος θρησκειολογίας στά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου, ὅπως καί μέ τόν προχθεσινό ἄθλιο νόμο γιά τήν λεγόμενη «νομική κατοχύρωση ταυτότητας φύλου» ἀπό τήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν. Πρόκειται γιά πολυμέτωπη ἐπίθεση τῶν δυνάμεων τῆς ἀσεβείας κατά τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας μέ ἄλλοθι τήν δῆθεν πολυπολιτισμικότητα. Ἡ θλίψη ὅμως καί ἡ ἀπραξία δέν εἶναι λύσεις. Χρειάζεται πολυμέτωπη ἀντίσταση, καί ἡ ἀντίσταση προϋποθέτει ἡρωικό φρόνημα. Ἡ μοναχική ἄσκηση εἶναι τό λίκνο πού ἀνασταίνει τούς ἀγωνιστές τῆς εὐσεβείας. Κάποτε οἱ μανάδες μας ἔκαναν μετάνοιες, γονάτιζαν μπροστά στά εἰκονίσματα, νήστευαν, κρατοῦσαν τήν τιμή τῆς οἰκογένειας. Καί οἱ πατεράδες μας μέ τόν ἱδρῶτα τους ἔβγαζαν τό ψωμί τῶν παιδιῶν τους. Τό εἶχαν γιά ἀτιμία νά κλέψουν, νά ἀτιμάσουν τήν τιμή ἄλλου σπιτικοῦ. Εἶχαν φόβο Θεοῦ, εἶχαν σέβας. Ἔκαναν λάθη, ἀλλά δέν τά ἔκαμναν δόγματα καί νόμους. Θέλησα λοιπόν νά σᾶς μιλήσω γιά ἐκεῖνα τά ἀγωνίσματα πού κάνουν τόν ἄνθρωπο «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». Καί,
Τρίτον, ἡ «Κλῖμαξ», τό ἀλφαβητάρι τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, γράφει: «Φῶς μέν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δέ κοσμικοῖς μοναδική πολιτεία». Θέλησα νά ἀνταποκριθῶ στόν κόπο σας, πού σᾶς ἔφερε μέχρι τούς πρόποδες τοῦ Ἄθωνα, μέ λόγια πού εἶναι φῶς γιά τήν δική σας ζωή. Τά δικαιοῦσθε, διότι εἶστε ἀδελφοί ἀγωνιστές. Κοπιάζετε στήν κοινή χριστιανική μας ζωή, ἔχετε ὅραμα ζωῆς τήν κατά Χριστόν θέωση. Ἔχετε τούς καλούς σας πνευματικούς πατέρες, πού σᾶς καθοδηγοῦν μέ ἀσφάλεια σέ αὐτόν τόν στόχο. Ὅλοι ἔχουμε τήν κοινή μας Μητέρα, τήν Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία μᾶς χειραγωγεῖ σέ αὐτήν τήν πορεία. Ὅ,τι θά πῶ, θά εἶναι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας γιά ὅλους μας. Δέν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό ἐκεῖνα πού λέει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ἀκριβῶς τό ἴδιο, μόνο ὅπως τά ζοῦν οἱ μοναχοί, μιᾶς καί τό ζητάει ἡ ἡμέρα.
ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Γιά νά μπορέσουμε νά μιλήσουμε γιά τήν μοναχική ἄσκηση καί τούς καρπούς της, πρέπει προηγουμένως νά βάλουμε τίς σωστές θεολογικές βάσεις: Ἡ πρώτη βάσις εἶναι τό γεγονός τῆς Πτώσεως τῶν Προπατόρων μας, ἡ δεύτερη βάσις εἶναι τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τρίτη εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀνάμεσά μας ζοῦν οἱ Ἅγιοί μας. Θά ἑρμηνεύσουμε εὐθύς ἀμέσως τίς θεολογικές αὐτές βάσεις τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως μέ γνώμονα τήν διδασκαλία καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Τό γεγονός τῆς Πτώσεως.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε σῶμα καί ψυχή, ἀλλά στολίσθηκε μέ ὅλη τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό μέ τήν λαμπρότητα τῆς θείας Χάριτος. Τά χαρίσματα, γιά τά ὁποῖα μιλάει ἡ Γένεσις, ἦταν χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν βασιλεύς, προφήτης καί ἱερεύς ὁ Ἀδάμ.
Ὅμως πλάσθηκε μέ κυριότερο στοιχεῖο τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τήν ἐλευθερία. Ἦταν κεκλημένος νά ὁμοιάσει στόν Πλάστη καί Δημιουργό του, προσφέροντάς Του τήν ἐλευθερία του. Ἡ ἐλευθερία ὅμως δέν ἦταν κάποιο ἀόριστο ἰδεολόγημα. Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐντελέχεια τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη του μποροῦσε νά κινηθῆ μέ τρόπο φιλόθεο ἤ μέ τρόπο φίλαυτο. Εἶχε δυνατότητα ὁ Ἀδάμ νά θεωθῇ μέ τήν ὑπομονή στήν τήρηση τῆς θείας ἐντολῆς. Προτίμησε ὅμως νά ἀναζητήσει ἐγωκεντρικά τήν θέωση. Παρήκουσε καί ἔχασε τήν θέωση. «Ἐψεύσθη Ἀδάμ καί θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονε», λέγει τό ὡραῖο τροπάριο.
Σάν συνέπεια τῆς παρακοῆς συνέβησαν τότε στήν ζωή τοῦ πρωτοπλάστου δύο συνταρακτικά πράγματα.
Τό ἕνα εἶναι ὅτι ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε τήν θεία γνώση, εἶχε τήν γνώση τῶν ὄντων, εἶχε τήν θεία υἱοθεσία. Μέ τήν παρακοή του ἔχασε καί τήν Χάρη καί τά χαρίσματα.
Τό δεύτερο εἶναι ὅτι ντύθηκε τήν φθορά καί τόν θάνατο. Καθώς ἦταν χωρισμένος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπό τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ, ἡ φθορά καί ὁ θάνατος κυριάρχησαν στήν ψυχή καί στό σῶμα του. Ἐνέδυσε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο μέ δερματίνους χιτῶνες. Ὁ πρώην ἀνενδεής καί ἀθάνατος περιεβλήθη τήν ἀρρώστεια, τόν πόνο, τό ἄγχος, τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου, τόν κόπο γιά ἐπιβίωση, γιά αὐτοσυντήρηση, καί τελικά τόν ἴδιο τόν θάνατο. Τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ καρδία μας γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Κύριος, ἔγινε θέατρο τῶν πιό παραλόγων παθῶν: «Ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15, 19). Αὐτός εἶναι ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος, μέ τόν ὁποῖον γεννιόμαστε καί πορευόμαστε.
Τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός Λόγος, σύμφωνα μέ τήν προαιώνια βουλή τοῦ τρισαγίου Θεοῦ, γίνεται ἄνθρωπος καί προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση μας,ὄχι ὅμως καί τήν ἁμαρτία μας. Προσλαμβάνει τήν φθορά μας καί τόν θάνατό μας, ὥστε νά τά καταργήσει. Προσλαμβάνει τήν φύση μας, γιά νά τήν θεώσει. Στό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση λάμπει πάλι μέ τήν πρωτόκτιστη καθαρότητα, μέ τό πρωτόκτιστον κάλλος. Ἡ δόξα τῆς θείας Μεταμορφώσεως, ἡ δόξα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως, εἶναι ὁ καρπός τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων ἀνάμεσά μας.
Ἔκτοτε, ὅσοι ἐπόθησαν «ἐξ ὅλης καρδίας» νά ὁμοιάσουν στόν Χριστό, ἐνδύθηκαν τήν Χάρητοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά Ἱερά Μυστήρια, καί ἀγωνίσθηκαν μέ ὅλη τους τήν ψυχή νά ἀποκτήσουν τήν πρωτόκτιστη λαμπρότητα. Αὐτοί εἶναι ἡ λαμπρή χορεία τῶν Ἁγίων μας. Ἐπόθησαν καί ἀγωνίσθηκαν. Ἀγωνίσθηκαν καί λαμπρύνθηκαν. Λαμπρύνθηκαν καί ἔζησαν. Ζοῦν αἰώνια μαζί μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός γι’ αὐτούς εἶναι τό πᾶν, ἡ λαχτάρα κάθε ἁγιαζομένης ψυχῆς. Ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Οἴδαμεν ὅτι ἐὰν φανερωθῇ ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστιν» (Α’ Ἰω. 3, 3).
Βεβαίως, ὅταν φανερωθῆ ὁ Χριστός μέ τήν δόξα τῆς Βασιλείας Του, θά λάμψουν μαζί Του καί οἱ Ἅγιοι. Ἀλλά ἡ ἐμπειρία τῆς θείας λαμπρότητος ἔχει δοθῆ στούς Ἁγίους μας ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή. Τό γνωρίζουμε ἀπό τά συναξάρια, ἀλλά πολλοί ἀπό ἐμᾶς εἶδαν τήν λαμπρότητα αὐτή στούς συγχρόνους Ἁγίους μας. Ψηλάφησαν, θά λέγαμε, τήν θεία λαμπρότητα καί μποροῦν νά μᾶς τήν περιγράψουν.
Δέν ὑπάρχει πιό δυνατό κίνητρο γιά τήν μοναχική ἄσκηση ἀπό τήν γνωριμία μέ ἕναν Ἅγιο. Γι’ αὐτό πολύ σωστά τονίζεται ὅτι ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἦταν ἀπό ἐκείνους πού συνετέλεσαν στήν ἐπάνδρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν περίοδο τοῦ ’70 καί ’80.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Δίδεται λοιπόν ἡ θεία Ζωή σέ ὅσους τήν ἐπιποθοῦν. Ὅπως πολύ ὡραῖα τό λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ἡ Ζωή τοῦ Χριστοῦ γίνεται δωρεάν δική μας ζωή μέ τά ἱερά Μυστήρια, μέ τό Βάπτισμα, μέ τό Χρῖσμα τῶν θείων χαρισμάτων, μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του. Καί ἀπομένει ἡ ἄσκηση, γιά νά κρατήσουμε τό δῶρο, νά φυλάξουμε τήν θεία δωρεά.
Τήν φτώχεια μας τήν ξέρουμε. Εἶναι τά πάθη μας. Τά βλέπουμε. Τά βρίσκουμε κάθε μέρα μπροστά μας. Μέσα μας καί γύρω μας. Μᾶς κυκλώνουν σάν ἕνα πνευματικό σκοτάδι. «Πάντες ὑστερούμεθα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Σκοτάδι εἶναι τό μῖσος, ἡ ἔχθρα, ἡ κακή ἐπιθυμία, ἡ ὀλιγωρία, ἡ ἄγνοια, ἡ πλάνη. Καί ἐμεῖς ἀναζητοῦμε τήν ἀγάπη, τήν ἐπιείκεια, τήν προθυμία, τήν πνευματική γνώση, τήν σύνεση, τά ὁποῖα εἶναι Φῶς. «Τά πάθη μας εἶναι σάν ἕνα χάλκινο τεῖχος, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό», λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί ἐδῶ ἔχει σημασία νά δοῦμε τήν μέθοδο τῆς ἀσκήσεως γιά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες περιγράφουν τό τριμερές τῆς ψυχῆς: τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν. Οἱ ψυχικές αὐτές λειτουργίες ἄλλαξαν προσανατολισμό μέ τήν Πτώση. Ἡ ἐπιθυμητική δύναμις, λέει ὁ ἅγιος Καβάσιλας, δημιουργήθηκε γιά νά χωρέσει τόν Ἄπειρο Θεό μέ μία ἄπειρη ἀγάπη. Τό θυμικό εἶναι ἡ δύναμις τῆς θελήσεως: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Καί ὁ νοῦς πλάσθηκε γιά νά θεωρεῖ τόν ἀθέατο Θεό.
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, στό λογιστικόν διακρίνουμε τίς ἑξῆς τρεῖς δυνάμεις: τόν νοῦ, τήν διάνοια, τήν φαντασία. Μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τά λειτουργήματά τους. Ἕνας πολυμαθής ἐπιστήμων μέ ἀνεπτυγμένη διάνοια δέν σημαίνει πώς ἔχει καί ὑγιῆ νοῦ, ἐάν ὁ νοῦς του δέν ὁρᾶ τόν Θεό. Μία διάνοια μέ περιορισμένες δυνατότητες δέν ἐμποδίζει τόν νοῦ νά ἔχει θεοπτία. Στίς ἡμέρες μας ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἦταν ἄνθρωπος μέ μεγάλα διανοητικά χαρίσματα καί ταυτόχρονα μέ νοῦ θεοπτικό. Τέτοιοι ἦσαν οἱ μεγάλοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι εἶδαν μέ τόν νοῦ, τό ἀνέπτυξαν μέ τήν διάνοια. Ἀλλά καί ἡ φαντασία, πού σέ ἐμᾶς εἶναι τόσο ἐμπαθής, στίς ψυχές τῶν ἁγιασμένων ἀνθρώπων εἶναι καθαρή. Εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἀγώνας νά κρατᾶμε καθαρή τήν φαντασία μας. Ὁ ἀγωνιστής φέρνει γρήγορα καλές φαντασίες, ὅταν βλέπει τόν διάβολο νά σπέρνει στόν νοῦ ἁμαρτωλές φαντασίες. Ἡ φαντασία εἶναι πρόχειρη εἴσοδος τῆς ψυχῆς. Ὁ διάβολος τήν βρίσκει σχεδόν πάντα ἀνοιχτή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τότε δέν προλαβαίνουν οἱ φαντασίες νά μολύνουν τόν νοῦ. Ἐξοστρακίζονται ἀπό τόν ἀκοίμητο φύλακα, πού εἶναι ὁ νηπτικός νοῦς.
Ἡ νῆψις εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ μοναχικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, γενικότερα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγῶνος. Νηπτική ἐργασία σημαίνει ἐγρήγορση. Παρατηρεῖ ὁ νοῦς τίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς: ποιοί λογισμοί, ποιά συναισθήματα, ποιές ἀρετές, ποιά πάθη κινοῦνται στήν ψυχή. Καί καταλαβαίνει ποιά πάθη εἶναι ἀκόμη κρυμμένα καί πρέπει νά ἀσχοληθῆ μαζί τους.
Ἀντίθετα μέ τόν κοσμικό χριστιανό, ὁ ὁποῖος εἶναι πνιγμένος στίς ἀναγκαῖες καί τίς μή ἀναγκαῖες μέριμνες, ὁ μοναχός ἔχει χρόνο νά ἐργασθῆ νηπτικά. Ἑπτά ὧρες τήν ἡμέρα, ὅσο διαρκοῦν οἱ καθημερινές ἀκολουθίες, εἶναι ἀρκετός χρόνος γιά νά στρέψει τόν νοῦ του στήν καρδιά καί νά ἐντοπίσει τούς κινδύνους, τίς ἐνδεχόμενες πτώσεις καί τίς ἐνέργειες τῆς Χάριτος. Εἶναι καί ὁ χρόνος τοῦ μοναχικοῦ κανόνος.
Τό θυμικόν εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο. Στήν κοσμική ζωή μποροῦμε εὔκολα νά καταλάβουμε τήν λειτουργία του. Δέν μπορῶ νά ξυπνήσω τό πρωί τῆς Κυριακῆς γιά μία ὥρα ἐκκλησιασμό, ἐπειδή εἶμαι κουρασμένος ἀπό τήν ἑβδομάδα πού πέρασε. Ἔχω δῆθεν τήν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῶ μέχρι τίς 10.00’ τό πρωί καί μετά ἥσυχα-ἥσυχα νά πάρω τόν καφέ, νά χαλαρώσω. Εἶμαι ὅμως πρόθυμος, παρά τήν κούραση τῆς ἑβδομάδος, νά σηκωθῶ τήν Κυρική τό πρωί στίς 4.00’ καί νά φύγουμε γιά κυνήγι στά βουνά, ἀνεβοκατεβαίνοντας μέχρι τό βράδυ τίς βουνοπλαγιές. Τό ἴδιο παθαίνει καί ὁ μοναχός. Ἄν εἶναι στό θέλημά του, ἔχει δυνάμεις νά ἰσοπεδώσει τόν Ἄθωνα. Ἄν τοῦ κόψεις τό θέλημα, δέν ἔχει κουράγιο νά πάει στήν Λειτουργία.
Οἱ ἐπιθυμίες μας εἶναι ἐκεῖνες πού καθορίζουν μέ πόση δύναμη θά θελήσουμε νά ἀγωνισθοῦμε στόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει ἀνύστακτους στήν Ἀκολουθία, στήν ἄσκηση. Μία προσκόλληση στά ἐφήμερα, οἱ κοσμικές ἐπιθυμίες, κάνουν τόν μοναχό δυσκίνητο. Ἡ ἐλευθερία ἀπό τά γήινα τόν κάνει ἀετό ὑπόπτερο.
Τό καθαρό ἐπιθυμητικό κάνει καθαρό καί τό θυμικό. Καί ἡ καθαρότητα αὐτῶν τῶν δύο κάνει καθαρό τό λογιστικό. Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Παλαμᾶς: «οὐκ ἄν ποθ’ ὑγιές ὀφθείη, οὔτε τό τῆς ψυχῆς θυμούμενον, μή τῆς ἐπιθυμίας ἰαθείσης˙ οὔτε τό λογιζόμενον, μή ἄμφω τούτων προτεθεραπευμέ¬νων». Δηλαδή, πρῶτα θά καθαρθῆ τό ἐπιθυμητικό, διότι ἔτσι θά μπορέσει τό θυμικό νά βρῆ τήν καθαρότητά του. Καί κατόπιν, ἀφοῦ θά εἶναι καθαρά αὐτά τά δύο, θά ἔρθη ἡ καθαρότης τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ὁπότε ὁ νοῦς θά βλέπει τόν Θεό ὡς Φῶς.
Αὐτός ὁ ἀγώνας τῆς νηπτικῆς ἐργασίας, ἄς μή θεωρηθῆ ἀδύνατος στίς ἡμέρες μας. Οἱ ἅγιοι Πορφύριος καί Παΐσιος δέν ἦταν πολύ παλαιοί. Ἀγωνίσθηκαν στίς μέρες μας, καί μᾶς ἔδειξαν τόν δρόμο. Ὁ γερο-Παΐσιος ἔλεγε νά κάνουμε καλούς λογισμούς, καί ὅ,τι κάνουμε νά τό κάνουμε μέ φιλότιμο. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τό εἶδος τῶν λογισμῶν καί ἀπό τόν βαθμό τῆς προθυμίας θά καταλάβουμε ποιά πάθη κινοῦνται μέσα μας καί ποιές ἐπιθυμίες μᾶς κυριεύουν. Τότε γεννιέται ἡ καθαυτό ἐργασία μας, πού εἶναι ἡ καθημερινή μετάνοια.
Λένε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅτι ὁ καλόγερος βάζει κάθε μέρα ἀρχή μετανοίας.
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ
Ποιά πνευματικά ἐργαλεῖα ἔχει ὁ μοναχός σέ αὐτόν τόν ἀγῶνα;
Θά συνοψίσω τά ἀγωνίσματα τοῦ μοναχοῦ σέ τρία βασικά, διότι αὐτά τόν βοηθοῦν πολύ στήν καθημερινή του μετάνοια.
Τό πρῶτο ἀγώνισμα εἶναι ἡ ὑπακοή.
Εἶναι ἄπειρες οἱ εὐκαιρίες γιά νά κάνει ὁ μοναχός ὑπακοή. Κυρίως στόν γέροντα, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ὑποτακτικό, ἀλλά καί στούς ἀδελφούς. Στά γεροντικά ὑπάρχουν ὡραῖες διηγήσεις γιά τήν ὑπακοή τῶν ὑποτακτικῶν σέ δύσκολες περιπτώσεις, ὅπως ἐκείνη πού ἔστειλε ὁ γέροντας τόν μοναχό νά φέρει νερό ἀπό τόν Νεῖλο σέ περίοδο πού οἱ κροκόδειλοι ἦσαν ἀπειλητικοί γιά κάθε ἕναν πού πλησίαζε. Ἡ διήγηση λέγει ὅτι ὁ ὑποτακτικός μέ τήν Χάρη τῆς ὑπακοῆς ἀνέβηκε στήν πλάτη τοῦ κροκοδείλου, πῆρε νερό ἀπό τά βαθειά τοῦ ποταμοῦ καί γύρισε στόν γέροντα χωρίς ἴχνος ὑπερηφάνειας, γύρισε μέ τήν συνείδηση ὅτι ἔκανε κάτι πολύ φυσιολογικό.
Θά ἤθελα νά σταθοῦμε στήν βαθύτερη ἔννοια τῆς ὑπακοῆς. Ὁ γέροντας ἔχει κληθῆ ἀπό τόν Θεό νά ἀναζητεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ὑποτακτικό, καί ὁ ὑποτακτικός καλλιεργεῖ μία μόνιμη διάθεση νά ἀποφεύγει τίς πρόχειρες φίλαυτες δικαιολογίες. Κανείς δέν κάνει τό δικό του θέλημα, ἀλλά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε: «οὐκ ἦλθον ἵνα ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν ἀλλά τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Στήν ὑπακοή ἀποκαλύπτεται καί ἀνακαλύπτεται ὁ Χριστός.
Κάποτε ρωτήσαμε τόν μακαριστό Γέροντά μας, τόν π. Γεώργιο Καψάνη: «Γέροντα, πῶς θά ἀποκτήσουμε ἐλευθερία;». Ἐννοούσαμε τήν ἐσωτερική ἐλευθερία. Μᾶς ἀπάντησε: «Μέ τήν ὑπακοή».
Εἶχε δίκαιο. Ὅλες οἱ ἐντάσεις, οἱ ἐσωτερικές καί οἱ ἐξωτερικές, προέρχονται ἀπό τό ἐγωκεντρικό θέλημα. Ἡ ὑπακοή ἐλευθερώνει. Εἰρηνεύουν οἱ λογισμοί. Ἔρχεται χαρά καί εἰρήνη στήν καρδιά. Ἡ διάθεση εἶναι εὐχάριστη. Ἡ προσευχή γίνεται ἀνεμπόδιστα. Τό διακόνημα γίνεται χαρούμενα. Μία προθυμία σέ ὅλα, πού βοηθᾶ ὅλη τήν Ἀδελφότητα. Ἀντίθετα, τό θέλημα καί ἡ ἀνυπακοή φέρνουν ταραχή, σύγχυση στούς λογισμούς, ὅλα πᾶνε πίσω.
Τό δεύτερο ἀγώνισμα εἶναι ἡ θεία λατρεία.
Ἑπτά ὧρες καθημερινῶς. Στίς ἑορτές καί τίς ἀγρυπνίες ἡ λατρεία γίνεται δέκα καί δώδεκα ὧρες, καί στίς πανηγύρεις δεκαπέντε ὧρες. Εἶδα μοναχούς πού ἀκολουθοῦν μέ συνέπεια τήν λατρευτική ζωή τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἡ προθυμία καί ἡ ὑπομονή στήν λατρεία φανερώνουν τόν βαθμό τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό. Καί τά πατερικά βιβλία καί οἱ γεροντάδες τῶν μοναστηριῶν συμβουλεύουν νά μή ἔχουμε τήν Ἀκολουθία ὡς πάρεργο ἀλλἀ ὡς τό κυρίως ἔργο. Νά πῶς περιγράφει ὁ μακαριστός Γέροντάς μας, ὁ π. Γεώργιος, τό ζήτημα: «Στήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχός ἐπίσης παραδίδεται μέ ἀγάπη στόν Θεό καί ὁ Θεός παραδίδεται σ᾿ αὐτόν. Πολλές ὧρες κάθε ἡμέρα ὁ μοναχός τίς περνᾶ στόν Ναό λατρεύων τόν ἀγαπώμενο Κύριο. Ἡ μετοχή του στή Λατρεία δέν εἶναι «ὑποχρέωσι», ἀλλά ἀνάγκη τῆς ψυ¬χῆς του πού διψᾶ τόν Θεό. Στά Ἁγιορείτικα Μοναστήρια κάθε ἡμέρα τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία καί οἱ μοναχοί δέν βιάζονται νά τελειώση ἡ ἀκολουθία, ὅσες ὧρες καί ἄν διαρκῆ, γιατί δέν ἔχουν νά κάνουν κάτι καλλίτερο ἀπό τό νά εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν Λυτρωτή, τήν Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ καί τούς φίλους τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἔτσι ἡ Λατρεία εἶναι χαρά καί πανηγύρι, ἄνοιξι τῆς ψυχῆς καί πρόγευσι τοῦ Παραδείσου» (Εὐαγγελικός Μοναχισμός, περιοδ. Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, τ. 1/1976).
Οἱ ὧρες τῆς θείας Λατρείας εἶναι γιά τόν μοναχό ἕνα ὑποδειγματικό σχολεῖο Ὀρθοδόξου Πίστεως καί πνευματικότητος. Γράφει ὁ π. Γεώργιος: «Στήν Θεία Λατρεία [ὁ ἄνθρωπος] διδάσκεται καί βιώνει τό ὀρθόδοξο δόγμα, ὅπως καί τό ὀρθόδοξο ἦθος. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ὑμνολογία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι συναισθηματική, οὔτε ἠθικιστική. Εἶναι δογματική. Λατρεία, δόγμα καί ἦθος περιχωροῦνται καί συνδέονται ὀργανικά μεταξύ των» (Ἡ Θεία Λατρεία στό Ἅγιον Ὄρος, περιοδ. Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, τ. 13/1988). Ὁ μοναχός διδάσκεται ὄχι ἀπό πανεπιστημιακά ἐγχειρίδια ἀλλά ἀπό τήν σοφία τῆς Ἐκκλησίας πού βρίσκεται κατασταλαγμένη στήν ἱερή ὑμνολογία. Κάθεται στό στασίδι του καί μέσα στήν ἡσυχία τῆς λατρείας μορφώνεται θεολογικά καί ἠθικά, μέ παιδαγωγικά πρότυπα τούς ἁγίους Πατέρες, μάρτυρες, ὁμολογητές καί ὁσίους.
Ἡ θεία Λατρεία ἔχει οὐσιαστική παιδαγωγική σημασία. Ὁ μητροπολίτης Ἀμφιλόχιος (Ράντοβιτς) σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ: «Τήν ὥραν τῆς λατρείας καί ὁποιασδήποτε ἀκολουθίας ὁ ἄνθρωπος διδάσκεται πῶς πρέπει νά πιστεύῃ, πῶς πρέπει νά ζῇ, πῶς πρέπει νά δρᾷ, πῶς πρέπει νά ἀγαπᾷ· ἀποκτᾷ τόν νοῦν τοῦ Χριστοῦ, τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων καί τό καθολικόν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ (ἑπομένως καί τοῦ ἱερέως) καί ἡ καθημερινή δρᾶσίς του παύσῃ νά εἶναι προέκτασις τῆς λατρείας καί νά πηγάζῃ ἀπό τό φρόνημά της, τότε ὁ χριστιανός αὐτός γίνεται «δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (Ἰακ. 1, 8)… Ἡ λατρεία δέν εἶναι μέσον· εἶναι τρόπος ὑπάρξεως. Ἀναφέρεται καί προσφέρεται μόνον εἰς τόν Θεόν: πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει» (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 7-8).
Αὐτή ἡ τελευταία φράση συγκλονίζει τόν μοναχό. Ἡ λατρευτική του ζωή πρέπει νά εἶναι τέτοια πού νά ἁρμόζει στήν μεγαλειότητα τῆς θείας φύσεως!
Οἱ συμβουλές τῶν γερόντων νά μή μιλᾶμε τήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, νά μή μπαινοβγαίνουμε στόν ναό, νά κάνουμε ὑπομονή, νά διώχνουμε τήν ὀκνηρία, νά συμμαζεύουμε τόν νοῦ μας στά γράμματα πού διαβάζονται ἤ ψάλλονται, εἶναι τά πρῶτα ἐγκύκλια μαθήματα λατρευτικῆς ζωῆς. Τά ἀνώτερα μαθήματα τά μαθαίνει ὁ μοναχός ἀπό τήν προσωπική του λατρευτική πεῖρα. Ἐκεῖ ὑπάρχουν βιώματα θείων ἐνεργημάτων, «ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Τό τρίτο ἀγώνισμα εἶναι τό διακόνημα.
Μέ τό διακόνημα ὁ μοναχός ἔχει τήν εὐκαιρία νά προσφέρει τά χαρίσματά του στό σύνολο τῆς Ἀδελφότητος. Αὐτό εἶναι μία δημιουργία, καί σάν τέτοια εἶναι μία καλή ἀπάντηση σέ ὅσους, ἀγνοώντας τήν σημασία τοῦ ἐν Χριστῷ ἁγιασμοῦ, ἀπερίσκεπτα ρωτοῦν: «καί τί κάνει ὁ μοναχός;». Καί μόνον ὅτι ἐργάζεται καί προσφέρει ἀνιδιοτελῶς τόν κόπο του στό κοινωνικό του σύνολο εἶναι πολύ σημαντικό πρᾶγμα, διότι ἐκφράζει φιλαδελφία. Προσφέρει τούς δικούς του κόπους γιά ὅλους καί γιά τόν καθένα.
Ὅμως τό διακόνημα ἔχει καί ἄλλη διάσταση, πολύ σημαντικότερη, σχεδόν ἁγιαστική.
Στά μοναστήρια θεωροῦν σημάδι πνευματικῆς προκοπῆς τό νά ἔχει περάσει ὁ μοναχός ἀπό ὅλα τά διακονήματα. Γιατί;
Διότι στό διακόνημα, στίς σχέσεις μέ τούς συνδιακονητές, ὅπως καί σέ κάθε οἰκογένεια, ἐκδηλώνεται ὁ βαθύτερος ἑαυτός μας. Στό διακόνημα ὁ μοναχός θά δείξει τίς ἱκανότητές του ἀλλά καί τίς ἀδυναμίες του, τά πάθη καί τίς ἐλλείψεις του, θά ἀποκαλύψει τρόπον τινά τόν ἑαυτό του. Ὅσο πιό εὐρύ εἶναι τό φάσμα τῶν διακονημάτων, στά ὁποῖα ἀπασχολεῖται ὁ μοναχός, τόσο περισσότερες πτυχές τῶν ψυχικῶν του ἀδυναμιῶν θά ἀποκαλυφθοῦν. Ἑπομένως τόσο περισσότερες εὐκαιρίες δίνονται γιά νά καλλιεργήσει βαθύτερη καί οὐσιαστικότερη μετάνοια. Θά κουρασθῆ π.χ. καί θά τοῦ βγῆ γκρίνια. Θά ἐπιτύχει σέ κάτι καί θά νοιώσει ἔπαρση, ἐνδεχομένως ἀλαζονία, καί θά καταφρονήσει τόν συνδιακονητή. Θά ὀχυρωθῆ ἐνδεχομένως πίσω ἀπό τίς γνώσεις του καί θά προσκρούσει στήν ἀδιάκριτη ὑπακοή.
ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ
Ὅπως βλέπουμε, ἡ πεπτωκυῖα φύση μας μᾶς συνοδεύει. Δέν θά μᾶς ἀφήσει πρίν παραδώσουμε τό πνεῦμα μας στόν Δημιουργό. Ὁ Μ. Ἀντώνιος δέν ἐμπιστευόταν τόν ἑαυτό του οὔτε τήν ὥρα πού ἦταν στήν ἐπιθανάτιο κλίνη. Τοῦ ἔλεγαν οἱ δαίμονες: «Ἀντώνιε, μᾶς νίκησες». Καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Ὄχι ἀκόμα». Ὅταν ἡ ψυχή του φτερούγισε στά οὐράνια, τότε τούς ἀπάντησε: «Τώρα σᾶς νίκησα»!
Οἱ ἐκδηλώσεις τῶν παθῶν μας φανερώνουν καθημερινά τήν στάθμη τῆς πνευματικῆς μας προόδου. Δείχνουν τήν κακία πού ἀπομένει μέσα στήν καρδιά μας. Κάνουν ὅμως καί ἕνα μεγάλο καλό. Γίνονται ἀφορμή γιά βαθύτερο πνευματικό ἀγῶνα. Ἔχω ἀκούσει πολλές φορές χριστιανούς νά ἀπελπίζωνται καί νά παραδίδουν τά ὅπλα, ἐπειδή συνέβη μία πτώση ἤ ἐπειδή ἕνα πάθος εἶναι δύσκολο νά τό διαχειρισθοῦν. Στόν μοναχό οἱ πτώσεις καί οἱ ἀδυναμίες γίνονται εὐκαιρίες γιά πιό οὐσιαστική μετάνοια, γιά πιό θερμή προσευχή, γιά ἀνώτερες σπουδές στήν ταπεινοφροσύνη, γιά ὑψηλότερου ἐπιπέδου ἀποταγή τοῦ κόσμου.
Αὐτά εἶναι σημαντικότερα ἀγωνίσματα ἀπό τά πρῶτα.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὅταν τόν ὁδηγοῦσαν στό Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης γιά νά μαρτυρήσει, εἶπε τόν ἀξιομνημόνευτο λόγο: «Νῦν ἄρχομαι μαθητής εἶναι». Καί ὁ μοναχός πού ἀρχίζει νά ἀγωνίζεται σέ μεγαλύτερα ἀγωνίσματα, στά ὁποῖα τόν ὡδήγησαν οἱ συγγνωστές ἀδυναμίες καί πτώσεις του, τολμᾶ νά ψελλίσει: «Τώρα ἀρχίζω νά εἶμαι μαθητής». Διότι τώρα σπουδάζει σέ βάθος καί μέ κόπο ἐκεῖνα πού πρῶτα τά ἔκανε τυπικά καί εὔκολα.
Κατ’ ἀρχήν ἡ μετάνοια, ὅσο ζοῦμε, δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἀββᾶς Σισώης, ὁ θεόπτης ἀσκητής τῆς Αἰγύπτου, πεθαίνοντας ζητοῦσε ἀπό τόν Κύριο μισή ὥρα παράταση γιά νά προλάβει νά μετανοήσει. Ἔτσι, σέ μικρότερη κλίμακα, ὁ κάθε μοναχός ἀνακαλύπτει ὅτι ἔχει καί ἄλλα στοιχεῖα γιά τά ὁποῖα χρειάζεται χρόνο μετανοίας. Στό μοναστήρι μας, τά γεροντάκια πού γηροκομήσαμε ἔφυγαν ὅλα ἀναπαυμένα, ἀφοῦ ἔκαναν βαθειά καί οὐσιαστική ἐξομολόγηση στόν μακαριστό Γέροντα Γεώργιο. Εἶχαν τακτοποιήσει ὅλες τίς λεπτομέρειες. Μποροῦμε νά τό ποῦμε πιό σωστά: Προσανατόλισαν πρός τόν Χριστό κάποιες μικρές κινήσεις τῆς ψυχῆς τους πού εἶχαν μείνει ἐγωκεντρικά προσανατολισμένες. Τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατηύγασε καί αὐτές. Ἔτσι πορεύθηκαν στόν Χριστό καί εἶναι τώρα μαζί Του.
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι, ἐπίσης, ἕνα δεύτερο ἀναβαθμισμένο μάθημα. Ἕνας διάκονος τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπως λέγει τό Γεροντικό, ἔπεσε σέ σαρκική ἁμαρτία. Ἐξομολογήθηκε στόν Πατριάρχη καί σάν ἀγώνισμα μετανοίας εἶχε ἀναλάβει σκληρή ζωή κλεισμένος σέ ἕνα σπήλαιο. Ἔπεσε ἀνομβρία καί οἱ λιτανεῖες δέν ἔφερναν βροχή. Ὁ Πατριάρχης εἶδε σέ ὀπτασία ὅτι, ἄν δέν προσευχηθῆ ἐκεῖνος ὁ διάκονος, βροχή δέν θά ἔρθει. Ὅλοι ἐν πομπῇ, μέ ἐξαπτέρυγα, πῆγαν νά τόν παρακαλέσουν. Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός. Στήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχη ὁ διάκονος προσευχήθηκε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί.
Ἦταν παλαιότερα ἕνας γερο-Γρηγόριος ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔπινε καί μεθοῦσε. Ἦταν ἕνα πρόβλημα. Ὁ Γέροντας Γεώργιος, θέλοντας νά μᾶς διδάξει νά μή κατακρίνουμε, μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: Συνάντησα τόν γερο-Γρηγόριο στόν ἀρσανᾶ καί τοῦ λέω: «Βρέ γερο-Γρηγόριε, γιατί πίνεις, εὐλογημένε, καί σκανδαλίζεις τόν κόσμο;». Ἐκεῖνος μοῦ λέει: «Γέροντα, ἐσύ βλέπεις ὅτι πίνω καί μεθάω, ἀλλά δέν βλέπεις πόσα δάκρυα χύνω κάθε βράδυ. Θά σοῦ πῶ ὅμως τήν ἱστορία μου, γιά νά καταλάβεις. Ἤμουνα μωρό καί ἡ μητέρα μου μέ πότιζε ρακί, γιά νά κοιμᾶμαι στήν σκιά καί ἐκείνη νά δουλεύει στά χωράφια. Ὅταν ἔγινα παιδί, ἤμουν ἤδη ἀλκοολικός. Ἦρθα σέ ἡλικία παντρειᾶς καί εἶπα: Εἶσαι ἐσύ γιά παντρειά; Νά πάρεις καί ἄλλους ἀνθρώπους στό λαιμό σου;». Ἔτσι ἔγινα καλόγερος. Τώρα ἀγωνίζομαι ὅπως μπορῶ. Ἀλλά νά ξέρεις, Γέροντα, καί ἐσᾶς καί ἐμᾶς ἡ Παναγία θά μᾶς σώσει». Αὐτά ὁ γερο-Γρηγόριος. Οἱ ἀδυναμίες καί οἱ πτώσεις, ὅταν συνειδητοποιοῦνται σωστά, φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Τό ἀγέρωχο ὕφος ταπεινώνεται.
Ἀλλά καί ἡ πεποίθηση στίς ἀρετές μας δίνει τήν θέση της στήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἕνας καλός μοναχός στήν Ν. Σκήτη, ὅταν ἀναχωροῦσε γιά τήν αἰώνια ζωή, ἔλεγε στούς συμμοναστές του: «Πατέρες, ἔζησα ἀνάμεσά σας καί εἴδατε ὅτι ἀγωνίσθηκα. Ὅμως τώρα δέν ἐλπίζω στά κατορθώματά μου. Ἐλπίζω μόνο στό ἔλεος τοῦ Ἐσταυρωμένου».
Ἡ αὐτάρκεια περιορίζεται. Βλέπω μοναχούς ἀπό 80 χρονῶν καί πάνω ταπεινούς στό φρόνημα, διότι νοιώθουν τήν ἀνάγκη τῶν νεωτέρων. Ὁ ἄνθρωπος πού ταπεινώνεται παύει νά γκρινιάζει, διότι ἡ γκρίνια σημαίνει ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει φιλαυτία.
Ἀλλά ταπεινώνεται κανείς καί μέ ἄλλον τρόπο. Γίνεται ἁπλός. Ἡ ἁπλότης εἶναι μεγάλο κατόρθωμα. Γίνεται ὁ ἄνθρωπος σάν παιδί. Κόβονται οἰ κοσμικές προσποιήσεις καί οἱ ἄλλες ὑποκρισίες. Νοιώθει τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ καί δέν νοιάζεται γιά τά σχόλια τοῦ κόσμου. Τό «τί θά ποῦνε οἰ ἄλλοι» κρύβει ἐγωκεντρισμό, ἀνθρωπαρέσκεια καί στό βάθος αὐταρέσκεια. Γελοῖα πάθη, ἀλλά τά παθαίνουμε ὅλοι μας.
Ὅταν ὁ μοναχός ἀντιλαμβάνεται τίς πτώσεις καί τίς ἐλλείψεις του, ἀναλαμβάνει ἕναν ἀγῶνα βαθύτερης ἀποταγῆς. Πρῶτα εἶχε φύγει ἀπό τόν κόσμο, γιά νά ἀγωνισθῆ ἀπερίσπαστος. Τώρα φεύγει ἀπό τοὐς λογισμούς, τίς ἰδέες, τά φρονήματα καί τίς ἐπιθυμίες, πού φέρνουν τόν κόσμο μέσα στό μοναστήρι, ὄχι μέ τό καραβάκι τῆς γραμμῆς ἀλλά μέ τό ἀσύρματο δίκτυο τῆς φαντασίας. Κάνει τώρα ἕνα δεύτερο, πιό οὐσιαστικό, βῆμα. Ἀπομένει βέβαια καί ἕνα τρίτο βῆμα ἀποταγῆς, γιά τό ὁποῖο δέν θά μιλήσουμε τώρα, διότι ὑπερβαίνει τά μέτρα μας.
Ὁ μοναχός πού ἀνακαλύπτει τίς ἀδυναμίες του βαθαίνει ἐπίσης καί τήν προσευχή του, ἡ ὁποία πλέον δέν γίνεται τυπικά. Γιά κάθε ζήτημα τό «ἐλέησόν με» τῆς εὐχῆς γίνεται ἱκεσία καρδιακή. Ἡ καρδιά εἶναι στραμμένη σ’ Ἐκεῖνον πού θά δώσει τήν λύση. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ὄχι μόνο προσευχή ἀλλά προσευχητική κατάσταση. Ὁ νοῦς του, ἡ καρδιά του, προσεύχονται χωρίς φωνή, χωρίς λόγια. Ἔτσι εἶναι ἐν Θεῷ χωρίς νά τό καταλάβει.
ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
Τί κερδίζει ὁ μοναχός ἀπό τόν ἀγῶνα του;
Πρέπει νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Ἡ ψυχή μας περιμένει ἕνα κέρδος. Δέν μπορεῖς νά ζήσεις χωρίς νά περιμένεις κάτι. Συνήθως προσδοκοῦμε κάτι μέ φιλαυτία, ἀλλά τό ἀληθινό κέρδος εἶναι νά προσδοκοῦμε τόν Χριστό μέ φιλοθεΐα. Τότε χαιρόμαστε μέ τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Χριστός θέλει ἔτσι νά χαιρόμαστε. Αὐτά πού πιό πρόχειρα ἀπό ἄλλα τά αἰσθανόμαστε καί χαιρόμαστε εἶναι τά ἑξῆς:
Πρῶτον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι χαρούμενος. Δέν ἔχει λόγο νά στενοχωρεῖται, ἀφοῦ γιά ὅλα, καί τά εὐχάριστα καί τά δυσάρεστα, γνωρίζει καί φροντίζει ὁ Θεός. Τήν χαρά μᾶς τήν κλέβουν οἱ λογισμοί καί τήν ἐξαφανίζουν οἱ πονηρές ἐπιθυμίες. Ἀλλά ὁ ἀγωνιστής μοναχός διώχνει τούς λογισμούς πρίν προλάβουν νά θρονιαστοῦν στόν νοῦ. Ἐπαναλαμβάνει τόν λόγο τοῦ Ψαλμοῦ: «Βαβυλών ἡ ταλαίπωρος, μακάριος, ὅς ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτραν». Πρίν προλάβουν νά σχηματισθοῦν οἰ λογισμοί στήν διάνοια, ἐξοβελίζονται μέ τήν «εὐχή». Δέν προλαβαίνει νά σχηματισθῆ στήν καρδιά τό σύννεφο τῆς θλίψεως. Ὁ ἀγωνιστής δέν ἐπιτρέπει σέ κανένα καί σέ τίποτε νά τοῦ κλέψουν τήν καρδιακή χαρά.
Δεύτερον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰρηνικός. Ἔχουν φύγει ἀπό τήν καρδιά οἱ αἰτίες τῆς ταραχῆς, διότι ἡ ταραχή βρίσκει πάτημα στό θέλημα. Ἡ πρόθυμη ὑπακοή καί ἡ ἀνιδιοτελής φιλαδελφία διώχνει κάθε ταραχή. Ἡ ψυχή ἀναπαύεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν σπρώχνει τά πράγματα ἐκεῖ πού θέλει, ἀλλά περιμένει νά ἰδῇ ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται ἀπό τήν ἔκβαση τῶν πραγμάτων.
Ὁ γερο Θωμᾶς ἀπό τήν Μικρά Ἁγία Ἄννα εἶχε κατεβῆ τό πρωί στήν θάλασσα, μιά ὥρα σέ ἀπόκρημνο δρόμο καί γέρος ἄνθρωπος ὁ ἴδιος, γιά νά ζητήσει ἀπό τόν καπετάνιο νά τοῦ φέρει κάτι ἀπό τήν Δάφνη. Τό μεσημέρι ξανακατεβαίνει γιά νά τό πάρει, καί τοῦ λέει ὁ καπετάνιος: «Ὤχ, γερο Θωμᾶ, τό ξέχασα». Καί ἐκεῖνος μέ ἀπάθεια τοῦ λέει: «Δέν πειράζει, αὔριο». Γιά νά ἐπαναλάβει τά ἀνεβοκατεβάσματα στά κατσάβραχα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἄλλη μιά φορά. Μικρά γεγονότα πού ἀποκαλύπτουν μεγάλη ἀρετή!
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀναπαύεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γεμίζει μέ εὐχαριστία. Ἡ εὐχαριστιακή διάθεση τόν συνοδεύει σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του. Εἶναι ἀδιατάρακτη καί στίς ἀντιξοότητες, τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες. Ἡ συγκινητική ἱστορία τῆς Φωτεινιῶς μέ τό «εὐχαριστῶ σοι, Κύριε» καί ἡ θαυμαστή ἱστορία τοῦ Συμεών μέ τό «Χριστέ μου, καλησπέρα, σέ εὐχαριστῶ» εἶναι δείγματα ὅτι τό εὐχαριστιακό χάρισμα στολίζει κάθε ψυχή πού ἀγωνίζεται, ὄχι μόνο τούς μοναχούς.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγαπητός σέ ὅλους. Δέν πασχίζει νά εἶναι ἀγαπητός, ἀλλά εἶναι ἀγαπητός. Στήν πρώτη περίπτωση μπορεῖ νά κρύβεται κάποια ἐγωκεντρική ἀνθρωπαρέσκεια. Στήν δεύτερη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος νοιώθει τούς ἄλλους πιό ἄξιους, καί προσφέρεται χωρίς νά ζητᾶ τά ρέστα. Σκορπίζει ἀγάπη καί ἀπολαμβάνει ἀγάπη. Ἡ σχέση αὐτή εἶναι ἕνας παράδεισος.
Τέταρτον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι χρήσιμος στό σύνολο. Ὅταν ὅλος ὁ ἐγωκεντρισμός φύγει ἀπό μέσα μας, τά χαρίσματά μας τά ἀπολαμβάνουν ὅλοι. Ἡ αὐτοπροβολή ἐνοχλεῖ τόν περίγυρο. Ἡ καθαρή καρδιά δέν αὐτοπροβάλλεται. Τά χαρίσματα τῆς καθαρῆς καρδιᾶς βγαίνουν σάν τίς ἀκτίνες τοῦ πρωινοῦ ἡλίου, τόσο χαρούμενα γιά ὅλους. Ἀκόμη καί ἄν τά χαρίσματα εἶναι μηδαμινά -πού ποτέ δέν εἶναι- εἶναι ἀπόλυτα χρήσιμα σέ πολλές περιστάσεις. Γνωρίζω μία μοναχή, ἡ ὁποία εἶχε ἀρρωστήσει ἀπό ἀνίατη ἀρρώστεια. Οἱ δυνατότητές της ἦσαν πλέον ἐλάχιστες. Ὅμως εἶδα ἕνα θαυμαστό πρᾶγμα. Ὅταν ὅλο τό μοναστήρι ἡσύχαζε, ἐκείνη ἦταν στό πόδι καί κάλυπτε τίς τρέχουσες ἀνάγκες. Αὐτές μόνο τίς ὧρες, διότι τόσο ἔφθαναν τά κουράγια της. Ἦταν ὅμως ἀποτελεσματικά χρήσιμη αὐτή ἡ συνεισφορά.
Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ
Ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὁ ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ καί τοῦ χριστιανοῦ φέρει πρός τήν τελειότητα, πρός τήν θέωση. Ἐμεῖς ὅλοι βρισκόμαστε στά πρῶτα βήματα, καί πᾶμε σάν τόν κάβουρα, μιά μπρός καί μία πίσω.
Ὅμως ὑπάρχουν ἁγιασμένες ψυχές πού μέ τόν ἀγῶνα τους ἀξιώθηκαν καί τά κρείττονα χαρίσματα. Γι’ αὐτά δέν μπορῶ νά μιλήσω. Θά μιλήσει ἐκεῖνος πού τά ἀπόλαυσε καί μᾶς τά δίδαξε, ὁ ἁγιορείτης μοναχός καί μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Θά παρουσιάσω ἕνα ἀπόσπασμά του σέ ἐλεύθερη νεοελληνική ἀπόδοση. Γράφει:
Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοὺ ἔρθει στόν ἄνθρωπο, πρῶτα σκηνώνει στόν νοῦ καί τοῦ δίνει τήν γνώση τῶν ὄντων. Κατόπιν φωτίζει καί καθαρίζει ὅλη τήν καρδιά. Διαπορθμεύεται ὕστερα στό σῶμα καί τοῦ δίνει ἕξεις (συνήθειες, δυνατότητες) πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν φύση τοῦ σώματος. Δίνει κατόπιν στόν ἄνθρωπο τά ὑπερφυῆ χαρίσματα, τήν διόραση, τήν προόραση, τήν θαυματουργία. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τό πρωτόκτιστον κάλλος.
Συνοψίζω καί τελειώνω. Θέσαμε ἐξ ἀρχῆς ὡς θεολογικές βάσεις τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως τό γεγονός ὅτι οἱ προπάτορές μας ἔπεσαν ἀπό τό πρωτόκτιστο κάλλος καί μᾶς κληροδότησαν τήν ἀμορφία καί δυσμορφία τῶν παθῶν. Ὁ Κύριός μας ὅμως μέ τήν Ἐνανθρώπησή Του ἀνεκαίνισε τήν φύση μας καί τήν φανέρωσε πάλι ὡραία καί δοξασμένη. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του θέλει νά ἀκολουθήσουμε τόν δρόμο τῆς ἀσκήσεως πού φέρνει στήν καθαρότητα ἀπό τά πάθη. Σέ αὐτήν τήν καθαρότητα, πού ἀποκτοῦμε μέ τήν Χάρι Του καί μέ τήν δική μας ἄσκηση, ἐπιπροσθέτει τήν δική Του ἁγιότητα, γεγονός πού ξαναδίνει στήν φύση μας τό πρωτόκτιστο κάλλος.
Ὁ μοναχός καί ὁ χριστιανός ἐπιποθεῖ καί ἀγωνίζεται νά φθάσει σέ αὐτό τό κάλλος.
Εὐχηθῆτε, Σεβασμιώτατε, νά τό ἀποκτήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
* Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα ἀπό τόν Πανοσιολογιώτατο ἁγιορείτη Ἱερομόναχο π. Λουκᾶ Γρηγοριάτη, τήν Παρασκευή 13η Ὀκτωβρίου στό Ἀριστοτέλειο Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερισσοῦ, σέ Πανελλήνια Συνάντηση Νέων πού διοργάνωσαν ἀπό κοινοῦ τό ὀρθόδοξο Σωματεῖο «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη» (ΕΡΩ) καί ἡ Ἱερά μας Μητρόπολις, παρόντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ.
ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΙΕΡΙΣΣΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΡΔΑΜΕΡΙΟΥ