Γεωργίου Ί. Βιλλιώτη
φιλολόγου-θεολόγου
Ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία τὰ παιδιὰ ἀποκτοῦν κυριαρχία στὴ μητρική τους γλώσσα καὶ οἱ ὁμοιότητες μεταξὺ τῶν διαφόρων γλωσσῶν προϋποθέτουν τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἔμφυτης προδιάθεσης τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὁμιλεῖ.
Ἡ γλωσσικὴ ἱκανότητα εἶναι ἐγγενής· ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ νὰ κοινωνεῖ. Ἀσφαλῶς ὁ προφορικὸς λόγος εἶναι κατὰ πολὺ ἀρχαιότερος τοῦ γραπτοῦ. Ὅσο βέβαιοι εἴμαστε γιὰ τὴ χρονικὴ προτεραιότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου, ἄλλο τόσο μποροῦμε νὰ βεβαιώσουμε τὴν ἄρρηκτη σχέση τοῦ γραπτοῦ λόγου μὲ τὸν προφορικό. Ἀρκεῖ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πόσο ἐξοικειώνεται ὁ ὁμιλητὴς μιᾶς γλώσσας μὲ τὴ γραπτὴ ἀποτύπωσή της· τὴν ἀποδέχεται σὰν αὐτονόητο εἰκαστικὸ στοιχεῖο τῆς καθημερινῆς του ζωῆς. Σκεφτεῖτε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν λιμὸ («πείνα») καὶ τὸν λοιμὸ («πανώλης»), τὴ σορὸ τοῦ νεκροῦ καὶ τὸν σωρὸ τῶν ξύλων, τὸν πολυέλαιο ποὺ ἔχουμε στὸ σαλόνι μας ἀπὸ τὸν πολυέλεο Θεό, τὸν χῆρο ποὺ ἔχασε τὴ γυναίκα του ἀπὸ τὸν χοῖρο ποὺ προορίζεται γιὰ τὸ στομάχι του.
Ἂς ἀναλογιστοῦμε πῶς ὑποσκάπτεται μιὰ λέξη ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ ὀπτική της παράσταση, πῶς δυσχεραίνεται ἡ κατανόηση μὲ τὶς ἀνορθογραφίες· πῶς θὰ ἦταν ὁ ὡραῖος μὲ ὄμικρον;
Ἡ γραφή, ποὺ ξεκίνησε ὡς ζωγραφικὴ (γράφω «ζωγραφίζω»), ἀνατροφοδοτεῖ καὶ τελειοποιεῖ τὴν προφορικὴ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία. Μὲ τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο συνδέονται ἄρρηκτα τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι. Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν χρησιμοποιοῦσαν τονικὰ σημάδια οὔτε πνεύματα. Τὰ παλαιότερα μαρτυρημένα δείγματα τονικῶν σημείων σὲ παπύρους χρονολογοῦνται στὸν 2ο αἰώνα π.Χ.
Τὰ τονικὰ σημάδια ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη τὸν Βυζάντιο (τέλη 3ου αἰώνα) γιὰ νὰ ἐπιλύσει τὸ ἀναγνωστικὸ πρόβλημα τῶν παλαιῶν ποιητῶν, κυρίως τοῦ Ὁμήρου καὶ τῶν Τραγικῶν.
Ἀπὸ τὸ 9ο αἰώνα ποὺ καθιερώνεται ἡ μικρογράμματη γραφὴ γενικεύεται καὶ ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Ἔκτοτε τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἔγινε ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ γραπτοῦ μας λόγου.
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, τὴν 11-11-1982 ἡ τότε κυβέρνηση μὲ τροπολογία ἔρριξε στὸν καιάδα τόνους καὶ πνεύματα καὶ ἐπέβαλε τὸ μονοτονικὸ σύστημα. Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ στηρίχθηκε στὰ ἀκόλουθα ἐπιχειρήματα: πρῶτον, τὸ μονοτονικὸ εἶναι πολὺ ἁπλό, οἱ μαθητὲς καταβάλλουν ἐλάχιστο κόπο γιὰ νὰ τὸ μάθουν· δεύτερον τὸ πολυτονικὸ εἶναι ἄχρηστο, ἄλλωστε οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν καθόλου τόνους· τρίτον μεγάλο τὸ ὄφελος γιὰ τὴν οἰκονομία χάρη στὴν ἀπαλλαγὴ τῶν λέξεων ἀπὸ τὰ περιττὰ βαρίδια.
Ὄντως τὸ μονοτονικὸ μαθαίνεται εὐκολότερα. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἥσσονος προσπάθειας· ὅσο λιγότερο κοπιάζουν οἱ μαθητὲς τόσο καλύτερα. Ἡ λογικὴ αὐτὴ ὅμως ὁδήγησε τὴν παιδεία μας στὸ σημερινὸ τέλμα μὲ τοὺς ἀγράμματους πτυχιούχους. Μὲ τὸ πολυτονικὸ ὁ μαθητὴς γυμνάζει τὸν νοῦ του, ὀξύνει τὴν κρίση του, ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὴ λέξη. Σπάνια οἱ γράφοντες μὲ πολυτονικὸ παρατονίζουν. Ἀξίζει νὰ μελετήσει κάθε Ἕλληνας γλωσσοδίφης τὴ μελέτη «Ἡ ἐκδίκηση τῶν τόνων» (Ἐναλλακτικὲς ἐκδόδεις) γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἐπίδραση τοῦ μονοτονικοῦ στὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἐξέλιξη τοῦ παιδιοῦ.
Τὸ πολυτονικὸ δὲν εἶναι ἄχρηστο, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ συντάκτες τοῦ νόμου. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἔγραφαν πράγματι μὲ πολυτονικό. Ἡ γραφὴ τους ἦταν μεγαλογράμματη καὶ χωρὶς κενά. Ἡ μικρογράμματη γραφὴ εἶναι ἐπινόηση τῶν Βυζαντινῶν. Δὲν νομίζω νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ ἀξία τῆς μικρογράμματης γραφῆς, ἐπειδὴ εἶναι μεταγενέστερη. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ δὲν εἶναι ἄχρηστο τὸ πολυτονικό, ἐπειδὴ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι. Τὸ πολυτονικὸ μαζὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀποτελοῦν τὰ πιὸ ἁπτὰ τεκμήρια τῆς διαχρονικῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Μὲ τοὺς τόνους ἀποφεύγονται νοηματικὲς συγχύσεις («Περάσαμε ὡραῖα» μὲ περισπωμένη εἶναι ἐπίρρημα, «ὡραία μέρα» μὲ ὀξεία εἶναι ἐπίθετο) καὶ δυσκολίες στὴν ἀνάγνωση (δυσκολία διάκρισης ἀνάμεσα στὸ ἄρθρο καὶ τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία). Μὲ τὰ πνεύματα ὁ μαθητὴς κατανοεῖ εὐκολότερα τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων· ὥρα μὲ δασεία εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, ὢρα μὲ ψιλὴ εἶναι ἡ φροντίδα, ὡραῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ συμβαίνει τὴν κατάλληλη ἐποχή, τιμωρὸς (τιμὴ + ὥρα) εἶναι αὐτὸς ποὺ παίρνει ἐκδίκηση γιὰ νὰ ὑπαρασπίσει τὴν τιμή του. Ἡ ἐκδρομὴ εἶναι πενθήμερη καὶ ὄχι πενταήμερη, διότι ἡ ἡμέρα δασύνεται, διότι πρὸ τῆς δασείας τὸ ψιλὸ ἄφωνο τρέπεται στὸ ὁμόφωνό του δασύ. Ἡ Ηellas καὶ ἡ Hellen γράφονται μὲ h, διότι ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Ἑλένη δασύνονται.
Τὸ τρίτο ἐπιχείρημα γιὰ τὰ οἰκονομικὰ ὀφέλη τοῦ μονοτονικοῦ τὸ ἀντιπαρέρχομαι, διότι ὑποβιβάζει τὴ γλώσσα σὲ χρηστικὸ ἐργαλεῖο καὶ δὲν ἀντέχει σὲ σοβαρὴ κριτική. Ἄλλωστε χρεωκοπήσαμε καὶ μὲ τὸ μονοτονικό!
Τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἐπιβεβαιώνει πανηγυρικὰ τὴ ρύση: «Ἡ παιδεία (καὶ ἡ γλώσσα συμπληρώνουμε ἐμεῖς) εἶναι πολὺ σοβαρὴ ὑπόθεση γιὰ νὰ τὴν ἀφήσουμε στοὺς πολιτικούς».
Μὲ τὸν μοναδικὸ γλαφυρό του τρόπο ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης δίνει τὴ δική του ἀπάντηση σὲ ὅσους θέλουν μιὰ γλώσσα ἂπνευστη καὶ ἄτονη:
«Ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν…
Εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἒφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες.
Ὥσπου ἤρθαμ΄ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπ΄ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση».